Ζντράφκα Ἐφτίμοβα (Zdravka Evtimova): Αἷμα

 

 

 

Ζντράφκα Ἐφτίμοβα (Zdravka Evtimova)

 

Αἷμα

(Blood)

 

ΙΓΟΙ ΠΕΛΑΤΕΣ ἐ­πι­σκέ­πτον­ται τὸ μα­γα­ζί μου, τρεῖς-τέσ­σε­ρις ἄν­θρω­ποι τὴ μέ­ρα. Κοι­τά­ζουν τὰ ζῶ­α στὰ κλου­βιά, ἀλ­λὰ σπά­νια τὰ ἀ­γο­ρά­ζουν. Ὁ χῶ­ρος εἶ­ναι στε­νὸς καὶ δὲν χω­ρά­ω πί­σω ἀ­πὸ τὸν πάγ­κο, ὁ­πό­τε κά­θο­μαι συ­νή­θως στὴν πα­λιὰ σκο­ρο­φα­γω­μέ­νη κα­ρέ­κλα μου πί­σω ἀ­πὸ τὴν πόρ­τα. Ὧ­ρες ὁ­λό­κλη­ρες ἔ­χω τὸ βλέμ­μα καρ­φω­μέ­νο σὲ βα­τρά­χους, σαῦ­ρες, φί­δια καὶ ἔν­το­μα, ποὺ στρι­φο­γυ­ρί­ζουν κά­τω ἀ­πὸ χον­τρὲς κι­τρι­νω­πὲς γυ­ά­λι­νες πλά­κες. Δά­σκα­λοι ἔρ­χον­ται καὶ παίρ­νουν βα­τρά­χια γιὰ τὰ μα­θή­μα­τα βι­ο­λο­γί­ας, ψα­ρά­δες περ­νᾶ­νε κα­μιὰ φο­ρά, γιὰ ν’ ἀ­γο­ρά­σουν κά­τι γιὰ δό­λω­μα· οὐ­σι­α­στι­κά, αὐ­τὸ εἶ­ναι ὅ­λο. Σύν­το­μα, θὰ πρέ­πει νὰ κλεί­σω τὸ μα­γα­ζί μου καὶ θὰ λυ­πη­θῶ γι’ αὐ­τό, για­τί ἡ νυ­στα­λέ­α, βα­ριὰ μυ­ρω­διὰ τῆς φορ­μό­λης πάν­τα μὲ γα­λή­νευ­ε καὶ πε­ρι­έρ­γως μ’ ἔ­κα­νε νὰ νι­ώ­θω σὰν στὸ σπί­τι μου. Δου­λεύ­ω ἐ­δῶ πέν­τε χρό­νια τώ­ρα.

       Μιὰ μέ­ρα, μιὰ πα­ρά­ξε­νη μι­κρό­σω­μη γυ­ναί­κα μπῆ­κε στὸ μα­γα­ζί μου. Τὸ πρό­σω­πό της φαι­νό­ταν φο­βι­σμέ­νο καὶ γκρί­ζο. Μὲ πλη­σί­α­σε, μὲ τὰ χέ­ρια της νὰ τρέ­μουν, ἀ­φύ­σι­κα χλο­μά, μοι­ά­ζον­τας μὲ δυ­ὸ νε­κρὰ λευ­κὰ ψά­ρια στὸ σκο­τά­δι. Ἡ γυ­ναί­κα δὲν μὲ κοί­τα­ξε, οὔ­τε εἶ­πε τί­πο­τε. Οἱ ἀγ­κῶ­νες της πα­ρέ­παι­αν, ἀ­να­ζη­τών­τας στή­ρι­ξη πά­νω στὸν ξύ­λι­νο πάγ­κο. Μοῦ φά­νη­κε πὼς δὲν εἶ­χε ἔρ­θει ν’ ἀ­γο­ρά­σει σαῦ­ρες· μπο­ρεῖ ἁ­πλῶς νὰ μὴν ἔ­νι­ω­θε κα­λὰ καὶ νὰ ἀ­να­ζή­τη­σε βο­ή­θεια στὴν πρώ­τη ἀ­νοι­χτὴ πόρ­τα ποὺ βρῆ­κε μπρο­στά της. Φο­βή­θη­κα πὼς θὰ ἔ­πε­φτε, καὶ τὴν ἔ­πια­σα ἀ­π’ τὸ χέ­ρι. Ἔ­μει­νε σι­ω­πη­λὴ καὶ σκού­πι­σε τὰ χεί­λη της μ’ ἕ­να μαν­τή­λι. Δὲν ἤ­ξε­ρα τὶ νὰ κά­νω· ἦ­ταν πο­λὺ ἥ­συ­χα καὶ σκο­τει­νὰ μέ­σα στὸ μα­γα­ζί.

