Βιτσεσλὰφ Πιέτσουχ (Вячеслав Пьецух): Ἐγὼ καὶ ἡ περεστρόικα


 

Pietsouch,Bitseslaf-EgoKaiIPerestroika-Eikona-04

 

Βιτσεσλὰφ Πιέτσουχ (Вячеслав Пьецух)


Ἐγὼ καὶ ἡ περεστρόικα

(Я и перестройка)


10-Taph-Chronica_Polonorum_T

ΩΡΑ ΘΑ ΣΑΣ ΠΩ πῶς ἔ­πε­σε ἡ πε­ρε­στρό­ι­κα. Δὲν ἔ­πε­σε ἀ­κρι­βῶς, ἀλ­λὰ θὰ πέ­σει ὁ­πωσ­δή­πο­τε ἐ­ξαι­τί­ας τῆς ἀ­παρ­χαι­ω­μέ­νης μορ­φῆς τῆς οἰ­κο­γέ­νειας καὶ τοῦ γά­μου ποὺ δε­σπό­ζει στὸν πραγ­μα­τι­κὸ σο­σι­α­λι­σμό. Γιὰ νὰ ποῦ­με τὴν ἀ­λή­θεια, πρέ­πει νὰ σᾶς προ­ει­δο­ποι­ή­σω ὅ­τι ὑ­πάρ­χουν πολ­λὰ ἐ­πι­τεύγ­μα­τα στὴν ἱ­στο­ρί­α ποὺ δὲν ἔ­γι­ναν με­γά­λες δη­μι­ουρ­γί­ες, ἀ­πὸ μιὰ σα­χλα­μά­ρα ποὺ τοὺς στά­θη­κε ἐμ­πό­διο. Ἂς πά­ρου­με τὴν πε­ρί­πτω­ση τοῦ αὐ­το­κρά­το­ρα Πέ­τρου Φιο­ν­τό­ρο­βιτς, ὁ ὁ­ποῖ­ος δὲν πραγ­μα­το­ποί­η­σε τὴ με­ταρ­ρυθ­μι­στι­κή του ἀ­πο­στο­λή, μό­νο καὶ μό­νο ἐ­πει­δὴ με­ρι­κὲς φο­ρὲς εἶ­χε κά­νει δη­μό­σιο κή­ρυγ­μα στὴ γυ­ναί­κα του Αἰ­κα­τε­ρί­νη(1) γιὰ τὸ φρε­νι­α­σμέ­νο ταμ­πε­ρα­μέν­το της.

       Ὅ­λο το προ­η­γού­με­νο ἔ­τος δού­λευ­α πά­νω σὲ ἕ­να σχέ­διο ρι­ζι­κῆς ἀ­να­μόρ­φω­σης πού, κα­τὰ τοὺς ὑ­πο­λο­γι­σμούς μου, θὰ ὁ­δη­γοῦ­σε τὴ χώ­ρα στὰ ὅ­ρια τῆς ἀ­πό­λυ­της εὐ­η­με­ρί­ας καί, τὸ πιὸ ση­μαν­τι­κό, στὸ μι­κρό­τε­ρο χρο­νι­κὸ δι­ά­στη­μα. Αὐ­τὴ ἡ δου­λειὰ τρά­βα­γε σὲ μά­κρος. Ὑ­πο­λό­γι­ζα νὰ τὴν τε­λει­ώ­σω τὸν χει­μώ­να καὶ ναὶ μὲν τὴν τέ­λει­ω­σα τὸν χει­μώ­να, ἀλ­λὰ ὄ­χι τὸν χει­μώ­να τοῦ ἴ­διου ἔ­τους, ἐ­πει­δὴ με­τὰ τὴν Ὀ­κτω­βρια­νὴ ἐ­πέ­τει­ο μπε­κρού­λια­ζα φο­βε­ρά. Ἡ γυ­ναί­κα μου, ἡ Βέ­ρα Στεπά­νοβ­να, συμ­βι­βά­στη­κε ὅ­πως-ὅ­πως μὲ αὐ­τὸ τὸ συ­νε­χὲς με­θύ­σι, στὸ μέ­τρο πού, τρό­πος τοῦ λέ­γειν, ἦ­ταν προ­φα­νὲς ὅ­τι ἐ­γὼ κου­βα­λοῦ­σα ἕ­να ἀ­πάν­θρω­πο φορ­τί­ο: δου­λειὰ στὸ ἐργοστά­σιο, δου­λειὰ στὸ σπί­τι καὶ ἀ­κό­μα κά­θε εὐ­λο­γη­μέ­νο βρά­δυ νὰ πη­γαί­νω στὴν κου­ζί­να καὶ νὰ δου­λεύ­ω πά­νω σὲ αὐ­τὸ τὸ ἐ­πα­να­στα­τι­κὸ σχέ­διο, γιὰ τὸ ὁ­ποῖ­ο μο­χθῶ, σχε­δὸν μέ­χρι τὸ πρω­ί. Νὰ ὅ­μως ποὺ ἡ Βέ­ρα Στε­πά­νοβ­να τὰ Σάβ­βα­τα καὶ τὶς Κυ­ρια­κὲς δὲ μὲ ἀ­φή­νει νὰ πά­ω που­θε­νά, ὅ­ταν ἔ­χω πολ­λὴ ἀ­νάγ­κη νὰ χαλα­ρώ­σω ἀ­πὸ τὴν τρε­λὴ κα­θη­με­ρι­νό­τη­τα. Στέ­κε­ται στὴν πόρ­τα μὲ τὸν μπαλ­τὰ καὶ λέ­ει:

       — Σάβ­βα­το καὶ Κυ­ρια­κὴ πα­λου­κώ­νε­σαι στὸ σπί­τι!

       Ἄρ­γη­σα, ξάρ­γη­σα τε­λεί­ω­σα τὸ σχέ­διό μου. Τὴ νύ­χτα τῆς τρί­της πρὸς τὴν τε­τάρ­τη τοῦ Δε­κεμ­βρί­ου ἔ­βα­λα τὴν τε­λευ­ταί­α τε­λεί­α, το­πο­θέ­τη­σα τὸ χει­ρό­γρα­φο στὸ ντο­σι­ὲ μὲ τὶς με­τα­ξω­τὲς κορ­δέ­λες, τὸ πῆ­ρα ἀγ­κα­λιὰ καὶ τὸ τα­χτά­ρι­σα γύ­ρω-γύ­ρω στὸ δω­μά­τιο, χόρ­τα­σα νὰ κοι­τά­ζω τὸν ἑ­αυ­τό μου στὸν κα­θρέ­φτη, ποι­οί εἴ­μα­στε ἐ­μεῖς, τὰ αὐ­το­δί­δα­κτα τα­λέν­τα, καὶ ἔ­κρυ­ψα τὸ ντο­σι­ὲ στὸ πα­τά­ρι. Ἀ­πὸ τὴν ἀρ­χὴ ἀ­κό­μα εἶ­χα ἀ­πο­φα­σί­σει ὅ­τι τὴ δου­λειά μου θὰ τὴν ἔ­θα­βα, για­τί πρέ­πει νὰ φαν­τα­ζό­μου­να πο­λὺ κα­λὰ τὶς κα­τα­στρο­φι­κὲς συ­νέ­πει­ες, ἂν προ­σπα­θοῦ­σα νὰ τὴν σπρώ­ξω πρὸς τὶς Ἀρ­χές, «γι’ αὐ­τὸ ἀ­κού­σα­με ἕ­να σω­ρὸ πα­ρα­δείγ­μα­τα στὴν ἱ­στο­ρί­α»: ἂς πά­ρου­με τὸ πα­ρά­δειγ­μα τοῦ πρώ­του μας ἀ­νε­μο­πλό­ου Κου­σμὰ Ζι­ό­μοφ, ποὺ τὸν μα­στί­γω­σαν δη­μό­σια, ὄ­χι μό­νο μιὰ φο­ρά, γιὰ τὴν ἐ­φεύ­ρε­ση τοῦ ἀ­νε­μό­πτε­ρου. Ὅ­μως οἱ πο­λι­τι­σμέ­νοι μας ἀ­πό­γο­νοι ἦ­ταν ὑ­πο­χρε­ω­μέ­νοι νὰ ξέ­ρουν ὅ­τι τὸ γό­νι­μο ρω­σι­κὸ μυα­λὸ δὲν λα­γο­κοι­μό­ταν οὔ­τε κὰν στοὺς πιὸ σι­χα­με­ροὺς και­ρούς. Με­τὰ ἀ­πὸ ὥ­ρι­μη σκέ­ψη ἀ­πο­φά­σι­σα νὰ κά­νω πε­ρί­λη­ψη τοῦ σχε­δί­ου μου καὶ νὰ τὴ στεί­λω στὰ «παι­διὰ» τοῦ ὑ­πουρ­γι­κοῦ συμ­βου­λί­ου, τὸ πι­θα­νό­τε­ρο ἀ­πὸ μα­ται­ο­δο­ξί­α, καὶ ἔ­τσι πῆ­ραν τὰ μυα­λά μου ἀ­έ­ρα.

