Νι­κό­λας Σε­βα­στά­κης: Τὰ ἄρ­βυ­λα ἢ φο­νέ­ας γο­νέ­ων



Νι­κό­λας Σε­βα­στά­κης


Τὰ ἄρ­βυ­λα ἢ φο­νέ­ας γο­νέ­ων


ΕΝ ΕΙΧΕ ΑΚΟΜΑ ξη­με­ρώ­σει καὶ φο­ρών­τας τὴν ἄ­σπρη φα­νέ­λα βγῆ­κε στὸν κῆ­πο. Τὸ στό­μα του ἦ­ταν τό­σο στυ­φὸ ποὺ δὲν τὸ ἔ­νι­ω­θε, σὰν νὰ τοῦ εἶ­χαν κά­νει το­πι­κὴ ἀ­ναι­σθη­σί­α. Οὔ­τε τὸ κρύ­ο αἰ­σθα­νό­ταν, πα­ρὰ τὸ ὅ­τι φο­ροῦ­σε μό­νο τὴν κά­τω πι­τζά­μα του, τὴ φα­νέ­λα καὶ τὰ ἄρ­βυ­λα τοῦ στρα­τοῦ χω­ρὶς κάλ­τσες. Πρὶν βγεῖ στὸν κῆ­πο, πρὶν φτά­σει μέ­χρι τὴν ἀ­πο­θή­κη μὲ τὰ ἐρ­γα­λεῖ­α καὶ τὰ τσου­βά­λια μὲ τὰ κού­τσου­ρα γιὰ τὴν ξυ­λό­σομ­πα, εἶ­χε φτιά­ξει κα­φέ: σὲ ἕ­να πο­τή­ρι κρύ­ο νε­ρὸ τρεῖς τε­ρά­στι­ες κου­τα­λι­ὲς νὲς κα­φέ. Ἡ κου­ζί­να μύ­ρι­ζε κα­πνὸ καὶ οὖ­ρα. Αὐ­τὴ εἶ­χε φαί­νε­ται ξε­χά­σει πά­λι τὸ δο­χεῖ­ο της ἔ­ξω ἀ­πὸ τὸ ὑ­πνο­δω­μά­τιο.

       Τὴν ὥ­ρα ποὺ ἔ­πι­νε μὲ με­γά­λες γου­λι­ὲς τὸν κα­φέ του, ὁ ἦ­χος ἀ­πὸ τὸ ρο­λό­ϊ τοῦ τοί­χου γλί­στρη­σε μέ­σα ἀ­πὸ τοὺς κρο­τά­φους του καὶ σφη­νώ­θη­κε κά­που στὸ βά­θος τῶν αὐ­τι­ῶν του. Τρεῖς μέ­ρες τώ­ρα τὸν σφυ­ρο­κο­ποῦ­σε ὁ πο­νο­κέ­φα­λος.