       «Ἔ­χε­τε τυ­φλο­πόν­τι­κες ἐ­δῶ;» ρώ­τη­σε ξαφ­νι­κά. Τό­τε εἶ­δα τὰ μά­τια της. Ἔ­μοια­ζαν μὲ πο­λυ­και­ρι­σμέ­νους, κου­ρε­λι­α­σμέ­νους ἱ­στοὺς μὲ μιὰ μι­κρὴ ἀ­ρά­χνη στὸ κέν­τρο, τὴν κό­ρη.

       «Τυ­φλο­πόν­τι­κες;» μουρ­μού­ρι­σα. Ἔ­πρε­πε νὰ τῆς πῶ ὅ­τι δὲν εἶ­χα πο­τὲ τυ­φλο­πόν­τι­κες γιὰ   πού­λη­μα στὸ μα­γα­ζὶ καὶ ὅ­τι δὲν εἶ­χα δεῖ τυ­φλο­πόν­τι­κα πο­τέ μου. Ἡ γυ­ναί­κα ἤ­θε­λε ν’ ἀ­κού­σει κά­τι ἄλ­λο – μιὰ ἐ­πι­βε­βαί­ω­ση. Τὸ εἶ­δα στὰ μά­τια της, στὸ δει­λὸ σά­λε­μα τῶν δα­χτύ­λων της ποὺ ἁ­πλώ­θη­καν νὰ μὲ ἀγ­γί­ξουν. Ἔ­νι­ω­σα στε­νά­χω­ρα κοι­τά­ζον­τάς την.

       «Δὲν ἔ­χω τυ­φλο­πόν­τι­κες», εἶ­πα. Γύ­ρι­σε νὰ φύ­γει, σι­ω­πη­λὴ καὶ τσα­κι­σμέ­νη, μὲ τὸ κε­φά­λι γερ­μέ­νο ἀ­νά­με­σα στοὺς ὤ­μους της. Τὰ βή­μα­τά της ἦ­ταν μι­κρὰ κι ἀ­βέ­βαι­α.

       «Ἔ, πε­ρι­μέ­νε­τε!» φώ­να­ξα. «Ἴ­σως νὰ ἔ­χω τυ­φλο­πόν­τι­κες.» Δὲν ξέ­ρω, για­τί φέρ­θη­κα ἔ­τσι.

       Τὸ σῶ­μα της τι­νά­χτη­κε, εἶ­χε πό­νο στὰ μά­τια της. Ἔ­νι­ω­σα ἄ­σχη­μα, ποὺ δὲν μπο­ροῦ­σα νὰ τὴ βο­η­θή­σω.

       «Τὸ αἷ­μα τυ­φλο­πόν­τι­κα μπο­ρεῖ νὰ θε­ρα­πεύ­σει ἀρ­ρώ­στους», ψι­θύ­ρι­σε. «Μό­νο τρεῖς στα­γό­νες πρέ­πει νὰ πι­εῖς.»

