Μάκης Μωραΐτης
Ἀσυνήθιστος ἔρωτας
ΛΗ ΤΟΥ ΤΗ ΖΩΗ ὁ Ἀντρίκος Κουρούκλης τὴν πέρασε στὸ μακρόστενο μπακάλικό του. Ἀπὸ τὰ χαράματα ἄνοιγε τὸ μαγαζί του, ἄναβε τὸν ἕνα καὶ μοναδικὸ ἀδύναμο λαμπτήρα, φόραγε τὴν ποδιά του καὶ ἔπιανε δουλειά. Τὴν πόρτα ἄφηνε ἀνοιχτὴ τὰ καλοκαίρια, τὴν ξυλόσομπα ἄναβε τοὺς χειμῶνες. Μόνη του διασκέδαση νὰ μετράει τὰ λεφτά, νὰ τὰ κάνει μασούρι καὶ νὰ τὰ κρύβει.
Μπῆκε ὁ χρόνος βγῆκε ὁ χρόνος καὶ ὁ Ἀντρίκος ἐκεῖ, μόνο νὰ βλέπει τὴ μιὰ τὰ νερὰ τῶν βροχῶν νὰ τρέχουν στὴν κατηφόρα, τὴν ἄλλη τὸν ἀγέρα νὰ σηκώνει σύννεφα σκόνης, σέρνοντας ὁ ἴδιος τὸ δεξί του πόδι λόγῳ τῆς ἐκ γενετῆς ἀναπηρίας του. Γυναίκα δὲν εἶχε στὴ ζωή του, οὔτε γάμο ἔκανε ποτέ, μόνο μιὰ ἀδελφὴ ποὺ τὴν ἔχασε ἀπὸ νωρίς.
Καὶ ἦρθε ἡ φώκια στὸν Παραλιακὸ ἐκεῖνο τὸ χειμώνα. Μερόνυχτα πολλὰ πήγαινε κι ἐρχόταν σὲ ὅλη τὴν ἔκταση τῶν ρηχῶν νερῶν, τὴ μιὰ νὰ σκούζει, τὴν ἄλλη νὰ μοιρολογᾶ. Πόνο πολὺ ἔβγαζαν τὰ κρωξίματά της. Γιὰ κακὸ σημάδι τὸ πῆραν οἱ περισσότεροι καὶ ἔκαναν τὸν σταυρό τους καθὼς περνοῦσαν ἀπὸ κεῖ, ἰδιαίτερα βέβαια οἱ ψαράδες τῆς περιοχῆς. Λὲς καὶ ἦταν ἄνθρωπος, κοίταζε στὰ μάτια ὅσους πλησίαζαν ἐκεῖνο τὸ σημεῖο τοῦ μώλου καὶ σὰν νὰ ζητοῦσε βοήθεια γιὰ κάτι ποὺ ἦταν ἀπροσδιόριστο. «Πρέπει νὰ ἔχασε τὸ παιδί της», εἶπε κάποια καὶ αὐτὸ φάνηκε σὲ ὅλους ὡς ἡ πιὸ πιθανὴ αἰτία.
Ἀπομεσήμερο ἦταν ὅταν κατέβηκε στὸ μῶλο ὁ Ἀντρίκος νὰ τὴν δεῖ κι αὐτός, ὕστερα ἀπὸ τόση κουβέντα ποὺ εἶχε γίνει ἀλλὰ καὶ ἐπηρεασμένος ἀπὸ τὸν ἀπόηχο τῶν κρωξιμάτων της ποὺ ἔφταναν μέχρι τὸ μαγαζί του. Τὴν βρῆκε σὲ πόνο μεγάλο καὶ τὴ συμπόνεσε. Πρώτη φορὰ στὴ ζωὴ του ἔβγαλε πρὸς τὰ ἔξω συναισθήματα ὁ Ἀντρίκος, μάλιστα μόλις τὸ συνειδητοποίησε ταρακουνήθηκε ἀκόμη περισσότερο. Κατέβηκε στὸ μῶλο καὶ τὴν ἑπόμενη μέρα, πρωὶ-πρωὶ μάλιστα, προτοῦ ἀνοίξει τὸ μαγαζί. Τὸ σφίξιμο ποὺ ἔνιωσε, πρώτη φορὰ στὴ ζωή του, δὲν ἤξερε πῶς νὰ τὸ χαρακτηρίσει. Καὶ νὰ τοῦ ζητοῦσες νὰ στὸ ἐκφράσει μὲ λόγια σίγουρα δὲν θὰ μποροῦσε.
