Ἀθανάσιος Θ. Γκράβαλης
Οἰδίποδας
ΗΤΙΑΝΑ ΗΤΑΝ ἡ Βγένικου, μὰ στὸ νάρθηκα τῆς ἐκκλησίας δὲν στάθηκε ποτὲς γιὰ νὰ ἁπλώσει χέρι κι οὔτε στὶς πόρτες παραστόλιασε*.
Πάγαινε στὴν ἐκκλησιὰ γιὰ νὰ κάνει τὸ σταυρό της μονάχα. Ἦταν ταχτικὴ στὸν σπερνὸ καὶ στὴ λειτουργία ἀπ’ τὸν ὄρθρο κι εἶχε μαζί της πάντα καὶ τὸ μουρό της τοὺ Νικουλέλι. Τὴν ὥρα ποὺ ὁ παπὰς περνοῦσε τ’ ἅγια κι ἔλεγε τὸ «Πάντων ἡμῶν», τοὺ Νικουλέλι ξαπλωνότανε πλατὺ μακρὺ ἀπάνω στὰ μάρμαρα κι ἡ παπὰς τὸ διασκελοῦσε. Καὶ σὰν ἔλεγε τὸ Βαγγέλιο ἡ παπάς, πάλι τοὺ Νικουλέλι ἔσκυβε μπροστά του ὥσπου ν’ ἀκουμπήσει τὸ κεφάλι του στὸ βιβλίο.
Τὴ Βγένικου τὴν ξέρανε οὗλοι, καὶ στὸ μαχαλὰ καὶ παραμάχαλα.
Χήρα πρὶν χρόνια εἶχε ἀκόμη τὶς παλιές της ‘μορφιές.
Δουλειά της ἦταν νὰ γυρίζει. Ἀπ’ τὸ πουρνὸ ἴσαμε τὸ βράδυ πάγαινε στὰ σπίτια. Ἔκανε χουσμέτια*. Ἔπαιρνε λάδι ν’ ἀνάψει κανὲ καντήλι στὸ νεκροταφεῖο. Πάγαινε τὴν πιατέλα τὰ κόλλυβα στὴν ἐκκλησιά. Καὶ πότε-πότε, σὰν τὴν καταφέρνανε οἱ κουπελοῦδες, ἔβλεπε καὶ τὸν καφὲ κι ἔλεγε τὴ μοίρα τους.
Ἡ Βγένικου ἦταν ἡ πιὸ καλὴ ἡ κουπακού. Μέσα σὲ πόσα τέρμινα θὰ γινότανε τὸ κάθε πράμα τό ‘ξερε πάντα. Στῶν κοριτσιῶν τὶς φλυτζάνες εὕρισκε οὗλο σταυρούς. Σφαλοῦσε τότε μὲ πονηράδα τό ‘να της τὸ μάτι. Τὰ κορίτσια σὰν τὸ βλέπανε αὐτὸ κοκκινίζανε καὶ τὴ γνέφανε μὴν τυχὸν καὶ τὸ πεῖ. Ἡ Βγένικου τό ‘ξερε. Ὁ σταυρὸς μέσα στὸ πηχτάρι τοῦ καφεδιοῦ ἤτανε σίγουρα γαμπρός, προξενιὰ τὸ δίχως ἄλλο.
Ἔτσι ποὺ γύριζε στὰ σπίτια ἡ Βγένικου κορφαδιαζότανε πάντα. Ὅ,τι τῆς δίνανε τό ‘παιρνε. Κι οὗλα ποὺ τῆς δίνανε τὰ σμάζευε γιὰ τὸ μουρό της τοὺ Νκουλέλι.
Τοὺ Νκουλέλι εἶχε σφαλίξει τὰ τριάντα καὶ πορπατοῦσε γιὰ τὰ σαράντα.
Ἀκοῦστε νὰ δεῖτε τί λουγιοῦ ἤτανε τοὺ Νικουλέλι.