       Φο­βή­θη­κα. Ἔ­νι­ω­σα κά­τι μο­χθη­ρὸ νὰ κα­ρα­δο­κεῖ στὸ σκο­τά­δι.

       «Ἁ­πα­λύ­νει τὸν πό­νο, του­λά­χι­στον», συ­νέ­χι­σε ἀ­φη­ρη­μέ­να, καὶ ἡ φω­νή της κα­τέ­λη­ξε σ’ ἕ­ναν λυγ­μό.

       «Εἶ­στε ἄρ­ρω­στη;» ρώ­τη­σα. Οἱ λέ­ξεις σφύ­ρι­ξαν σὰν σφαῖ­ρες στὸν πη­χτό, ὑ­γρὸ ἀ­έ­ρα κι ἔ­κα­ναν τὸ κορ­μί της νὰ τραν­τα­χτεῖ. «Λυ­πᾶ­μαι.»

       «Ὁ γιός μου εἶ­ναι ἄρ­ρω­στος.»

       Τὰ δι­ά­φα­να βλέ­φα­ρά της ἔ­κρυ­βαν τὴν ἀ­μυ­δρή, ἀ­πελ­πι­σμέ­νη λάμ­ψη στὸ βλέμ­μα της. Τὰ χέ­ρια της κεί­τον­ταν μου­δι­α­σμέ­να στὸν πάγ­κο, ἄ­ψυ­χα σὰν κού­τσου­ρα. Οἱ στε­νοί της ὦ­μοι φαί­νον­ταν στε­νό­τε­ροι μέ­σα στὸ τριμ­μέ­νο γκρὶ παλ­τό της.

       «Ἕ­να πο­τή­ρι νε­ρὸ θὰ σᾶς κά­νει νὰ νι­ώ­σε­τε κα­λύ­τε­ρα», εἶ­πα.

       Ἔ­μει­νε ἀ­κί­νη­τη, κι ὅ­ταν τὰ δά­χτυ­λά της ἄ­δρα­ξαν τὸ πο­τή­ρι, τὰ βλέ­φα­ρά της ἦ­ταν ἀ­κό­μα σφα­λι­σμέ­να. Γύ­ρι­σε νὰ φύ­γει, μι­κρὴ καὶ εὔ­θραυ­στη, μὲ τὴν πλά­τη καμ­που­ρι­α­σμέ­νη, τὰ βή­μα­τά της ἀ­θό­ρυ­βα κι ἀ­νήμ­πο­ρα μέ­σα στὸ σκο­τά­δι. Ἔ­τρε­ξα στὸ κα­τό­πι της. Εἶ­χα πά­ρει τὴν ἀ­πό­φα­σή μου.

       «Θὰ σᾶς δώ­σω αἷ­μα τυ­φλο­πόν­τι­κα!» φώ­να­ξα.

       Ἡ γυ­ναί­κα στα­μά­τη­σε ξαφ­νι­κὰ καὶ σκέ­πα­σε τὸ πρό­σω­πό της μὲ τὰ χέ­ρια. Ἦ­ταν ἀ­νυ­πό­φο­ρο νὰ τὴν κοι­τᾶς. Ἔ­νι­ω­σα ἄ­δειος. Τὰ μά­τια τῶν σαυ­ρῶν ἔ­λαμ­παν σὰν κομ­μά­τια σπα­σμέ­νου γυα­λιοῦ. Δὲν εἶ­χα αἷ­μα τυ­φλο­πόν­τι­κα. Φαν­τά­στη­κα τὴ γυ­ναί­κα στὸ δω­μά­τιό της, νὰ ξε­σπά­ει σὲ λυγ­μούς. Ἴ­σως νὰ εἶ­χε ἀ­κό­μα σκε­πα­σμέ­νο τὸ πρό­σω­πο μὲ τὰ χέ­ρια. Λοι­πόν, ἔ­κλει­σα τὴν πόρ­τα γιὰ νὰ μὴ μὲ δεῖ καὶ χά­ρα­ξα τὸν ἀ­ρι­στε­ρό μου καρ­πὸ μ’ ἕ­να μα­χαί­ρι. Ἡ πλη­γὴ αἱ­μορ­ρά­γη­σε καὶ στά­λα­ξε ἀρ­γὰ μέ­σα σ’ ἕ­να γυ­ά­λι­νο μπου­κα­λά­κι. Ὅ­ταν δέ­κα στα­γό­νες κά­λυ­ψαν τὸν πά­το του, ἄ­νοι­ξα τὴν πόρ­τα καὶ βρῆ­κα τὴ γυ­ναί­κα νὰ μὲ πε­ρι­μέ­νει.

