Ζντράφκα Ἐφτίμοβα (Zdravka Evtimova)
Αἷμα
(Blood)
ΙΓΟΙ ΠΕΛΑΤΕΣ ἐπισκέπτονται τὸ μαγαζί μου, τρεῖς-τέσσερις ἄνθρωποι τὴ μέρα. Κοιτάζουν τὰ ζῶα στὰ κλουβιά, ἀλλὰ σπάνια τὰ ἀγοράζουν. Ὁ χῶρος εἶναι στενὸς καὶ δὲν χωράω πίσω ἀπὸ τὸν πάγκο, ὁπότε κάθομαι συνήθως στὴν παλιὰ σκοροφαγωμένη καρέκλα μου πίσω ἀπὸ τὴν πόρτα. Ὧρες ὁλόκληρες ἔχω τὸ βλέμμα καρφωμένο σὲ βατράχους, σαῦρες, φίδια καὶ ἔντομα, ποὺ στριφογυρίζουν κάτω ἀπὸ χοντρὲς κιτρινωπὲς γυάλινες πλάκες. Δάσκαλοι ἔρχονται καὶ παίρνουν βατράχια γιὰ τὰ μαθήματα βιολογίας, ψαράδες περνᾶνε καμιὰ φορά, γιὰ ν’ ἀγοράσουν κάτι γιὰ δόλωμα· οὐσιαστικά, αὐτὸ εἶναι ὅλο. Σύντομα, θὰ πρέπει νὰ κλείσω τὸ μαγαζί μου καὶ θὰ λυπηθῶ γι’ αὐτό, γιατί ἡ νυσταλέα, βαριὰ μυρωδιὰ τῆς φορμόλης πάντα μὲ γαλήνευε καὶ περιέργως μ’ ἔκανε νὰ νιώθω σὰν στὸ σπίτι μου. Δουλεύω ἐδῶ πέντε χρόνια τώρα.
Μιὰ μέρα, μιὰ παράξενη μικρόσωμη γυναίκα μπῆκε στὸ μαγαζί μου. Τὸ πρόσωπό της φαινόταν φοβισμένο καὶ γκρίζο. Μὲ πλησίασε, μὲ τὰ χέρια της νὰ τρέμουν, ἀφύσικα χλομά, μοιάζοντας μὲ δυὸ νεκρὰ λευκὰ ψάρια στὸ σκοτάδι. Ἡ γυναίκα δὲν μὲ κοίταξε, οὔτε εἶπε τίποτε. Οἱ ἀγκῶνες της παρέπαιαν, ἀναζητώντας στήριξη πάνω στὸν ξύλινο πάγκο. Μοῦ φάνηκε πὼς δὲν εἶχε ἔρθει ν’ ἀγοράσει σαῦρες· μπορεῖ ἁπλῶς νὰ μὴν ἔνιωθε καλὰ καὶ νὰ ἀναζήτησε βοήθεια στὴν πρώτη ἀνοιχτὴ πόρτα ποὺ βρῆκε μπροστά της. Φοβήθηκα πὼς θὰ ἔπεφτε, καὶ τὴν ἔπιασα ἀπ’ τὸ χέρι. Ἔμεινε σιωπηλὴ καὶ σκούπισε τὰ χείλη της μ’ ἕνα μαντήλι. Δὲν ἤξερα τὶ νὰ κάνω· ἦταν πολὺ ἥσυχα καὶ σκοτεινὰ μέσα στὸ μαγαζί.
«Ἔχετε τυφλοπόντικες ἐδῶ;» ρώτησε ξαφνικά. Τότε εἶδα τὰ μάτια της. Ἔμοιαζαν μὲ πολυκαιρισμένους, κουρελιασμένους ἱστοὺς μὲ μιὰ μικρὴ ἀράχνη στὸ κέντρο, τὴν κόρη.