       Θαυ­μα­στὰ τὰ ἔρ­γα σου, Κύ­ρι­ε: ἔ­στει­λα τὸ πα­κέ­το τὴ Δευ­τέ­ρα καὶ ἤ­δη τὸ Σάβ­βα­το μοῦ τη­λε­φώ­νη­σαν. Μιὰ εὐ­χά­ρι­στη φω­νὴ ποὺ φαι­νό­ταν νε­α­νι­κὴ μὲ χαι­ρέ­τη­σε καὶ μοῦ ἀ­να­κοί­νω­σε:

       — Τώ­ρα θὰ σᾶς μι­λή­σει ὁ Νι­κο­λά­ι Ἰ­βά­νιτς.

       Γιὰ μιὰ στιγ­μὴ κά­τι ἄ­να­ψε μέ­σα μου τὴν πε­ρη­φά­νια καὶ εἶ­χα καὶ τὴν αἴ­σθη­ση τοῦ κρα­τι­κοῦ στε­λέ­χους. Πρέ­πει νὰ ὁ­μο­λο­γή­σω ὅ­τι, ἂν μὲ αὐ­τὸ τὸ τη­λε­φώ­νη­μα ὁ­λο­κλη­ρω­νό­τα­νε ἡ μοί­ρα τοῦ σχε­δί­ου μου, ἡ μα­ται­ο­δο­ξί­α μου θὰ εἶ­χε ἱ­κα­νο­ποι­η­θεῖ ἑ­κα­τὸ τοῖς ἑ­κα­τό. Φυ­σι­κά, ἐ­γὼ ἔ­κα­να ἕ­να μορ­φα­σμό, κού­νη­σα τὸ ἐ­λεύ­θε­ρο χέ­ρι μου κά­νον­τας νό­η­μα στὴ γυ­ναί­κα μου, γιὰ νὰ ση­κώ­σει τὴν πα­ράλ­λη­λη συ­σκευ­ὴ καὶ μ΄ αὐ­τὸ τὸν τρό­πο νὰ βε­βαι­ω­θεῖ ὅ­τι ὁ ἄν­τρας της κά­θε ἄλ­λο πα­ρὰ πα­λα­βὸς ὀ­νει­ρο­πό­λος εἶ­ναι, ἀλ­λὰ ὅ­τι εἶ­ναι ἕ­να πραγ­μα­τι­κὸ κρα­τι­κὸ στέ­λε­χος.

       — Χαί­ρε­τε, Ἀ­λε­ξάντρ Ἰ­βά­νιτς, – λέ­ει ξαφ­νι­κὰ ὁ Νι­κο­λά­ι Ἰ­βά­νιτς, — τί κά­νε­τε, πῶς εἶ­σθε;

       Ἐ­γὼ ἀ­παν­τά­ω: — Ἀ­π’ ὅ,τι ξέ­ρω, ὅ­λα κα­λά.

