Ἀλέξανδρος Βαναργιώτης: Ἱστορίες τῆς πόρτας

.

Banargiotis,Aleksandros-IstoriesTisPortas-Eikona-01

.

Ἀ­λέ­ξαν­δρος Βα­ναρ­γι­ώ­της

.

Ἱ­στο­ρί­ες τῆς πόρ­τας

.

16-AlphaΝΟΙΞΑ τὴν πόρ­τα. Δὲν τὸ πε­ρί­με­να. Δὲν πί­στε­ψα ὅ­τι θὰ ἔρ­θει.

— Τί εὐ­χά­ρι­στη ἔκ­πλη­ξη!

       — Μή­πως ἐ­νο­χλῶ;

       — Ὄ­χι, ἴ­σα ἴ­σα ἤ­θε­λα πα­ρέ­α τώ­ρα. Λεί­πει καὶ ἡ Μα­ρί­α.

       — Σοῦ εἶ­πα πὼς θὰ πε­ρά­σω.

       Κά­θι­σε στὸ σα­λό­νι κι ἔ­σπευ­σα νὰ φέ­ρω γλυ­κὸ καὶ νὰ φτιά­ξω κα­φέ.

       Ὅ­ταν τὸν βρῆ­κα στὴ λα­ϊ­κὴ τὴν Τε­τάρ­τη ἄρ­γη­σα νὰ τὸν ἀ­να­γνω­ρί­σω. Ἦ­ταν ἐν­τε­λῶς ἀλ­λαγ­μέ­νος. Κι ἐ­κεῖ­νος δὲν μὲ γνώ­ρι­σε ἀ­μέ­σως. Τρί­α χρό­νια συμ­μα­θη­τές, στὸ Γυ­μνά­σιο, κα­θό­μα­σταν σὲ δι­πλα­νὰ θρα­νί­α. Με­τὰ πῆ­γε στὸ Τε­χνι­κό. Καὶ τώ­ρα εἶ­χε μεί­νει ἀ­πὸ τὴ μορ­φή του μό­νο ἐ­κεί­νη ἡ σπιρ­τά­δα στὰ μά­τια καὶ τὸ χα­μό­γε­λο τὸ «μπα­γα­πόν­τι­κο», ὅ­πως ἔ­λε­γα τό­τε.

       Δὲν ἔ­κρυ­ψα τὴ χα­ρά μου. Δὲν συμ­βαί­νει συ­χνὰ νὰ γί­νε­σαι ξαφ­νι­κὰ πά­λι δώ­δε­κα χρο­νῶ. Ἔ­στω καὶ γιὰ λί­γο. Ὅ­σο κρα­τᾶ μιὰ συ­νάν­τη­ση στὴ γω­νί­α ἑ­νὸς δρό­μου μιὰ τυ­χαί­α Δευ­τέ­ρα ἀ­πὸ τὶς τό­σες Δευ­τέ­ρες τοῦ χρό­νου. Βι­α­ζό­ταν καὶ τὸν προ­σκά­λε­σα νὰ ἔρ­θει ἀ­πὸ τὸ σπί­τι.

       — Πό­τε; μὲ ρώ­τη­σε.

       — Ὅ­πο­τε θές, τοῦ ἀ­πάν­τη­σα. Τὸ σπί­τι μου εἶ­ναι ἀ­νοι­χτὸ γιὰ σέ­να.

       — Πό­τε; μὲ ξα­να­ρώ­τη­σε.

       — Κά­θε ἀ­πό­γευ­μα με­τὰ τὶς ἑ­πτὰ εἶ­μαι σπί­τι.

       — Ἐν­τά­ξει, θὰ ἔρ­θω.

       Ἦρ­θε δύ­ο μέ­ρες με­τά.

       Ὑ­πῆρ­ξε μιὰ ἀ­μη­χα­νί­α. Τὸν ρώ­τη­σα γιὰ τὴ Δέ­σποι­να, τὴ γυ­ναί­κα του καὶ τὰ παι­διά. Μοῦ ἀ­παν­τοῦ­σε κο­φτὰ δί­νον­τάς μου τὶς πλη­ρο­φο­ρί­ες ποὺ ζη­τοῦ­σα, χω­ρὶς νὰ πεῖ κά­τι ἀ­π’ τὸ ὁ­ποῖ­ο νὰ πια­στῶ καὶ νὰ συ­νε­χί­σω τὴ συ­ζή­τη­ση. Ἡ Δέ­σποι­να, δα­σκά­λα, δού­λευ­ε σὲ ἕ­να κον­τι­νὸ χω­ριό, πη­γαι­νο­ερ­χό­ταν. Κα­λὰ ἦ­ταν. Τὰ παι­διὰ σπού­δα­ζαν, ἐν­τά­ξει κι αὐ­τά.