       «Ὁ­ρί­στε», εἶ­πα. «Ὁ­ρί­στε τὸ αἷ­μα τυ­φλο­πόν­τι­κα.»

       Δὲν ἀ­πάν­τη­σε, μό­νο κοί­τα­ξε τὸν ἀ­ρι­στε­ρό μου καρ­πό. Ἡ πλη­γὴ ἀ­κό­μα αἱ­μορ­ρα­γοῦ­σε λί­γο, κι ἔ­χω­σα τὸ χέ­ρι κά­τω ἀ­πὸ τὴν πο­διά μου. Ἡ γυ­ναί­κα μὲ κοί­τα­ξε κι ἔ­μει­νε σι­ω­πη­λή. Δὲν ἅ­πλω­σε τὸ χέ­ρι στὸ γυ­ά­λι­νο μπου­κά­λι, ἀλ­λὰ στρά­φη­κε καὶ πῆ­γε γορ­γὰ στὴν πόρ­τα. Τὴν πρό­φτα­σα κι ἔ­βα­λα μὲ τὸ ζό­ρι τὸ μπου­κά­λι στὰ χέ­ρια της.

       «Εἶ­ναι αἷ­μα τυ­φλο­πόν­τι­κα!»

       Ψη­λά­φη­σε τὰ δι­ά­φα­νο μπου­κά­λι. Τὸ αἷ­μα μέ­σα του λαμ­πο­κο­ποῦ­σε σὰν ἑ­τοι­μο­θά­να­τη φω­τιά. Ἔ­πει­τα ἔ­βγα­λε χρή­μα­τα ἀ­πὸ τὴν τσέ­πη της.

       «Ὄ­χι. Ὄ­χι», εἶ­πα.

       Ἔ­σκυ­ψε τὸ κε­φά­λι. Ἔ­ρι­ξε τὰ χρή­μα­τα στὸν πάγ­κο καὶ δὲν εἶ­πε λέ­ξη. Ἤ­θε­λα νὰ τὴ συ­νο­δέ­ψω μέ­χρι τὴ γω­νί­α. Μέ­χρι καὶ δεύ­τε­ρο πο­τή­ρι νε­ρὸ ἔ­βα­λα, ἀλ­λὰ ἐ­κεί­νη δὲν πε­ρί­με­νε. Τὸ μα­γα­ζὶ ἦ­ταν πά­λι ἄ­δει­ο καὶ τὰ μά­τια τῶν σαυ­ρῶν ἔ­λαμ­παν ἀ­κό­μη σὰν βρεγ­μέ­να κομ­μά­τια σπα­σμέ­νου γυα­λιοῦ.

