Γιά­ννης Καρ­κα­νέ­βα­το­ς: Παραλαβή



Γιά­ννης Καρ­κα­νέ­βα­το­ς


Πα­ρα­λα­βή


ΙΚΡΑΣΙΑΤΙΣΣΑ ἀ­πὸ τὴν Πό­λη ἡ για­γιά μου, ἀ­ξι­ο­πρε­πὴς καὶ πι­κρα­μέ­νη, εἶ­χε γαν­τζω­θεῖ ἀ­π’ αὐ­τὸ ποὺ ὀ­νο­μά­ζε­ται ἐ­πι­βί­ω­ση. Ἀρ­χὲς ἄ­νοι­ας καὶ στὰ μπου­κα­λά­κια φαρ­μά­κων ἔ­βα­ζε ὁ­λό­κλη­ρο κα­τε­βα­τὸ μὲ ὁ­δη­γί­ες χρή­σης. Νε­ό­τε­ρη καρ­φί­τσω­νε σὲ μπλοῦ­ζες «νὰ ρα­φτεῖ ἕ­να κουμ­πί» ἢ στὰ κουρ­τι­νά­κια τῆς κου­ζί­νας «τυ­ρὶ φέ­τα βα­ρε­λί­σια». Εἴ­κο­σι χρό­νια πρὶν εἶ­χε καρ­φι­τσώ­σει ἕ­να χαρ­τά­κι στὸ γι­λέ­κο τοῦ παπ­ποῦ «νὰ μὴν τὸν ἐμ­πι­στεύ­ε­σαι» καὶ λέ­νε πὼς αὐ­τὸς δὲν τὸ εἶ­δε, μά­τω­σε καὶ δὲν ξα­να­εμ­φα­νί­στη­κε στὸ σπί­τι. Σὲ δυ­ὸ ἄγ­γε­λους ποὺ τὴν ἐ­πι­σκέ­φτη­καν, πρό­λα­βε καὶ ἔ­πι­α­σε στὰ φτε­ρὰ δυ­ὸ χαρ­τά­κια «ἄ­χρη­στοι καὶ ἀ­χρεί­α­στοι» ἀ­γνο­ών­τας τὸ χαρ­τά­κι «πρὸς πα­ρα­λα­βή» ποὺ κρε­μό­ταν στὴ νυ­χτι­κιά της.



Πη­γή: Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση.

Γιά­ννης Καρ­κα­νέ­βα­το­ς  (Σέρ­ρες, 1966). Σπού­δα­σε στὸ Πο­λυ­τε­χνεῖ­ο (ΕΜΠ) καὶ κι­νη­μα­το­γρά­φο στὴ σχο­λὴ Σταυ­ρά­κου. Ἐρ­γά­στη­κε πολ­λὰ χρό­νια στὸ ἐ­ξω­τε­ρι­κὸ σὰν μη­χα­νι­κὸς ἐ­νῶ πα­ράλ­λη­λα ἀ­σχο­λή­θη­κε μὲ τὸν κι­νη­μα­το­γρά­φο (σκη­νο­θε­σία), μὲ τὸ video art (θέ­α­τρο) καὶ μὲ τὴν γρα­φὴ (σε­νά­ρια, δι­η­γή­μα­τα). Συμ­με­τεῖ­χε στὴν συλ­λο­γὴ δι­η­γη­μά­των Μα­θαί­νον­τας Πο­δή­λα­το (ἐκ­δ. Κέ­δρος, 2013).

Εἰκόνα: Ψυχὴ ποὺ ὁ­δη­γεῖ­ται στὸν οὐ­ρα­νό· ἔρ­γο (1878) τοῦ Γάλ­λου Ζω­γρά­φου Wil­liam-A­dol­phe Bou­gue­reau (1825-1905).