.
.
Ἀλέξανδρος Βαναργιώτης
.
Ἱστορίες τῆς πόρτας
.
ΝΟΙΞΑ τὴν πόρτα. Δὲν τὸ περίμενα. Δὲν πίστεψα ὅτι θὰ ἔρθει.
— Τί εὐχάριστη ἔκπληξη!
— Μήπως ἐνοχλῶ;
— Ὄχι, ἴσα ἴσα ἤθελα παρέα τώρα. Λείπει καὶ ἡ Μαρία.
— Σοῦ εἶπα πὼς θὰ περάσω.
Κάθισε στὸ σαλόνι κι ἔσπευσα νὰ φέρω γλυκὸ καὶ νὰ φτιάξω καφέ.
Ὅταν τὸν βρῆκα στὴ λαϊκὴ τὴν Τετάρτη ἄργησα νὰ τὸν ἀναγνωρίσω. Ἦταν ἐντελῶς ἀλλαγμένος. Κι ἐκεῖνος δὲν μὲ γνώρισε ἀμέσως. Τρία χρόνια συμμαθητές, στὸ Γυμνάσιο, καθόμασταν σὲ διπλανὰ θρανία. Μετὰ πῆγε στὸ Τεχνικό. Καὶ τώρα εἶχε μείνει ἀπὸ τὴ μορφή του μόνο ἐκείνη ἡ σπιρτάδα στὰ μάτια καὶ τὸ χαμόγελο τὸ «μπαγαπόντικο», ὅπως ἔλεγα τότε.
Δὲν ἔκρυψα τὴ χαρά μου. Δὲν συμβαίνει συχνὰ νὰ γίνεσαι ξαφνικὰ πάλι δώδεκα χρονῶ. Ἔστω καὶ γιὰ λίγο. Ὅσο κρατᾶ μιὰ συνάντηση στὴ γωνία ἑνὸς δρόμου μιὰ τυχαία Δευτέρα ἀπὸ τὶς τόσες Δευτέρες τοῦ χρόνου. Βιαζόταν καὶ τὸν προσκάλεσα νὰ ἔρθει ἀπὸ τὸ σπίτι.
— Πότε; μὲ ρώτησε.
— Ὅποτε θές, τοῦ ἀπάντησα. Τὸ σπίτι μου εἶναι ἀνοιχτὸ γιὰ σένα.
— Πότε; μὲ ξαναρώτησε.
— Κάθε ἀπόγευμα μετὰ τὶς ἑπτὰ εἶμαι σπίτι.
— Ἐντάξει, θὰ ἔρθω.
Ἦρθε δύο μέρες μετά.
Ὑπῆρξε μιὰ ἀμηχανία. Τὸν ρώτησα γιὰ τὴ Δέσποινα, τὴ γυναίκα του καὶ τὰ παιδιά. Μοῦ ἀπαντοῦσε κοφτὰ δίνοντάς μου τὶς πληροφορίες ποὺ ζητοῦσα, χωρὶς νὰ πεῖ κάτι ἀπ’ τὸ ὁποῖο νὰ πιαστῶ καὶ νὰ συνεχίσω τὴ συζήτηση. Ἡ Δέσποινα, δασκάλα, δούλευε σὲ ἕνα κοντινὸ χωριό, πηγαινοερχόταν. Καλὰ ἦταν. Τὰ παιδιὰ σπούδαζαν, ἐντάξει κι αὐτά.
Τὸ πῆγα στὰ παιδικά μας χρόνια, στὶς ἐκδρομὲς καὶ στὶς πλάκες ποὺ κάναμε. Χαμογελοῦσε συγκρατημένα.
— Ναί, ναί, ἔλεγε, ὡραία χρόνια, φοβερὴ φάση.
Μίλησα ἀκόμη καὶ γιὰ τὸ στρατό, τοῦ διηγήθηκα μὲ μελοδραματικὸ τόνο τὴ μετέπειτα ζωή μου, ἀπὸ σχολεῖο σὲ σχολεῖο, ταλαιπωρίες, περιπέτειες σὲ ὀρεινὰ χωριὰ καὶ τὴν περιπόθητη μετάθεση μετὰ ἀπὸ δεκαοχτὼ χρόνια στὰ πατρῶα ἐδάφη, χωρὶς ὅμως νὰ καταφέρω νὰ τὸν «λύσω».
Ἔνευε συγκαταβατικά, «ναί, καταλαβαίνω, δύσκολες καταστάσεις, τὰ ἴδια περίπου καὶ ἡ Δέσποινα».
Σφίχτηκε τὸ στομάχι μου. Κάποια στιγμὴ κουράστηκα καὶ σταμάτησα. Πῆρα τὸν καφὲ καὶ ἔπινα ἥσυχα χωρὶς νὰ μιλάω. Ἔπεσε σιωπή. Ἀκούγονταν μόνο τα αὐτοκίνητα ἀπὸ τὸ δρόμο καὶ ἡ τηλεόραση τοῦ ἡλικιωμένου γείτονα ποὺ τὴν βάζει πάντα νὰ παίζει δυνατά.
— Νὰ φεύγω τώρα, εἶπε καὶ σηκώθηκε. Πρέπει νὰ περάσω καὶ λίγο ἀπὸ τὴ μάνα μου μήπως θέλει κάτι.
Σταθήκαμε στὴν εἴσοδο καὶ ἀποχαιρετιστήκαμε. Τὸν κοίταξα ἴσα στὰ μάτια. Πρὸς τί αὐτὴ ἡ ἐπίσκεψη; ἀναρωτήθηκα. Μὲ κοίταξε κι ἐκεῖνος. Πῆγε κάτι νὰ πεῖ κι ἕνας λυγμὸς ἔσπασε τὴ φωνή του. Τὰ μάτια του γέμισαν δάκρυα.
— Εἶμαι ἄρρωστος, μοῦ λέει. Ἕξι μῆνες μοῦ ἔδωσαν.
.
.
Πηγή: Ἀπὸ τὴν συλλογὴ διηγημάτων Ἡ θεωρία τῶν χαρταετῶν (ἐκδ. Παράξενες Μέρες, Ἀθήνα, 2014).
Ἀλέξανδρος Βαναργιώτης (Τρίκαλα Θεσσαλίας, 1966). Σπούδασε στὸ Κλασικὸ Τμῆμα τῆς Φιλοσοφικῆς Σχολῆς Ἰωαννίνων. Ἐργάζεται ὡς καθηγητὴς Φιλόλογος στὴ δημόσια Μέση Ἐκπαίδευση. Δημοσίευσε τὶς συλλογὲς διηγημάτων Διηγήματα γιὰ τὸ τέλος τῆς μέρας (Ἐκδόσεις Λογεῖον, Τρίκαλα, 2009) καὶ Ἡ θεωρία τῶν χαρταετῶν (ἐκδ. Παράξενες Μέρες, Ἀθήνα, 2014).
.
Filed under: Βαναργιώτης Αλέξανδρος,Ελληνικά,Καθημερινά,Νοσήματα,Ρεαλισμός,Ψυχογραφία | Τὰ σχόλια στὸ Ἀλέξανδρος Βαναργιώτης: Ἱστορίες τῆς πόρτας ἔχουν κλείσει