Γιάννης Τσίγκρας: Ἡ Πατράκαινα

.

Tsigkras,Giannis-IPatrakaina-Eikona-04

.

Γιά­ννης Τσίγ­κρας

 

Ἡ Πα­τρά­και­να

 

02-TaphΟ ΒΛΕΠΕΙΣ αὐ­τὸ τὸ ση­μά­δι στὸ χέ­ρι; Τό­ ‘χω ἀ­πὸ παι­δί. Θυ­μᾶ­μαι μέ­χρι καὶ σή­με­ρα πῶς τὸ ἀ­πέ­κτη­σα. Ἔ­τρε­χα ἕ­να βρά­δυ μα­ζὶ μὲ τὰ ἄλ­λα παι­διὰ πρὸς τὸ φρά­χτη τῆς Πα­τρά­και­νας, ἕ­να μι­σο­σκό­τει­νο τοῖ­χο, τυ­λιγ­μέ­νο μὲ γι­α­σε­μί. Βι­α­στι­κὴ ὅ­πως πάν­τα, σκόν­τα­ψα κι ἔ­πε­σα. Πρέ­πει νὰ σκί­στη­κα ἀ­πὸ πέ­τρα για­τί ἔ­νι­ω­σα ἕ­να κά­ψι­μο κι εἶ­δα στὸ ση­μεῖ­ο ποὺ χτύ­πη­σα ἕ­να ση­μά­δι, ἄ­σπρο σὰ πι­κρα­μύ­γδα­λο στὴν ἀρ­χὴ ποὺ πῆ­ρε στὴ συ­νέ­χεια τὸ σχῆ­μα καὶ τὸ χρῶ­μα τοῦ λει­ριοῦ τῆς Πα­γώ­νας, τῆς ἀ­γα­πη­μέ­νης κό­τας τῆς μά­νας μου.

        Πα­ρά­ξε­νο ποὺ τὸ πα­ρα­τή­ρη­σα αὐ­τὸ καὶ τὸ εἶ­πα στὴν πα­ρέ­α μου, λί­γο πρὶν μὲ πά­ρουν τὰ αἵ­μα­τα καὶ βά­λω τὰ κλά­μα­τα.

        Εἶ­χε τρέ­λα μὲ αὐ­τὴ τὴν Πα­γώ­να ἡ κυ­ρὰ Χρυ­σάν­θη. Ὅ­ταν ἄρ­χι­ζε ὁ συ­να­γερ­μὸς νὰ σφυ­ρί­ζει στὸ Βό­λο ἢ τὸ καμ­πα­νά­κι νὰ χτυ­πά­ει στὸν Ἄ­ι-Τα­ξιά­ρχη, κι ἐ­νῶ ὁ πα­τέ­ρας ἔ­παιρ­νε ὑ­πὸ μά­λης τὰ ψει­ρι­α­σμέ­να μας χρά­μια κι ἀ­νέ­βα­ζε στὸ σβέρ­κο του ἐ­μέ­να, πεν­τά­χρο­νη τό­τε, γιὰ νὰ τρέ­ξει βι­α­στι­κά, ὅ­πως ὅ­λοι οἱ συγ­χω­ρια­νοί μας , νὰ σκαρ­φα­λώ­σει τὸν ἀ­νή­φο­ρο γιὰ τὸ Τρα­νὸ Ἴ­σι­ω­μα, τὸ ἀ­σφα­λὲς ἀ­πὸ τὰ κα­νό­νια τῶν πλοί­ων τοῦ λι­μα­νιοῦ ἢ ἀ­πὸ τοὺς μη­χα­νο­κί­νη­τους στὸν ἁ­μα­ξω­τὸ δρό­μο Γερ­μα­νούς, τό­τε ἐ­κεί­νη χώ­νον­ταν στὶς πυ­κνο­φυ­τε­μέ­νες φα­σο­λι­ὲς «πούλ, πούλ, πούλ», φω­νά­ζον­τας, «ποὺ εἶ­σαι μω­ρὴ Πα­γώ­να καὶ θὰ μᾶς προ­λά­βουν». Καὶ ἦ­ταν ἱ­κα­νὴ θα­νά­σι­μα νὰ κα­θυ­στε­ρή­σει πε­ρι­μέ­νον­τας τὴ στιγ­μὴ ποὺ ἡ κό­τα θὰ πη­δοῦ­σε στὸν ὦ­μο της καὶ θὰ κούρ­νια­ζε ἐ­κεῖ. Τό­τε μό­νο κα­τέ­βαι­νε τὶς σκά­λες κι ἔμ­παι­νε στὸ τέ­λος τῆς οὐ­ρᾶς τῶν ἀν­θρώ­πων ποὺ ἔ­τρε­χαν.

        Ὁ πα­τέ­ρας λα­χά­νια­ζε ἀ­πὸ τὸ ἄ­σθμα ποὺ τὸν τα­λαι­πω­ροῦ­σε ἀ­πὸ παι­δὶ κι ἀ­πὸ τό, ἐ­λά­χι­στο, βά­ρος μου, λα­χά­νια­ζε ἀ­νε­βαί­νον­τας καὶ βλα­στη­μών­τας τὴν τύ­χη του «δὲ φτά­νουν ὅ­λα τὰ ἄλ­λα, ἔ­χω κι αὐ­τὴ τὴ μουρ­λή, τρέ­ξε Γι­ωρ­γά­κη μου μπρο­στὰ» ἔ­λε­γε στὸν ἀ­δελ­φό μου, «μιὰ φω­λιὰ τῆς Πα­γώ­νας νὰ ἐ­ξα­σφα­λί­σεις πρῶ­τα» σάρ­κα­ζε, κι ὁ Γι­ῶρ­γος ποὺ κα­τα­λά­βαι­νε τί ἤ­θε­λε νὰ πεῖ, ἔ­τρε­χε νὰ πιά­σει κά­ποι­α σπη­λιὰ στὴν κα­λύ­τε­ρη πε­ρί­πτω­ση ἢ κά­ποι­ο ἀ­πάγ­κιο, στὴ ρί­ζα βρά­χου – ὁ τό­πος ἦ­ταν γε­μά­τος ἀ­πὸ τε­ρά­στι­ες πέ­τρες κι ἀ­πὸ κα­λύ­βες φι­λό­ξε­νων βο­σκῶν ποὺ τά­ι­ζαν, πρῶ­τα ἐ­μᾶς τὰ παι­διά, κι ἂν πε­ρίσ­σευ­ε καὶ τοὺς με­γά­λους, μὲ ἀ­χνι­στό, φρέ­σκο ψω­μὶ κι ἴ­σως καὶ γά­λα.

