Σάρα Κίρς (Sarah Kirsch): [Στὸ Μίνσκ δι­α­δη­λώ­σεις δι­α­μαρ­τυ­ρί­ας…]


02-kirschsarah-stominskdiadiloseisdiamartyrias-eikona-01


Σά­ρα Κίρς (Sarah Kirsch)


[Στὸ Μίνσκ δι­α­δη­λώ­σεις δι­α­μαρ­τυ­ρί­ας]

[In Minsk Protestdemonstrationen…]


06-sΤΟ ΜΙΝΣΚ δι­α­δη­λώ­σεις δι­α­μαρ­τυ­ρί­ας, ἐ­πει­δὴ δὲν ὑ­πάρ­χουν τσι­γά­ρα. Ἀ­με­ρι­κα­νι­κὸς στό­λος με­γά­λης ἔ­κτα­σης μὲ ἀ­ε­ρο­πλα­νο­φό­ρα κα­τευ­θύ­νε­ται πρὸς τὴν Σα­ου­δι­κὴ Ἀ­ρα­βί­α. Ἐλ­πί­ζω νὰ ξέ­ρουν τί κά­νουν. Μί­α ἡ­μέ­ρα ἀρ­γό­τε­ρα ἀ­πο­κα­λοῦν­ται Δι­ε­θνεῖς Στρα­τι­ω­τι­κὲς Ἀ­πο­στο­λές. Δὲν ἀ­στει­εύ­ον­ται μὲ τὸ πε­τρέ­λαι­ο. Φτιά­χνω κα­φέ. Ἐ­λα­φρῶς χα­μη­λὴ ἀ­τμο­σφαι­ρι­κὴ πί­ε­ση στὶς Ἑ­βρί­δες. Ἐ­κεῖ θὰ ἤ­θε­λα νὰ πά­ω. Σὰν πέ­τρα ἀ­νά­με­σα σὲ πέ­τρες. Μά­λι­στα αὔ­ριο ἔ­χει γε­νέ­θλια ὁ Πέ­τρος Πε­τρο­νάρ­ρος.* Ἀ­γα­πη­μέ­νος ποι­η­τής. Ἀλ­λὰ τί γί­νε­ται στὸ Mariehamn;** Βορ­ρὰς ἕ­να, ὁ­μί­χλη, ἐν­νέ­α βαθ­μοί, χί­λια δε­κα­τέσ­σε­ρα ἑ­κτο­πα­σκάλ. Τὸ τσο­πα­νό­σκυ­λο καὶ ἡ ἡ­λι­κι­ω­μέ­νη πη­γαί­νουν σή­με­ρα μέ­χρι τοὺς βρά­χους. Ἐ­κεῖ ποὺ ἀν­θί­ζουν βα­τό­μου­ρα. Βλέ­πει κα­νεὶς τὰ πα­λιὰ καὶ τὰ και­νούρ­για πλοῖ­α στὴν ἀ­πό­κρη­μνη ἀ­κτή. Σή­με­ρα εἶ­ναι Κυ­ρια­κή, ἔρ­χον­ται οἱ Σου­η­δοὶ με­θο­κό­ποι. Φο­ρᾶ­νε ἄ­σπρα σκου­φιὰ μὲ τὸ ὄ­νο­μα τῆς λέμ­βου. Γιὰ νὰ μπο­ρεῖ κα­νεὶς τὸ βρά­δυ, σὲ πε­ρί­πτω­ση ἀ­νάγ­κης, νὰ τοὺς πε­τά­ξει πά­λι ἐ­κεῖ. Στὰ βρά­χια δὲν ἔ­πε­σαν πο­τέ. Αὐ­τὸ ἐν πά­σῃ πε­ρι­πτώ­σει δὲν τὸ ζή­σα­με ἀ­κό­μη, λέ­ει τὸ τσο­πα­νό­σκυ­λο. [11]


* Στὸ κεί­με­νο «Stein Steinarr» (1908-1958), ὁ θε­ω­ρού­με­νος σπου­δαι­ό­τε­ρος ποι­η­τὴς τῆς Ἰσ­λαν­δί­ας. Τὸ ὀ­νο­μα­τε­πώ­νυ­μο με­τα­φρά­ζε­ται κα­τὰ προ­σέγ­γι­ση, γιὰ νὰ μὴ χα­θεῖ τὸ λο­γο­παί­γνιο.

