.
.
Γιάννης Τσίγκρας
Ἡ Πατράκαινα
Ο ΒΛΕΠΕΙΣ αὐτὸ τὸ σημάδι στὸ χέρι; Τό ‘χω ἀπὸ παιδί. Θυμᾶμαι μέχρι καὶ σήμερα πῶς τὸ ἀπέκτησα. Ἔτρεχα ἕνα βράδυ μαζὶ μὲ τὰ ἄλλα παιδιὰ πρὸς τὸ φράχτη τῆς Πατράκαινας, ἕνα μισοσκότεινο τοῖχο, τυλιγμένο μὲ γιασεμί. Βιαστικὴ ὅπως πάντα, σκόνταψα κι ἔπεσα. Πρέπει νὰ σκίστηκα ἀπὸ πέτρα γιατί ἔνιωσα ἕνα κάψιμο κι εἶδα στὸ σημεῖο ποὺ χτύπησα ἕνα σημάδι, ἄσπρο σὰ πικραμύγδαλο στὴν ἀρχὴ ποὺ πῆρε στὴ συνέχεια τὸ σχῆμα καὶ τὸ χρῶμα τοῦ λειριοῦ τῆς Παγώνας, τῆς ἀγαπημένης κότας τῆς μάνας μου.
Παράξενο ποὺ τὸ παρατήρησα αὐτὸ καὶ τὸ εἶπα στὴν παρέα μου, λίγο πρὶν μὲ πάρουν τὰ αἵματα καὶ βάλω τὰ κλάματα.
Εἶχε τρέλα μὲ αὐτὴ τὴν Παγώνα ἡ κυρὰ Χρυσάνθη. Ὅταν ἄρχιζε ὁ συναγερμὸς νὰ σφυρίζει στὸ Βόλο ἢ τὸ καμπανάκι νὰ χτυπάει στὸν Ἄι-Ταξιάρχη, κι ἐνῶ ὁ πατέρας ἔπαιρνε ὑπὸ μάλης τὰ ψειριασμένα μας χράμια κι ἀνέβαζε στὸ σβέρκο του ἐμένα, πεντάχρονη τότε, γιὰ νὰ τρέξει βιαστικά, ὅπως ὅλοι οἱ συγχωριανοί μας , νὰ σκαρφαλώσει τὸν ἀνήφορο γιὰ τὸ Τρανὸ Ἴσιωμα, τὸ ἀσφαλὲς ἀπὸ τὰ κανόνια τῶν πλοίων τοῦ λιμανιοῦ ἢ ἀπὸ τοὺς μηχανοκίνητους στὸν ἁμαξωτὸ δρόμο Γερμανούς, τότε ἐκείνη χώνονταν στὶς πυκνοφυτεμένες φασολιὲς «πούλ, πούλ, πούλ», φωνάζοντας, «ποὺ εἶσαι μωρὴ Παγώνα καὶ θὰ μᾶς προλάβουν». Καὶ ἦταν ἱκανὴ θανάσιμα νὰ καθυστερήσει περιμένοντας τὴ στιγμὴ ποὺ ἡ κότα θὰ πηδοῦσε στὸν ὦμο της καὶ θὰ κούρνιαζε ἐκεῖ. Τότε μόνο κατέβαινε τὶς σκάλες κι ἔμπαινε στὸ τέλος τῆς οὐρᾶς τῶν ἀνθρώπων ποὺ ἔτρεχαν.