«Τυφλοπόντικες;» μουρμούρισα. Ἔπρεπε νὰ τῆς πῶ ὅτι δὲν εἶχα ποτὲ τυφλοπόντικες γιὰ πούλημα στὸ μαγαζὶ καὶ ὅτι δὲν εἶχα δεῖ τυφλοπόντικα ποτέ μου. Ἡ γυναίκα ἤθελε ν’ ἀκούσει κάτι ἄλλο – μιὰ ἐπιβεβαίωση. Τὸ εἶδα στὰ μάτια της, στὸ δειλὸ σάλεμα τῶν δαχτύλων της ποὺ ἁπλώθηκαν νὰ μὲ ἀγγίξουν. Ἔνιωσα στενάχωρα κοιτάζοντάς την.
«Δὲν ἔχω τυφλοπόντικες», εἶπα. Γύρισε νὰ φύγει, σιωπηλὴ καὶ τσακισμένη, μὲ τὸ κεφάλι γερμένο ἀνάμεσα στοὺς ὤμους της. Τὰ βήματά της ἦταν μικρὰ κι ἀβέβαια.
«Ἔ, περιμένετε!» φώναξα. «Ἴσως νὰ ἔχω τυφλοπόντικες.» Δὲν ξέρω, γιατί φέρθηκα ἔτσι.
Τὸ σῶμα της τινάχτηκε, εἶχε πόνο στὰ μάτια της. Ἔνιωσα ἄσχημα, ποὺ δὲν μποροῦσα νὰ τὴ βοηθήσω.
«Τὸ αἷμα τυφλοπόντικα μπορεῖ νὰ θεραπεύσει ἀρρώστους», ψιθύρισε. «Μόνο τρεῖς σταγόνες πρέπει νὰ πιεῖς.»
Φοβήθηκα. Ἔνιωσα κάτι μοχθηρὸ νὰ καραδοκεῖ στὸ σκοτάδι.
«Ἁπαλύνει τὸν πόνο, τουλάχιστον», συνέχισε ἀφηρημένα, καὶ ἡ φωνή της κατέληξε σ’ ἕναν λυγμό.
«Εἶστε ἄρρωστη;» ρώτησα. Οἱ λέξεις σφύριξαν σὰν σφαῖρες στὸν πηχτό, ὑγρὸ ἀέρα κι ἔκαναν τὸ κορμί της νὰ τρανταχτεῖ. «Λυπᾶμαι.»
«Ὁ γιός μου εἶναι ἄρρωστος.»
Τὰ διάφανα βλέφαρά της ἔκρυβαν τὴν ἀμυδρή, ἀπελπισμένη λάμψη στὸ βλέμμα της. Τὰ χέρια της κείτονταν μουδιασμένα στὸν πάγκο, ἄψυχα σὰν κούτσουρα. Οἱ στενοί της ὦμοι φαίνονταν στενότεροι μέσα στὸ τριμμένο γκρὶ παλτό της.
«Ἕνα ποτήρι νερὸ θὰ σᾶς κάνει νὰ νιώσετε καλύτερα», εἶπα.
Ἔμεινε ἀκίνητη, κι ὅταν τὰ δάχτυλά της ἄδραξαν τὸ ποτήρι, τὰ βλέφαρά της ἦταν ἀκόμα σφαλισμένα. Γύρισε νὰ φύγει, μικρὴ καὶ εὔθραυστη, μὲ τὴν πλάτη καμπουριασμένη, τὰ βήματά της ἀθόρυβα κι ἀνήμπορα μέσα στὸ σκοτάδι. Ἔτρεξα στὸ κατόπι της. Εἶχα πάρει τὴν ἀπόφασή μου.
«Θὰ σᾶς δώσω αἷμα τυφλοπόντικα!» φώναξα.