       Κά­θε με­ση­μέ­ρι τὸν ἔ­βλε­παν νὰ περ­πα­τά­ει μέ­χρι τὴν ἄ­κρη τῆς πό­λης μὲ τὴ φα­νέ­λα καὶ τὸ τσι­γά­ρο στὸ στό­μα. Μι­λοῦ­σε μέ­σα ἀ­πὸ τὰ δόν­τια του, ἀλ­λὰ τὸ τσι­γά­ρο δὲν ἔ­πε­φτε. Μιὰ φο­ρὰ μό­νο πῆ­γαν νὰ τὸν πει­ρά­ξουν οἱ μι­κροὶ μπά­σταρ­δοι μὲ τὰ πο­δή­λα­τα. Συ­νέ­χι­σε νὰ βα­δί­ζει χω­ρὶς νὰ τοὺς δί­νει ση­μα­σί­α, μέ­χρι ποὺ μιὰ πέ­τρα τὸν βρῆ­κε στὸ πό­δι, πί­σω ἀ­πὸ τὸν ἀ­στρά­γα­λο. Στα­μά­τη­σε στὴ μέ­ση του δρό­μου καὶ ἄρ­χι­σε νὰ βγά­ζει ἀρ­γὰ ἀρ­γὰ τὸ παν­τε­λό­νι καὶ ἔ­πει­τα τὸ ἐ­σώ­ρου­χο. Τὸ δί­πλω­σε προ­σε­κτι­κὰ καὶ τὸ ἔ­βα­λε στὸν ὦ­μο του. Ἔ­τσι ὁ­λό­γυ­μνος βά­δι­σε ἀ­νά­στρο­φα, πρὸς τὴν πλευ­ρὰ τῶν πα­λι­ό­παι­δων ποὺ εἶ­χαν κε­ρώ­σει ἀ­πὸ τὸ φό­βο τους. Τό­τε Ἐ­κεί­νη εἶ­χε ἔλ­θει τρέ­χον­τας νὰ τὸν τυ­λί­ξει μὲ μιὰ κου­βέρ­τα. Ἦ­ταν ἀ­η­δι­α­στι­κή, τὸ στό­μα της εἶ­χε σα­πί­σει ἀ­π’ τὶς πολ­λὲς βρι­σι­ές. Ἔ­βρι­ζε τὶς κό­τες, τὸ γέ­ρο, τὶς πόρ­τες ποὺ εἶ­χαν σκε­βρώ­σει, ἔ­βρι­ζε τὸ χῶ­μα καὶ τὰ δέν­τρα, τοὺς ἀ­ρου­ραί­ους καὶ τὶς γυ­ναῖ­κες στὸ μπα­κά­λη καὶ στὴν ἐκ­κλη­σί­α. Ἔ­βρι­σε καὶ τὰ πα­λι­ό­παι­δα ποὺ εἶ­χαν λου­φά­ξει σὲ ἀ­πό­στα­ση ἀ­σφα­λεί­ας. Μό­νο σὲ αὐ­τὸν δὲν εἶ­χε κα­κο­μι­λή­σει τὰ τε­λευ­ταῖ­α χρό­νια. Τοῦ ἔ­βρε­χε τὸ μέ­τω­πο μὲ ἕ­να κί­τρι­νο πα­νὶ καὶ τοῦ μπά­λω­νε τὶς κάλ­τσες.


Ξέ­χα­σε νὰ βά­λει ζά­χα­ρη στὸν κα­φὲ καὶ εἶ­ναι τὸ στό­μα του ἀ­πὸ θειά­φι καὶ πίσ­σα, σκέ­τη κό­λα­ση. Ὅ­μως γιὰ τὴν κό­λα­ση καὶ τὸ δι­ά­βο­λο μι­λά­ει μό­νο Ἐ­κεί­νη, ἀ­πει­λών­τας τὸ γέ­ρο του ὅ­τι θὰ πά­ει ἄ­λι­ω­τος «ἐ­κεῖ κά­τω».

       Για­τί ἵ­δρω­σε τώ­ρα; Ἱ­δρώ­νει μό­νο ἀ­φοῦ πά­ρει τὰ ἕ­ξι χά­πια του, ἀλ­λὰ τρεῖς μέ­ρες τώ­ρα δὲν πῆ­ρε κα­νέ­να χά­πι. Γι’ αὐ­τὸ καὶ μπο­ρεῖ νὰ ἀ­κού­ει τό­σο κα­λὰ τὶς στα­γό­νες ποὺ πέ­φτουν ἀ­πὸ τὰ φύλ­λα τῆς μαν­τα­ρι­νιᾶς, τὴ γά­τα ποὺ θη­λά­ζει στὴν πί­σω αὐ­λή, τὸ σφύ­ριγ­μα ἀ­πὸ τὰ ρου­θού­νια τοῦ μπάρ­μπα-Σπύ­ρου ποὺ κοι­μᾶ­ται κά­που πε­νήν­τα μέ­τρα μα­κριά, στὸ σπί­τι μὲ τὸ φοί­νι­κα καὶ τὴν τε­ρά­στια σι­δε­ρέ­νια ἐ­ξώ­πορ­τα.

