.
.
Γκὺ ντὲ Μωπασσάν(Guy de Maupassant)
.
Ὁ θρύλος τοῦ ὄρους Σαὶν-Μισέλ
(La légend dy mont Saint-Michel)
.
ΑΤ’ ΑΡΧΗΝ τὸ εἶδα ἀπὸ τὴν Κανκάλ, τὸν παραμυθένιο πύργο ποὺ εἶναι φυτεμένος μέσα στὴ θάλασσα. Τὸ εἶχα δεῖ θολὰ σὰν μιὰ γκρίζα σκιὰ ὑψωμένη πρὸς τὸν νεφελώδη οὐρανό.
Τὸ ξαναεῖδα ἀπὸ τὴν Ἀβάνς, τὸ δείλι. Ἡ ἀτελείωτη ἄμμος ἦταν κόκκινη, ὁ ὁρίζοντας ἦταν κόκκινος, ὅλος ὁ ἀτελείωτος κάμπος ἦταν κόκκινος· μόνο τὸ ἀπόκρημνο ἀβαεῖο ποὺ ἦταν σφηνωμένο ἐκεῖ κάτω, μακριὰ ἀπὸ τὴ στεριά, σὰν μιὰ φανταστικὴ ἀγρέπαυλη, σὰν ἕνα ἐξαίσιο ὀνειρεμένο παλάτι, ἀπίστευτα παράξενο καὶ ὄμορφο, παρέμενε σχεδὸν μαῦρο μέσα στὴν πορφύρα τῆς μέρας ποὺ ψυχορραγοῦσε.
Τὴν ἑπομένη, ξεκίνησα τὴν αὐγὴ γιὰ νὰ τὸ δῶ, διασχίζοντας τὴν ἄμμο καὶ μὲ τὸ μάτι στραμμένο πρὸς αὐτὸ τὸ τερατῶδες κόσμημα ποὺ ἦταν μεγάλο ὅσο κι ἕνα βουνὸ σμιλευμένο σὰν μιὰ καμέα καὶ ἀέρινο σὰν μουσελίνα. Ὅσο πλησίαζα, τόσο αἰσθανόμουν μιὰ ἀνάταση ἀπὸ τὸν θαυμασμό, γιατὶ τίποτε στὸν κόσμο δὲν εἶναι, κατὰ τὴν ἄποψή μου, τόσο ἐκπληκτικὸ καὶ τόσο τέλειο.
Καὶ περιπλανιόμουν, ἔκπληκτος ὡσὰν νὰ εἶχα ἀποκτήσει τὶς συνήθειες ἑνὸς θεοῦ, διαμέσου ἐκείνων τῶν αἰθουσῶν ποὺ τὶς στήριζαν ἀνάλογα ἐλαφριὲς ἢ βαριὲς στῆλες, διαμέσου τῶν διαδρόμων ποὺ τοὺς διαπερνοῦσε τὸ φῶς τῆς μέρας, καὶ μὲ ἀνυψωμένα τὰ γεμάτα θαυμασμὸ μάτια μου πρὸς τὶς καμπανοῦλες ποὺ φαίνονται σὰν πύραυλοι ἕτοιμοι νὰ ἐκτοξευτοῦν στὸν οὐρανό, καὶ σὲ ὅλο αὐτὸ τὸ μπερδεμένο κουβάρι ἀπὸ πυργίσκους, ὑδρορρόες, τὸν κομψὸ καὶ ἑλκυστικὸ διάκοσμο, τὰ λίθινα κομψοτεχνήματα καὶ τὶς γρανιτένιες δαντέλες, ὅλα αὐτὰ τὰ ἀριστουργήματα μιᾶς κολοσσιαίας καὶ περίτεχνης ἀρχιτεκτονικῆς.
Καθὼς στεκόμουν ἐκστατικός, μὲ πλησίασε ἕνας χωρικὸς τῆς Κάτω Νορμανδίας καὶ μοῦ διηγήθηκε τὴν ἱστορία τῆς μεγάλης διαμάχης του Ἁγίου Μιχαὴλ μὲ τὸν διάβολο.
