Νάνσυ Ἀγγελῆ: Ἡ φωτογραφία

 

 

Νάνσυ Ἀγγελῆ

 

Ἡ φω­το­γρα­φί­α

 

Στὴ Δέ­σποι­να Καρ­λα­τή­ρα

 

ΗΝ ΚΟΙΤΑΖΩ σή­με­ρα ἀ­πέ­ναν­τί μου, χα­μο­γε­λα­στὴ καὶ ἀ­πα­στρά­πτου­σα, ἐ­λα­φρῶς νε­ό­τε­ρη ἀ­π’ ὅ­σο φαί­νον­ταν τὰ τε­λευ­ταῖ­α αὐ­τὰ χρό­νια. Γυ­α­λι­στε­ρὴ ἀ­ση­μέ­νια κορ­νί­ζα πλαι­σι­ώ­νει ὅ­τι μπό­ρε­σε καὶ χώ­ρε­σε ὁ φα­κός, τὰ  φρε­σκο­βαμ­μέ­να γιὰ τὴν πε­ρί­στα­ση μαλ­λιά της, πάν­τα κον­το­κου­ρεμ­μέ­να, πάν­τα χτε­νι­σμέ­να στὴν τρί­χα, πάν­τα μὲ λὰκ Elnette. Τὰ δόν­τια της, πα­ρά­ται­ρα λευ­κὰ καὶ ἴ­σια γιὰ τὴν ἡ­λι­κί­α της, ποὺ ἐ­λα­φρῶς ρὸζ ἀ­πὸ τὸ κοκ­κι­νά­δι τῶν λε­πτῶν χει­λι­ῶν της ἀ­πο­κα­λύ­πτον­ται σ’ ἕ­να φι­λά­ρε­σκο, με­τρη­μέ­νο χα­μό­γε­λο, τὸ λα­μὲ φουν­του­κὶ φου­στά­νι, αὐ­τὸ ποὺ ἀ­έ­ρι­ζε ἐ­πι­με­λῶς πρὶν ἀ­πὸ κά­θε ἔ­ξο­δο, καὶ στὸ ὕ­ψος τοῦ πη­γου­νιοῦ τὸ χέ­ρι της ποὺ δι­α­γρά­φει ἕ­να «ὤ­πα» πό­ζας στὸν ἀ­έ­ρα. Εἶ­μαι σί­γου­ρη ὅ­τι εἶ­ναι Σαβ­βα­τό­βρα­δο καὶ ὅ­τι κά­θε­ται σ’ ἕ­να ἀ­πὸ τὰ πρῶ­τα τρα­πέ­ζια, μπρο­στὰ μπρο­στά, δί­πλα στὴν ὀρ­χή­στρα. Εἶ­μαι σί­γου­ρη ὅ­τι ἡ ὀρ­χή­στρα εἶ­ναι ἀπ΄αὐ­τὲς ποὺ ὅ­λα τὰ μέ­λη της φο­ροῦν λευ­κὰ κου­στού­μια καὶ τὸ μέ­ρος εἶ­ναι ἕ­να φω­τα­γω­γη­μέ­νο ἐ­ξο­χι­κὸ κέν­τρο μὲ πί­στα ποὺ λέ­γε­ται «Πλὰζ» ἢ «Ἄν­τζε­λα» καὶ εἶ­ναι δί­πλα στὴ θά­λασ­σα. Εἶ­μαι σί­γου­ρη ὅ­τι στὴν ἀρ­χὴ δὲν εἶ­χε ὄ­ρε­ξη νὰ βγεῖ, ἀλ­λὰ τε­λι­κὰ πεί­στη­κε για­τὶ τῆς ὑ­πεν­θύ­μι­σε ὁ παπ­πούς μου πό­σο ὡ­ραῖα χο­ρεύ­ει καὶ πό­σο πο­λὺ θὰ με­τά­νι­ω­νε ἂν δὲν πή­γαι­νε μα­ζί του για­τὶ θὰ ἔ­χα­νε τὴ στιγ­μὴ ποὺ αὐ­τὸς θὰ τὴν κα­μά­ρω­νε ὅ­σο ἐ­κεί­νη θὰ στρο­βι­λί­ζε­ται μὲ τὴν ψυ­χή της. Ἀ­να­πο­λών­τας τὸ πα­ρελ­θὸν μιὰ μέ­ρα σὰν τὴν ση­με­ρι­νή, φτά­νω ἀ­πρό­σμε­να στὸ δια­υγὲς συμ­πέ­ρα­σμα ὅ­τι ἡ ἀ­γά­πη τους συ­νί­σταν­το σ’ αὐ­τὰ ἀ­κρι­βῶς τὰ δευ­τε­ρό­λε­πτα ποὺ δι­αρ­κοῦ­σε μιὰ γυ­ρο­βο­λιὰ τῆς για­γιᾶς μου μέ­σα στὰ μά­τια τοῦ παπ­ποῦ μου ἕ­να Σαβ­βα­τό­βρα­δο. Ναί, εἶ­ναι τό­σο εὔ­γλωτ­το γιὰ μέ­να αὐ­τὸ τὸ τυ­χαῖ­ο φω­το­γρα­φι­κὸ πορ­τρέ­το γιὰ τὸν ἁ­πλὸ λό­γο ὅ­τι ἀ­πο­τε­λεῖ ἄ­θε­λά του τὴν ὑ­παι­νι­κτι­κὴ καὶ ἀ­κρι­βῆ πε­ρι­γρα­φὴ μιᾶς ὁ­λό­κλη­ρης ἐ­πο­χῆς. Ὅ,τι θυ­μᾶ­μαι μὲ με­γα­λύ­τε­ρη ἀ­γά­πη ἀ­πὸ κεί­νη εἶ­ναι μέ­σα στὴν φω­το­γρα­φί­α αὐ­τή, μό­λις πί­σω ἀ­πὸ τὴν πλά­της της, στὸ σκο­τει­νὸ ἀ­π’ τὸ δυ­να­τὸ φλὰς φόν­το. Εἶ­πα πρὶν ὅ­τι στὴν φω­το­γρα­φί­α αὐ­τὴ ἡ για­γιά μου φαί­νε­ται ἐ­λα­φρῶς νε­ό­τε­ρη, ἀλ­λὰ ὅ­σο πε­ρισ­σό­τε­ρο βυ­θί­ζο­μαι στὶς μνῆ­μες ποὺ αὐ­τὴ μοῦ ξυ­πνᾶ, ὅ­σο πε­ρισ­σό­τε­ρο τὴν κοι­τά­ζω, τό­σο πε­ρισ­σό­τε­ρο πεί­θο­μαι γιὰ τὸ λά­θος τῆς δι­α­τύ­πω­σης αὐ­τῆς. Ἡ ἀ­λή­θεια εἶ­ναι ὅ­τι δὲν μοιά­ζει οὔ­τε νε­ό­τε­ρη, οὔ­τε γη­ραι­ό­τε­ρη, μοιά­ζει ἀ­πρό­σμε­να μα­κρι­νὴ καὶ ταυ­τό­χρο­να οἰ­κεία. Μοιά­ζει ἁ­πλῶς ὅ­πως εἶ­ναι, ὅ­πως ἦ­ταν πάν­τα ἀ­πὸ τὴ μέ­ρα ποὺ θυ­μᾶ­μαι τὸν ἑ­αυ­τό μου μα­ζί της καὶ ὑ­πὸ τὴν ἔν­νοι­α αὐ­τὴ πρό­κει­ται γιὰ μιὰ πο­λὺ κα­λὴ ἐ­πι­λο­γὴ φω­το­γρα­φί­ας κι ἂς ἔ­γι­νε ἐν τῷ μέ­σω οἰ­κο­γε­νεια­κῶν συρ­ρά­ξε­ων πε­ρὶ ἀ­πρέ­πειας καὶ ἔλ­λει­ψης σε­βα­σμοῦ, μό­νο καὶ μό­νο ἐ­πει­δὴ σ’ αὐ­τὴ ἀ­στρά­φτουν ὑ­περ­βο­λι­κὰ τὰ χεί­λη της καὶ τὸ φό­ρε­μά της καὶ τὰ δα­χτυ­λί­δια της. Χα­μο­γε­λά­ω. Σκέ­φτο­μαι ὅ­τι ἡ για­γιά μου εἶ­χε ἕ­να αἰ­ώ­νιο βερ­νί­κι νυ­χιῶν (βε­ρα­μάν), μιὰ αἰ­ώ­νια βα­φὴ μαλ­λι­ῶν (ἀ­προσ­δι­ο­ρί­στου χρώ­μα­τος) καὶ μιὰ αἰ­ώ­νια ἡ­λι­κί­α με­σή­λι­κης γυ­ναί­κας. Δὲν ἦ­ταν πο­τὲ οὔ­τε νέ­α, οὔ­τε κὰν στὶς ἀ­σπρό­μαυ­ρες φω­το­γρα­φί­ες τοῦ γά­μου της, οὔ­τε ἡ­λι­κι­ω­μέ­νη. Καὶ τό­τε τὸ βλέμ­μα μου με­τα­κι­νεῖ­ται ἀ­συ­ναί­σθη­τα πρὸς τὸ μέ­ρος ποὺ βρί­σκε­ται σκυμ­μέ­νο τὸ λευ­κό του κε­φά­λι. Ὁ παπ­πούς μου μοιά­ζει θλιμ­μέ­νος. Θλιμ­μέ­νος, μό­νο αὐ­τό. Ἀ­να­ρω­τι­έ­μαι τί νὰ σκέ­φτε­ται ἐ­κεῖ­νος ὅ­ταν θὰ τὴν ἀ­να­πο­λεῖ. Τὴν μυ­ρω­διά της ἴ­σως, τὴν τσι­ρι­χτή της φω­νή, τὶς τη­γα­νη­τές της πα­τά­τες, τὰ αὐ­το­σχέ­δια ποι­ή­μα­τά της… ἴ­σως. Ἴ­σως καὶ τί­πο­τε ἀ­π’ ὅ­λα αὐ­τὰ ποὺ εἶ­ναι στὸ κά­τω κά­τω αὐ­τὰ ποὺ ἐ­γὼ ἀ­να­πο­λῶ.

