Ἰωάννα Καρατζαφέρη
Ἡ Ἑνδεκάτη
ΠΕΜΕΝΑΝ καὶ τοὺς εἶπα, καλά.
Κάποιοι φίλοι ἐξακολουθοῦν νὰ ἐπιμένουν νὰ μὲ ὑποδέχονται ἢ νὰ μὲ ἀποχαιρετοῦν στὸ ἕνα ἀεροδρόμιο ἢ τὸ ἄλλο.
Δὲν βαρεθήκατε ἀκόμα, τοὺς ρωτάω, τάχα πὼς τοὺς βάζω στὸν κόπο.
Σὲ βοηθᾶμε μὲ τὰ βάρη σου.
Ποιὰ βάρη, νόμιζα ὅτι ὑπονοοῦσαν τὰ κιλά μου. Περίσσευαν μερικά, περίπου ὅσα τὰ δάχτυλα τοῦ ἑνὸς χεριοῦ μου.
Τὰ βιβλία ποὺ εἶναι βαριὰ σὰν τοῦβλα καὶ οὔτε λυγίζουν, οὔτε συμπιέζονται.
Αὐτὴ τὴ φορὰ εἶχαν ἀκόμα μιὰ ἀπορία.
Μὰ πῶς ἦταν δυνατὸ νὰ ἔχω ἀποφασίσει νὰ ταξιδέψω Νέα Ὑόρκη-Ἀθήνα στὶς 11 Σεπτεμβρίου.
Κάθε μέρα διαβάζεις ἐφημερίδες, ξημεροβραδιάζεσαι μὲ τὸ λὰπ τόπ σου, μᾶς ἔχεις πεῖ νὰ σὲ θάψουμε μαζί του πάνω στὴν κοιλιά σου, θεωρεῖς τὸν ἑαυτό σου ἐνημερωμένο, καί, ὑποτίθεται, ὅτι δὲν σοῦ διαφεύγουν ἱστορικὲς ἡμερομηνίες.
Προφανῶς, τοὺς εἶχα ἀποκρύψει τὸ γεγονὸς ὅτι δὲν διαβάζω μύθους, γιατί τότε πῶς ἤξερα συνοπτικὰ ἐκείνους τοῦ Αἰσώπου.
Εἶχα πάει μερικὲς φορὲς στοὺς Δίδυμους Πύργους.
Πρῶτον, στὸ ἑστιατόριο ποὺ τὰ ὑπερμεγέθη τζάμια του εἶχαν τὴν ἐπωνυμία, Παράθυρα στὸν Κόσμο.
Βέβαια, κανένας δὲν τὸν ἔβλεπε ὅλο, ὅμως τὸ βλέμμα σου ταξίδευε μέχρι τὴν ἄκρη τοῦ ὁρίζοντα, ἀνάλογα μὲ τὴν ὀπτικὴ δυνατότητα τοῦ καθενός μας.
Πήγαινα καὶ στὸ μπάρ. Μὲ τὸ ἀλκοόλ, μικρότερη ἢ μεγαλύτερη ποσότητα, νόμιζα πὼς ἡ ὅρασή μου δυνάμωνε ἢ γινόταν παιχνιδιάρα καὶ τὰ φῶτα τοῦ Μανχάταν ἔμοιαζαν μὲ φωτισμένες μπαλαρίνες ποὺ ἔκαναν πιρουέτες σὲ μιὰ τεράστια πίστα κάποιας φανταστικῆς σκηνῆς μπαλέτου. Μοῦ ἐνίσχυε τὴν ἀγάπη μου γιὰ τὸ American Ballet Theater ἢ ὅποιο ἄλλο συγκρότημα χόρευε σὲ ὁποιαδήποτε Λυρικὴ Σκηνὴ στὴν ὁποιαδήποτε πόλη τύχαινε νὰ βρίσκομαι.
Στὸ μπὰρ εἶχα καὶ κάποιες ἄλλες ψευδαισθήσεις, ποὺ προκαλοῦσαν τὴν ἰσορροπία μου στὸ ψηλὸ δερμάτινο σκαμνὶ ποὺ καθόμουν, ἀπέναντι ἀπὸ τοὺς καθρέφτες του ποὺ ἀντανακλοῦσαν τὰ φῶτα τοῦ ἄγρυπνου Μανχάταν, γιατί μέσα τους διπλασιάζονταν ἢ πολλαπλασιάζονταν, ἡ ἀστάθειά τους ἔτρεμε στὰ μάτια μου καὶ ἐπίσης τὴν ἔνιωθα στὸ κάθισμά μου.
Ἀπὸ ἐκείνους τοὺς καθρέφτες περνοῦσαν ὅλα τα ἀεροπλάνα ποὺ κατευθύνονταν σ’ ἕνα ἀπὸ τὰ τρία ἀεροδρόμια, τὰ δύο Τζ. Φ. Κένεντι, καὶ Λαγκουάρντια στὴ Νέα Ὑόρκη, τὸ τρίτο στὸ Νιούαρκ γιὰ νὰ προσγειωθοῦν.
Καθὼς ἔτρεχαν στὸν ἀεροδιάδρομο τοῦ νυχτερινοῦ οὐρανοῦ, μὲ τὰ φῶτα τους στὰ φτερά τους, στὴ μουσούδα τους νὰ τρεμοπαίζουν, εἶχα τὴν αἴσθηση ὅτι ἔρχονταν κατευθείαν καταπάνω μου.
Θὰ τελείωνα τὴ ζωή μου σὲ ἀεροπορικὸ ἀτύχημα.
Ἂς ἔφευγα ἀπὸ τοὺς Διδύμους.
Μέχρι νὰ φτάσω στὸ ἀσανσὲρ γιὰ τὴν προσγείωσή μου, ἔνιωθα πὼς δὲν πατοῦσα οὔτε κὰν στὸ πάτωμα γυαλιστερὸ καὶ γλιστερό. Ἡ βαρύτητά μου χανόταν.
Οἱ φίλοι μοῦ ἔκαναν παρέα μέχρι τὴν τελευταία ἀνακοίνωση, νὰ ἐπιβιβαστοῦν οἱ ἐπιβάτες γιὰ τὴν Ἀθήνα.
Ἔ, τότε ἂς συγχωρεθοῦμε, τοὺς ἔλεγα.
Μά, τί λὲς τώρα;
Φιλιόμασταν στὶς παρειές μας, μὲ μιὰ εὐχή:
Καλὴ Ἀντάμωση.
Πηγή: Πρώτη δημοσίευση.
Ἰωάννα Καρατζαφέρη Μυθιστόρημα, διήγημα, παιδικὴ λογοτεχνία, μετάφραση, ἀρθογραφία. Πρῶτο της βιβλίο: Ἐπιπλωμένα δωμάτια (Μυθιστόρημα, Δίφρος, Ἀθήνα, 1962).
Εἰκόνα: Οἱ Δίδυμοι τὴν Τετάρτη 10 Ἰανουαρίου 1979. Φωτογραφία: Γιάννης Πατίλης.
Filed under: Ελληνικά,Ιστορία,Καρατζαφέρη Ιωάννα,Πόλη-Χώροι,Ψυχογραφία | Tagged: Διήγημα,Ιωάννα Καρατζαφέρη,Λογοτεχνία |