Ὁ πατέρας λαχάνιαζε ἀπὸ τὸ ἄσθμα ποὺ τὸν ταλαιπωροῦσε ἀπὸ παιδὶ κι ἀπὸ τό, ἐλάχιστο, βάρος μου, λαχάνιαζε ἀνεβαίνοντας καὶ βλαστημώντας τὴν τύχη του «δὲ φτάνουν ὅλα τὰ ἄλλα, ἔχω κι αὐτὴ τὴ μουρλή, τρέξε Γιωργάκη μου μπροστὰ» ἔλεγε στὸν ἀδελφό μου, «μιὰ φωλιὰ τῆς Παγώνας νὰ ἐξασφαλίσεις πρῶτα» σάρκαζε, κι ὁ Γιῶργος ποὺ καταλάβαινε τί ἤθελε νὰ πεῖ, ἔτρεχε νὰ πιάσει κάποια σπηλιὰ στὴν καλύτερη περίπτωση ἢ κάποιο ἀπάγκιο, στὴ ρίζα βράχου – ὁ τόπος ἦταν γεμάτος ἀπὸ τεράστιες πέτρες κι ἀπὸ καλύβες φιλόξενων βοσκῶν ποὺ τάιζαν, πρῶτα ἐμᾶς τὰ παιδιά, κι ἂν περίσσευε καὶ τοὺς μεγάλους, μὲ ἀχνιστό, φρέσκο ψωμὶ κι ἴσως καὶ γάλα.
Μέναμε λίγες μέρες ἐκεῖ, γιὰ μᾶς ἦταν ὁ Παράδεισος, κι ὕστερα κατεβαίναμε στὸ χωριὸ μετρώντας, τὶς περισσότερες φορές, ἐρείπια κι ἀποκαΐδια. Θάβαμε τοὺς νεκρούς, γέρους συνήθως ποὺ δὲν μπόρεσαν νὰ μᾶς ἀκολουθήσουν, ἐπιδιορθώναμε πρόχειρα τὶς ζημιές, κάναμε τὴν παράκληση τῆς Παναγιᾶς μας στὸν Ἄι-Νικόλα, οἱ περισσότεροι ὅλη τὴν ὥρα γονατιστοὶ – ἦταν τὸ μόνο τάμα ποὺ μπορούσαμε νὰ ἐκπληρώσουμε.
Τὰ παιδιὰ ξαναβρίσκαμε τὴ γειτονιά, τὰ κολοκύθια ποὺ εἴχαμε γιὰ κοῦκλες ἐμεῖς τὰ κορίτσια καὶ τὰ καλάμια ἄλογά τους τὰ ἀγόρια. Ἀρχίζαμε καὶ πάλι τὸ «καράβωμα», τὸ δημοφιλέστερο παιγνίδι τόπων βουνίσιων μὲ πολλὰ νερά, ὅπως ὁ δικός μας. Ρίχναμε στὸ αὐλάκι ποὺ κατέβαζε τὸ νερὸ στὰ κτήματα μεγάλα κομμάτια ἀπὸ φλοῦδες δέντρων, ξυλάκια, σκληρὰ φύλα καί, τρέχοντας πλάι στὸ αὐλάκι, τὰ παρακολουθούσαμε νὰ κατεβαίνουν, στὰ μάτια μας τεράστια ποταμόπλοια, ἄλλα ξεπερνώντας τὰ ἐμπόδια κι ἄλλα σταματώντας λίγο πιὸ κάτω.
Τὸ ἀπόγευμα ἀκούγαμε τὴ μπάντα τῶν ἰταλῶν νὰ κατεβαίνει πρὸς τὸν Ἄι-Ταξιάρχη. «Ο σασὰ καὶ τριαλό», τραγουδοῦσαν καὶ μπροστά τους, πρὶν κι ἀπ’ τὸ μαέστρο, πήγαινε ἕνας μικρόσωμος ἀνθρωπάκος, ὁ Ντούλιας. Ἔκανε, ὅπως πάντα, κωμικές, ἄναρχες κινήσεις, διευθύνοντας δῆθεν – κινήσεις ποὺ ἔφερναν τὸ γέλιο σὲ ὅσους παρακολουθοῦσαν.
Ὅταν ἔπεφτε τὸ βράδυ, τρέχαμε νὰ κρυφακούσουμε τὴν Πατράκαινα.