Ἡ γυναίκα σταμάτησε ξαφνικὰ καὶ σκέπασε τὸ πρόσωπό της μὲ τὰ χέρια. Ἦταν ἀνυπόφορο νὰ τὴν κοιτᾶς. Ἔνιωσα ἄδειος. Τὰ μάτια τῶν σαυρῶν ἔλαμπαν σὰν κομμάτια σπασμένου γυαλιοῦ. Δὲν εἶχα αἷμα τυφλοπόντικα. Φαντάστηκα τὴ γυναίκα στὸ δωμάτιό της, νὰ ξεσπάει σὲ λυγμούς. Ἴσως νὰ εἶχε ἀκόμα σκεπασμένο τὸ πρόσωπο μὲ τὰ χέρια. Λοιπόν, ἔκλεισα τὴν πόρτα γιὰ νὰ μὴ μὲ δεῖ καὶ χάραξα τὸν ἀριστερό μου καρπὸ μ’ ἕνα μαχαίρι. Ἡ πληγὴ αἱμορράγησε καὶ στάλαξε ἀργὰ μέσα σ’ ἕνα γυάλινο μπουκαλάκι. Ὅταν δέκα σταγόνες κάλυψαν τὸν πάτο του, ἄνοιξα τὴν πόρτα καὶ βρῆκα τὴ γυναίκα νὰ μὲ περιμένει.
«Ὁρίστε», εἶπα. «Ὁρίστε τὸ αἷμα τυφλοπόντικα.»
Δὲν ἀπάντησε, μόνο κοίταξε τὸν ἀριστερό μου καρπό. Ἡ πληγὴ ἀκόμα αἱμορραγοῦσε λίγο, κι ἔχωσα τὸ χέρι κάτω ἀπὸ τὴν ποδιά μου. Ἡ γυναίκα μὲ κοίταξε κι ἔμεινε σιωπηλή. Δὲν ἅπλωσε τὸ χέρι στὸ γυάλινο μπουκάλι, ἀλλὰ στράφηκε καὶ πῆγε γοργὰ στὴν πόρτα. Τὴν πρόφτασα κι ἔβαλα μὲ τὸ ζόρι τὸ μπουκάλι στὰ χέρια της.
«Εἶναι αἷμα τυφλοπόντικα!»
Ψηλάφησε τὰ διάφανο μπουκάλι. Τὸ αἷμα μέσα του λαμποκοποῦσε σὰν ἑτοιμοθάνατη φωτιά. Ἔπειτα ἔβγαλε χρήματα ἀπὸ τὴν τσέπη της.
«Ὄχι. Ὄχι», εἶπα.
Ἔσκυψε τὸ κεφάλι. Ἔριξε τὰ χρήματα στὸν πάγκο καὶ δὲν εἶπε λέξη. Ἤθελα νὰ τὴ συνοδέψω μέχρι τὴ γωνία. Μέχρι καὶ δεύτερο ποτήρι νερὸ ἔβαλα, ἀλλὰ ἐκείνη δὲν περίμενε. Τὸ μαγαζὶ ἦταν πάλι ἄδειο καὶ τὰ μάτια τῶν σαυρῶν ἔλαμπαν ἀκόμη σὰν βρεγμένα κομμάτια σπασμένου γυαλιοῦ.
Ψυχρές, ἥσυχες μέρες πέρασαν. Τὰ φθινοπωρινὰ φύλλα στροβιλίζονταν ἀνήμπορα στὸν ἄνεμο, δίνοντας στὸν ἀέρα ὄψη καφετιά. Οἱ πρῶτες χειμωνιάτικες χιονοθύελλες ἐκσφενδόνιζαν νιφάδες στὰ παράθυρα καὶ τραγουδοῦσαν στὶς φλέβες μου. Δὲν μποροῦσα νὰ ξεχάσω ἐκείνη τὴ γυναίκα. Τῆς εἶχα πεῖ ψέματα. Κανεὶς δὲν ἔμπαινε στὸ μαγαζί μου, καὶ μέσα στὸ ἥσυχο σούρουπο προσπαθοῦσα νὰ φανταστῶ πῶς ἦταν ὁ γιός της. Τὸ ἔδαφος ἦταν παγωμένο, οἱ δρόμοι ἔρημοι, καὶ ὁ χειμώνας ἔδενε τὸν παγωμένο κόμπο του γύρω ἀπὸ σπίτια, ψυχὲς καὶ πέτρες.
