Σά­ρα Κίρς (Sarah Kirsch): [Κρε­μι­έ­μαι συ­νε­χῶς στὸ ρα­δι­ό­φω­νο…]


05-kirschsarah-kremiemaisynechos-eikona-01


Σά­ρα Κίρς (Sarah Kirsch)


[Κρε­μι­έ­μαι συ­νε­χῶς στὸ ρα­δι­ό­φω­νο]

[Dauernd häng ich am Radio…]


07-Kappa-471px-T2JB159_-_Jungle_Book_capital_KΡΕΜΙΕΜΑΙ συ­νε­χῶς στὸ ρα­δι­ό­φω­νο καὶ ἀ­κού­ω εἰ­δή­σεις καὶ σχό­λια. Πο­λε­μι­κὲς οἰ­μω­γές. Εἶ­ναι ἀ­νη­συ­χη­τι­κὸ πό­σο λο­γι­κὰ τὰ βρί­σκουν ὅ­λα οἱ λε­γό­με­νοι εἰ­δι­κοί. Ὅ­σο πιὸ γρή­γο­ρα ξε­σπά­σει ὁ πό­λε­μος, λέ­νε, τό­σο πιὸ εὐ­νο­ϊ­κὰ θὰ ἐ­ξε­λι­χθεῖ. Στὴν Αἴ­γυ­πτο καὶ τὸ Ἰσ­ρα­ὴλ ὀρ­γα­νώ­νον­ται πάρ­τυ γιὰ τὴ δύ­ση τοῦ κό­σμου. Τὰ ξε­νο­δο­χεῖ­α προ­σφέ­ρουν σαμ­πά­νια σὲ ὅ­ποι­ον νοι­κιά­σει δω­μά­τιο. Ἢ τοῦ προ­σφέ­ρουν ἀ­μέ­σως γιὰ τὸ κου­ρά­γιο του σου­ΐ­τα. Πρέ­πει νὰ φύ­γου­με γρή­γο­ρα. Πα­γο­δρο­μί­α μὲ τὸ χά­ρα­μα. Μεῖ­ον τέσ­σε­ρεις βαθ­μοί, ὅ­λα μιὰ πά­χνη. Στὴ μι­ση­τὴ πο­λί­χνη, ὅ­που ξα­να­ῆρ­θα στὸν κομ­μω­τὴ καὶ γιὰ ν’ ἀ­γο­ρά­σω εἰ­σι­τή­ρια, ἐ­πι­κρα­τοῦ­σε ἀ­θυ­μί­α. Ἤ­μουν σχε­δὸν μιὰ ἀν­τι­προ­σω­πευ­τι­κὴ ἐγ­κάρ­σια το­μὴ γιὰ τὸν κομ­μω­τή μου. Τό­σο ἀ­νή­συ­χους εἶ­χα νὰ δῶ τοὺς ἀν­θρώ­πους ἀ­πὸ τὴν ἐ­πο­χὴ τοῦ Τσερ­νόμ­πιλ. Ἡ εἰ­κό­να μ’ ἔ­βρι­σκε ὣς τὴν καρ­διά. Ἄν­θρω­ποι σχε­δὸν συμ­πα­θη­τι­κοὶ μέ­σα στὴν ἀ­νημ­πό­ρια τους. Τὴν ἴ­δια στιγ­μὴ ἔρ­χον­ται ἡ ζω­γρά­φος μας καὶ ὁ Isegrim ποὺ σὲ τέ­τοι­ους και­ροὺς ἐ­πι­μέ­νουν νὰ πᾶ­νε στὴν Κο­ρέ­α. Ὁ Isegrim με­τὰ ἀ­πὸ ἐ­πέμ­βα­ση στὸ σα­γό­νι, ποὺ τὸν κά­νει γιὰ τὰ κα­λὰ γκρι­νιά­ρη. Βλέμ­μα χτυ­πη­μέ­νου λι­ον­τα­ριοῦ. [39]


Bonsai-03c-GiaIstologio-04


Πη­γή: Sarah Kirsch, Das simple Leben. Deutsche Verlags-Anstalt (DVA), Stuttgart ²1994.