       Πό­τε ἄ­κου­γε τό­σο κα­θα­ρά; Μό­νο τό­τε ποὺ ἔ­βα­ζε ἕ­να πα­νὶ μὲ κα­θα­ρὴ βεν­ζί­νη στὴ μύ­τη καὶ πε­ρί­με­νε νὰ τὸν πιά­σει ἡ τρι­κυ­μί­α, ἡ ἀ­πό­λυ­τη ἐ­γρή­γορ­ση ἀ­πέ­ναν­τι στοὺς μα­κρι­νοὺς ἤ­χους. Τό­τε ἔ­νι­ω­θε τὸν ἴ­διο με­ταλ­λι­κὸ κυ­μα­τι­σμὸ ποὺ κα­θά­ρι­ζε τὸν κό­σμο ἀ­πὸ τὰ πε­ριτ­τὰ βά­ρη, γιὰ νὰ με­του­σι­ώ­σει στὸ στῆ­θος τοῦ βεν­ζι­νό­πληκτου τοὺς ἐ­λά­χι­στους παλ­μι­κοὺς τό­νους ἀ­πὸ ἕ­να κλει­δὶ ποὺ γυ­ρί­ζει ἢ ἀ­πὸ τὸ τα­κού­νι τῆς γει­τό­νισ­σας ποὺ συν­τρί­βει τὸ κοι­μι­σμέ­νο σα­λιγ­κά­ρι.

       Τὸ ὅ­πλο ἦ­ταν κρε­μα­σμέ­νο στὸ πί­σω μέ­ρος τῆς ἀ­πο­θή­κης. Μύ­ρι­ζε γρά­σο καὶ κλει­σού­ρα. Στὸ ξύ­λι­νο κον­τά­κι ὁ γέ­ρος εἶ­χε χα­ρά­ξει μὲ σου­γιὰ τὸ μι­κρό του ὄ­νο­μα. Ἦ­ταν καλ­λι­γρά­φος, ὅ­πως ὅ­λοι σχε­δὸν τῆς γε­νιᾶς τοῦ πα­λιοῦ σχο­λαρ­χεί­ου, ἀ­γρο­τό­παι­δα καὶ γιοὶ οἰ­νο­ποι­ῶν, ρα­φτά­δων καὶ ἐμ­πο­ρο­ϋ­παλ­λή­λων.

       Σὲ λί­γο θὰ ἄ­να­βε τὸ φω­τά­κι τῆς κου­ζί­νας. Δὲν ὑ­πῆρ­χε και­ρός, ἔ­πρε­πε νὰ βια­στεῖ. Τὴ στιγ­μὴ ποὺ ἔμ­παι­νε στὸ σπί­τι πα­ρα­λί­γο νὰ πα­τή­σει ἕ­να ψό­φιο πον­τί­κι. Ἀ­η­δί­α! Για­τί ἦ­ταν ὅ­λα τό­σο βρώ­μι­κα σὲ αὐ­τὸ τὸ μέ­ρος; Ἔ­δω­σε μιὰ δυ­να­τὴ κλω­τσιὰ μὲ τὴν ἀρ­βύ­λα καὶ ση­μά­δε­ψε τὴν ἀ­κα­θό­ρι­στη μά­ζα τῶν γέ­ρων πά­νω στὸ ἀρ­χαῖ­ο κρε­βά­τι.