        Μέ­να­με λί­γες μέ­ρες ἐ­κεῖ, γιὰ μᾶς ἦ­ταν ὁ Πα­ρά­δει­σος, κι ὕ­στε­ρα κα­τε­βαί­να­με στὸ χω­ριὸ με­τρών­τας, τὶς πε­ρισ­σό­τε­ρες φο­ρές, ἐ­ρεί­πια κι ἀ­πο­κα­ΐ­δια. Θά­βα­με τοὺς νε­κρούς, γέ­ρους συ­νή­θως ποὺ δὲν μπό­ρε­σαν νὰ μᾶς ἀ­κο­λου­θή­σουν, ἐ­πι­δι­ορ­θώ­να­με πρό­χει­ρα τὶς ζη­μι­ές, κά­να­με τὴν πα­ρά­κλη­ση τῆς Πα­να­γιᾶς μας στὸν Ἄ­ι-Νι­κό­λα, οἱ πε­ρισ­σό­τε­ροι ὅ­λη τὴν ὥ­ρα γο­να­τι­στοὶ ἦ­ταν τὸ μό­νο τά­μα ποὺ μπο­ρού­σα­με νὰ ἐκ­πλη­ρώ­σου­με.

        Τὰ παι­διὰ ξα­να­βρί­σκα­με τὴ γει­το­νιά, τὰ κο­λο­κύ­θια ποὺ εἴ­χα­με γιὰ κοῦ­κλες ἐ­μεῖς τὰ κο­ρί­τσια καὶ τὰ κα­λά­μια ἄ­λο­γά τους τὰ ἀ­γό­ρια. Ἀρ­χί­ζα­με καὶ πά­λι τὸ «κα­ρά­βω­μα», τὸ δη­μο­φι­λέ­στε­ρο παι­γνί­δι τό­πων βου­νί­σι­ων μὲ πολ­λὰ νε­ρά, ὅ­πως ὁ δι­κός μας. Ρί­χνα­με στὸ αὐ­λά­κι ποὺ κα­τέ­βα­ζε τὸ νε­ρὸ στὰ κτή­μα­τα με­γά­λα κομ­μά­τια ἀ­πὸ φλοῦ­δες δέν­τρων, ξυ­λά­κια, σκλη­ρὰ φύ­λα καί, τρέ­χον­τας πλά­ι στὸ αὐ­λά­κι, τὰ πα­ρα­κο­λου­θού­σα­με νὰ κα­τε­βαί­νουν, στὰ μά­τια μας τε­ρά­στια πο­τα­μό­πλοι­α, ἄλ­λα ξε­περ­νών­τας τὰ ἐμ­πό­δια κι ἄλ­λα στα­μα­τών­τας λί­γο πιὸ κά­τω.

        Τὸ ἀ­πό­γευ­μα ἀ­κού­γα­με τὴ μπάν­τα τῶν ἰ­τα­λῶν νὰ κα­τε­βαί­νει πρὸς τὸν Ἄι-Τα­ξιά­ρχη. «Ο σα­σὰ καὶ τρια­λό», τρα­γου­δοῦ­σαν καὶ μπρο­στά τους, πρὶν κι ἀ­π’ τὸ μα­έ­στρο, πή­γαι­νε ἕ­νας μι­κρό­σω­μος ἀν­θρω­πά­κος, ὁ Ντού­λιας. Ἔ­κα­νε, ὅ­πως πάν­τα, κω­μι­κές, ἄ­ναρ­χες κι­νή­σεις, δι­ευ­θύ­νον­τας δῆ­θεν κι­νή­σεις ποὺ ἔ­φερ­ναν τὸ γέ­λιο σὲ ὅ­σους πα­ρα­κο­λου­θοῦ­σαν.

        Ὅ­ταν ἔ­πε­φτε τὸ βρά­δυ, τρέ­χα­με νὰ κρυ­φα­κού­σου­με τὴν Πα­τρά­και­να.

         Ἦ­ταν μί­α με­σό­κο­πη γυ­ναι­κού­λα ποὺ βλέ­πα­με κά­θε πρω­ὶ νὰ περ­νά­ει, μαυ­ρον­τυ­μέ­νη πάν­τα, νὰ πη­γαί­νει στοὺς μπα­κά­λη­δες τοῦ χω­ριοῦ ποὺ μοί­ρα­ζαν μὲ τὸ δελ­τί­ο ἀ­λεύ­ρι, λά­δι κι ὄ­σπρια. Ὅ­ταν νύ­χτω­νε κά­θον­ταν στὴν αὐ­λή της, χω­ρὶς νὰ τῆς περ­νά­ει ἀ­πὸ τὸ μυα­λὸ ὅ­τι κά­ποι­οι τὴν πα­ρα­κο­λου­θοῦ­σαν.