Ἕνας ἰδιοφυὴς σκεπτικιστὴς εἶπε: «Ὁ Θεός, ἔπλασε τὸν ἄνθρωπο κατ’ εἰκόναν του, ἀλλὰ καὶ ὁ ἄνθρωπος τοῦ τὸ ἀνταπέδωσε μὲ τὸ παραπάνω.»
Αὐτὰ τὰ λόγια κρύβουν μιὰ αἰώνια ἀλήθεια καὶ θὰ ἦταν περίεργο νὰ δημιουργήσουμε σὲ κάθε ἤπειρο τὴν ἱστορία μιᾶς τοπικῆς θεότητας, καὶ τὴν ἱστορία τῶν Ἁγίων Πατέρων σὲ κάθε μιὰ ἀπὸ τὶς ἐπαρχίες μας.
Ὁ νέγρος προσκυνᾶ τὰ ἄγρια, ἀνθρωποβόρα εἴδωλα· ὁ πολυγαμικὸς Μωαμεθανός, γεμίζει τὸν παράδεισό του μὲ γυναῖκες· οἱ Ἕλληνες, ὡς πρακτικοὶ ἄνθρωποι, εἶχαν θεοποιήσει ὅλα τα πάθη. Κάθε χωριὸ στὴ Γαλλία, τελεῖ ὑπὸ τὴν προστασία ἑνὸς ἁγίου, τοῦ ὁποίου ἡ εἰκόνα διαφέρει ἀνάλογα μὲ τὴν εἰκόνα τῶν κατοίκων.
Ὅμως, ὁ Ἅγιος Μιχαὴλ ἀγρυπνᾶ πάνω ἀπὸ τὴν Κάτω Νορμανδία, ὁ Ἄγγελος Μιχαήλ, ὁ δοξασμένος καὶ νικηφόρος ἄγγελος, ὁ ρομφαιοφόρος, ὁ θριαμβικὸς ἥρωας τοῦ Παραδείσου, αὐτὸς ποὺ ἐπικράτησε ἐπὶ τοῦ διαβόλου.
Ἀλλά, ἰδοὺ πῶς ὁ πολυμήχανος κάτοικος τῆς Κάτω Νορμανδίας, ὁ ὑποκριτικός, στρεψόδικος καὶ ὕπουλος, κατανοεῖ καὶ ἀφηγεῖται τὸν ἀγώνα τοῦ Μέγα Ἁγίου μὲ τὸν διάβολο.
Γιὰ νὰ προφυλαχτεῖ ἀπὸ τὶς κακίες τοῦ δαίμονα γείτονά του, ὁ Ἅγιος Μιχαὴλ κατασκεύασε μεσοπέλαγα αὐτὴ τὴν κατοικία ποὺ εἶναι ἀντάξια ἑνὸς Ἀρχαγέλλου· καὶ πράγματι, μόνον ἕνας τέτοιος ἅγιος θὰ μποροῦσε νὰ κατασκευάσει γιὰ τὸν ἑαυτό του μιὰ τέτοια κατοικία.
Ἀλλὰ καθὼς εἶχε ἀκόμα τὶς ἀμφιβολίες του γιὰ τὶς πράξεις τοῦ Κακοῦ, περιέβαλε τὸ βασίλειό του μὲ κινούμενη ἄμμο, πιὸ κακόβουλη καὶ ἀπὸ τὴν θάλασσα.
Ὁ διάβολος κατοικοῦσε σὲ μιὰ ταπεινὴ καλύβα στὴν ἀκτή· ἀλλὰ ἦταν ὁ κάτοχός των βοσκότοπων ποὺ κολυμποῦσαν μέσα στὸ ἁλμυρὸ νερό, τὰ γόνιμα χωράφια μὲ τὶς γόνιμες σοδειές, τὶς πλούσιες πεδιάδες καὶ τὶς ἐπίσης γόνιμες πλαγιὲς ὁλόκληρης τῆς χώρας· ἐνῶ ὁ ἅγιος βασίλευε μόνον στὶς ἀμμώδεις περιοχές, κι ἔτσι, ὁ διάβολος ἦταν πλούσιος καὶ ὁ Ἅγιος Μιχαὴλ ἦταν φτωχὸς σὰν ἀγύρτης.