Ἄλλαξε τὶς ἑπόμενες ἡμέρες ἡ συμπεριφορά του. Στὸ μαγαζί του δούλευε ἀλλὰ χωρὶς μυαλό. Αὐτὸ τὸ εἶχε χάσει πλέον, ἀφοῦ ὅλο τὴ φώκια σκεφτόταν. Ἐπιτέλους στὴν ἀκύμαντη ζωή του, ὁ Ἀντρίκος εἶχε ἐρωτευτεῖ!
Τὴν τρίτη ἡμέρα, χάραμα ὅπως πάντα, μὲ μιὰ ἀτμόσφαιρα ποὺ ἔδειχνε πὼς ὁ καιρός της θὰ ἦταν μουντός, μπῆκε ἕνας ἄλλος Ἀντρίκος στὸ μαγαζί του. Στὴν ὄψη καὶ στὰ μέσα του.
Μόνο ποὺ αὐτὴ τὴ φορὰ δὲν ἦταν μόνος του. Ὅποιος πέρασε ἔξω ἀπὸ τὸ μπακάλικό του ἐκείνη τὴν ἡμέρα τὸν εἶδε νὰ ἔχει τὴ φώκια στὰ πόδια του καὶ τρυφερὰ νὰ τὴν ταΐζει.
Πηγή: Πρώτη δημοσίευση.
Μάκης Μωραΐτης (Ληξούρι, 1951). Κινηματογράφος, σκηνοθεσία, μελέτη, πεζογραφία. Σπούδασε κινηματογράφο στὸ Πανεπιστήμιο τῆς Νέας Ὑόρκης. Ἐργάστηκε ἐπὶ σειρὰ ἐτῶν ὡς σκηνοθέτης στὴν κρατικὴ τηλεόραση καὶ δίδαξε σὲ σχολὲς κινηματογράφου καὶ στὸ ΤΕΙ Φωτογραφίας Ἀθηνῶν. Δημοσίευσε πολλὰ βιβλία γιὰ τὸν κινηματογράφο, μεταξὺ αὐτῶν: Ἡ ποιητικὴ εἰκόνα (1987). Ὁ ποιητὴς Ἀντρέι Ταρκόφσκι (1996), Ἀκόμη σοῦ χρωστᾶμε Νίκο. Ἡ ζωὴ καὶ τὸ ἔργο τοῦ Νίκου Σταυρίδη (2001). Δημοσίευσε τὴ νουβέλα Τὴν ἡμέρα ποὺ τὸ ποτάμι κατέβασε κυδώνια (1985) καὶ τὶς συλλογὲς διηγημάτων Ὁ Μουνέλης (2004) καὶ Μικρὲς ἱστορίες ἀπὸ τὸ Ληξούρι (2015). Ἐξέδωσε τὰ κινηματογραφικὰ περιοδικά Σινεμά (1978-1981) καὶ Καθρέφτης (1997-2001).
Filed under: Ελληνικά,Μωραΐτης Μάκης,Μοναξιά,Νοσήματα,Περιγραφή,Φύση-Ζώα,Φανταστικό,Ψυχογραφία | Tagged: Διήγημα. Λογοτεχνία,Μάκης Μωραΐτης | Τὰ σχόλια στὸ Μάκης Μωραΐτης: Ἀσυνήθιστος ἔρωτας ἔχουν κλείσει