Ἦταν μία μεσόκοπη γυναικούλα ποὺ βλέπαμε κάθε πρωὶ νὰ περνάει, μαυροντυμένη πάντα, νὰ πηγαίνει στοὺς μπακάληδες τοῦ χωριοῦ ποὺ μοίραζαν μὲ τὸ δελτίο ἀλεύρι, λάδι κι ὄσπρια. Ὅταν νύχτωνε κάθονταν στὴν αὐλή της, χωρὶς νὰ τῆς περνάει ἀπὸ τὸ μυαλὸ ὅτι κάποιοι τὴν παρακολουθοῦσαν.
Μὲ τὸ αὐτὶ κολλημένο στὶς πέτρες οἱ μικρότεροι, ζητούσαμε ἀπὸ τοὺς μεγαλύτερους καὶ τολμηρότερους ποὺ σκαρφάλωναν στὸν τοῖχο, νὰ μᾶς περιγράφουν καὶ τὸ τί βλέπουν, ἔτσι γιὰ νὰ ἔχουμε μιὰ πλήρη σκηνή-εἰκόνα καὶ λόγο.
Ἡ γυναίκα λοιπόν, τραβοῦσε στὴν αὐλὴ δυὸ καρέκλες καὶ τὶς ἔβαζε γύρω ἀπὸ τὸ ξύλινο τραπεζάκι, πλάι στὴ μεγάλη κερασιά. Τοποθετοῦσε δυὸ πιάτα, τὶς περισσότερες φορὲς ἄδεια, καὶ κάθονταν.
«Δημητράκη, φάε τὸ ψάρι σου», ἔλεγε κοιτώντας πρὸς τὴν ἄδεια καρέκλα.
«Χόρτασα, Χαρίκλεια, σὲ εὐχαριστώ», ἀπαντοῦσε στὸν ἑαυτό της μὲ μιὰ βραχνὴ φωνή.
«Μήπως κρυώνεις; Νὰ σοῦ φέρω τὸ κασκόλ;»
« Ὄχι, γυναίκα» συνέχιζε, πάλι μὲ ἀντρικὴ φωνή, «μεῖνε λίγο ἀκόμη, σὲ λίγο θὰ γεμίσουν πυγολαμπίδες τὰ μαλλιὰ σου».
Κι ὅλοι, σιγὰ μή μᾶς ἀκούσει, γελούσαμε γιατί ξέραμε ὅτι ὁ Δημητράκης ἦταν θαμμένος στὴ ρίζα τῆς κερασιᾶς, κομμένος στὰ δυό, ἀπὸ γερμανικὴ ὀβίδα.
Πηγή: Πρώτη δημοσίευση.
Γιάννης Τσίγκρας (Βόλος, 1952). Ποίηση, πεζογραφία. Σπούδασε Δημοσιογραφία. Ἐργάσθηκε κατὰ καιροὺς σὲ ἐφημερίδες καὶ ραδιόφωνα. Σήμερα εἶναι Ὑπεύθυνος Τύπου στὸ Δῆμο Πορταριᾶς Μαγνησίας. Δημοσίευσε μικρῆς φόρμας διηγήματα καὶ ποιήματα σὲ λογοτεχνικὰ περιοδικὰ καὶ ἐφημερίδες τῆς Ἐπαρχίας καὶ τοῦ Κέντρου. Πρῶτο του βιβλίο: Κύκλῳ (Διηγήματα, 1980).
Filed under: Αισθήματα-Πάθη,Ελληνικά,Ηλικίες,Ιστορία,Περιγραφή,Ρεαλισμός,Τσίγκρας Γιάννης,Ψυχογραφία | Tagged: Γιάννης Τρίγκρας,Διήγημα,Λογοτεχνία | Τὰ σχόλια στὸ Γιάννης Τσίγκρας: Ἡ Πατράκαινα ἔχουν κλείσει