        Μὲ τὸ αὐ­τὶ κολ­λη­μέ­νο στὶς πέ­τρες οἱ μι­κρό­τε­ροι, ζη­τού­σα­με ἀ­πὸ τοὺς με­γα­λύ­τε­ρους καὶ τολ­μη­ρό­τε­ρους ποὺ σκαρ­φά­λω­ναν στὸν τοῖ­χο, νὰ μᾶς πε­ρι­γρά­φουν καὶ τὸ τί βλέ­πουν, ἔ­τσι γιὰ νὰ ἔ­χου­με μιὰ πλή­ρη σκη­νή-εἰ­κό­να καὶ λό­γο.

        Ἡ γυ­ναί­κα λοι­πόν, τρα­βοῦ­σε στὴν αὐ­λὴ δυ­ὸ κα­ρέ­κλες καὶ τὶς ἔ­βα­ζε γύ­ρω ἀ­πὸ τὸ ξύ­λι­νο τρα­πε­ζά­κι, πλά­ι στὴ με­γά­λη κε­ρα­σιά. Το­πο­θε­τοῦ­σε δυ­ὸ πιά­τα, τὶς πε­ρισ­σό­τε­ρες φο­ρὲς ἄ­δεια, καὶ κά­θον­ταν.

        «Δη­μη­τρά­κη, φά­ε τὸ ψά­ρι σου», ἔ­λε­γε κοι­τών­τας πρὸς τὴν ἄ­δεια κα­ρέ­κλα.

        «Χόρ­τα­σα, Χα­ρί­κλεια, σὲ εὐ­χα­ρι­στώ», ἀ­παν­τοῦ­σε στὸν ἑ­αυ­τό της μὲ μιὰ βρα­χνὴ φω­νή.

        «Μή­πως κρυ­ώ­νεις; Νὰ σοῦ φέ­ρω τὸ κα­σκόλ;»

        « Ὄ­χι, γυ­ναί­κα» συ­νέ­χι­ζε, πά­λι μὲ ἀν­τρι­κὴ φω­νή, «μεῖ­νε λί­γο ἀ­κό­μη, σὲ λί­γο θὰ γε­μί­σουν πυ­γο­λαμ­πί­δες τὰ μαλ­λιὰ σου».

        Κι ὅ­λοι, σι­γὰ μή μᾶς ἀ­κού­σει, γε­λού­σα­με για­τί ξέ­ρα­με ὅ­τι ὁ Δη­μη­τρά­κης ἦ­ταν θαμ­μέ­νος στὴ ρί­ζα τῆς κε­ρα­σιᾶς, κομ­μέ­νος στὰ δυ­ό, ἀ­πὸ γερ­μα­νι­κὴ ὀ­βί­δα.  

 

 Bonsai-03c-GiaIstologio-04

  

Πη­γή: Πρώτη δημοσίευση.

 

Γιά­ννης Τσίγ­κρας (Βόλος, 1952). Ποί­η­ση, πε­ζο­γρα­φί­α. Σπού­δα­σε Δη­μο­σι­ο­γρα­φί­α. Ἐρ­γά­σθη­κε κα­τὰ και­ροὺς σὲ ἐ­φη­με­ρί­δες καὶ ρα­δι­ό­φω­να. Σή­με­ρα εἶ­ναι Ὑ­πεύ­θυ­νος Τύ­που στὸ Δῆ­μο Πορ­τα­ριᾶς Μα­γνη­σί­ας. Δη­μο­σί­ευ­σε μι­κρῆς φόρ­μας δι­η­γή­μα­τα καὶ ποι­ή­μα­τα σὲ λο­γο­τε­χνι­κὰ πε­ρι­ο­δι­κὰ καὶ ἐ­φη­με­ρί­δες τῆς Ἐ­παρ­χί­ας καὶ τοῦ Κέν­τρου. Πρῶ­το του βι­βλίο: Κύ­κλῳ (Δι­η­γή­μα­τα, 1980).

 

Γιάννης Τσίγκρας: Νέκυια Ἤ Τὸ παιδὶ χωρὶς δελφίνια

 

 

Γιά­ννης Τσίγ­κρας

 

Νέ­κυι­α

Τὸ παι­δὶ χω­ρὶς δελ­φί­νια

 

ΣΙΚ», ἔ­ξυ­σε τὸ νυ­χά­κι τοῦ πα­ρά­με­σου πά­νω στὸν ἀν­τί­χει­ρα καὶ ὁ μι­κρὸς δὲν κα­τά­λα­βε ἀ­πὸ ποῦ ἦλ­θε ὁ θό­ρυ­βος, ἀ­πὸ τὸ στό­μα τοῦ κου­ρέ­α ἢ ἀ­πὸ τὰ δά­χτυ­λά του. «Μιὰ ψεί­ρα ἦ­ταν… μὲ γειά σου, λε­βέν­τη » εἶ­πε ὁ κου­ρέ­ας. Ὁ πι­τσι­ρί­κος στα­μά­τη­σε νὰ θαυ­μά­ζει τὰ δε­κά­δες εἴ­δω­λα ἑ­νὸς ἀ­γνώ­ρι­στου, ὁ­λό­γυ­μνου πλέ­ον κε­φα­λιοῦ του, εἴ­δω­λα ποὺ πα­ρή­γα­γαν οἱ δυ­ὸ κα­τέ­ναν­τι ἀ­νι­σο­ϋ­ψεῖς κα­θρέ­φτες. Κοί­τα­ξε τὸν πα­τέ­ρα ποὺ δι­ά­βα­ζε ἐ­φη­με­ρί­δα στὸν κα­να­πὲ κι ἐ­κεῖ­νος τοῦ ἔ­γνε­ψε νὰ ση­κω­θεῖ. Ὁ κου­ρέ­ας εἶ­χε πλη­σιά­σει τὸ ρα­φά­κι μὲ τὶς γυά­λες. Ἄλ­λες πε­ρι­εῖ­χαν τρι­αν­τα­φυλ­λό­νε­ρο κι ἄλ­λες βδέλ­λες ποὺ στρι­φο­γύ­ρι­ζαν. «Εἴ­χα­με βά­λει κά­πο­τε μιὰ ἀ­πὸ αὐ­τὲς στὸ πό­δι τῆς μα­μᾶς» θυ­μή­θη­κε τὸ παι­δί. «Τὴν ἔ­βλε­πα πῶς φού­σκω­νε κι ἔ­κλαι­γα.»

