Κ. Γ. Καρυωτάκης
Κάθαρσις
ΕΒΑΙΑ. Ἔπρεπε νὰ σκύψω μπροστὰ στὸν ἕνα καί, χαϊδεύοντας ἡδονικὰ τὸ μαῦρο σεβιὸτ —πάφ, πάφ, πάφ, πάφ—, «ἔχετε λίγη σκόνη» νὰ εἰπῶ «κύριε Ἄλφα».
Ὕστερα ἔπρεπε νὰ περιμένω στὴ γωνία, κι ὅταν ἀντίκρυζα τὴν κοιλιὰ τοῦ ἄλλου, ἀφοῦ θά ‘χα ἐπὶ τόσα χρόνια παρακολουθήσει τὰ αἰσθήματα καὶ τὸ σφυγμό της, νὰ σκύψω ἄλλη μιὰ φορὰ καὶ νὰ ψιθυρίσω ἐμπιστευτικά: «Ἄχ, αὐτός ὁ Ἄλφα, κύριε Βῆτα…»
Ἔπρεπεν, πίσω ἀπὸ τὰ γυαλιὰ τοῦ Γάμμα, νὰ καραδοκῶ τὴν ἱλαρὴ ματιά του. Ἂν μοῦ τὴν ἐχάριζε, νὰ ξεδιπλώσω τὸ καλύτερο χαμόγελό μου καὶ νὰ τὴ δεχτῶ ὅπως σὲ μανδύα ἱππότου ἕνα βασιλικὸ βρέφος. Ἂν ὅμως ἀργοῦσε, νὰ σκύψω γιὰ τρίτη φορὰ γεμάτος συντριβὴ καὶ ν’ ἀρθρώσω: «Δοῦλος σας, κύριέ μου».
Ἀλλὰ πρῶτα-πρῶτα ἔπρεπε νὰ μείνω στὴ σπείρα τοῦ Δέλτα. Ἐκεῖ ἡ ληστεία γινόταν ὑπὸ λαμπρούς, διεθνεῖς οἰωνούς, μέσα σὲ πολυτελῆ γραφεῖα. Στὴν ἀρχἠ, δὲ θὰ ὑπῆρχα. Κρυμμένος πίσω ἀπὸ τὸν κοντόπαχο τμηματάρχη μου, θὰ ὀσφραινόμουν. Θὰ εἶχα τρόπους λεπτούς, ἀέρινους. Θὰ ἐμάθαινα τὴ συνθηματική τους γλώσσα. Ἡ ψαύσις τοῦ ἀριστεροῦ μέρους τῆς χωρίστρας θὰ ἐσήμαινε: «πεντακόσιες χιλιάδες». Ἕνα ἐπίμονο τίναγμα τῆς στάχτης τοῦ πούρου θὰ ἔλεγε: «σύμφωνος». Θὰ ἐκέρδιζα τὴν ἐμπιστοσύνη ὅλων. Καί, μιὰ μέρα ἀκουμπώντας στὸ κρύσταλλο τοῦ τραπεζιοῦ μου, θὰ ἔγραφα ἐγὼ τὴν ἀπάντηση «Ὁ αὐτόνομος ὀργανισμός μας, κύριε Εἰσαγγελεῦ…»
Ἔπρεπε νὰ σκύψω, νὰ σκύψω, νὰ σκύψω. Τόσο ποὺ ἡ μύτη μου νὰ ἑνωθεῖ μὲ τὴ φτέρνα μου. Ἔτσι βολικὰ κουλουριασμένος, νὰ κυλῶ καὶ νὰ φθάσω.
Κανάγιες!
Τὸ ψωμὶ τῆς ἐξορίας μὲ τρέφει. Κουροῦνες χτυποῦν τὰ τζάμια τῆς κάμαράς μου. Καὶ σὲ βασανισμένα στήθη χωρικῶν βλέπω νὰ δυναμώνει ἡ πνοὴ ποὺ θὰ σᾶς σαρώσει.
Σήμερα ἐπῆρα τὰ κλειδιὰ κι ἀνέβηκα στὸ ἐνετικὸ φρούριο. Ἐπέρασα τρεῖς πόρτες, τρία πανύψηλα, κιτρινωπὰ τείχη, μὲ ριγμένες ἐπάλξεις. Ὅταν βρέθηκα μέσα στὸν ἐσωτερικό, τρίτο κύκλο, ἔχασα τὰ ἴχνη σας. Κοιτάζοντας ἀπὸ τὶς πολεμίστρες, χαμηλά, τὴ θάλασσα, τὴν πεδιάδα, τὰ βουνά, ἔνιωθα τὸν ἑαυτό μου ἀσφαλῆ. Ἐμπῆκα σ’ ἐρειπωμένους στρατῶνες, σὲ κρύπτες ὅπου εἶχαν φυτρώσει συκιὲς καὶ ροδιές. Ἐφώναζα στὴν ἐρημία. Ἐπερπάτησα ὁλόκληρες ὧρες σπάζοντας μεγάλα, ξερὰ χόρτα. Ἀγκάθια κι ἀέρας δυνατὸς κολλοῦσαν στὰ ροῦχα μου. Μὲ ἦβρε ἡ νύχτα…
Πηγή: Κ.Γ. Καρυωτάκης, Ποιήματα καὶ πεζά, Ἐπιμέλεια Γιῶργος Σαββίδης, Ἐκδ. «Ἑρμῆς», Ἀθήνα, 1975.
Κ.Γ. Καρυωτάκης (Τρίπολη 1896-1928). Ποιητής, πεζογράφος, μεταφραστής. Σπούδασε Νομικὰ στὴν Ἀθήνα. Ποιητικὰ βιβλία του: Ὁ Πόνος τοῦ Ἀνθρώπου καὶ τῶν Πραγμάτων (1919), Νηπενθῆ (1921), Ἐλεγεῖα καὶ Σάτιρες (χ.χ.).
Filed under: Αυτοβιογραφία,Αισθήματα-Πάθη,Ελληνικά,Ιστορία,Καρυωτάκης Κ.Γ.,Κοινωνικοί κώδικες,Μονόλογος,Περιγραφή,Φυγή,Φύση-Ζώα | Tagged: Διήγημα,Κ.Γ. Καρυωτάκης,Λογοτεχνία | Τὰ σχόλια στὸ Κ. Γ. Καρυωτάκης: Κάθαρσις ἔχουν κλείσει