.
.
Σωτήρης Σαράκης
.
Περίπατος στὴν τεθλασμένη ὁδό
.
ΥΜΦΩΝΑ μὲ τὴν ἀριθμησή της, ἡ ὁδὸς Μεσολογγίου τοῦ Δήμου Βύρωνος ἀρχίζει ἀπ’ τὰ δυτικὰ ὅρια τοῦ Δήμου (πλατεῖα Μαρτάκη, γνωστὴ ὡς «Δεληολάνη») καὶ τελειώνει ἀμέσως μετὰ τὸ ἄλσος τῆς Ἁγίας Τριάδας ὅπου ἀρχίζει ἡ ὁδὸς Γ. Παπανδρέου. Προσωπικά, ὡστόσο, ἔχω ἐντελῶς ἀντίθετη ἄποψη ἐπ’ αὐτοῦ: Ἡ ὁδὸς Μεσολογγίου ἀρχίζει ἐλάχιστα πρὶν τὴν ἀνατολικὴ αἰχμὴ τοῦ ἄλσους τῆς Ἁγίας Τριάδας καὶ ἐκβάλλει στὰ δυτικὰ ὅρια τοῦ Δήμου, ἐπὶ τῆς πλατείας Μαρτάκη (γνωστῆς ὡς «Δεληολάνη»).
Διότι, ὅπως δηλώνει ἡ φυσιογνωμία της (τεθλασμένη ὁδός, μὲ ἀρκετὰ ἔντονη κλήση, ἑλισσόμενη στὸ χαμηλότερο ἐδαφικὸ ἐπίπεδο τῆς περιοχῆς) ἀλλὰ καὶ κατὰ τὶς μαρτυρίες τῶν παλαιοτέρων, ἡ ὁδὸς Μεσολογγίου, στὴν προηγούμενη ζωή της, ἦταν ρέμα. Καί, ὡς γνωστόν, τὰ ρέματα δὲν ἀρχίζουν ἀπ’ τὰ χαμηλὰ καὶ ν’ ἀνεβαίνουν τὸν ἀνήφορο. Ξεκινοῦν ἀπὸ κάποιο λίγο ἢ πολὺ ψηλότερο σημεῖο καὶ κατηφορίζουν. Ὁ ἴδιος, βέβαια, λόγος ἐξηγεῖ καὶ τὴν ἄλλη μου ἐμμονὴ ὡς πρὸς τὴν ὁδὸ Μεσολογγίου – νὰ χρησιμοποιῶ τὸ ρῆμα «ἐκβάλλει» γιὰ δρόμο. Ναί, δρόμος, ἀλλὰ αὐτὸ δὲ σημαίνει πὼς δικαιούμαστε νὰ ξεχνᾶμε ἀσεβῶς τὴν ἱστορία του.
Προσθέτω ἐδῶ πὼς καὶ ἄλλοι, πρὸ ἐμοῦ, καὶ παρὰ τὴν ἀνάποδη ἀρίθμησῃ, σεβάστηκαν αὐτὴ τὴν ἱστορία. Πρῶτον, ὁ ὀνοματοδότης, ὁ νουνὸς τοῦ δρόμου. Βέβαια, ἕνας Δῆμος Βύρωνος ὄφειλε νὰ διαθέτει μιὰν ὁδὸ Μεσολογγίου. Ἦταν ὅμως ἐξαιρετικὰ εὔστοχο νὰ δοθεῖ τὸ συγκεκριμένο ὄνομα σ’ ἕναν δρόμο ποὺ προηγουμένως εἶχε ὡς σκοπό του τὴν ἔξοδο τῶν νερῶν τῆς στεριᾶς στὴ θάλασσα. Καί, δεύτερον, ἡ Τροχαία (ἢ ὅποια, τέλος πάντων, Υπηρεσία καταγίνεται μὲ τὶς λεγόμενες μονοδρομήσεις). Δὲν γνωρίζω ἂν καὶ πόσο ἡ ἱστορία τῆς ὁδοῦ ὡς ὁδοῦ ὑδάτων ἐπηρέασε τὴν ἀπόφασή της νὰ τὴν ὁρίσει κάθοδο τῶν ὀχημάτων, ὁπωσδήποτε ὅμως ἐπρόκειτο, γιὰ εὐνοήτους λόγους, περὶ ὀρθῆς αποφάσεως.