       Ψυ­χρές, ἥ­συ­χες μέ­ρες πέ­ρα­σαν. Τὰ φθι­νο­πω­ρι­νὰ φύλ­λα στρο­βι­λί­ζον­ταν ἀ­νήμ­πο­ρα στὸν ἄ­νε­μο, δί­νον­τας στὸν ἀ­έ­ρα ὄ­ψη κα­φε­τιά. Οἱ πρῶ­τες χει­μω­νι­ά­τι­κες χιο­νο­θύ­ελ­λες ἐκ­σφεν­δό­νι­ζαν νι­φά­δες στὰ πα­ρά­θυ­ρα καὶ τρα­γου­δοῦ­σαν στὶς φλέ­βες μου. Δὲν μπο­ροῦ­σα νὰ ξε­χά­σω ἐ­κεί­νη τὴ γυ­ναί­κα. Τῆς εἶ­χα πεῖ ψέ­μα­τα. Κα­νεὶς δὲν ἔμ­παι­νε στὸ μα­γα­ζί μου, καὶ μέ­σα στὸ ἥ­συ­χο σού­ρου­πο προ­σπα­θοῦ­σα νὰ φαν­τα­στῶ πῶς ἦ­ταν ὁ γιός της. Τὸ ἔ­δα­φος ἦ­ταν πα­γω­μέ­νο, οἱ δρό­μοι ἔ­ρη­μοι, καὶ ὁ χει­μώ­νας ἔ­δε­νε τὸν πα­γω­μέ­νο κόμ­πο του γύ­ρω ἀ­πὸ σπί­τια, ψυ­χὲς καὶ πέ­τρες.

       Ἕ­να πρω­ί, ἡ πόρ­τα τοῦ μα­γα­ζιοῦ μου ἄ­νοι­ξε ἀ­πό­το­μα. Ἡ ἴ­δια μι­κρό­σω­μη γκρί­ζα γυ­ναί­κα μπῆ­κε μέ­σα, καὶ πρὶν προ­λά­βω νὰ τὴ χαι­ρε­τή­σω, ὅρ­μη­ξε καὶ μὲ ἀγ­κά­λια­σε. Οἱ ὦ­μοι της ἦ­ταν πα­νά­λα­φροι κι ἀ­δύ­να­μοι καὶ δά­κρυ­α κυ­λοῦ­σαν στὰ λε­πτε­πί­λε­πτα ρυ­τι­δω­μέ­να μά­γου­λά της. Ὅ­λο της τὸ σῶ­μα συγ­κλο­νί­στη­κε καὶ σκέ­φτη­κα ὅ­τι θὰ σω­ρι­α­ζό­ταν, γι’ αὐ­τὸ ἔ­πια­σα τὰ τρε­μά­με­να χέ­ρια της. Τό­τε ἡ γυ­ναί­κα ἅρ­πα­ξε τὸ ἀ­ρι­στε­ρό μου χέ­ρι καὶ τὸ σή­κω­σε μπρο­στὰ στὰ μά­τια της. Τὸ ση­μά­δι τῆς πλη­γῆς εἶ­χε ἐ­ξα­φα­νι­στεῖ ἀλ­λὰ βρῆ­κε τὸ ση­μεῖ­ο. Τὰ χεί­λη της φί­λη­σαν τὸν καρ­πό μου, τὰ δά­κρυ­ά της ζέ­στα­ναν τὸ δέρ­μα μου. Ξαφ­νι­κὰ τὸ μα­γα­ζὶ γέ­μι­σε θαλ­πω­ρὴ καὶ γα­λή­νη.

       «Περ­πα­τά­ει!» Ἡ γυ­ναί­κα ἔ­κλαι­γε μὲ ἀ­να­φι­λη­τά, κρύ­βον­τας ἕ­να δα­κρυ­σμέ­νο χα­μό­γε­λο πί­σω ἀ­πὸ τὶς πα­λά­μες της. «Περ­πα­τά­ει!»