       Ὅ­ταν τὸν βρῆ­καν ἔ­λει­πε τὸ μι­σό του πρό­σω­πο. Πρὶν βά­λει τὸ ὅ­πλο στὸ στό­μα, εἶ­χε φρον­τί­σει νὰ κά­ψει στὴ σόμ­πα φα­νέ­λα, πι­τζά­μα καὶ ἐ­σώ­ρου­χο. Τὸ κρε­βά­τι τοῦ φό­νου ἦ­ταν στρω­μέ­νο καὶ τὰ πτώ­μα­τα τῶν γέ­ρων το­πο­θε­τη­μέ­να μὲ τά­ξη σὲ ἕ­να με­γά­λο στρῶ­μα στὸ πά­τω­μα. Ὁ ἐ­νω­μο­τάρ­χης ἔ­κα­νε ἕ­να σχό­λιο γιὰ τὰ ἄ­ψο­γα γυ­α­λι­σμέ­να στρα­τι­ω­τι­κὰ ἄρ­βυ­λα ποὺ φο­ροῦ­σε ὁ δο­λο­φό­νος καὶ αὐ­τό­χει­ρας. Τὰ εἶ­χε δέ­σει κα­νο­νι­κὰ πρὶν ἀ­πὸ τὴν τε­λευ­ταί­α πρά­ξη τοῦ δρά­μα­τος. Τὸ κα­κό, σκέ­φτη­κε —ὄ­χι χω­ρὶς κά­ποιο θαυ­μα­σμὸ— ὁ ἐ­νω­μο­τάρ­χης, δὲν εἶ­χε ξε­ρι­ζώ­σει τὰ ὑ­γι­ῆ στοι­χεῖ­α ποὺ κοι­μόν­του­σαν στὴν ψυ­χὴ τοῦ πα­λιοῦ ἔ­φε­δρου ἀν­θυ­πο­λο­χα­γοῦ τῶν τε­θω­ρα­κι­σμέ­νων. Ἂς εἶ­ναι. Μπο­ροῦ­με ἴ­σως νὰ συμ­πε­ρά­νου­με ὅ­τι τὸ σκό­τος καὶ τὸ χά­ος δὲν θὰ ἐ­πι­κρα­τή­σουν πο­τὲ κα­τὰ κρά­τος.



Πη­γή: Γυ­ναί­κα μὲ­ πο­δή­λα­το (μι­κρὰ πε­ζά, δι­η­γή­μα­τα καὶ βι­νι­έ­τες (2014, Πό­λις)

Νι­κό­λας Σε­βα­στά­κης (1964, Καρ­λό­βα­σι τῆς Σά­μου).  Ἀ­σχο­λή­θη­κε μὲ τὴν ποί­η­ση, τὸ φι­λο­σο­φι­κὸ δο­κί­μιο, τὴν κρι­τι­κὴ καὶ τὴν πο­λι­τι­κὴ Θε­ω­ρί­α. Εἶ­ναι κα­θη­γη­τὴς Πο­λι­τι­κῆς Φι­λο­σο­φί­ας στὸ τμῆ­μα Πο­λι­τι­κῶν Ἐ­πι­στη­μῶν τοῦ Ἀ­ρι­στο­τε­λεί­ου Πα­νε­πι­στη­μί­ου Θεσ­σα­λο­νί­κης. Ἔ­χει ἐκ­δώ­σει τὶς με­λέ­τες: Ἡ ψυ­χὴ καὶ τὰ εἴ­δω­λα (Κρι­τι­κή. 1997). Πρὸς τὴ ρο­μαν­τι­κὴ κρί­ση (Ἐ­ρα­σμος, 1998), Ἡ ἀλ­χη­μεί­α τῆς εὐ­τυ­χί­ας (Πό­λις, 2000), Κοι­νό­το­πη χώ­ρα (Σαβ­βά­λας, 2004), Φι­λό­ξε­νος μη­δε­νι­σμὸς (Ἑ­στί­α, 2008), Λα­ϊ­κι­σμός, ἀν­τι­λα­ϊ­κι­σμὸς καὶ κρί­ση (Νε­φέ­λη, 2012), κ.ἄ. Τὶς ποι­η­τι­κὲς συλ­λο­γὲς Οἰ­κεῖ­ο φεγ­γά­ρι (Ἠ­ρι­δα­νός, 1987), Λά­φυ­ρο ἀ­γα­πη­μέ­νων ἡ­με­ρῶν (Νε­φέ­λη, 1993), Βέ­βη­λες σκέ­ψεις (Ἀ­λε­ξάν­δρεια, 1993) καὶ Οἱ χει­μῶ­νες τῆς μνή­μης (Πα­νο­πτι­κόν, 2010).