Ἕνα πρωί, ἡ πόρτα τοῦ μαγαζιοῦ μου ἄνοιξε ἀπότομα. Ἡ ἴδια μικρόσωμη γκρίζα γυναίκα μπῆκε μέσα, καὶ πρὶν προλάβω νὰ τὴ χαιρετήσω, ὅρμηξε καὶ μὲ ἀγκάλιασε. Οἱ ὦμοι της ἦταν πανάλαφροι κι ἀδύναμοι καὶ δάκρυα κυλοῦσαν στὰ λεπτεπίλεπτα ρυτιδωμένα μάγουλά της. Ὅλο της τὸ σῶμα συγκλονίστηκε καὶ σκέφτηκα ὅτι θὰ σωριαζόταν, γι’ αὐτὸ ἔπιασα τὰ τρεμάμενα χέρια της. Τότε ἡ γυναίκα ἅρπαξε τὸ ἀριστερό μου χέρι καὶ τὸ σήκωσε μπροστὰ στὰ μάτια της. Τὸ σημάδι τῆς πληγῆς εἶχε ἐξαφανιστεῖ ἀλλὰ βρῆκε τὸ σημεῖο. Τὰ χείλη της φίλησαν τὸν καρπό μου, τὰ δάκρυά της ζέσταναν τὸ δέρμα μου. Ξαφνικὰ τὸ μαγαζὶ γέμισε θαλπωρὴ καὶ γαλήνη.
«Περπατάει!» Ἡ γυναίκα ἔκλαιγε μὲ ἀναφιλητά, κρύβοντας ἕνα δακρυσμένο χαμόγελο πίσω ἀπὸ τὶς παλάμες της. «Περπατάει!»
Ἤθελε νὰ μοῦ δώσει χρήματα· ἡ μεγάλη μαύρη τσάντα της ἦταν γεμάτη διάφορα πράγματα ποὺ εἶχε φέρει γιὰ μένα. Ἔνιωθα ὅτι ἡ γυναίκα εἶχε ἀναθαρρήσει, τὰ δάχτυλά της εἶχαν γίνει σκληρὰ κι ἐπίμονα. Τὴ συνόδεψα μέχρι τὴ γωνία ἀλλὰ ἐκείνη ἔμεινε ἐκεῖ δίπλα στὸ φανάρι τοῦ δρόμου, νὰ μὲ κοιτάζει, μικρὴ καὶ χαμογελαστὴ στὴν παγωνιά.
Εἶχε τόση θαλπωρὴ στὸ σκοτεινό μου μαγαζὶ καὶ ἡ παλιά, ἀνεπαίσθητη μυρωδιὰ τῆς φορμόλης μοῦ ἔφερνε μιὰ εὐτυχισμένη ζάλη. Οἱ σαῦρες μου ἦταν τόσο ὄμορφες ποὺ τὶς ἀγαποῦσα λὲς καὶ ἦταν παιδιά μου.
Τὸ ἀπόγευμα τῆς ἴδιας μέρας, ἕνας παράξενος ἄντρας μπῆκε στὸ μαγαζί. Ἦταν ψηλός, κοκαλιάρης καὶ φοβισμένος.
«Ἔχετε… αἷμα τυφλοπόντικα;» ρώτησε, μὲ τὸ βλέμμα του νὰ μὲ διαπερνᾶ. Τρόμαξα.
«Ὄχι, δὲν ἔχω. Δὲν εἶχα ποτὲ τυφλοπόντικες γιὰ πούλημα.»
«Μὰ ἔχετε! Ἔχετε! Τρεῖς σταγόνες… Τρεῖς σταγόνες, ὄχι παραπάνω… Ἡ γυναίκα μου θὰ πεθάνει. Ἔχετε! Σᾶς παρακαλῶ!»
Μοῦ ἕσφιξε τὸ χέρι.