       «Ἔρ­χε­ται τὸ Κύ­κνος, ὅ­που νά ­’­ναι» εἶ­πε ὁ πα­τέ­ρας ἐ­νῶ πλή­ρω­νε τὸν κου­ρέ­α. «Φεύ­γου­με.» O μι­κρὸς κα­τσού­φια­σε. Ἂν καὶ γνώ­ρι­σε ὅ­τι κά­πο­τε θὰ ἔρ­χον­ταν ἡ στιγ­μὴ τῆς ἀ­να­χώ­ρη­σης, ἔ­νι­ω­σε ἄ­σχη­μα. Περ­νοῦ­σε πο­λὺ ὄ­μορ­φα ἐ­κεῖ, στὰ οἰ­κό­πε­δα μὲ τὶς μι­κρὲς πη­γὲς ποὺ τὸ νε­ρό τους κό­χλα­ζε. Στὶς πη­γὲς αὐ­τές, ἐ­κτὸς ἀ­πὸ τὰ αὐ­γὰ ποὺ τοῦ ἔ­δι­νε ἡ μα­μά, ἔ­βρα­ζαν, μὲ τὸ Γιά­ννη τὸ φί­λο του, καὶ τὶς ἀ­κρί­δες ποὺ κα­πά­κω­ναν μὲ τὴ φού­χτα στὰ, κά­τα­σπρα ἀ­πὸ τὸ ἁ­λά­τι, οἰ­κό­πε­δα. Εἶ­χαν ἀ­νοί­ξει ἑ­στι­α­τό­ριο καὶ που­λοῦ­σαν τὶς βρα­στὲς ἀ­κρί­δες καὶ τὶς πα­σχα­λί­τσες στὰ κο­ρί­τσια. Δὲν τὶς που­λοῦ­σαν, τσάμ­πα τὶς ἔ­δι­ναν. Ἔ­τσι γιὰ νὰ τοὺς χα­μο­γε­λοῦν τὰ κο­ρί­τσια ἀρ­γό­τε­ρα, στὰ Σα­ράν­τα Πλα­τά­νια, στὸ δά­σος ὅ­που ἄ­κου­γαν, ἀλ­λὰ πο­τὲ δὲν ἔ­βλε­παν, τοὺς δρυ­ο­κο­λά­πτες.

       Βέ­βαι­α, καὶ ἡ ἐ­πι­στρο­φὴ μὲ τὸ «Κύ­κνος» θὰ ἦ­ταν ὄ­μορ­φη. Θὰ φυ­σοῦ­σε ἀ­ε­ρά­κι στὸ κα­τά­στρω­μα, ἐ­κεῖ­νος θὰ ἀ­κουμ­ποῦ­σε τὸ κε­φά­λι στὸ πα­ρα­πέ­το καὶ θὰ κοι­τοῦ­σε τὴ μπλὲ θά­λασ­σα. Ἡ θά­λασ­σα θὰ ἄ­νοι­γε ξαφ­νι­κά, σὰ νὰ τρα­βοῦ­σε κά­ποι­ος φερ­μου­άρ, καὶ δελ­φί­νια θὰ τι­νά­ζον­ταν στὸν ἀ­έ­ρα. Θὰ ἔρ­χον­ταν κον­τά, πο­λὺ κον­τὰ στὸ πλοῖ­ο καὶ θὰ ἔ­παι­ζαν μα­ζί του. Ὁ κό­σμος θὰ μα­ζεύ­ον­ταν στὴν ἄ­κρη γιὰ νὰ τὰ πα­ρα­κο­λου­θή­σει καὶ νὰ τὰ χει­ρο­κρο­τή­σει. Αὐ­τὸ του­λά­χι­στον εἶ­χε συμ­βεῖ μὲ τὸν ἐρ­χο­μό τους. Για­τί νὰ μὴ ξα­να­γί­νει;

       Χαι­ρέ­τι­σαν μὲ τὸν πα­τέ­ρα καὶ βγῆ­καν. Κα­τέ­βη­καν στὴν προ­κυ­μαί­α. Ἐ­κεῖ, στὰ παγ­κά­κια τοῦ μι­κροῦ πάρ­κου, ἀ­νά­με­σα στὸ πο­λύ­χρω­μο πλῆ­θος ποὺ πε­ρί­με­νε μὲ βα­λί­τσες καὶ τσάν­τες, ξε­χώ­ρι­σαν τὴ μη­τέ­ρα καὶ τοὺς ἄλ­λους. Μιὰ με­γά­λη χα­ρού­με­νη πα­ρέ­α. Κά­ποι­οι ἦ­σαν γεί­το­νές τους, ἀ­νά­πη­ροι πο­λέ­μου οἱ πε­ρισ­σό­τε­ροι, μὲ τὶς οἰ­κο­γέ­νει­ές τους. Εἶ­χαν ἀ­πο­φα­σί­σει νὰ πε­ρά­σουν μα­ζὶ τὶς δι­α­κο­πές τους στὴ λου­τρό­πο­λη. Ἄλ­λοι ἤ­σαν φί­λοι ποὺ γνώ­ρι­σαν στὸ Κέν­τρο Λου­τρο­θε­ρα­πεί­ας, στὸν ὑ­παί­θριο κι­νη­μα­το­γρά­φο ἢ στὴν πα­ρα­λί­α.

