Ἕλενα Μαρούτσου: Mange mon ange

 

 

Ἕλενα Μαρούτσου

 

Mange mon ange

 

ΜΑΜΑ ΜΟΥ πέ­θα­νε στὸν το­κε­τό. Ἔ­τσι μοῦ ἔ­χουν πεῖ κι ἐ­γὼ τὸ πι­στεύω. Αὐ­τὸ βέ­βαι­α δὲν μ’ ἐμ­πο­δί­ζει νὰ σκέ­φτο­μαι συ­χνὰ πὼς ἡ μη­τέ­ρα μᾶς ἐγ­κα­τέ­λει­ψε γιὰ ν’ ἀ­κο­λου­θή­σει ἕ­να πε­ρι­πλα­νώ­με­νο τσίρ­κο. Τὴν φαν­τά­ζο­μαι νὰ χώ­νει τὸ κε­φά­λι ἀ­νά­με­σα στὰ σα­γό­νια ἑ­νὸς λι­ον­τα­ριοῦ καὶ με­τὰ σκέ­φτο­μαι τὸ δι­κό μου κε­φά­λι ἀ­νά­με­σα στὰ λα­γό­νια ἑ­νὸς κο­ρι­τσιοῦ, νὰ ξε­προ­βάλ­λει μα­τω­μέ­νο, καὶ τὸ κο­ρί­τσι νὰ εἶ­ναι ἡ μα­μά μου. Μα­μά, λι­ον­τά­ρι, ἐ­γώ: ἰ­δοὺ ἕ­να ἐ­πι­κίν­δυ­νο νού­με­ρο πού, ὅ­ταν τὸ ἐ­κτε­λῶ στὴ φαν­τα­σί­α μου, κα­νεὶς δὲν πε­θαί­νει. Ἀρ­νοῦ­μαι ὅ­τι ἡ ζω­ὴ τρέ­φε­ται μὲ θά­να­το. Ἀρ­νοῦ­μαι τὴν τρο­φή.

       Mange, mon ange, μὲ ἐ­κλι­πα­ρεῖ ἡ μη­τέ­ρα μου, στὰ ὄ­νει­ρά μου. Ἔ­χει τὴ μορ­φὴ τῆς Κα­τρὶν Ντε­νέβ, στὴν Ὡ­ραί­α τῆς Ἡ­μέ­ρας, σε­μνὴ μα­ζὶ καὶ πρό­στυ­χη. Ἄ­νοι­ξε τὸ στό­μα σου, μὲ δι­α­τά­ζει, ὅ­πως δι­α­τά­ζει τὸ λι­ον­τά­ρι τοῦ τσίρ­κου καὶ μοῦ στε­ρε­ώ­νει μιὰ λευ­κὴ πε­τσέ­τα στὸ λαι­μό. Ἂν ἤ­μουν ὁ ἄγ­γε­λός της, θὰ μοῦ στε­ρέ­ω­νε δυ­ὸ λευ­κὲς πε­τσέ­τες στοὺς ὤ­μους, ἀλ­λὰ αὐ­τὴ εἶ­ναι ἡ δι­προ­σω­πί­α στὴν ὁ­ποί­α δὲν μπο­ρῶ ν’ ἀν­τι­στα­θῶ. Ἀ­νοί­γω πει­θή­νια τὸ στό­μα κι αὐ­τὴ κα­τευ­θύ­νει πρὸς τὴ μαύ­ρη μι­κρὴ σπη­λιὰ ἕ­να ἀ­ση­μέ­νιο μι­κρὸ πι­ρού­νι. Ἀ­π’ τὸ πι­ρού­νι σπαρ­τα­ρά­ει στά­ζον­τας ἕ­να κομ­μά­τι παν­τζά­ρι. Στα­γό­νες λε­κιά­ζουν τὴ λευ­κὴ πε­τσέ­τα. Μέ­σα στὴν κοι­λιά μου τὸ παν­τζά­ρι βά­φει κόκ­κι­να τὰ σπλά­χνα μου. Φά­ε, σπλά­χνο μου. Ἀρ­νοῦ­μαι ὁ­τι­δή­πο­τε λε­κιά­ζει ἀ­νε­ξί­τη­λα. Ἀρ­νοῦ­μαι τὴν τρο­φή.