       — Γιὰ ἐ­σᾶς δὲν εἶχα ἀ­κού­σει κά­τι νω­ρί­τε­ρα, – συ­νε­χί­ζει τὸ λόγο του ὁ Νι­κο­λά­ι Ἰ­βά­νιτς. — Ποῦ ἐρ­γά­ζε­σθε: στὴν Ἀ­κα­δη­μί­α Ἐ­πι­στη­μῶν ἢ στὸ Ἰν­στι­τοῦ­το τοῦ Ἀμ­πάλ­κιν;

       — Ἐ­γώ, – ἀ­παν­τά­ω: γιὰ νὰ ποῦ­με τὴν ἀ­λή­θεια, εἶ­μαι πρα­κτι­κὸς ποὺ ἀ­σχο­λοῦ­μαι ἄ­με­σα στὴ βι­ο­μη­χα­νί­α.

       — Καὶ ἡ εἰ­δι­κό­τη­τά σας καὶ ὁ βαθ­μός σας ποι­οί εἶ­ναι;

       — Αὐ­τὸ εἶ­ναι ἁ­πλό: εἶ­μαι ἐρ­γά­της με­τάλ­λου ἀ­νώ­τα­της βαθ­μί­δας – νά καὶ ἡ εἰ­δι­κό­τη­τα, νά καὶ ὁ βαθ­μός μου!

       — Μὰ αὐ­τὸ εἶ­ναι πε­ρισ­σό­τε­ρο ἐν­δι­α­φέ­ρον. Λοι­πόν, ἀ­γα­πη­τὲ Ἀ­λε­ξάν­τρ Ἰ­βά­νιτς, θὰ πρέ­πει νὰ συ­ναν­τη­θοῦ­με νὰ συ­ζη­τή­σου­με σο­βα­ρά. Οἱ ἰ­δέ­ες σας μᾶς κί­νη­σαν «ἔν­το­να» τὸ ἐν­δι­α­φέ­ρον, ἀλ­λὰ ὑ­πάρ­χουν στὸ ση­μεί­ω­μά σας, νὰ ποῦ­με, μιὰ σει­ρὰ ἀ­πὸ σκο­τει­νὰ ση­μεῖ­α ποὺ χρει­ά­ζον­ται «ἀ­πο­σα­φή­νι­ση» ἀ­πὸ τὸν συγ­γρα­φέ­α. Τί λέ­τε, εἶστε νὰ συ­ναν­τη­θοῦ­με, νὰ μι­λή­σου­με σο­βα­ρά;

       — Εἶ­μαι ἕ­τοι­μος, – ἀ­παν­τῶ καὶ κά­νω μα­τά­κι στὴ γυ­ναί­κα μου. (Μὰ ποι­ός εἶ­μαι! Ἔ­ζη­σες δέ­κα πέν­τε χρό­νια μα­ζί μου καὶ στὴν οὐ­σί­α δὲν ξέ­ρεις ποι­ός εἶ­μαι.)

       — Τό­τε, μᾶλ­λον, ἂς μὴ κα­θυ­στε­ρή­σου­με αὐ­τὴ τὴ δου­λειὰ – λέ­ει ὁ Νι­κο­λά­ι Ἰ­βά­νιτς. — Ἂς συ­ναν­τη­θοῦ­με καὶ σή­με­ρα. Ἐ­μεῖς, ἐν­νο­εῖ­ται, θὰ στεί­λου­με αὐ­το­κί­νη­το νὰ σᾶς πά­ρει…

       — Εἶ­μαι ἕ­τοι­μος, – ἀ­παν­τά­ω.

       Με­τά, συν­δέ­ε­ται πά­λι ἡ εὐ­χά­ρι­στη φω­νὴ ποὺ φαί­νε­ται νε­α­νι­κὴ καὶ ἀ­να­κοι­νώ­νει: τὸ αὐ­το­κί­νη­το θὰ ἔρ­θει σὲ δε­κα­πέν­τε λε­πτά, ὁ ἀ­ριθ­μὸς εἶ­ναι δε­κα­ε­πτὰ-εἴ­κο­σι τέσ­σε­ρα.