Μετὰ ἀπὸ κάποια χρόνια νηστείας, ὁ ἅγιος ἄρχισε νὰ ἐνοχλεῖται ἀπὸ αὐτὴ τὴν κατάσταση καὶ σκέφτηκε νὰ κάνει ἕνα συμβιβασμὸ μὲ τὸν διάβολο· ἀλλὰ τὰ πράγματα δὲν ἦταν καθόλου εὔκολα, γιατὶ ὁ Σατανᾶς νοιαζόταν γιὰ τὴ συγκομιδή του.
Τὸ σκέφτηκε ἕξι μῆνες καὶ μετά, ἕνα πρωί, πῆρε τὸ δρόμο γιὰ τὴ στεριά. Ὁ δαίμονας ἔτρωγε μπροστὰ στὴν πόρτα του τὴ σούπα του, ὅταν ξαφνικὰ ἀντίκρισε τὸν ἅγιο. Ἀμέσως ἔτρεξε νὰ τὸν προϋπαντήσει, φίλησε τὸ χέρι του, τοῦ εἶπε νὰ περάσει μέσα καὶ τοῦ πρόσφερε κάτι νὰ δροσιστεῖ.
Ἀφοῦ ἤπιε μιὰ γαβάθα γάλα, ὁ Ἅγιος Μιχαὴλ πῆρε τὸ λόγο:
«Ἦρθα νὰ σοῦ προτείνω μιὰ καλὴ δουλειά.»
Ὁ διάβολος, ἀθῶος καὶ δίχως καχυποψία, ἀπάντησε:
— Δέχομαι.
— Ἰδού, θὰ μοῦ ἐκχωρήσεις ὅλα τα κτήματά σου.
Ὁ Σατανᾶς ἀνήσυχος, θέλησε νὰ μιλήσει.
«Ναί, ἀλλά…»
Ὁ ἅγιος συνέχισε:
«Ἄκου πρῶτα. Θὰ μοῦ ἐκχωρήσεις ὅλα σου τὰ κτήματα, θὰ ἀναλάβω τὴ συντήρηση, τὴ δουλειά, τὸ ὄργωμα, τὴ σπορά, τὸ κάπνισμα, τὰ πάντα τέλος πάντων καὶ θὰ μοιραζόμαστε τὴ σοδειά. Συμφωνεῖς;»
Ὁ διάβολος, τεμπέλης καθὼς ἦταν, δέχτηκε.
Ζήτησε μόνο ἐπιπλέον κάποια ἀπὸ ἐκεῖνα τὰ γευστικὰ μπαρμπούνια ποὺ ψαρεύουν γύρω ἀπὸ τὸ μοναχικὸ ὄρος. Ὁ Ἅγιος Μιχαὴλ τοῦ τὸ ὑποσχέθηκε.
Ἕσφιξαν τὰ χέρια, ἔφτυσαν κι οἱ δυὸ γιὰ νὰ δείξουν ὅτι ἡ συμφωνία εἶχε κλείσει, καὶ ὁ ἅγιος συνέχισε:
«Κοίτα, δὲν θέλω νὰ ἔχεις παράπονα ἀπὸ μένα. Διάλεξε τί προτιμᾶς: τὸ τμῆμα τῆς σοδειᾶς ποὺ καλλιεργεῖται στὴν ἐπιφάνεια τῶν χωραφιῶν, ἢ ἐκεῖνο ποὺ φυτρώνει μέσα στὴ γῆ.»
Ὁ Σατανᾶς φώναξε:
«Θὰ πάρω ἐκεῖνο ποὺ καλλιεργεῖται στὴν ἐπιφάνεια.»
— «Σύμφωνοι» εἶπε ὁ ἅγιος.
Καὶ ἔφυγε.
Ὅμως, ἕξι μῆνες ἀργότερα, μέσα στὸ τεράστιο τσιφλίκι τοῦ διαβόλου, δὲν ἔβλεπες παρὰ μόνο καρότα, ραπανάκια, κρεμμύδια, λαγόχορτο , ὅλα τα φυτὰ ποὺ οἱ θρεπτικὲς ρίζες τους εἶναι καλὲς καὶ νόστιμες, καὶ τῶν ὁποίων τὰ ἄχρηστα φύλλα προορίζονται γιὰ ζωοτροφές.