       Τὴ μη­τέ­ρα σου τὴν πῆ­ρε ἕ­νας ἄγ­γε­λος, μοῦ εἶ­πε ὁ μπαμ­πὰς τὴν πρώ­τη φο­ρὰ ποὺ ρώ­τη­σα γιὰ ἐ­κεί­νη. Ὅ­ταν κλεί­νο­μαι στὸ μπά­νιο, παίρ­νω στὰ χέ­ρια τὸ μπου­κα­λά­κι μὲ τὸ ἄ­ρω­μα τῆς μα­μᾶς. Πά­νω στὸ μπου­κα­λά­κι εἶ­ναι στε­ρε­ω­μέ­να δυ­ὸ μι­κρὰ πορ­σε­λά­νι­να φτε­ρὰ ἀγ­γέ­λου. Ὁ μπαμ­πὰς λέ­ει πὼς μυ­ρί­ζει κα­νέ­λα. Εἶ­δα στὸν ὕ­πνο μου πὼς ἡ μη­τέ­ρα κρα­τοῦ­σε μπρο­στὰ στὴν κοι­λιά της ἕ­να γυ­ά­λι­νο ἀγ­γε­λά­κι. Mange mon ange, μὲ πα­ρα­κά­λε­σε μὲ γυ­ά­λι­να μά­τια, κι ἐ­γὼ τὸ ἔ­βα­λα ὅ­λο στὸ στό­μα μου. Μα­σών­τας το ἔ­νι­ω­σα σὰ νὰ μα­σά­ω τὰ δόν­τια μου, ποὺ θρυμ­μα­τί­ζον­ταν στὸ στό­μα σὰν κα­ρα­μέ­λες. Τὰ ἔ­φτυ­σα στὸ χῶ­μα ποὺ μύ­ρι­ζε κα­νέ­λα. Ἀρ­νοῦ­μαι νὰ πε­θά­νω στὴ θέ­ση τῆς μα­μᾶς μου. Ἀρ­νοῦ­μαι ὁ θά­να­τος νὰ τρέ­φε­ται μὲ θά­να­το. Φτύ­νω τὴ τρο­φὴ στὴν πα­λά­μη τῆς μη­τέ­ρας μου. Λε­κιά­ζω τὸ λευ­κό της γάν­τι.

       Μιὰ φο­ρὰ εἶ­χα δεῖ στὴν τη­λε­ό­ρα­ση μιὰ γυ­ναί­κα ποὺ γδυ­νό­ταν σι­γὰ σι­γά. Στὸ τέ­λος εἶ­χαν μεί­νει μό­νο τα γάν­τια της, δυ­ὸ μα­κριὰ μαῦ­ρα γάν­τια μέ­χρι τὸν ἀγ­κώ­να ποὺ τὰ ἔ­βγα­ζε ὡς ἑ­ξῆς: δάγ­κω­νε τὶς ἄ­κρες των δα­χτύ­λων, τρα­βών­τας τα λί­γο ἕ­να ἕ­να καὶ με­τὰ πε­τοῦ­σε τὸ γάν­τι στὸν ἀ­έ­ρα. Κά­θε φο­ρὰ ποὺ φέρ­νω στὴ μνή­μη μου αὐ­τὴ τὴν εἰ­κό­να, βλέ­πω τὴ γυ­ναί­κα νὰ δαγ­κώ­νει καὶ νὰ τρα­βά­ει τὰ ἀ­κρο­δά­χτυ­λα καὶ με­τὰ νὰ πε­τά­ει στὸν ἀ­έ­ρα ἀ­π’ τὸν ἀγ­κώ­να καὶ κά­τω το ἴ­διο της τὸ χέ­ρι. Ὅ­ταν τὸ λέ­ω στὸν ψυ­χο­λό­γο, ὅ­που μὲ στέλ­νει ὁ μπαμ­πάς μου —νο­μί­ζει ὁ κα­η­μέ­νος ὅ­τι θὰ πε­θά­νω ἀ­π’ τὴν ἀ­δυ­να­μί­α—, μὲ βά­ζει νὰ ζω­γρα­φί­σω μιὰ πα­λά­μη. Ἐ­γὼ φτιά­χνω τὰ πέν­τε δά­χτυ­λα τρι­γύ­ρω της σὰν πέ­τα­λα ἀ­πὸ μαρ­γα­ρί­τα. Ἔ­τσι, τοῦ ἐ­ξη­γῶ, ὅ­ταν τὰ τρα­βᾶς ἕ­να ἕ­να βγαί­νου­νε πάν­τα «μ’ ἀ­γα­πᾶ».