       Τὸ πῆ­γα στὰ παι­δι­κά μας χρό­νια, στὶς ἐκ­δρο­μὲς καὶ στὶς πλά­κες ποὺ κά­να­με. Χα­μο­γε­λοῦ­σε συγ­κρα­τη­μέ­να.

       — Ναί, ναί, ἔ­λε­γε, ὡ­ραί­α χρό­νια, φο­βε­ρὴ φά­ση.

       Μί­λη­σα ἀ­κό­μη καὶ γιὰ τὸ στρα­τό, τοῦ δι­η­γή­θη­κα μὲ με­λο­δρα­μα­τι­κὸ τό­νο τὴ με­τέ­πει­τα ζω­ή μου, ἀ­πὸ σχο­λεῖ­ο σὲ σχο­λεῖ­ο, τα­λαι­πω­ρί­ες, πε­ρι­πέ­τει­ες σὲ ὀ­ρει­νὰ χω­ριὰ καὶ τὴν πε­ρι­πό­θη­τη με­τά­θε­ση με­τὰ ἀ­πὸ δε­κα­ο­χτὼ χρό­νια στὰ πα­τρῶ­α ἐ­δά­φη, χω­ρὶς ὅ­μως νὰ κα­τα­φέ­ρω νὰ τὸν «λύ­σω».

       Ἔ­νευ­ε συγ­κα­τα­βα­τι­κά, «ναί, κα­τα­λα­βαί­νω, δύ­σκο­λες κα­τα­στά­σεις, τὰ ἴ­δια πε­ρί­που καὶ ἡ Δέ­σποι­να».

       Σφί­χτη­κε τὸ στο­μά­χι μου. Κά­ποι­α στιγ­μὴ κου­ρά­στη­κα καὶ στα­μά­τη­σα. Πῆ­ρα τὸν κα­φὲ καὶ ἔ­πι­να ἥ­συ­χα χω­ρὶς νὰ μι­λά­ω. Ἔ­πε­σε σι­ω­πή. Ἀ­κού­γον­ταν μό­νο τα αὐ­το­κί­νη­τα ἀ­πὸ τὸ δρό­μο καὶ ἡ τη­λε­ό­ρα­ση τοῦ ἡ­λι­κι­ω­μέ­νου γεί­το­να ποὺ τὴν βά­ζει πάν­τα νὰ παί­ζει δυ­να­τά.

       — Νὰ φεύ­γω τώ­ρα, εἶ­πε καὶ ση­κώ­θη­κε. Πρέ­πει νὰ πε­ρά­σω καὶ λί­γο ἀ­πὸ τὴ μά­να μου μή­πως θέ­λει κά­τι.

       Στα­θή­κα­με στὴν εἴ­σο­δο καὶ ἀ­πο­χαι­ρε­τι­στή­κα­με. Τὸν κοί­τα­ξα ἴ­σα στὰ μά­τια. Πρὸς τί αὐ­τὴ ἡ ἐ­πί­σκε­ψη; ἀ­να­ρω­τή­θη­κα. Μὲ κοί­τα­ξε κι ἐ­κεῖ­νος. Πῆ­γε κά­τι νὰ πεῖ κι ἕ­νας λυγ­μὸς ἔ­σπα­σε τὴ φω­νή του. Τὰ μά­τια του γέ­μι­σαν δά­κρυ­α.

       — Εἶ­μαι ἄρ­ρω­στος, μοῦ λέ­ει. Ἕ­ξι μῆ­νες μοῦ ἔ­δω­σαν.

.

Bonsai-03c-GiaIstologio-04

.

Πη­γή: Ἀ­πὸ τὴν συλ­λο­γὴ δι­η­γη­μά­των Ἡ θε­ω­ρί­α τῶν χαρ­τα­ε­τῶν (ἐκδ. Πα­ρά­ξε­νες Μέ­ρες, Ἀ­θή­να, 2014).

Ἀ­λέ­ξαν­δρος Βα­ναρ­γι­ώ­της (Τρί­κα­λα Θεσ­σα­λί­ας, 1966). Σπού­δα­σε στὸ Κλα­σι­κὸ Τμῆ­μα τῆς Φι­λο­σο­φι­κῆς Σχο­λῆς Ἰ­ω­αν­νί­νων. Ἐρ­γά­ζε­ται ὡς κα­θη­γη­τὴς Φι­λό­λο­γος στὴ δη­μό­σια Μέ­ση Ἐκ­παί­δευ­ση. Δη­μο­σί­ευ­σε τὶς συλ­λο­γὲς δι­η­γη­μά­των Δι­η­γή­μα­τα γιὰ τὸ τέ­λος τῆς μέ­ρας (Ἐκ­δό­σεις Λο­γεῖ­ον, Τρί­κα­λα, 2009) καὶ Ἡ θε­ω­ρί­α τῶν χαρ­τα­ε­τῶν (ἐκδ. Πα­ρά­ξε­νες Μέ­ρες, Ἀ­θή­να, 2014).

.