       Ὅ­λη ἡ πα­ρέ­α κα­τευ­θύν­θη­κε στὸ μι­κρὸ κα­φε­νεῖ­ο, στὴν ἄλ­λη πλευ­ρὰ τοῦ δρό­μου. Κά­θι­σαν στὰ τρα­πε­ζά­κια τοῦ πε­ζο­δρο­μί­ου. Πλά­ι σε ἕ­ναν ἀκ­κορ­ντε­ο­νί­στα μὲ μαῦ­ρα γυα­λιὰ ποὺ κοί­τα­ζε πρὸς τὴ θά­λασ­σα. Ὁ μι­κρὸς πρό­σε­ξε στὴν ταμ­πέ­λα τὸ πα­ρά­ξε­νο ὄ­νο­μα τοῦ κα­τα­στή­μα­τος: ΝΕΚΥΙΑ. Ρώ­τη­σε τὸν πα­τέ­ρα του τί ση­μαί­νει ἡ λέ­ξη κι ἐ­κεῖ­νος τοῦ ἀ­πάν­τη­σε μὲ ἕ­να χα­μό­γε­λο ποὺ μᾶλ­λον δή­λω­νε ἄ­γνοι­α.

       Κά­ποι­ος χά­ι­δε­ψε τὸ παι­δὶ στὸ κε­φά­λι καὶ « μὲ γειά τὸ κού­ρε­μα » τοῦ εὐ­χή­θη­κε. Ἦ­ταν ὁ Τά­κης, ἕ­να φο­βι­κὸ γε­ρον­το­πα­λί­κα­ρο τῆς πα­ρέ­ας. Κά­πο­τε, τὴν ὥ­ρα ποὺ περ­νοῦ­σε ἔ­ξω ἀ­πὸ τὸ σπί­τι ποὺ εἶ­χαν νοι­κιά­σει ὅ­λοι μα­ζί, μιὰ ἐ­ξό­διος πομ­πή —κη­δεύ­ον­ταν ἕ­να πα­λι­κά­ρι ποὺ εἶ­χε πνι­γεῖ, ἀ­νοι­χτά της «ζε­στῆς θά­λασ­σας», ἑ­νὸς ση­μεί­ου στὸ ὁ­ποῖ­ο ἔ­πε­φταν τὰ νε­ρὰ τῶν θερ­μῶν πη­γῶν— ὁ Τά­κης χώ­θη­κε κά­τω ἀ­πὸ τὸ ντι­βά­νι. «Μή», τσί­ρι­ζε « μή, μα­κριὰ ἀ­πό μᾶς». Κι ἔ­μει­νε ἐ­κεῖ, στὸ σκο­τά­δι, ἕ­ως τὴ στιγ­μὴ ποὺ τὸν βε­βαί­ω­σαν γε­λών­τας οἱ ἄλ­λοι, ὅ­τι πέ­ρα­σε ὁ χά­ρος, δὲν εἶ­χε πιὰ κα­νέ­να φό­βο.

       Τώ­ρα, ὁ Τά­κης ἦ­ταν εὐ­τυ­χι­σμέ­νος για­τί θὰ ξα­νά­φευ­γαν. Θὰ ξα­να­γύ­ρι­ζε στὴν αὐ­λί­τσα τοῦ παμ­πά­λαι­ου πέ­τρι­νου σπι­τιοῦ του, μὲ τὴν μα­δη­μέ­νη οὐ­α­σιγ­κτώ­να νὰ ση­μα­δεύ­ει τὸν οὐ­ρα­νὸ καὶ τὴν κα­θη­συ­χα­στι­κὴ με­ση­με­ρι­ά­τι­κη γκρί­νια τῶν ὀρ­νί­θων. Ἦ­ταν εὐ­τυ­χι­σμέ­νος, ἐ­πει­δὴ ἀ­πο­μα­κρύν­θη­κε ὁ μαῦ­ρος ἱπ­πό­της μὲ τὸ δρε­πά­νι.

       Ὁ πα­τέ­ρας ἔ­δει­ξε στὸ βά­θος. Τὸ πλοῖ­ο ἔμ­παι­νε στὸ λι­μά­νι. Τὸ πλῆ­θος κι­νή­θη­κε πρὸς τὴν προ­κυ­μαί­α, μα­ζεύ­ον­τας μπό­γους καὶ βα­λί­τσες. Κά­ποι­οι ἀγ­κα­λι­ά­στη­καν.

       Τὸ ἀ­γό­ρι κοί­τα­ξε καὶ αὐ­τὸ πρὸς τὴ θά­λασ­σα.

       Ἔ­νι­ω­θε πα­ρά­ξε­να. Ἕ­νας μι­κρὸς ἀ­έ­ρας φυ­σοῦ­σε ἐν­τός του. Εἶ­δε μό­νο τὸ πά­νω μι­σό του πλοί­ου κι ἔ­νι­ω­σε νὰ πε­τά­ει. Ταυ­τό­χρο­να ἄ­κου­σε μιὰ φω­νὴ νὰ ἔρ­χε­ται ἀ­πὸ μα­κριά. Σὰν νὰ τὸν προ­ει­δο­ποι­οῦ­σαν γιὰ κά­ποι­ον ἀ­κα­θό­ρι­στο κίν­δυ­νο. Μό­νο ποὺ δὲν μπο­ροῦ­σε νὰ κα­τα­λά­βει ποι­ὸς τοῦ μι­λοῦ­σε καὶ τί τοῦ ἔ­λε­γε. Σκι­ὲς ἀ­ει­κί­νη­τες τὸν τύ­λι­γαν. Περ­πα­τοῦ­σε σὲ μιὰ γῆ ὠ­χρή, ἀ­νά­με­σά σε μὸβ λου­λού­δια .

       Ξαφ­νι­κὰ ὅ­λα σκο­τεί­νια­σαν.