Ἦταν ὄμορφο πρῶτα-πρῶτα. Μαυρομούστακο. Ἕνα πρόσωπο ποὺ ἔτσι ποὺ τὸ κοίταζες σὲ ρουφοῦσε ἀπὸ μέσα.
Τοὺ Νκουλέλι δὲν δούλεψε στὴ ζωή του ποτές, μεγάλωσε στὰ γόνατα τῆς μάνας του κι ἤτανε μουρὸ πάντα.
Ἅμα ἡ Βγένικου ἔφευγε γιὰ τὴ βόλτα, τοὺ Νκουλέλι καθότανε στὴν πόρτα τοῦ σπιτιοῦ τους καὶ τὴν ἀπάντεχε νὰ γυρίσει. Κάτι θὰ τό ‘φερνε πάντα, ἕνα σύκο, ἕνα λουκούμι, γιὰ ἕνα κομμάτι μέντα.
Μοναχό του στὸ δρόμο δὲν ἔβγαινε, δὲν διασκελοῦσε τὴν μπεζούλα. Πάντα μὲ τὴ μάνα του μαζί, γιὰ νὰ μὴν τὸ πειράζουν τὰ μωρὰ τὰ μικρὰ καὶ τὰ μεγάλα σὰν κι αὐτόν. Ἡ Βγένικου ἔλεγε πὼς τὸ κάνανε ἀπὸ ζούλια.
Τοὺ Νκουλέλι τὰ μουρὰ τὸ φωνάζανε: «κουλιαβίδα βίκ-βίκ».
Τότες, σὰν τ’ ἄκουγε αὐτὸ τοὺ Νικουλέλι, ἔκλαιγε μὲ δυνατὰ οὐρλιαχτὰ καὶ πασπάτευε τὴ γῆς νὰ πιάσει καμιὰ καγιάδα*. Ἡ Βγένκου καταριότανε κι ἔκανε τὸ σταυρό της, ζητώντας νὰ δεῖ ἀψηλὰ τὸ Θεό.
Αὐτὸ γινότανε πάντα ἀπὸ τότε ποὺ τοὺ Νικουλέλι ἔπαθε τοὺ καημένου καὶ σακατεύθηκε.
Τοὺ Νικουλέλι ἤτανε σχεδὸν στραβό. Τὰ μάτια του τζιμπλιασμένα, κόκκινα, φονιάδες. Στὸν ἥλιο καὶ στὸ πολὺ τὸ φῶς ποτὲς δὲν ἄνοιγανε. Μὰ δὲν ἦταν μόνο αὐτό. Τοὺ Νικουλέλι τό ‘πιανε κι ἡ «ἐξ’ ἀπὶ ‘δῶ» —σιλινιασμός—, ὅπως ἔλεγε σκουπίζοντας τὰ μάτια της ἡ Βγένκου.
Σὰν τὸ πρωτοέπιασε σκάψανε στὸ χῶμα ἐκεῖ ποὺ ἔπεσε τὸ κεφάλι του καὶ βρήκανε ἕνα κάρβουνο ἀναμμένο. Τὸ σβήσανε τότες μέσα στὸν ἁγιασμό, τὸ τρίψανε καὶ τοῦ τὸ ποτίσανε. Λένε πὼς γιαίνει μ’ αὐτὸ ὁ ἄρρωστος.
Σὰν τὸ ἔπιανε τὸ κακὸ τοὺ Νικουλέλ’ ἔπεφτε κάτου καὶ σπαρταροῦσε σὰν σκυλόψαρο. Τὸ στόμα του γέμιζε ἀφρό. Ὕστερα ἀπόμενε ξερὸ καὶ ροχάλιζε. Σὰν ξυπνοῦσε ἦταν κατακίτρινο καὶ συλλογισμένο.
Τῆς Βγένκους τ’ ἀχείλι ἤτανε κάθε τόσο πικρό, ψακί*.