       Ἡ μα­μά μου ἀ­γά­πη­σε ἕ­ναν Ἄγ­γε­λο. Ὁ Ἄγ­γε­λος εἶ­ναι τα­χυ­δα­κτυ­λουρ­γὸς κι αὐ­τὸς τὴν ἔ­πει­σε νὰ ἀ­κο­λου­θή­σει τὸ τσίρ­κο. Τὸν φαν­τά­ζο­μαι ψη­λὸ καὶ ξαν­θό, νὰ τῆς τρα­βά­ει τὸ χέ­ρι. Τὸ ἄλ­λο της χέ­ρι κρα­τά­ει ἐ­μέ­να. Τὸ με­γά­λο φορ­τη­γό του τσίρ­κου ἔ­χει ἤ­δη βά­λει μπρὸς κι ὁ Ἄγ­γε­λος βο­η­θά­ει τὴ μα­μά μου ν’ ἀ­νέ­βει. Ἐ­γὼ δὲν θέ­λω νὰ τῆς ἀ­φή­σω τὸ χέ­ρι. Τὸ φορ­τη­γὸ ξε­κι­νά­ει καὶ γιὰ λί­γα δευ­τε­ρό­λε­πτα τρέ­χω κι ἐ­γὼ γρα­πω­μέ­νη ἀ­π’ τὸ χέ­ρι τῆς μα­μᾶς μου. Στὸ τέ­λος μοῦ μέ­νει στὴν πα­λά­μη τὸ λευ­κό της γάν­τι. Ὁ για­τρὸς μὲ πιά­νει μὲ τὰ πλα­στι­κά του γάν­τια καὶ μὲ τρα­βά­ει ἔ­ξω ἀ­π’ τὴ μα­μά μου. Ἡ μα­μά μου τρέ­χει στὸ πί­σω μέ­ρος τοῦ φορ­τη­γοῦ καὶ μοῦ γνέ­φει ἀ­π’ τὸ πα­ρά­θυ­ρο μὲ τὸ γυ­μνό της χέ­ρι. Μὲ τὸ ἄλ­λο σκου­πί­ζει τὰ μά­τια της. «Κλαί­ει», λέ­ει ὁ για­τρός, «κα­λὸ ση­μά­δι», καὶ μὲ ἀ­πο­θέ­τει στὰ χέ­ρια τοῦ μπαμ­πά μου. Με­τὰ βγά­ζει τὰ μα­τω­μέ­να γάν­τια καὶ τὰ πε­τά­ει.