       Τὸ ἀ­γό­ρι ἔ­πε­σε σπα­ρά­ζον­τας στὴν προ­κυ­μαί­α. Ὁ πα­τέ­ρας ἔ­χω­σε τὰ δά­χτυ­λά του στὸ στρα­βὸ στό­μα τοῦ παι­διοῦ ἐ­νῶ ἡ μάν­α κά­θον­ταν στὰ πό­δια του γιὰ νὰ στα­μα­τή­σει τοὺς σπα­σμούς. Ὁ κό­σμος συγ­κεν­τρώ­θη­κε πε­ρί­ερ­γος.

       «Δὲν εἶ­ναι τί­πο­τε» φώ­να­ξε ἡ μά­να. «Σύν­δρο­μο Ε», κα­λυμ­μέ­να ἐ­ξή­γη­σε, γιὰ νὰ μὴ προ­φέ­ρει τὴ φο­βε­ρὴ λέ­ξη, «δὲν εἶ­ναι τί­πο­τε , σὲ δυ­ὸ λε­πτὰ θὰ τοῦ ἔ­χει πε­ρά­σει».

       Ὁ τυ­φλὸς ἀκ­κορ­ντε­ο­νί­στας ση­κώ­θη­κε.

       Τὸ πλοῖ­ο σφύ­ρι­ξε.

 

 

 

Πη­γή: Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση.

 

Γιά­ννης Τσίγ­κρας (Βόλος, 1952). Ποί­η­ση, πε­ζο­γρα­φί­α. Σπού­δα­σε Δη­μο­σι­ο­γρα­φί­α. Ἐρ­γά­σθη­κε κα­τὰ και­ροὺς σὲ ἐ­φη­με­ρί­δες καὶ ρα­δι­ό­φω­να. Σή­με­ρα εἶ­ναι Ὑ­πεύ­θυ­νος Τύ­που στὸ Δῆ­μο Πορ­τα­ριᾶς Μα­γνη­σί­ας. Δη­μο­σί­ευ­σε μι­κρῆς φόρ­μας δι­η­γή­μα­τα καὶ ποι­ή­μα­τα σὲ λο­γο­τε­χνι­κὰ πε­ρι­ο­δι­κὰ καὶ ἐ­φη­με­ρί­δες τῆς Ἐ­παρ­χί­ας καὶ τοῦ Κέν­τρου. Πρῶ­το του βι­βλίο: Κύ­κλῳ (Δι­η­γή­μα­τα, 1980).

 

Γιάννης Τσίγκρας: Τὸ τίκ κάτω ἀπὸ τὸ πόδι

 

 

Γιά­ννης Τσίγ­κρας

 

Τὸ τὶκ κά­τω ἀ­πὸ ­τὸ πό­δι

 

­ΚΕΙ­ΝΟ ΤΟ ΒΡΑ­ΔΥ τῆς Ἀ­πο­κριᾶς τοῦ 1965, ὅ­λοι στὴν κου­ζί­να τοῦ σπι­τιοῦ μας χό­ρευ­αν τὸ «Μπάρ­μπα Θω­μᾶ, τὸν παι­νε­μέ­νο μαγ­κί­τη ποὺ τὸν γέ­ρα­σαν τὰ βά­σα­να καὶ πλέ­ον ὁ κα­η­μέ­νος δὲν μι­λά­ει» κι ἀ­κό­μη τοὺς «λα­χα­νά­δες ποὺ κά­ναν τὴν κυ­ρί­α κά­τω στὰ Λε­μο­νά­δι­κα».

       Ὁ Νί­κος ὁ Κρε­μύ­δας εἶ­χε πε­ρά­σει ἕ­να με­γά­φω­νο, τό ‘χε κρύ­ψει στὸ με­γά­λο χω­νὶ ποὺ εἴ­χα­με γιὰ τὸν ἐ­ξα­ε­ρι­σμὸ τῆς κου­ζί­νας, καὶ μὲ ἕ­να κα­λώ­διο τὸ εἶ­χε συν­δέ­σει μὲ τὸ «στούν­τιό» του, ἕ­να δω­μα­τιά­κι κτι­σμέ­νο μὲ τσι­μεν­τό­λι­θους στὴν τα­ρά­τσα τοῦ δι­πλα­νοῦ σπι­τιοῦ του, πλά­ι στὸν πε­ρι­στε­ρώ­να, γε­μά­το μὲ 45άρια δι­σκά­κια. Ἐ­κεῖ ὅ­λη τὴν ἡ­μέ­ρα ἔ­γρα­φε λα­θραῖ­ες κα­σέ­τες.

      Κρα­τών­τας μιὰ πα­λαι­ό­τε­ρη ὑ­πό­σχε­σή του, μᾶς ἐγ­κα­τέ­στη­σε τὸ «σύ­στη­μα», ἔ­τσι τό ‘λέ­γε, κι ὅ­λη τὴ νύ­χτα μᾶς ἔ­βα­ζε δί­σκους. Πό­τε-πό­τε πε­τά­γον­ταν καὶ αὐ­τὸς στὸ σπί­τι μας, στὴν κου­ζί­να, ὅ­που κατ’ ἀ­νάγ­κη γί­νον­ταν τὸ γλέν­τι, καὶ χό­ρευ­ε μι­σο­στρί­βον­τας κω­μι­κὰ τὸ ἀ­πὸ σφαί­ρα τοῦ Ἐμ­φυ­λί­ου ἀ­νε­πα­νόρ­θω­τα λα­βω­μέ­νο κορ­μί του, σὰν ἡ­μι­πλη­γι­κὴ χο­ρεύ­τρια τοῦ ὀ­ρι­εν­τάλ.