Ὁ Σατανᾶς δὲν κέρδισε τίποτε καὶ θέλησε νὰ σπάσει τὸ συμβόλαιο, χαρακτηρίζοντας τὸν Ἅγιο Μιχαὴλ «πονηρό».
Ἀλλὰ ὁ Ἅγιος εἶχε γλυκαθεῖ ἀπὸ τὶς καλλιέργειες· ἐπέστρεψε νὰ βρεῖ τὸ διάβολο:
«Σὲ διαβεβαιῶ ὅτι δὲν τὸ σκέφτηκα καθόλου· ἔτσι προέκυψε, δὲν φταίω σὲ τίποτε ἐγώ. Καὶ γιὰ νὰ σὲ ἀποζημιώσω, σοῦ προσφέρω αὐτὴ τὴ χρονιά, ὅ,τι ὑπάρχει κάτω ἀπὸ τὴν ἐπιφάνεια τῆς γῆς.»
— Συμφωνῶ, εἶπε ὁ Σατανᾶς.
Τὴν ἑπόμενη Ἄνοιξη, ὅλη ἡ ἔκταση τῶν χωραφιῶν τοῦ Πνεύματος τοῦ Κακοῦ, ἦταν καλυμμένη μὲ παχὺ σιτάρι, μὲ βρώμη μεγάλη σὰν καμπανούλα, λινάρι, ἐξαιρετικὴ κράμβη, κόκκινο τριφύλλι, μπιζέλια, λάχανα, ἀγκινάρες, μὲ ὅλους τους σπόρους καὶ ὅλες τὶς ὀπῶρες ποὺ εὐδοκιμοῦν ὑπὸ τὸ φῶς τοῦ ἥλιου.
Ὁ Σατανᾶς δὲν εἶχε ἀκόμη τίποτε καὶ ἦταν ἐξαγριωμένος.
Καταπιάστηκε πάλι μὲ τὰ λιβάδια του καὶ μὲ τὸ ὄργωμα καὶ παρέμεινε κουφὸς σὲ ὅλα τα νέα ἀνοίγματα ποὺ τοῦ ἔκανε ὁ γείτονάς του.
Κύλησε ἕνας ὁλόκληρος χρόνος. Ἀπὸ τὸ ὕψος τοῦ ἀπομονωμένου ἀρχοντικοῦ του, ὁ Ἅγιος Μιχαὴλ κοίταζε τὴν γόνιμη γῆ ποὺ ἁπλωνόταν ὣς πέρα μακριὰ καὶ ἔβλεπε τὸν διάβολο νὰ διευθύνει τὶς ἐργασίες, νὰ ἀποθηκεύει τὴ σοδειά, νὰ ἀλέθει τοὺς σπόρους του. Καὶ ἦταν ἔξω φρενῶν καὶ ἐξοργισμένος μὲ τὴν ἀδυναμία του. Μὴ μπορώντας πιὰ νὰ κοροϊδέψει τὸν Σατανᾶ, ἀποφάσισε νὰ ἐκδικηθεῖ, καὶ πῆγε νὰ τὸν παρακαλέσει νὰ δειπνήσουν μαζὶ τὴν ἑπόμενη Δευτέρα.
«Δὲν εὐτύχησες μὲ τὶς δουλειές σου μαζί μου, τοῦ εἶπε, τὸ ξέρω· ἀλλὰ δὲν θέλω νὰ μείνει μεταξὺ μας κάποιο αἴσθημα μνησικακίας, γι’ αὐτὸ σὲ προσκαλῶ νὰ δειπνήσεις μαζί μου. Θὰ σοῦ προσφέρω γιὰ γεῦμα ὡραῖα πράγματα.»
Ὁ Σατανᾶς ποὺ ἦταν τόσο λαίμαργος ὅσο καὶ τεμπέλης, δέχτηκε εὐχαρίστως. Τὴν μέρα ἐκείνη, φόρεσε τὰ καλύτερα ροῦχα του καὶ πῆρε τὸ δρόμο γιὰ τὸ Ὄρος.