Πότε-πότε τοὺ Νικουλέλι ἔκανε κι ἄλλα πράματα χειρότερα. Τὸ πιάνανε παροξυσμοί. Έβαζε τὶς πλαλιὲς* καὶ γύρευε νὰ βρεῖ γυαλιὰ νὰ βγάλει τὰ μάτια του ποὺ δὲν βλέπανε. Τότες ἡ Βγένικου μαδιότανε σὰν τὸ παγώνι. Ἔτρεχε ἀπὸ πίσω του, τοῦ φώναζε «μουρὸ μ’ Νικουλέλι», τὸ παρακαλοῦσε, ἔκλαιγε, λαχάνιαζε, φώναζε τὰ μουρὰ νὰ τὸ πιάσουν.
Κι ἐκεῖνα φωνάζανε τότες πιὸ πολὺ ἀκόμα «κουλιαβίδα βίκ-βίκ».
Σὰν καταλάγιαζε μὲ τὰ πολλὰ τοὺ Νικουλέλι, ἡ Βγένικου τό ‘παιρνε ἀπ’ τὸ χέρι καὶ παγαίνανι σπίτι τους.
Τότες ἔτσι ποὺ τὰ μουρὰ φωνάζανε ἀπὸ πίσω τους «βίκ-βίκ» ἡ Βγένικου ἔκλαιγε βουβὰ καὶ τοὺ Νικουλέλι βλαστήμαγε τὴ μάνα ποὺ τὸν γέννησε.
*********
* παραστολιάζω = στέκομαι κοντὰ σὲ κάποιον
* χουσμέτι = ἐξυπηρέτηση, θέλημα
* καγιάδα = πέτρα
* ψακί = φαρμάκι
* πλαλιά = τρεχάλα
Πηγή: Ἀθανάσιος Θ. Γκράβαλης, Τῆς Ματζουράνενας τὸ χάλασμα καὶ ἄλλα ἀφηγήματα, Ἐπιλογὴ-ἐπιμέλεια: Ἐ.Χ. Γονατᾶς, Ἐκδ. Στιγμή, Ἀθήνα, 1988. Ἀναδημοσίευση ἀπὸ τὴν πρώτη ἔκδοση μὲ τίτλο Σπασμένες κολῶνες (Μυτιλήνη, 1930).
Ἀθανάσιος Θ. Γκράβαλης (Ἀϊβαλί, 1890-Μυτιλήνη, 1974). Δημοσιογράφος. Ἐργάστηκε ὡς δάσκαλος στὰ Μοσχονήσια (1912-1914) καὶ ὡς Γραμματεὺς τῆς Ἑλληνικῆς Διοικήσεως τῆς Ἁρμοστείας Κυδωνιῶν κατὰ τὴν περίοδο τοῦ Μικρασιατικοῦ πολέμου. Μετὰ τὴν Μικρασιατικὴ Καταστροφὴ ἐγκαταστάθηκε στὴ Μυτιλήνη ὅπου ἐργάστηκε ὡς δημοσιογράφοςκαὶ ἐκδότης ἐφημερίδων. Μοναδικὸ λογοτεχνικό του βιβλίο τὸ Σπασμένες κολῶνες, ποὺ ἐκδόθηκε ὕστερα ἀπὸ τὸ ζωηρὸ ἐνδιαφέρον τοῦ Στρατῆ Μυριβήλη στὴ Μυτιλήνη τὸ 1930. Τὴν ἀναζωπύρωση τοῦ ἐνδιαφέροντος γιὰ τὸν Γκράβαλη ὀφείλουμε στὸν Ἐπαμεινώνδα Γονατᾶ.
Filed under: Γκράβαλης Αθανάσιος,Ελληνικά,Ηθογραφία,Νοσήματα,Οικογένεια,Ταυτότητες-Αποκλεισμοί | Tagged: Αθανάσιος Γκράβαλης,Διήγημα,Ηθογραφία,Λογοτεχνία |