       Βά­ζον­τας στὴ θέ­ση του τὸ ἀ­κου­στι­κό, ἔ­ρι­ξα χα­ρού­με­νες μα­τι­ὲς στὴ Βέ­ρα Στε­πά­νοβ­να καὶ ξε­κί­νη­σα νὰ ντύ­νο­μαι. Ἀλ­λὰ ἡ Βέ­ρα Στε­πά­νοβ­να πῆ­ρε τὸν μπαλ­τά, στά­θη­κε στὴν πόρ­τα καὶ κα­τὰ τὴ συ­νή­θειά της εἶ­πε:

       — Τὸ Σάβ­βα­το καὶ τὴν Κυ­ρια­κὴ πα­λου­κώ­νε­σαι ἐ­δῶ!

       — Μά, εἶ­σαι μὲ τὰ κα­λά σου…! – ἀ­να­φω­νῶ, τὴ στιγ­μὴ ποὺ χώ­νω τὰ πό­δια μου στὰ και­νούρ­για τσε­χοσ­λο­βά­κι­κα μπο­τά­κια. Ἔ­χεις ἰ­δέα;… Ποιός μὲ κα­λεῖ, για­τί καὶ σὲ ποι­ό μέ­ρος; Αὐ­τὸ εἶ­ναι κρα­τι­κὴ ὑ­πό­θε­ση! Τώ­ρα φθά­νει γιὰ μέ­να μιὰ «Τσά­ι­κα»(2)… Ποῦ κολ­λά­ει τὸ Σάβ­βα­το καὶ ἡ Κυ­ρια­κή;

       — Κολ­λά­ει, – ξε­κα­θα­ρί­ζει ἡ Βέ­ρα Στεπά­νοβ­να, στὸ ὅ­τι καὶ τὸ προ­πε­ρα­σμέ­νο Σάβ­βα­το ποὺ εἶ­χες κρα­τι­κὲς ὑ­πο­θέ­σεις ἐμ­φα­νί­σθη­κες με­τὰ τὶς δύ­ο τὴ νύ­χτα, καὶ ἤ­σου­να καὶ στου­πί! Καὶ τὸ ἴ­διο αὐ­το­κί­νη­το ἦρ­θε νὰ σὲ πά­ρει, μό­νο ποὺ δὲν ἦ­ταν «Τσά­ι­κα» ἀλ­λὰ «Πρώ­των Βο­η­θει­ῶν», – ἢ τὸ ξε­χνᾶς Ἀ­λε­ξάν­τρ Ἰ­βά­νο­βιτς ἐ­πει­δὴ ἤ­σουν σου­ρω­μέ­νος;

       Μὰ καὶ πῶς νὰ τὸ ξέ­χνα­γα, φυ­σι­κὰ καὶ δὲν τὸ ξέχασα: τὸ προ­πε­ρα­σμέ­νο Σάβ­βα­το μὲ ἔ­πι­α­σε ξαφ­νι­κὰ τό­ση με­λαγ­χο­λί­α, —αὐ­τὸ συ­νέ­βη τὸ πρω­ὶ ποὺ δι­ά­βα­σα γιὰ τὴν ἐ­περ­χό­με­νη οἰ­κο­νο­μι­κὴ κα­τάρ­ρευ­ση— πού, ἁ­μαρ­τί­α ἐ­ξο­μο­λο­γού­με­νη, τη­λε­φώ­νη­σα σὲ ἕ­να φί­λο ποὺ ἐρ­γά­ζε­ται στὶς «πρῶ­τες βο­ή­θει­ες» καὶ μὲ πή­ρα­νε γιὰ πι­θα­νὴ «σαλ­μο­νέ­λω­ση» ποὺ δῆ­θεν εἶ­χε πέ­σει στὸ ἐρ­γο­στά­σιό μας.

       Μὲ δυ­ὸ λό­για, μὲ κα­νέ­να τρό­πο δὲν μπο­ροῦ­σα νὰ φέ­ρω ἀν­τίρ­ρη­ση στὴ Βέ­ρα Στε­πά­νοβ­να, για­τί τό­τε πραγ­μα­τι­κὰ ἐμ­φα­νί­στη­κα στὶς δύο τὸ πρω­ὶ καὶ πραγ­μα­τι­κὰ ἤ­μουν στου­πί.