Ὁ Ἅγιος Μιχαὴλ τὸν ἔβαλε νὰ καθίσει σὲ ἕνα καταπληκτικὸ τραπέζι. Στὴν ἀρχὴ σέρβιραν βὸλ ὠ βὰν παραγεμισμένα μὲ νεφρὰ κόκορα, κεφτεδάκια μὲ σάρκα ἀπὸ λουκάνικα, μετὰ δύο μεγάλα μπαρμπούνια ἀ λὰ κρέμ, κατόπιν μιὰ λευκὴ γαλοπούλα παραγεμισμένη μὲ κάστανα κονφὶ μέσα σὲ κρασί, μετὰ ἕνα ἀρνίσιο μπούτι μαριναρισμένο καὶ τρυφερὸ σὰν γλυκό· μετὰ λαχανικὰ ποὺ ἔλιωναν στὸ στόμα καὶ ζεστή, νόστιμη, ἀχνιστὴ γαλέτα, ποὺ μοσχομύριζε βούτυρο.
Ἤπιαν καθαρὸ μηλίτη οἶνο, ἀφρώδη καὶ ζαχαρώδη, καὶ κόκκινο μεθυστικὸ κρασί, καὶ ὕστερα, μετὰ ἀπὸ κάθε πιάτο, ἔπιναν σὰν σφουγγάρι πεπαλαιωμένο ἀπόσταγμα μήλου.
Ὁ διάβολος ἔφαγε καὶ ἤπιε τὸν ἀγλέορα, τόσο πολὺ καὶ τόσο καλὰ ποὺ ἔνιωσε δυσάρεστα.
Τότε, ὁ Ἅγιος Μιχαήλ, σηκώθηκε φοβερὸς καὶ τρομερὸς καὶ φώναξε μὲ βροντερὴ φωνή:
«Μπροστά μου!!! Μπροστά μου, κάθαρμα! Τολμᾶς…μπροστά μου…»
Ὁ Σατανᾶς τὰ ἔχασε καὶ τό ’βάλε στὰ πόδια καὶ ὁ ἅγιος, ἀρπάζοντας μιὰ μαγκούρα, τὸν κυνήγησε.
Ἔτρεχαν στὰ κάτω σαλόνια, γυρίζοντας γύρω ἀπὸ τὶς κολῶνες, ἀνέβαιναν τὶς ἀέρινες σκάλες, κάλπαζαν κατὰ μῆκος τῶν γεισωμάτων, πηδοῦσαν ἀπὸ ὑδρορρόη σὲ ὑδρορρόη. Ὁ φτωχὸς δαίμονας, ἄρρωστος νὰ σοῦ σπαράζει τὴν ψυχή, ἔτρεχε νὰ φύγει, βρωμίζοντας τὴν κατοικία τοῦ ἁγίου. Ἐπιτέλους, βρέθηκε στὴν τελευταία ταράτσα, πολὺ ψηλά, ἀπ’ ὅπου ἀνακαλύπτει κανεὶς τὸν ἀπέραντο κόλπο μὲ τὶς ἀπομακρυσμένες πόλεις, τὴν ἄμμο καὶ τὰ βοσκοτόπια του. Δὲν μποροῦσε πιὰ νὰ ξεφύγει γιὰ πολύ· καὶ ὁ ἅγιος τοῦ κατάφερε ἕνα πισώπλατο χτύπημα, μιὰ γερὴ κλωτσιὰ ποὺ τὸν ἐκσφενδόνισε σὰν μπάλα στὸ διάστημα.
Πέταξε στὰ οὐράνια σὰν ἀκόντιο καὶ ἔπεσε μὲ ὅλο του τὸ βάρος μπροστὰ στὴν πόλη Μορτέν. Τὰ κέρατα στὸ μέτωπό του καὶ τὰ γαμψὰ νύχια τῶν μελῶν του, καρφώθηκαν βαθιὰ μέσα στὸ βράχο ὁ ὁποῖος κρατᾶ αἰώνια τα ἴχνη αὐτῆς τῆς πτώσης τοῦ Σατανᾶ.
