Ρόμπερτ Κέλυ (Robert Kelly): Ροζάριο

 

 

ΡόμπερτΚέλυ (Robert Kelly)

 

Ροζάριο

(Rosary)

 

ΙΝΑΙ ΕΝΑΣ ΑΝΤΡΑΣ ποὺ περ­πα­τᾶ σὲ κά­ποι­ον δρό­μο κά­τω ἀ­π’ τὸ μι­σο­φέγ­γα­ρο. Τὰ δέν­τρα εἶ­ναι ψη­λά, μὲ πλού­σιο φύλ­λω­μα· τὸ φῶς λι­γο­στό. Στ’ ἀ­ρι­στε­ρό του χέ­ρι, πλά­ι στὸ κορ­μί του, κρέ­μ­ε­ται κά­τι ποὺ κου­νι­έ­ται πέ­ρα-δῶ­θε. Με­ρι­κὲς στιγ­μὲς τὸ φέρ­νει στὸ στέρ­νο του, τὸ ἀ­κουμ­πὰ μα­λα­κὰ στὴν καρ­διά του καὶ με­τρά­ει τὶς κρυ­στάλ­λι­νες χάν­τρες στὸ ρο­ζά­ριο. Ἀ­φοῦ δι­α­νύ­σει σχε­δὸν ἕ­να μί­λι σκο­τει­νοῦ δρό­μου, περ­νά­ει δί­πλα ἀ­πὸ ἕ­να με­γά­λο κτί­ριο δυσ­δι­ά­κρι­του εἴ­δους. Ἕ­να δω­μά­τιο στὸ ἰ­σό­γει­ο εἶ­ναι ἔν­το­να φω­τι­σμέ­νο. Κον­τὰ σ’ ἕ­να πα­ρά­θυ­ρο μιὰ γυ­ναί­κα μὲ λαμ­πε­ρὰ μαῦ­ρα μαλ­λιὰ κά­θε­ται, σκυμ­μέ­νη πά­νω ἀ­πὸ κά­τι χαρ­τιά. Ὁ ἄν­τρας θαυ­μά­ζει τὸ προ­φίλ της, τὰ μαλ­λιά, τὴν ἐρ­γα­τι­κό­τη­τα. Τοῦ ἀ­ρέ­σουν οἱ ἄν­θρω­ποι ποὺ ἐρ­γά­ζον­ται σκλη­ρά. Συ­νε­χί­ζει νὰ περ­πα­τᾶ, ἀ­πορ­ρί­πτον­τας τὴ σκέ­ψη νὰ χτυ­πή­σει ἐ­λα­φριὰ στὸ πα­ρά­θυ­ρο ἢ στὴν πόρ­τα καὶ νὰ πιά­σει κου­βέν­τα μὲ τὴ γυ­ναί­κα. Μᾶλ­λον εἶ­ναι ­τρο­μα­κτι­κὸ γιὰ μιὰ γυ­ναί­κα νὰ εἶ­ναι μο­να­χή της σὲ ἕ­να κτί­ριο τὴ νύ­χτα, τὴ στιγ­μὴ ποὺ καὶ τὸ κτί­ριο εἶ­ναι μο­να­χό του στὴν ἐ­ξο­χή – τί­πο­τε σὲ ἀ­κτί­να μι­σοῦ μι­λί­ου ἐ­κτὸς ἀ­πὸ δέν­τρα καὶ ἕ­ναν ἄν­τρα μὲ κρυ­στάλ­λι­νες χάν­τρες στὸ χέ­ρι του κι ἕ­να νε­α­ρὸ ἐ­λά­φι ποὺ εἶ­δε ἀ­κρι­βῶς μπρο­στά του πρὶν ἀ­πὸ με­ρι­κὰ λε­πτὰ νὰ δι­α­σχί­ζει τὸ δρό­μο. Μᾶλ­λον θὰ τὴ φό­βι­ζα ἂν χτυ­ποῦ­σα τὴν πόρ­τα, σκέ­φτη­κε, καὶ ἀ­πο­μα­κρύν­θη­κε προ­χω­ρών­τας.