(1) Ἐν­νο­εῖ τὴ Με­γά­λη Αἰ­κα­τε­ρί­νη ποὺ ἀ­νέ­τρε­ψε τὸν σύ­ζυ­γό της Πέ­τρο.

(2) Πο­λυ­τε­λὲς σο­βι­ε­τι­κὸ αὐ­το­κί­νη­το.


Bonsai-03c-GiaIstologio-04


Πηγή: Ἀπὸ τὴν ἀνθολογία И.И. Яцен­ко: Рус­ская «нет­ра­диц­ионная» про­за ко­нца ХХ века, Санкт-Пе­те­рбург, «Зла­тоуст» 2004 (Ρω­σι­κὴ ἀν­τι­συμ­βα­τι­κὴ πε­ζο­γρα­φί­α τοῦ τέ­λους τοῦ 20οῦ αἰ., Ἁ­γί­α Πε­τρού­πο­λη, ἐκ­δό­σεις Ζλα­τα­ού­στ 2004). Πρώτη δημοσίευση τῆς με­τά­φρα­σης στὰ ἑλ­λη­νι­κὰ στὴν ἱ­στο­σε­λί­δα Βακ­χι­κόν (30-03-2015).

Pietsouch,Bitseslaf-Eikona-02Βιτσεσλάφ Πιέτσουχ (Вячеслав Пьецух) (Вячеслав Пьецух) (Μό­σχα, 1946). Τε­λεί­ω­σε τὸ παι­δα­γω­γι­κὸ ἰν­στι­τοῦ­το. Εἶ­ναι συγ­γρα­φέ­ας τῶν βι­βλί­ων Ἀλ­φά­βη­το (1983), Νέ­α μο­σχο­βί­τι­κη φι­λο­σο­φί­α (1989), Ραμ­μάτ (1990), Ἐ­γὼ καὶ οἱ ἄλ­λοι (1990), Κύ­κλοι (1992), Παι­δά­κι τοῦ κρά­τους (1997). Ζεῖ στὴ Μό­σχα. Τὸ δι­ή­γη­μα αὐ­τὸ γρά­φτη­κε τὸ 1989. Εἶ­ναι ἐκ­πρό­σω­πος τῆς «εἰ­ρω­νι­κῆς πρω­το­πο­ρί­ας». Σκο­πός της εἶ­ναι ἡ ἀ­πο­κά­λυ­ψη τῶν λαν­θα­σμέ­νων ἐ­κτι­μή­σε­ων. Με­ρι­κὲς φο­ρὲς ἡ ἀ­φή­γη­ση τοῦ Πι­έ­τσουχ φτά­νει στὸ μον­τερ­νι­σμό, πα­ρου­σι­ά­ζον­τας τὸν πα­ρα­λο­γι­σμὸ τοῦ κό­σμου. Τὸν ἥ­ρω­α τοῦ Πι­έ­τσουχ τὸν σώ­ζει ἡ ρή­ξη του μὲ τὸν κό­σμο, τὸ κλεί­σι­μο στὸν ἑ­αυ­τό του.

Με­τά­φρα­ση ἀ­πὸ τὰ ρω­σι­κά:

Ἑ­λέ­νη Κα­τσι­ώ­λη. Μου­σι­κός. Σπού­δα­σε ρω­σι­κὰ στὸ Ἰν­στι­τοῦ­το Πού­σκιν καὶ στὸ Κέν­τρο Ρω­σι­κῶν Σπου­δῶν Μίρ. Ἔ­χει πά­ρει τὸ β΄ βρα­βεῖ­ο με­τά­φρα­σης στὸν 1ο δι­α­γω­νι­σμὸ λο­γο­τε­χνι­κῆς με­τά­φρα­σης «Ἄντον Τσέχωφ» 2010 καὶ ἔ­χει ἀ­ναρ­τή­σεις στὸ ἱστολόγιο Πλα­νό­διον-Ἱστορίες Μπονζάι καὶ στὰ ἐκ­παι­δευ­τι­κὰ σε­νά­ρια τῆς β’ γυ­μνα­σί­ου τῆς ἱ­στο­σε­λί­δας τοῦ ὑ­πουρ­γεί­ου Παι­δεί­ας Κύ­πρου.