       Ἤ­θε­λε νὰ μοῦ δώ­σει χρή­μα­τα· ἡ με­γά­λη μαύ­ρη τσάν­τα της ἦ­ταν γε­μά­τη δι­ά­φο­ρα πράγ­μα­τα ποὺ εἶ­χε φέ­ρει γιὰ μέ­να. Ἔ­νι­ω­θα ὅ­τι ἡ γυ­ναί­κα εἶ­χε ἀ­να­θαρ­ρή­σει, τὰ δά­χτυ­λά της εἶ­χαν γί­νει σκλη­ρὰ κι ἐ­πί­μο­να. Τὴ συ­νό­δε­ψα μέ­χρι τὴ γω­νί­α ἀλ­λὰ ἐ­κεί­νη ἔ­μει­νε ἐ­κεῖ δί­πλα στὸ φα­νά­ρι τοῦ δρό­μου, νὰ μὲ κοι­τά­ζει, μι­κρὴ καὶ χα­μο­γε­λα­στὴ στὴν πα­γω­νιά.

       Εἶ­χε τό­ση θαλ­πω­ρὴ στὸ σκο­τει­νό μου μα­γα­ζὶ καὶ ἡ πα­λιά, ἀ­νε­παί­σθη­τη μυ­ρω­διὰ τῆς φορ­μό­λης μοῦ ἔ­φερ­νε μιὰ εὐ­τυ­χι­σμέ­νη ζά­λη. Οἱ σαῦ­ρες μου ἦ­ταν τό­σο ὄ­μορ­φες ποὺ τὶς ἀ­γα­ποῦ­σα λὲς καὶ ἦ­ταν παι­διά μου.

       Τὸ ἀ­πό­γευ­μα τῆς ἴ­διας μέ­ρας, ἕ­νας πα­ρά­ξε­νος ἄν­τρας μπῆ­κε στὸ μα­γα­ζί. Ἦ­ταν ψη­λός, κο­κα­λιά­ρης καὶ φο­βι­σμέ­νος.

       «Ἔ­χε­τε… αἷ­μα τυ­φλο­πόν­τι­κα;» ρώ­τη­σε, μὲ τὸ βλέμ­μα του νὰ μὲ δι­α­περ­νᾶ. Τρό­μα­ξα.

       «Ὄ­χι, δὲν ἔ­χω. Δὲν εἶ­χα πο­τὲ τυ­φλο­πόν­τι­κες γιὰ πού­λη­μα.»

       «Μὰ ἔ­χε­τε! Ἔ­χε­τε! Τρεῖς στα­γό­νες… Τρεῖς στα­γό­νες, ὄ­χι πα­ρα­πά­νω… Ἡ γυ­ναί­κα μου θὰ πε­θά­νει. Ἔ­χε­τε! Σᾶς πα­ρα­κα­λῶ!»

       Μοῦ ἕ­σφι­ξε τὸ χέ­ρι.

       «Σᾶς πα­ρα­κα­λῶ… τρεῖς στα­γό­νες! Ἀλ­λι­ῶς θὰ πε­θά­νει-­-»

       Τὸ αἷ­μα μου στά­λα­ξε ἀρ­γὰ ἀ­πὸ τὴν πλη­γή. Ὁ ἄν­τρας κρα­τοῦ­σε ἕ­να μπου­κα­λά­κι καὶ οἱ κόκ­κι­νες στα­γό­νες ἔ­λαμ­παν ἐ­κεῖ μέ­σα σὰν ἀ­ναμ­μέ­να κάρ­βου­να. Ἔ­πει­τα ἔ­φυ­γε κι ἕ­να μι­κρὸ ρο­λὸ χαρ­το­νο­μί­σμα­τα κύ­λη­σε πά­νω στὸν πάγ­κο.

       Τὸ ἑ­πό­με­νο πρω­ι­νὸ ἕ­να πλῆ­θος ἀ­γνώ­στων ποὺ ψι­θύ­ρι­ζαν μὲ πε­ρί­με­νε μπρο­στὰ στὴν πόρ­τα. Στὰ χέ­ρια τους ἔ­σφιγ­γαν γυ­ά­λι­να μπου­κα­λά­κια.

      «Αἷ­μα τυ­φλο­πόν­τι­κα! Αἷ­μα τυ­φλο­πόν­τι­κα!»