** Πρω­τεύ­ου­σα τῶν νή­σων Âland, αὐ­τό­νο­μης πε­ρι­ο­χῆς τῆς Φι­λαν­δί­ας.


Bonsai-03c-GiaIstologio-04


Πη­γή: Sarah Kirsch, Das simple Leben. Deutsche Verlags-Anstalt (DVA), Stuttgart ²1994.

Σά­ρα Κίρς (Sarah Kirsch) (πραγ­μα­τι­κὸ ὄ­νο­μα Ingrid Bernstein, Lim­lin­ge­ro­de τοῦ κρα­τι­δί­ου τῆς Θου­ριγ­γί­ας, 1935 – Tielenhemme, 2013). Σπού­δα­σε Βι­ο­λο­γί­α στὴν Halle (1954-1958) καὶ ἀρ­γό­τε­ρα στὸ «Λο­γο­τε­χνι­κὸ Ἰν­στι­τοῦ­το Johannes R. Becher» στὴν Λι­ψί­α (1963-1965). Σύ­ζυ­γος (μέ­χρι τὸ 1968) τοῦ ποι­η­τῆ Reiner Kirsch. Ἀ­πὸ τὸ πρῶ­το της ποι­η­τι­κὸ βι­βλί­ο, Landaufenthalt (­παί­θρια δι­α­μο­νή, 1967), θε­μα­το­ποί­η­σε τὴ σχέ­ση τοῦ ἀν­θρώ­που μὲ τὴ φύ­ση. Τὸ 1976 προ­συ­πέ­γρα­ψε τὴ δι­α­μαρ­τυ­ρί­α γιὰ τὴ δί­ω­ξη τοῦ Wolf Biermann καὶ τὸν ἑ­πό­με­νο χρό­νο με­τοί­κη­σε στὸ Δυ­τι­κὸ Βε­ρο­λῖ­νο. Ἀ­πὸ τὸ 1983 μέ­χρι τὸν θά­να­τό της ἔ­ζη­σε στὸ χω­ριὸ Tielenhemme (Τη­λεν­χέμ­με) στὴν βό­ρεια Γερ­μα­νί­α. Στὴ λο­γο­τε­χνι­κή της γρα­φὴ ἑ­νο­ποί­η­σε τὴν ποί­η­ση καὶ τὴ μι­κρὴ πρό­ζα, τὸ χρο­νι­κό, τὸ ἡ­με­ρο­λό­γιο, τὴν πο­λι­τι­κὴ δι­α­μαρ­τυ­ρί­α. Γρα­φὴ αὐ­θόρ­μη­τη, συ­χνὰ εἰ­δυλ­λια­κή· ἐν­τύ­πω­ση πρω­τό­γο­νου αὐ­θορ­μη­τι­σμοῦ. Στά­θη­κε πά­νω ἀ­πὸ τὸ νο­η­τὸ ὕ­ψος τῶν ἰ­δε­ο­λο­γι­ῶν γρά­φον­τας γιὰ τὴν ἐ­ναρ­μό­νι­ση τοῦ οἰ­κου­με­νι­κοῦ ἀν­θρώ­που μὲ τὸ πε­ρι­βάλ­λον. Τι­μή­θη­κε, με­τα­ξὺ ἄλ­λων, μὲ τὰ «Friedrich-Hölderlin-Preis» (1984) καὶ «Georg-Büchner-Preis» (1996). Μί­α ἀ­πὸ τὶς σπου­δαι­ό­τε­ρες με­τα­πο­λε­μι­κὲς φω­νὲς τῆς γερ­μα­νό­φω­νης λο­γο­τε­χνί­ας. (Γιὰ πε­ρισ­σό­τε­ρα βλ. ἐ­δῶ τὴν εἰ­σα­γω­γὴ τοῦ με­τα­φρα­στῆ.)

Με­τά­φρα­ση ἀ­πὸ τὰ γερ­μα­νι­κά:

Συ­με­ὼν Γρ. Σταμ­που­λοῦ (Ἀ­θή­να, 1954). Ἔ­χει με­τα­φρά­σει ἔρ­γα γερ­μα­νό­φω­νων κυ­ρί­ως λο­γο­τε­χνῶν τοῦ 19ου καὶ τοῦ 20οῦ αἰ­ώ­να. Γιὰ τὸ ἱ­στο­λό­γιό μας ἔ­χει ἐ­πι­με­λη­θεῖ τὰ ἀ­φι­ε­ρώ­μα­τα στοὺς γερ­μα­νό­φω­νους συγ­γρα­φεῖς Günter Kunert καὶ Peter Altenberg καὶ στὸν λα­τί­νο συγ­γρα­φέ­α Aulus Gellius.