Ἐμὶλ Σιοράν (Emil Cioran): [Ἕνας παλιὸς φίλος, ἄστεγος…]

 

 

­μὶλ Σι­ο­ράν (Emil Cioran)

 

[Ἕνας παλιὸς φίλος, ἄστεγος]

[Un vieil ami, clochard…]

 

ΝΑΣ ΠΑΛΙΟΣ ΦΙΛΟΣ, ἄ­στε­γος, ἢ ἂν προ­τι­μᾶ­τε, πλα­νό­διος μου­ζι­κάν­της, ἀ­φοῦ γύ­ρι­σε στὸ σπί­τι τῶν δι­κῶν του στὶς Ἀρ­δέν­νες, ἔ­στη­σε, μιὰ Κυ­ρια­κὴ πρω­ί, γιὰ τὸ τί­πο­τα, με­γά­λο καυ­γὰ μὲ τὴ μά­να του, πα­λιὰ δα­σκά­λα, τὴν ὥ­ρα ποὺ ἐ­κεί­νη ἑ­τοι­μά­ζο­ταν νὰ πά­ει στὴ λει­τουρ­γί­α.

       Ἐ­κτὸς ἑ­αυ­τῆς, χά­νον­τας ξαφ­νι­κὰ τὸ χρῶ­μα καὶ τὴ μι­λιά της, πέ­τα­ξε χά­μω τὸ κα­πέλ­λο της, τὸ παλ­τό της, τὴ μπλού­ζα, τὸν στη­θό­δε­σμο, τὸ φου­στά­νι, τὴν κυ­λότ­τα καὶ τὶς κάλ­τσες της καί, ὁ­λό­γυ­μνη, ἄρ­χι­σε νὰ χο­ρεύ­ει λά­γνα μπρο­στὰ στὸν ἄν­τρα της καὶ τὸν γυι­ό της ποὺ εἶ­χαν κολ­λή­σει πά­νω στὸν τοῖ­χο, πα­ρα­λυ­μέ­νοι ἀ­πὸ τὸν τρό­μο τους, ἀ­νί­κα­νοι νὰ κά­νουν ἢ νὰ ποῦν τὸ πα­ρα­μι­κρὸ γιὰ νὰ τὴ στα­μα­τή­σουν.

       Μό­λις τέ­λει­ω­σε τὸν χο­ρό της, σω­ρι­ά­στη­κε σὲ μιὰ πο­λυ­θρό­να κι ἔ­βα­λε τὰ κλάμ­μα­τα.

  

 

Πη­γή: Ἀ­πὸ τὴν ἑ­νό­τη­τα «Ébauches de vertige» ποὺ συμ­πε­ρι­λαμ­βά­νε­ται στὸν τό­μο Écartelement, NRF essais, Gallimard, 1979, σελ. 73.

 

Ἐ­μὶλ Σι­ο­ράν (Emil Cioran). Γεν­νή­θη­κε στὶς 8 Ἀ­πρι­λί­ου 1911 στὸ Ρα­σι­νά­ρι τῆς Ρου­μα­νί­ας καὶ σπού­δα­σε φι­λο­σο­φί­α στὸ Πα­νε­πι­στή­μιο τοῦ Βου­κου­ρε­στί­ου. Πο­λὺ νέ­ος ἀ­να­κά­λυ­ψε τὸν Νί­τσε, τὸν Ντο­στο­γι­έφ­κι, τὸν Σο­πε­νά­ου­ερ, τὸν Φλωμ­πέρ, τὸν Λί­χτεν­μπεργκ, τὸν Μπαλ­ζάκ, τὸν Ταγ­κὸρ καὶ τὸν Σέν­γκλερ, οἱ ὁ­ποῖ­οι ἐ­πη­ρέ­α­σαν τὴ σκέ­ψη του, ὅ­πως ἀρ­γό­τε­ρα ὁ Χέγ­κελ, ὁ Χοῦ­σερλ, ὁ Κάντ, ὁ Βά­ι­νιγ­κερ, ὁ Φί­χτε καὶ ὁ Κίρ­κεγ­κωρ. Τὸ 1937, καὶ ἔ­χον­τας ἤ­δη συγ­γρά­ψει τέσ­σε­ρα δο­κί­μια στὴ μη­τρι­κή του γλώσ­σα, στάλ­θη­κε μὲ ὑ­πο­τρο­φί­α τοῦ Γαλ­λι­κοῦ Ἰν­στι­τού­του Βου­κου­ρε­στί­ου, στὸ Πα­ρί­σι, ὅ­που καὶ πα­ρέ­μει­νε ἕ­ως τὸ τέ­λος τῆς ζω­ῆς του. Τὸ πρῶ­το του ἔρ­γο ποὺ δη­μο­σι­εύ­τη­κε στὰ γαλ­λι­κὰ ἦ­ταν τὸ Ἐγ­κόλ­πιο ἀ­να­σκο­λο­πι­σμοῦ (1949), καὶ ἀ­κο­λού­θη­σαν πλῆ­θος με­λέ­τες καὶ δο­κί­μια. Πέ­θα­νε στὶς 20 Ἰ­ου­νί­ου 1995.

 

Με­τά­φρα­ση ἀ­πὸ τὰ γαλ­λι­κά:

Ἀν­τώ­νης Ζέρ­βας (Πει­ραι­ᾶς, 1953). Ποι­η­τής, δο­κι­μι­ο­γρά­φος, με­τα­φρα­στής. Σπού­δα­σε Κοι­νω­νι­ο­λο­γί­α τῆς Λο­γο­τε­χνί­ας στὸ Πα­ρί­σι καὶ Ἀγ­γλι­κὴ Φι­λο­λο­γί­α στὸ Λον­δί­νο. Ἐμ­φα­νί­στη­κε στὰ γράμ­μα­τα μὲ τὰ ποι­η­τι­κὰ βι­βλί­α Τε­τρά­διο καὶ Τελ­χί­νες (1972). Συγ­κεν­τρω­τι­κὴ ἔκ­δο­ση τῶν ποι­η­μά­των του Οἱ Συλ­λο­γές, 1983-2006 (Ἴν­δι­κτος, Ἀ­θή­να, 2008). Τα­κτι­κὸς συ­νερ­γά­της τοῦ περ. Πλα­νό­διον.

 

Εἰκόνα: Πίνακας τῆς Tree Pruitt.