       Φώ­να­ζαν, στρίγ­γλι­ζαν καὶ σπρώ­χνον­ταν. Ὅ­λοι τους εἶ­χαν ἕ­ναν ἄρ­ρω­στο στὸ σπί­τι κι ἕ­να μα­χαί­ρι στὸ χέ­ρι.

 

  

Πη­γή: Ἀ­πὸ τὴ συλ­λο­γὴ δι­η­γη­μά­των Sha­pard, Ro­bert and Ja­mes Tho­mas, eds. New Sud­den Fi­ction, Short-Short Sto­ri­es from A­me­ri­ca and Be­yond,New York,Lon­don: W.W. Nor­ton and Com­pa­ny, 2007.

 

Ζντράφκα Ἐφτίμοβα (Zdravka Evtimova) Ἡ Ζντράφ­κα Ἐ­φτί­μο­βα ἔ­χει δη­μο­σι­εύ­σει τέσ­σε­ρις συλ­λο­γὲς δι­η­γη­μά­των καὶ τρί­α μυ­θι­στο­ρή­μα­τα στὴ γε­νέ­τει­ρά της Βουλ­γα­ρί­α. Δι­η­γή­μα­τά της ἔ­χουν δη­μο­σι­ευ­τεῖ σὲ λο­γο­τε­χνι­κὰ πε­ρι­ο­δι­κὰ σὲ ὅ­λη τὴν Εὐ­ρώ­πη καὶ τὶς Ἡ­νω­μέ­νες Πο­λι­τεῖ­ες, τὸν Κα­να­δά, τὴν Ἀρ­γεν­τι­νὴ καὶ τὴν Ἰν­δί­α. Ἡ νου­βέ­λα της B­i­t­t­er S­ky δη­μο­σι­εύ­τη­κε στὴ Με­γά­λη Βρε­τα­νί­α καὶ τὸ μυ­θι­στό­ρη­μά της G­od of T­r­a­i­t­o­rs δη­μο­σι­εύ­τη­κε ὡς ἠ­λε­κτρο­νι­κὸ βι­βλί­ο ἀ­πὸ τὶς ἐκ­δό­σεις B­u­ck. Ἐρ­γά­ζε­ται ὡς με­τα­φρά­στρια λο­γο­τε­χνί­ας γιὰ τὸ Ὑ­πουρ­γεῖ­ο Πο­λι­τι­σμοῦ τῆς Βουλ­γα­ρί­ας καὶ ἔ­χει με­τα­φρά­σει πολ­λὰ μυ­θι­στο­ρή­μα­τα ἀ­πὸ τὰ ἀγ­γλι­κὰ καὶ τὰ γερ­μα­νι­κὰ στὰ βουλ­γά­ρι­κα. Ζεῖ μὲ τὸν σύ­ζυ­γό της, τοὺς δύο γιούς τους καὶ τὴν κό­ρη τους στὸ Περ­νίκ. Τὸ δι­ή­γη­μά της «Αἷ­μα» πρω­το­δη­μο­σι­εύ­τη­κε μὲ τὸν τίτ­λο «Τὸ Αἷ­μα ἐ­νὸς Τυ­φλο­πόν­τι­κα».

 

Με­τά­φρα­ση ἀ­πὸ τὰ ἀγ­γλι­κά:

Νί­κος Μα­νου­σά­κης (Ἡ­ρά­κλει­ο Κρή­της, 1963). Γεν­νή­θη­κε καὶ γα­λου­χή­θη­κε στὴν Κρή­τη, με­γά­λω­σε στὴν Ἀ­θή­να καὶ ζεῖ στὰ Τρί­κα­λα. Με­τα­φρά­ζει κυ­ρί­ως λο­γο­τε­χνί­α, μὲ προ­τί­μη­ση στὴν ἐ­πι­στη­μο­νι­κὴ φαν­τα­σί­α, καὶ ὑ­πο­τι­τλί­ζει ται­νί­ες.