      Οἱ ὑ­πό­λοι­ποι ἦ­σαν, ἀπ’ ὅ,τι θυ­μᾶ­μαι, ὁ θεῖ­ος ὁ Γι­ῶρ­γος ὁ ἀ­δελ­φὸς τῆς μά­νας μου, ἡ θεί­α ἡ Κά­τια ἡ γυ­ναί­κα του, μὲ τὴν πεν­τά­χρο­νη ξα­δέλ­φη μου νὰ κοι­μᾶ­ται συ­νε­χῶς σ’ ἕ­να μι­κρὸ κα­να­πέ, κα­θὼς καὶ ἡ ἀ­δελ­φὴ τῆς θεί­ας, ἡ δε­κα­πεν­τά­χρο­νη, τό­τε, Ἑ­λέ­νη, ποὺ θυ­μόν­ταν τὴν ἱ­στο­ρί­α αὐ­τὴ ἕ­ως καὶ πέ­ρυ­σι ποὺ μᾶς ἐ­πι­σκέ­φτη­κε ἀ­πὸ τὴ Νέ­α Ὀρ­λε­ά­νη ὅ­που, ἐ­δῶ καὶ σα­ράν­τα τό­σα χρό­νια, ζεῖ μὲ τὸν ἄν­τρα της, τὸ γιό της καὶ τὰ δυ­ό της ἐγ­γό­νια.

      Ἦ­ταν ἀ­κό­μη τὰ δυ­ὸ ἀ­νύ­παν­τρα τό­τε ἀ­δέλ­φια τοῦ πα­τέ­ρα μου, ὁ Θα­νά­σης καὶ ὁ Λά­κης καὶ κά­ποι­οι γεί­το­νες – ἀ­νά­πη­ροι πο­λέ­μου κι ἐ­κεῖ­νοι, σὰν τὸν πα­τέ­ρα.

      Μὲ λί­γο τσί­που­ρο καὶ μὲ με­ζὲ λα­κέρ­δα καὶ κε­φα­λο­τύ­ρι ποὺ ἔ­φε­ρε ἡ μά­να μου ἀ­πὸ τὸ μπα­κα­λι­κά­κι μας, τὸ μα­γα­ζὶ ὅ­πως τὸ λέ­γα­με, τὸ κέ­φι εἶ­χε φτιά­ξει.

      Ὁ θεῖ­ος ὁ Γι­ῶρ­γος εἶ­χε ξε­θη­λυ­κω­θεῖ, τὰ που­κά­μι­σα ἔ­ξω, λα­χα­νι­α­σμέ­νος καὶ κα­τα­κόκ­κι­νος, ὅ­πως ὅ­ταν ξε­φόρ­τω­νε τὰ καρ­πού­ζια ἀ­πὸ τὸ φορ­τη­γὸ τοῦ Χρυ­σό­μαλ­λου, στὸ μα­γα­ζά­κι του τῆς πλα­τεί­ας τῆς Πορ­τα­ριᾶς.

       

      Ξάφ­νου χτύ­πη­σε δυ­να­τὰ ἡ πόρ­τα – κα­τέ­φθα­νε ἡ πρώ­τη ὁ­μά­δα καρ­να­βα­λι­στῶν. Μπῆ­καν μέ­σα μὲ φω­νὲς καὶ γέ­λια.

      Τὸ ἀ­στεῖ­ο τῆς ὑ­πό­θε­σης ἦ­ταν ὅ­τι ὅ­λοι, μὰ ὅ­λοι, ἦ­σαν ἀ­να­γνω­ρί­σι­μοι, ὡς γεί­το­νες.

      Κατ’ ἀρ­χὴν ξε­χω­ρί­σα­με τοὺς ἄν­τρες ἀ­πὸ τὶς γυ­ναῖ­κες. Οἱ ἄν­τρες φο­ροῦ­σαν γυ­ναι­κεῖ­α ροῦ­χα καὶ οἱ γυ­ναῖ­κες ἀν­τρι­κά.

      Ὅ­μως τὰ πο­λυ­φο­ρε­μέ­να αὐ­τὰ ροῦ­χα μᾶς ὁ­δή­γη­σαν καὶ στὸ ποι­ὸς εἶ­ναι ὁ κα­θέ­νας, τὰ πρό­σω­πα πί­σω ἀ­πὸ τὶς αὐ­το­σχέ­δι­ες μά­σκες ἦ­σαν ἀ­πό­λυ­τα εὐ­δι­ά­κρι­τα. Ἔ­τσι ἀ­νά­με­σα σὲ χει­ρο­κρο­τή­μα­τα καὶ γέ­λια, τὰ πρό­χει­ρα μαν­τή­λια ἀ­φαι­ρέ­θη­καν γρή­γο­ρα. Μό­νον ἡ Ἀ­θη­νᾶ τοῦ Ἀ­λέ­κου, ἡ ἐ­πο­νο­μα­ζό­με­νη τὸ Κι­κι­ρί­κι, μᾶς δυ­σκό­λε­ψε λί­γο για­τί εἶ­χε φο­ρέ­σει ἕ­να κα­φά­σι ἀ­πὸ μῆ­λα στὸ κε­φά­λι καὶ τὸ εἶ­χε τυ­λί­ξει ἐ­πι­με­λῶς μὲ τλου­πά­νια, ἔ­τσι ἔ­παιρ­νε ἕ­να ἀ­προσ­δό­κη­το, ὑ­περ­φυ­σι­κὸ ὕ­ψος.

