Ἄννα Ἀμίλητου: 141 Lumen

.

OLYMPUS DIGITAL CAMERA

.

Ἄν­να Ἀ­μί­λη­του

 

141 Lumen

 

08-Kappa-Fair,_Brown,_and_Trembling_-_Initial_illustrationΑΤΩ ΑΠΟ ΤΟ ΦΩΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ οἱ σι­δη­ρο­τρο­χι­ὲς φω­τί­ζον­ται σὲ λοῦ­μεν. Ὑ­πάρ­χει ἡ ἀ­πο­βά­θρα καὶ ἡ κί­τρι­νη γραμ­μή της, πί­σω ἀ­πὸ τὴν ὁ­ποί­α στέ­κε­ται μιὰ ἐγ­κα­τά­λει­ψη, πε­ρι­μέ­νον­τας τὸν ἑ­πό­με­νο συρ­μό. Ἀ­νοι­χτὰ καὶ κλει­στὰ τραύ­μα­τα τα­ξι­δεύ­ουν στὰ βα­γό­νια, ἀ­νε­βο­κα­τε­βαί­νουν κυ­λι­ό­με­νες σκά­λες, στὸ τρέ­νο τῶν 11.32’ ἀ­πὸ Ἅ­γιο Ἀν­τώ­νιο μιὰ φυ­γὴ μὲ κάρ­τα ἀ­πε­ρι­ο­ρί­στων δι­α­δρο­μῶν πε­ρι­μέ­νει νὰ ἀ­πο­βι­βα­στεῖ στὴν Κο­ρα­ή. Στὰ νό­τια προ­ά­στια, τρυ­πᾶ­νε τὴ γῆ γιὰ νὰ χω­ρέ­σουν ἕ­να κυ­λιν­δρι­κὸ κε­νὸ ἀ­πὸ τὸ ὁ­ποῖ­ο θὰ με­τα­κι­νοῦν­ται χι­λιά­δες ἐ­πι­βά­τες μη­νια­ίως καὶ θὰ ἐ­ξυ­πη­ρε­τοῦν­ται ταυ­τό­χρο­να οἱ ἀ­πο­ρί­ες τους καὶ ἐ­ναλ­λὰξ οἱ ἀ­μη­χα­νί­ες τους. Στὴ δι­α­δρο­μὴ πρὸς τὴ θά­λασ­σα θε­ω­ρη­τι­κὰ μπο­ροῦν νὰ θά­ψουν μιὰ-δυ­ὸ θλί­ψεις τους ἤ νὰ ἀ­πο­χω­ρι­στοῦν καὶ με­ρι­κὲς ἀ­πο­γο­η­τεύ­σεις τους, ἂν τὸ εἰ­σι­τή­ριο ἦ­ταν με­τ’ ἐ­πι­στρο­φῆς.

            Πα­λιὰ ἀ­πὸ τὸ σα­λό­νι ἄ­κου­γα τὸ βα­γό­νι τοῦ τράμ, νὰ γλύ­φει τὶς ρά­γες, κου­δου­νί­ζον­τας πρὸς τὸ φα­νά­ρι μὲ τὸ χα­ρω­πό του καμ­πα­νά­κι. Ἤ­θε­λα νὰ εἶ­μαι αὐ­τὸ τὸ καμ­πα­νά­κι, κα­θό­μουν σὲ μιὰ πο­λυ­θρό­να, ὑ­γρὴ ἀ­πὸ νε­ό­τη­τα, γκρί­ζα ἀ­πὸ ὡ­ρι­μό­τη­τα, ἄ­κου­γα τὰ ἀ­ε­ρο­πλά­να νὰ προ­σγει­ώ­νον­ται στὸ ἀ­ε­ρο­δρό­μιο καὶ κου­δού­νι­ζα ἀ­πὸ κα­νο­νι­κὴ φυ­γή. Εἶ­χα δυ­ὸ χῶ­ρες καὶ δὲ χω­ροῦ­σα σὲ κα­μιά. Εἶ­χα δυ­ὸ ξέ­νες γλῶσ­σες καὶ λέ­ξεις-μω­ρὰ ὀρ­φα­νὲς ἀ­πὸ πα­τέ­ρα. Ἤ­θε­λα νὰ χορ­δί­σω τὶς λέ­ξεις στὸ κλει­δὶ τοῦ φά. Ἡ σι­ω­πὴ ἦ­ταν βρό­χι­νη, ἡ ὁ­μί­χλη ἦ­ταν θυ­μω­μέ­νη, τὸ χι­ό­νι φρυ­γά­νι­ζε κά­τω ἀ­πὸ τὰ πα­πού­τσια μου.

            Μὲ αὐ­τὴν τὴν κα­νο­νι­κό­τη­τα τῆς φυ­γῆς τα­ξί­δευ­α ἀ­συ­νό­δευ­τη. Ὕ­στε­ρα κα­τά­λα­βα. Ὅ­λες οἱ σύν­θε­τες λέ­ξεις ποὺ πε­ρι­έ­χουν τὸ -γρά­φος πο­νᾶ­νε. Τὸ ὁ­λο­γρά­φως ἔ­χει ἕ­να χτυ­πο­κάρ­δι. Τὸ δι­κό­γρα­φο ζεῖ μὲ ἀ­ναλ­γη­τι­κά, δὲν τὸ ξέ­ρε­τε;

            Εἶ­δα ἕ­να ὄ­νει­ρο ὅ­τι ἡ μά­να μου ἤ­μουν ἐ­γώ. Κρα­τοῦ­σα ἕ­να λά­στι­χο ποὺ ἐκ­σφεν­δό­νι­ζε τὰ γράμ­μα­τα τῆς ἀλ­φα­βή­του.

 Bonsai-03c-GiaIstologio-04

Πη­γή: Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση.

Ἀ­μί­λη­του Ἄν­να (Ἀ­θή­να, 1975). Σπού­δα­σε Ἐ­πι­κοι­νω­νί­α καὶ Νέ­α Μέ­σα.

.