       Ξα­να­γυρ­νῶ τὸ βλέμ­μα μου στὸ ση­μεῖ­ο ποὺ ἔ­χω κα­τα­φέ­ρει νὰ τὸ κρα­τή­σω καρ­φω­μέ­νο κα­τὰ τὴ διά­ρκεια ὁ­λό­κλη­ρης σχε­δὸν τῆς Λει­τουρ­γί­ας, στὴν κορ­νι­ζα­ρι­σμέ­νη φω­το­γρα­φί­α. Κα­τὰ κά­ποι­ο τρό­πο μό­νο μέ­σα σ’ αὐ­τὴν τὴ φω­το­γρα­φί­α ἀ­να­γνω­ρί­ζω τὴ για­γιά μου. Τὴν πραγ­μα­τι­κὴ για­γιά μου, κι ὄ­χι αὐ­τὴν τὴν ἀ­σπρο­μάλ­λα γριὰ ποὺ κεί­τε­ται στο­λι­σμέ­νη δί­πλα της καὶ μὲ κά­νει νὰ θέ­λω νὰ κλά­ψω.  

 

 

Νάν­συ Ἀγ­γε­λῆ (Εὔ­βοι­α 1982). Σπού­δα­σε δη­μο­σι­ο­γρα­φί­α στὸ Ἀ­ρι­στο­τέ­λει­ο Πα­νε­πι­στή­μιο τῆς Θεσ­σα­λο­νί­κης καὶ ἀ­πὸ τὸ 2008 ἀ­σχο­λεῖ­ται ἐ­παγ­γελ­μα­τι­κὰ μὲ τὴν με­τά­φρα­ση λο­γο­τε­χνι­κῶν ἔρ­γων ἀ­πὸ τὰ ἱ­σπα­νι­κὰ στὰ ἑλ­λη­νι­κὰ καὶ ἀν­τί­στρο­φα. Συ­νερ­γά­στη­κε μὲ τὸ Κέν­τρο Βυ­ζαν­τι­νῶν, Κυ­πρια­κῶν καὶ Νε­ο­ελ­λη­νι­κῶν Σπου­δῶν τῆς Γρα­νά­δα κα­θὼς καὶ μὲ τὸ Δι­ε­θνὲς Ἰν­στι­τοῦ­το Με­τά­φρα­σης, Institut Virtual Internacional de Traduccio, τοῦ Πα­νε­πι­στη­μί­ου τοῦ Ἀ­λι­κάν­τε. Με­τα­φρά­σεις της ἐ­πι­λεγ­μέ­νων ποι­η­μά­των τοῦ με­γά­λου σύγ­χρο­νου ἰ­σπα­νοῦ ποι­η­τῆ Ἄν­χελ Γκον­θά­λεθ ἔ­χει φι­λο­ξε­νή­σει τὸ ἠ­λε­κτρο­νι­κὸ πε­ρι­ο­δι­κὸ γιὰ τὴν ποί­η­ση «Ποι­εῖν», ἐ­νῶ ἑ­τοι­μά­ζει καὶ τὴ με­τά­φρα­ση ἑ­νὸς μυ­θι­στο­ρή­μα­τος ἀ­πὸ τὴ Λα­τι­νι­κὴ Ἀ­με­ρι­κὴ ποὺ πρό­κει­ται νὰ κυ­κλο­φο­ρή­σει ἀ­πὸ τὶς ἐκ­δό­σεις Κέ­δρος. Ζεῖ μό­νι­μα στὴν Ἱ­σπα­νία.