       Ἂν φου­σκώ­σεις ἕ­να χει­ρουρ­γι­κὸ γάν­τι, μπο­ρεῖς με­τὰ νὰ τὸ γε­μί­σεις μὲ γά­λα καὶ νὰ τρυ­πή­σεις μιὰ στά­λα ἕ­να του δά­χτυ­λο. Mange, mon ange, λέ­ω στὸ ὀρ­φα­νὸ γα­τά­κι ποὺ τώ­ρα βυ­ζαί­νει τὸ ὑ­περ­μέ­γε­θες δά­χτυ­λο. Κα­θὼς τὸ τα­ΐ­ζω, ἕ­να μι­κρὸ ρυά­κι ἀ­πὸ γά­λα τρέ­χει ἀ­π’ τὴν ἄ­κρη τοῦ στό­μα­τος στὸ λαι­μὸ καὶ με­τὰ στὴν μα­λα­κή του κοι­λιὰ κα­θό­τι ἡ τρο­φὴ ἀ­κο­λου­θεῖ πο­ρεί­α κα­θο­δι­κὴ κι αὐ­τὸς ἀ­πὸ μό­νος του θὰ ἦ­ταν ἕ­νας ἐ­ξαί­ρε­τος λό­γος νὰ τὴν ἀρ­νοῦ­μαι. Ἀν­τι­θέ­τως, ἐ­κτι­μῶ βα­θύ­τα­τα τὰ σύν­νε­φα, τὰ μπα­λό­νια κα­θὼς καὶ τὰ ἀ­νο­δι­κὰ ρεύ­μα­τα ἀ­έ­ρα καὶ —προ­σέξ­τε, ἂν θέ­λε­τε, αὐ­τὸ τὸ ση­μεῖ­ο— ὅ­ταν ὀ­νει­ρεύ­ο­μαι τὴ γέν­νη­σή μου, ὅ­ταν φέρ­νω στὴ φαν­τα­σί­α μου τὸ για­τρὸ νὰ κό­βει τὸ σπάγ­κο ποὺ μὲ ἑ­νώ­νει μὲ τὴ μη­τέ­ρα μου, ἐ­γὼ εὐ­θὺς ἀ­νε­βαί­νω ψη­λὰ σὰν μι­κρὸς φου­σκω­τὸς ἄγ­γε­λος, βγαί­νω ἀ­π’ τ’ ἀ­νοι­χτὸ πα­ρά­θυ­ρο κι ἀ­πὸ κά­τω μι­κρὰ παι­διὰ σὲ μέ­γε­θος κου­κί­δας, στα­μα­τοῦν γιὰ λί­γο το φα­ΐ τους καὶ χει­ρο­κρο­τοῦν.

  

 

Πη­γή: Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση.

 

Ἕλε­να Μα­ρού­τσου (Ἀ­θή­να, 1967). Δι­ή­γη­μα. μυ­θι­στό­ρη­μα. Σπού­δα­σε Ἱ­στο­ρί­α στὴ Φι­λο­σο­φι­κὴ Σχο­λὴ Ἀ­θη­νῶν κι ἔ­κα­νε με­τα­πτυ­χια­κὲς σπου­δὲς στὴ Λο­γο­τε­χνί­α καὶ στὶς Εἰ­κα­στι­κὲς Τέ­χνες στὸ Reading University τῆς Ἀγ­γλί­ας. Ζεῖ καὶ ἐρ­γά­ζε­ται ὡς ἐκ­παι­δευ­τι­κὸς στὴν Ἀ­θή­να. Ἀ­σχο­λή­θη­κε ἐ­ρα­σι­τε­χνι­κὰ μὲ τὴ φω­το­γρα­φί­α καὶ τὸ κο­λάζ. Βι­βλί­α της: Τοῦ ὕ­ψους καὶ τοῦ βά­θους (δι­ή­γη­μα­τα, ἔκδ. Ἀ­λε­ξάν­δρεια, 1998), Οἱ προ­δο­σί­ες τῶν ὀ­νο­μά­των (δι­η­γή­μα­τα, Ἀ­λε­ξάν­δρεια, 2004), Με­τα­ξὺ συρ­μοῦ καὶ ἀ­πο­βά­θρας (μυ­θι­στό­ρη­μα, Κα­στα­νι­ώ­της, 2008). Τε­λευ­ταῖ­ο της βι­βλίο: Τὸ νό­η­μα (νου­βέ­λα, Κέ­δρος, 2010).