Σηκώθηκε κουτσαίνοντας, σακατεμένος στὸν αἰώνα τὸν ἅπαντα· καὶ κοιτώντας πίσω του τὸ μοιραῖο Ὄρος νὰ ὀρθώνεται σὰν ἀπόκρημνη κορφὴ στὴ δύση τοῦ ἡλίου, κατάλαβε καλὰ ὅτι θὰ ἔβγαινε πάντα ἡττημένος ἀπὸ αὐτὸν τὸν ἄνισο ἀγώνα, καὶ ἀναχώρησε σέρνοντας τὸ πόδι του, κατευθυνόμενος πρὸς μακρινὲς χῶρες, ἐγκαταλείποντας στὸν ἐχθρό του τὰ χωράφια, τὶς πλαγιές, τὰ βοσκοτόπια καὶ τὶς πεδιάδες.
Νά λοιπὸν πὼς ὁ Ἅγιος Μιχαήλ, προστάτης τῶν Νορμανδῶν νίκησε τὸν διάβολο.
Ἕνας ἄλλος λαὸς θὰ εἶχε φανταστεῖ ἀλλιῶς αὐτὴ τὴ μάχη.
(19 Δεκεμβρίου 1882)
.
.
Πηγή: Ἀπὸ τὸ βιβλίο Contes Fantastiques Complets, ἐπιλογὴ κειμένων, παρουσίαση, σημειώσεις: ἐκδόσεις Marabout. Πρώτη δημοσίευση: 19 Δεκεμβρίου 1882, στὸ Gil Blas.
.
Γκὺ ντὲ Μωπασσάν(Guy de Maupassant). Γεννήθηκε στὶς 5 Αὐγούστου 1850 στὸν πύργο Miromesnil στὴν Tourville-sur-Arques καὶ πέθανε στὶς 6 Ἰουλίου 1893 στὸ Παρίσι. Συνδεόταν μὲ φιλία μὲ τὸν Ἐμὶλ Ζολὰ καὶ τὸν Γουσταῦο Φλωμπέρ. Τὰ ἔργα του χαρακτηρίζονται, παρὰ τὸ στοιχεῖο τοῦ φανταστικοῦ καὶ τὸν πεσιμισμὸ ποὺ ἀπορρέει ἀπὸ αὐτό, ἀπὸ μεγάλη ρεαλιστικὴ δύναμη καὶ ἔλεγχο τῶν ἐκφραστικῶν του μέσων. Ἡ παρουσία του στὸ λογοτεχνικὸ στερέωμα τῆς Γαλλίας, διαρκεῖ μιὰ δεκαετία—ἀπὸ τὸ 1880 ἕως τὸ 1890—πρὶν τρελαθεῖ καὶ πεθάνει σὲ ἡλικία 42 ἐτῶν. Ἀπέκτησε φήμη πρὶν τὸ θάνατό του καὶ ἐξακολουθεῖ ἀκόμα καὶ σήμερα νὰ θεωρεῖται μεγάλος διηγηματογράφος καὶ νοβελίστας, τὸ ἐνδιαφέρον γιὰ τὸ ἔργο του ἀναζωπυρώθηκε καὶ ἀπὸ τὴ μεταφορὰ στὸν κινηματογράφο πολλῶν ἀπὸ τὰ ἔργα του.
.
Μετάφραση ἀπὸ τὰ γαλλικά:
Ἰωάννα Ἀβραμίδου (Δράμα, 1951). Φιλόλογος, μεταφράστρια. Ἐργάστηκε ὡς μεταφράστρια στὴν ΕΕ ἀπὸ τὸ 1980 ἕως τὸ 2001. Ἀπὸ τὸ 2003 ἀσχολεῖται μὲ τὴ μετάφραση λογοτεχνίας, ποίησης, καὶ φιλοσοφίας ἀπὸ τὰ γαλλικά, γερμανικά, ἀγγλικὰ καὶ ἰταλικά.
.
Filed under: Αβραμίδου Ιωάννα,Γαλλικά,Διδακτισμός,Κωμικό,Μύθοι,Φανταστικό,Χαρακτήρες,Ψυχογραφία,Maupassant Guy de | Tagged: Guy de Maupassant,Γαλλικό διήγημα,Ιωάννα Αβραμίδου,Λογοτεχνία | Τὰ σχόλια στὸ Γκὺ ντὲ Μωπασσάν (Guy de Maupassant): Ὁ θρύλος τοῦ ὄρους Σαὶν-Μισέλ ἔχουν κλείσει