       Ἀ­π’ τὴν ἄλ­λη βέ­βαι­α, κάλ­λι­στα θὰ μπο­ροῦ­σε, πρὶν ὁ ἄν­τρας νὰ φτά­σει κον­τὰ στὸ πα­ρά­θυ­ρο, ἡ γυ­ναί­κα νὰ τὸν εἶ­χε δεῖ ποὺ ἐρ­χό­ταν, νὰ εἶ­χε κοι­τά­ξει ἀ­δι­ά­φο­ρα μέ­σα ἀ­π’ τὸ σκο­τει­νὸ πα­ρά­θυ­ρο ἑ­νὸς ἄλ­λου δω­μα­τί­ου καὶ νὰ εἶ­χε δεῖ αὐ­τὸν τὸν ἄν­τρα νὰ πλη­σιά­ζει ἀ­νε­βαί­νον­τας τὸν δρό­μο τὸν μι­σο­φω­τι­σμέ­νο ἀ­π’ τὸ φεγ­γά­ρι. Μπο­ρεῖ ἡ γυ­α­λά­δα ἀ­π’ τὶς κρυ­στάλ­λι­νες χάν­τρες στὸ χέ­ρι του νὰ τῆς φά­νη­κε σὰν ἀν­τα­νά­κλα­ση τοῦ φεγ­γα­ριοῦ πά­νω σ’ ἕ­να μα­χαί­ρι. Μπο­ρεῖ νὰ λα­χτα­ροῦ­σε αὐ­τὸς ὁ σι­ω­πη­λός, σκι­ε­ρὸς δο­λο­φό­νος νὰ ἔρ­θει καὶ νὰ τὴν κα­τα­στρέ­ψει, νὰ τὴ σώ­σει ἀ­π’ τὴ σκλη­ρὴ δου­λειὰ ἢ ἀ­πὸ τὴ μο­να­ξιὰ ἢ ἀπ΄τὰ λαμ­πε­ρὰ μαλ­λιά της. Μπο­ρεῖ νὰ εἶ­χε στα­θεῖ στὸ φω­τι­σμέ­νο πα­ρά­θυ­ρο γιὰ νὰ τρα­βή­ξει τὴν προ­σο­χή του, καὶ πο­λὺ ἀ­φοῦ εἶ­χε πε­ρά­σει ἀ­πὸ μπρός της ἀ­κό­μα νὰ ἤλ­πι­ζε ὅ­τι ἐ­κεῖ­νος εἶ­χε κρυ­φτεῖ στὰ ρο­δό­δεν­τρα καὶ τὴν πε­ρί­με­νε. Ἴ­σως δέ­κα λε­πτὰ ἀρ­γό­τε­ρα νὰ βγῆ­κε θαρ­ρα­λέ­α, ἀ­πελ­πι­σμέ­να ἀπ’ τὴν ξε­κλεί­δω­τη πόρ­τα, νὰ στά­θη­κε γιὰ λί­γο στὸ γρα­σί­δι καὶ νὰ μὴν εἶ­δε κα­νέ­ναν ἄλ­λο πα­ρὰ μο­νά­χα τὸ ἴ­διο ἐ­λά­φι νὰ τρι­γυρ­νά­ει κά­τω ἀπ’ τὰ δέν­τρα. Ἢ μᾶλ­λον ὄ­χι τὸ ἴ­διο: ποι­ός μπο­ρεῖ νὰ ξε­χω­ρί­σει τὸ ἕ­να ζῶ­ο ἀ­π’ τὸ ἄλ­λο;

 

 

Ἀ­πὸ τὴ συλ­λο­γὴ δι­η­γη­μά­των Sha­pard, Ro­bert and Ja­mes Tho­mas, eds. Sud­den Fi­ction, A­me­ri­can Short-Short Sto­ri­es,Salt La­ke Ci­ty: Gibbs-Smith pu­bli­sher, 1986.

 

Ρόμ­περτ Κέ­λυ (R­o­b­e­rt K­e­l­ly) (Μπρού­κλιν, Νέ­α Ὑ­όρ­κη, 1935). Σπού­δα­σε στὸ C­i­ty C­o­l­l­e­ge καὶ στὸ Κο­λούμ­πια. Ἔ­πει­τα ἀ­πὸ μιὰ σύν­το­μη κα­ρι­έ­ρα ὡς με­τα­φρα­στὴς δι­α­τέ­λε­σε λέ­κτο­ρας καὶ μό­νι­μος συγ­γρα­φέ­ας σὲ δι­ά­φο­ρους ὀρ­γα­νι­σμοὺς καὶ πα­νε­πι­στή­μια. Ἦ­ταν ἐ­πι­με­λη­τὴς τοῦ C­h­e­l­s­ea R­e­v­i­ew ἀ­πὸ τὸ 1958 ἕ­ως τὸ 1960, κα­θὼς καὶ σὲ ἄλ­λα πε­ρι­ο­δι­κά. Ἐ­πί­σης ἵ­δρυ­σε  μα­ζὶ μὲ ἄλ­λους ἑ­πτὰ ποι­η­τὲς τὸ B­l­ue Y­ak, μιὰ ποι­η­τι­κὴ πλατ­φόρ­μα στὴ Νέ­α Ὑ­όρ­κη. Ἔ­χει δη­μο­σι­εύ­σει 25 ποι­η­τι­κὲς συλ­λο­γὲς καὶ ἀρ­κε­τὰ δι­η­γή­μα­τα. Ἡ πρώ­τη του συλ­λο­γὴ δη­μο­σι­εύ­τη­κε τὸ 1961.

 

Μαί­ρη ­λε­ξο­πού­λου (Κα­λα­μά­τα). Σπού­δα­σε Πλη­ρο­φο­ρι­κὴ καὶ Ἀγ­γλι­κὴ Φι­λο­λο­γί­α. Ποι­ή­μα­τά της ἔ­χουν πα­ρου­σια­στεῖ στὸ Συμ­πό­σιο Ποί­η­σης τῆς Πά­τρας, στὸν χῶ­ρο τέ­χνης «Ash in Art», στὸ φι­λο­σο­φι­κὸ κα­φε­νεῖ­ο «da­sein» καὶ ἀλ­λοῦ, καὶ ἔ­χουν με­τα­φρα­στεῖ σὲ λο­γο­τε­χνι­κὰ πε­ρι­ο­δι­κὰ τῶν ΗΠΑ. Τὸ κα­λο­καί­ρι τοῦ 2009 συμ­με­τεῖ­χε στὸ Συμ­πό­σιο Ποί­η­σης τῆς Πά­ρου. Πρῶ­το βι­βλί­ο της: Ἐ­ρῶ­μαι (Ποι­ή­μα­τα, ἐκδ. Γα­βρι­η­λί­δης, Ἀ­θή­να, 2005).