.
Κατοίκησα στὸν Βύρωνα τὸ 1972, συνεπῶς βρῆκα τὴν ὁδὸ Μεσολογγίου δρόμο ἀνθρώπων καὶ ὄχι νερῶν. (Παρότι, ὅταν ἔχουμε ραγδαῖες βροχές, αὐτὰ τὰ τελευταῖα μᾶς θυμίζουν διακριτικὰ τὸ παρελθόν της, διεκδικώντας τὰ δικαιώματά τους.) Δρόμος λοιπὸν γιὰ μένα σὰν ὅλους τοὺς δρόμους. Προσέτι, δρόμος ἀπ’ αὐτούς ποὺ δὲν περπάτησα ὡς παιδὶ – καὶ εἶναι γνωστὸ ὅτι ὅλοι οἱ δρόμοι τῆς γῆς, τυποποιημένοι καὶ μή, χωρίζονται σὲ δυὸ κατηγορίες: Σ’ ἐκείνους ποὺ περπατήσαμε παιδιά, καὶ σ’ ἐκείνους ποὺ δὲν περπατήσαμε παιδιά. Τὴν ξεχώρισα, ὡστόσο, καὶ τὴ συμπάθησα ἀμέσως, συμπεριλαμβάνοντάς την μεταξὺ τῶν δρόμων ὅπου ἀγαπῶ νὰ βαδίζω. Ἴσως βοήθησαν καὶ τὰ ἄνετα πεζοδρόμιά της, πιὸ πολὺ ὅμως πιστεύω πὼς μὲ τράβηξε τὸ ὑγρό της παρελθόν: Τὰ ρέματα τοῦ χωριοῦ μου ὑπῆρξαν οἱ καλοκαιρινοὶ παράδεισοι τῶν παιδικῶν μου χρόνων.
Συνήθως ξεκινάω ἀπὸ τὴν κορυφή της καὶ κατεβαίνοντας τὴν ἐξαντλῶ· δὲν πρόκειται ἄλλωστε γιὰ δρόμο ἰδιαίτερα μακρύ: Τὸ καταληκτικὸ νούμερο τῆς ἀριστερῆς (κατ’ ἐμὲ δεξιᾶς) της πλευρᾶς εἶναι τὸ μᾶλλον μέτριο 87. Στὴ δεξιά (κατ’ ἐμὲ ἀριστερή) της πλευρά, δὲν θὰ δοῦμε παραπλήσιο (ζυγὸ) ἀριθμό: Τὰ κτήρια, μαζὶ μὲ τοὺς αριθμούς τους, σταματᾶνε κάμποσο χαμηλότερα, αφοῦ ἡ ἐν λόγῳ πλευρὰ τελειώνει μὲ τὸ ἄλσος τῆς Ἁγίας Τριάδας. Έτσι, ἡ ὁδὸς Μεσολογγίου μοῦ ἐπιφυλάσσει ὑποδοχὴ ἐντυπωσιακή. Τὸ μάτι πέφτει μὲ λαχτάρα στὰ πανύψηλα πεῦκα καὶ στοὺς τεράστιους εὐκαλύπτους τοῦ ἄλσους. Βαδίζω συνήθως στὴν (κατ’ ἐμὲ) δεξιὰ ὄχθη, ὥστε νὰ βλέπω πιὸ ἄνετα τὰ δέντρα. Τὸ μέγεθός τους κάνει νὰ δείχνουν εξαιρετικὰ πυκνά. Ὑπάρχουν καὶ κάμποσοι θάμνοι ποὺ ὅμως δὲν πολυφαίνονται ἀπ’ τὸ δρόμο. Ἀντίθετα, τὰ ἀναρριχητικὰ στὸ κιγκλίδωμα ὅλο καὶ πυκνώνουν κατεβαίνοντας. Νά καὶ δυὸ-τρία κυπαρίσσια, μιὰ συστάδα σκίνων καὶ (θαυμάσιο!) μιὰ ζωηρότατη πικροδάφνη.