«Σᾶς παρακαλῶ… τρεῖς σταγόνες! Ἀλλιῶς θὰ πεθάνει--»
Τὸ αἷμα μου στάλαξε ἀργὰ ἀπὸ τὴν πληγή. Ὁ ἄντρας κρατοῦσε ἕνα μπουκαλάκι καὶ οἱ κόκκινες σταγόνες ἔλαμπαν ἐκεῖ μέσα σὰν ἀναμμένα κάρβουνα. Ἔπειτα ἔφυγε κι ἕνα μικρὸ ρολὸ χαρτονομίσματα κύλησε πάνω στὸν πάγκο.
Τὸ ἑπόμενο πρωινὸ ἕνα πλῆθος ἀγνώστων ποὺ ψιθύριζαν μὲ περίμενε μπροστὰ στὴν πόρτα. Στὰ χέρια τους ἔσφιγγαν γυάλινα μπουκαλάκια.
«Αἷμα τυφλοπόντικα! Αἷμα τυφλοπόντικα!»
Φώναζαν, στρίγγλιζαν καὶ σπρώχνονταν. Ὅλοι τους εἶχαν ἕναν ἄρρωστο στὸ σπίτι κι ἕνα μαχαίρι στὸ χέρι.
Πηγή: Ἀπὸ τὴ συλλογὴ διηγημάτων Shapard, Robert and James Thomas, eds. New Sudden Fiction, Short-Short Stories from America and Beyond,New York,London: W.W. Norton and Company, 2007.
Ζντράφκα Ἐφτίμοβα (Zdravka Evtimova) Ἡ Ζντράφκα Ἐφτίμοβα ἔχει δημοσιεύσει τέσσερις συλλογὲς διηγημάτων καὶ τρία μυθιστορήματα στὴ γενέτειρά της Βουλγαρία. Διηγήματά της ἔχουν δημοσιευτεῖ σὲ λογοτεχνικὰ περιοδικὰ σὲ ὅλη τὴν Εὐρώπη καὶ τὶς Ἡνωμένες Πολιτεῖες, τὸν Καναδά, τὴν Ἀργεντινὴ καὶ τὴν Ἰνδία. Ἡ νουβέλα της Bitter Sky δημοσιεύτηκε στὴ Μεγάλη Βρετανία καὶ τὸ μυθιστόρημά της God of Traitors δημοσιεύτηκε ὡς ἠλεκτρονικὸ βιβλίο ἀπὸ τὶς ἐκδόσεις Buck. Ἐργάζεται ὡς μεταφράστρια λογοτεχνίας γιὰ τὸ Ὑπουργεῖο Πολιτισμοῦ τῆς Βουλγαρίας καὶ ἔχει μεταφράσει πολλὰ μυθιστορήματα ἀπὸ τὰ ἀγγλικὰ καὶ τὰ γερμανικὰ στὰ βουλγάρικα. Ζεῖ μὲ τὸν σύζυγό της, τοὺς δύο γιούς τους καὶ τὴν κόρη τους στὸ Περνίκ. Τὸ διήγημά της «Αἷμα» πρωτοδημοσιεύτηκε μὲ τὸν τίτλο «Τὸ Αἷμα ἐνὸς Τυφλοπόντικα».
Μετάφραση ἀπὸ τὰ ἀγγλικά:
Νίκος Μανουσάκης (Ἡράκλειο Κρήτης, 1963). Γεννήθηκε καὶ γαλουχήθηκε στὴν Κρήτη, μεγάλωσε στὴν Ἀθήνα καὶ ζεῖ στὰ Τρίκαλα. Μεταφράζει κυρίως λογοτεχνία, μὲ προτίμηση στὴν ἐπιστημονικὴ φαντασία, καὶ ὑποτιτλίζει ταινίες.
Filed under: Evtimova Zdravka,Αγγλικά,Μυστήριο,Μανουσάκης Νίκος,Νοσήματα,Φανταστικό | Tagged: Αμερικανικό διήγημα,Λογοτεχνία,Zdravka Evtimova |