Σά­ρα Κίρς (Sarah Kirsch) (πραγ­μα­τι­κὸ ὄ­νο­μα Ingrid Bernstein, Lim­lin­ge­ro­de τοῦ κρα­τι­δί­ου τῆς Θου­ριγ­γί­ας, 1935 – Tielenhemme, 2013). Σπού­δα­σε Βι­ο­λο­γί­α στὴν Halle (1954-1958) καὶ ἀρ­γό­τε­ρα στὸ «Λο­γο­τε­χνι­κὸ Ἰν­στι­τοῦ­το Johannes R. Becher» στὴν Λι­ψί­α (1963-1965). Σύ­ζυ­γος (μέ­χρι τὸ 1968) τοῦ ποι­η­τῆ Reiner Kirsch. Ἀ­πὸ τὸ πρῶ­το της ποι­η­τι­κὸ βι­βλί­ο, Landaufenthalt (­παί­θρια δι­α­μο­νή, 1967), θε­μα­το­ποί­η­σε τὴ σχέ­ση τοῦ ἀν­θρώ­που μὲ τὴ φύ­ση. Τὸ 1976 προ­συ­πέ­γρα­ψε τὴ δι­α­μαρ­τυ­ρί­α γιὰ τὴ δί­ω­ξη τοῦ Wolf Biermann καὶ τὸν ἑ­πό­με­νο χρό­νο με­τοί­κη­σε στὸ Δυ­τι­κὸ Βε­ρο­λῖ­νο. Ἀ­πὸ τὸ 1983 μέ­χρι τὸν θά­να­τό της ἔ­ζη­σε στὸ χω­ριὸ Tielenhemme (Τη­λεν­χέμ­με) στὴν βό­ρεια Γερ­μα­νί­α. Στὴ λο­γο­τε­χνι­κή της γρα­φὴ ἑ­νο­ποί­η­σε τὴν ποί­η­ση καὶ τὴ μι­κρὴ πρό­ζα, τὸ χρο­νι­κό, τὸ ἡ­με­ρο­λό­γιο, τὴν πο­λι­τι­κὴ δι­α­μαρ­τυ­ρί­α. Γρα­φὴ αὐ­θόρ­μη­τη, συ­χνὰ εἰ­δυλ­λια­κή· ἐν­τύ­πω­ση πρω­τό­γο­νου αὐ­θορ­μη­τι­σμοῦ. Στά­θη­κε πά­νω ἀ­πὸ τὸ νο­η­τὸ ὕ­ψος τῶν ἰ­δε­ο­λο­γι­ῶν γρά­φον­τας γιὰ τὴν ἐ­ναρ­μό­νι­ση τοῦ οἰ­κου­με­νι­κοῦ ἀν­θρώ­που μὲ τὸ πε­ρι­βάλ­λον. Τι­μή­θη­κε, με­τα­ξὺ ἄλ­λων, μὲ τὰ «Friedrich-Hölderlin-Preis» (1984) καὶ «Georg-Büchner-Preis» (1996). Μί­α ἀ­πὸ τὶς σπου­δαι­ό­τε­ρες με­τα­πο­λε­μι­κὲς φω­νὲς τῆς γερ­μα­νό­φω­νης λο­γο­τε­χνί­ας. (Γιὰ πε­ρισ­σό­τε­ρα βλ. ἐ­δῶ τὴν εἰ­σα­γω­γὴ τοῦ με­τα­φρα­στῆ.)

Με­τά­φρα­ση ἀ­πὸ τὰ γερ­μα­νι­κά:

Συ­με­ὼν Γρ. Σταμ­που­λοῦ (Ἀ­θή­να, 1954). Ἔ­χει με­τα­φρά­σει ἔρ­γα γερ­μα­νό­φω­νων κυ­ρί­ως λο­γο­τε­χνῶν τοῦ 19ου καὶ τοῦ 20οῦ αἰ­ώ­να. Γιὰ τὸ ἱ­στο­λό­γιό μας ἔ­χει ἐ­πι­με­λη­θεῖ τὰ ἀ­φι­ε­ρώ­μα­τα στοὺς γερ­μα­νό­φω­νους συγ­γρα­φεῖς Günter Kunert καὶ Peter Altenberg καὶ στὸν λα­τί­νο συγ­γρα­φέ­α Aulus Gellius.