Ἡ κάθοδος συνεχίζεται· μιὰ πινακίδα μᾶς πληροφορεῖ πὼς πρόκειται ὄντως γιὰ τὸ ἄλσος τῆς Ἁγίας Τριάδας, μὲ παιδικὴ χαρά, γήπεδο μπάσκετ κ.λπ., καὶ λίγο πιὸ κάτω μιὰ μικρότερη πινακίδα ἀπαγορεύει τὴν εἴσοδο στὰ σκυλιά. Ἄλυτο, ἐννοεῖται, κι ἐδῶ τὸ πρόβλημα μὲ τ’ ἀδέσποτα ποὺ δὲ γνωρίζουν ἀνάγνωση.
Μὲ τὸ ποὺ τελειώνει τὸ ἄλσος, πάντα ἀριστερά μου, τὰ σχολεῖα, νηπιαγωγεῖα καὶ δημοτικά. Βλέπω τὰ πιτσιρίκια ποὺ σχολᾶνε, θυμᾶμαι ποὺ κι ἐγὼ στὴν ἡλικία τους περνοῦσα ἕνα ρέμα γιὰ νὰ φτάσω στὸ σχολεῖο μου, θυμᾶμαι καὶ τὴν ἀγωνία ζωγραφισμένη στὸ πρόσωπο τῆς μάνας μου ὅταν ἐπέστρεφα ἀργοπορημένος (τὰ κατεβασμένα ρέματα τῆς περιοχῆς εἴχανε φάει πολλὰ παιδάκια τὸν καιρὸ ποὺ περίσσευαν ἐκεῖ τὰ παιδιὰ καὶ σπάνιζαν τὰ γεφύρια). Πάω νὰ πῶ «εὐτυχῶς, τώρα…», βλέπω ὅμως ἔντρομος τὸ ρεῦμα τῶν αὐτοκινήτων, θυμᾶμαι τὴ δική μου ἀγωνία ὅταν ἡ κόρη μου πηγαινοερχόταν σ’ ἕνα ἀπὸ τοῦτα τὰ δημοτικά, καί μοῦ ’ρχεται νὰ φωνάξω: Παιδιά, τὸ νοῦ σας, τὰ ρέματα εἶναι πάντα ἐπικίνδυνα!
.
Λέω εδῶ, στὰ μισὰ περίπου τοῦ δρόμου, να διακόψω. Ἢ μᾶλλον, νὰ συνεχίσω μόνος μου ὣς τὶς ἐκβολές. Ὅπου, κάθε φορὰ ποὺ φτάνω, ἀναρωτιέμαι ἂν βάδισα δρόμο ἢ ρέμα. «Ἦρθα ὁλόρεμα» λέγαμε κάποτε στὰ μέρη μου κι ἐννοούσαμε ἀκριβῶς αὐτό: Εἴχαμε κάμει δρόμο μας τὸ φιλικὸ ρέμα.
.
.
Πηγή: Πρώτη δημοσίευση.
Σωτήρης Σαράκης (Ἀμπέλια Ἀγρινίου, 1949). Σπούδασε Πολιτικὲς Ἐπιστῆμες καὶ ἐργάστηκε ὡς δημόσιος ὑπάλληλος. Ἔχουν ἐκδοθεῖ ἑπτὰ ποιητικὲς συλλογές του, οἱ τρεῖς πρῶτες ἀπὸ τὶς ὁποῖες συγκροτοῦν τὸν πρῶτο τόμο τῆς συγκεντρωτικῆς ἔκδοσης τῶν ποιημάτων του (Δοκιμασίες καὶ δοκιμές, ἐκδ. Κουκκίδα, Ἀθήνα 2011).
Εἰκόνα: Ἡ ὁδὸς Μεσολογγίου στὸν Βύρωνα, ὅπως εἶναι σήμερα (15-09-2014, 12:24 μμ.). Φωτογραφία: Εὐδοκία Ιωαννίδου.
.
Filed under: Αυτοβιογραφία,Ελληνικά,Πόλη-Χώροι,Περιγραφή,Σαράκης Σωτήρης,Φύση-Ζώα | Tagged: Διήγημα,Λογοτεχνία,Σωτήρης Σαράκης | Τὰ σχόλια στὸ Σωτήρης Σαράκης: Περίπατος στὴν τεθλασμένη ὁδό ἔχουν κλείσει