       

      Ὁ ἑ­πό­με­νος με­ταμ­φι­ε­σμέ­νος ἦ­ταν μο­να­χι­κὸς καὶ ἄ­γνω­στος. Μπῆ­κε ἀ­μί­λη­τος, ἔ­τσι ποὺ πι­στέ­ψα­με ὅ­τι ἦ­ταν γνω­στὸς καὶ δὲν ἤ­θε­λε νὰ προ­δο­θεῖ ἀ­πὸ τὴ φω­νή. Ἦ­ταν ἡ χα­λα­ρὴ ὥ­ρα τῶν ταγ­κό – Βι­ο­λε­τέ­ρα, Κομ­παρ­σί­τα, τέ­τοι­α. Χό­ρε­ψε μὲ ὅ­λες τὶς γυ­ναῖ­κες τῆς πα­ρέ­ας κι αὐ­τὸ δὲν ἄ­ρε­σε στοὺς πε­ρισ­σό­τε­ρους. Τοῦ ζή­τη­σαν νὰ ἀ­πο­κα­λυ­φθεῖ καὶ ἐ­κεῖ­νος ἀρ­νή­θη­κε. Τό­τε τὰ αἵ­μα­τα ἄ­να­ψαν, ἔ­πε­σαν κά­τι σπρω­ξί­μα­τα καὶ ἕ­νας θερ­μό­αι­μος, ἀ­πὸ τοὺς νέ­ους μᾶλ­λον, τοῦ ἔ­ρι­ξε μιὰ δυ­να­τὴ γρο­θιά. Ἐ­κεῖ­νος ἔ­πε­σε στὸ πλά­ι. Ἀ­κί­νη­τος. Τοῦ ἔ­βγα­λαν τὴ μά­σκα – ἄ­γνω­στος σ’ ὅ­λους. Ἄ­γνω­στος κι ἀ­κί­νη­τος, σὰ νε­κρός. Δη­μι­ουρ­γή­θη­κε πα­νι­κός, οἱ μι­κροὶ βά­λα­με τὰ κλά­μα­τα, ὁ Κρε­μύ­δας στα­μά­τη­σε τὰ τρα­γού­δια.

      Εὐ­τυ­χῶς σὲ λί­γο ὁ ἄν­θρω­πος συ­νῆλ­θε, ψέλ­λι­σε ἕ­να «συγ­γνώ­μη, λά­θος μου» καί, πρὸς ἀ­να­κού­φι­ση ὅ­λων μας, ἀ­πῆλ­θε μὲ ὕ­φος σα­στι­σμέ­νο.

       

      Στὸ χά­σμα ποὺ δη­μι­ουρ­γή­θη­κε, γιὰ πρώ­τη φο­ρὰ ἐ­κεῖ­νο τὸ βρά­δυ, εἴ­δα­με ὅ­λοι νὰ γε­μί­ζει τὸ προ­σκή­νιο ὁ πα­τέ­ρας. Ση­κώ­θη­κε ἀρ­γά, τε­λε­τουρ­γι­κὰ σχε­δὸν καὶ ζή­τη­σε ἕ­να βα­ρὺ ζε­ϊμ­πέ­κι­κο. Ἄρ­χι­σε νὰ χο­ρεύ­ει μὲ κεί­νη τὴν πε­ρη­φά­νια ποὺ κά­ποι­ες εἰ­δι­κὲς στιγ­μὲς τὸν δι­έ­κρι­νε. Τὸ γνώ­ρι­ζα, κι ἂς μὴν τὸν κοι­τοῦ­σα, ὅ­τι τὰ μά­τια του ἦ­ταν δα­κρυ­σμέ­να. Δι­έ­κρι­να, για­τὶ τὸν ἤ­ξε­ρα κα­λά, τὰ μυ­στι­κὰ τῆς ψυ­χῆς του κι­νή­μα­τα. Χό­ρευ­ε καὶ τὸ ξύ­λι­νο πό­δι του ἔ­τρι­ζε ἀ­παί­σια. Ἐ­κεῖ­νος ἔ­κα­νε ὅ­τι δὲν τὸ ἄ­κου­γε.

      Ὣς τὴ στιγ­μὴ ποὺ πα­ρα­πά­τη­σε κι ἔ­πε­σε σὲ μιὰ κα­ρέ­κλα.

      Τό­τε ὁ πα­τέ­ρας ἔ­βα­λε τὰ κλά­μα­τα.

      Κι ἀ­νά­με­σα σὲ λυγ­μοὺς «για­τί ὁ κε­ρα­τὰς δι­ά­λε­ξε αὐ­τὸ τὸ μο­νο­πά­τι νὰ βά­λει τὴ νάρ­κη» ἔ­λε­γε κι ἀ­κό­μη «για­τί νά ’μαι ἐ­γὼ ποὺ ἔ­νι­ω­σα τὸ τὶκ κά­τω ἀ­πὸ τὸ πό­δι μου. Για­τί Θε­έ μου…»

 

 

Πη­γή: Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση. Ἀ­πὸ ὅ­σα προ­κρί­θη­καν γιὰ τὸ τεῦ­χος ἑλ­λη­νι­κοῦ μπον­ζά­ι τοῦ περ. Πλα­νό­διον. Βλ. ἐ­δῶ «Ἡ­με­ρο­λό­γιο Κα­τα­στρώ­μα­τος», ἐγ­γρα­φή 01-08-2010.

 

Γιά­ννης Τσίγ­κρας (Βόλος, 1952). Ποί­η­ση, πε­ζο­γρα­φί­α. Σπού­δα­σε Δη­μο­σι­ο­γρα­φί­α. Ἐρ­γά­σθη­κε κα­τὰ και­ροὺς σὲ ἐ­φη­με­ρί­δες καὶ ρα­δι­ό­φω­να. Σή­με­ρα εἶ­ναι Ὑ­πεύ­θυ­νος Τύ­που στὸ Δῆ­μο Πορ­τα­ριᾶς Μα­γνη­σί­ας. Δη­μο­σί­ευ­σε μι­κρῆς φόρ­μας δι­η­γή­μα­τα καὶ ποι­ή­μα­τα σὲ λο­γο­τε­χνι­κὰ πε­ρι­ο­δι­κὰ καὶ ἐ­φη­με­ρί­δες τῆς Ἐ­παρ­χί­ας καὶ τοῦ Κέν­τρου. Πρῶ­το του βι­βλίο: Κύ­κλῳ (Δι­η­γή­μα­τα, 1980).