Κ. Γ. Καρυωτάκης: Κάθαρσις

Under-the-table transactions...


Κ. Γ. Κα­ρυ­ω­τά­κης


Κά­θαρ­σις


 

03-BitaΕΒΑΙΑ. Ἔ­πρε­πε νὰ σκύ­ψω μπρο­στὰ στὸν ἕ­να καί, χα­ϊ­δεύ­ον­τας ἡ­δο­νι­κὰ τὸ μαῦ­ρο σε­βι­ὸ­τ —πάφ, πάφ, πάφ, πάφ—, «ἔ­χε­τε λί­γη σκό­νη» νὰ εἰ­πῶ «κύ­ρι­ε Ἄλ­φα».

         Ὕ­στε­ρα ἔ­πρε­πε νὰ πε­ρι­μέ­νω στὴ γω­νί­α, κι ὅ­ταν ἀν­τί­κρυ­ζα τὴν κοι­λιὰ τοῦ ἄλ­λου, ἀ­φοῦ θά ‘­χα ἐ­πὶ τό­σα χρό­νια πα­ρα­κο­λου­θή­σει τὰ αἰ­σθή­μα­τα καὶ τὸ σφυγ­μό της, νὰ σκύ­ψω ἄλ­λη μιὰ φο­ρὰ καὶ νὰ ψι­θυ­ρί­σω ἐμ­πι­στευ­τι­κά: «Ἄχ, αὐ­τός ὁ Ἄλ­φα, κύ­ρι­ε Βῆ­τα…»

          Ἔ­πρε­πεν, πί­σω ἀ­πὸ τὰ γυα­λιὰ τοῦ Γάμ­μα, νὰ κα­ρα­δο­κῶ τὴν ἱ­λα­ρὴ μα­τιά του. Ἂν μοῦ τὴν ἐ­χά­ρι­ζε, νὰ ξε­δι­πλώ­σω τὸ κα­λύ­τε­ρο χα­μό­γε­λό μου καὶ νὰ τὴ δε­χτῶ ὅ­πως σὲ μαν­δύ­α ἱπ­πό­του ἕ­να βα­σι­λι­κὸ βρέ­φος. Ἂν ὅ­μως ἀρ­γοῦ­σε, νὰ σκύ­ψω γιὰ τρί­τη φο­ρὰ γε­μά­τος συν­τρι­βὴ καὶ ν’ ἀρ­θρώ­σω: «Δοῦ­λος σας, κύ­ρι­έ μου».

          Ἀλ­λὰ πρῶ­τα-πρῶ­τα ἔ­πρε­πε νὰ μεί­νω στὴ σπεί­ρα τοῦ Δέλ­τα. Ἐ­κεῖ ἡ λη­στεί­α γι­νό­ταν ὑ­πὸ λαμ­προύς, δι­ε­θνεῖς οἰ­ω­νούς, μέ­σα σὲ πο­λυ­τε­λῆ γρα­φεῖ­α. Στὴν ἀρ­χἠ, δὲ θὰ ὑ­πῆρ­χα. Κρυμ­μέ­νος πί­σω ἀ­πὸ τὸν κον­τό­πα­χο τμη­μα­τάρ­χη μου, θὰ ὀ­σφραι­νό­μουν. Θὰ εἶ­χα τρό­πους λε­πτούς, ἀ­έ­ρι­νους. Θὰ ἐ­μά­θαι­να τὴ συν­θη­μα­τι­κή τους γλώσ­σα. Ἡ ψαύ­σις τοῦ ἀ­ρι­στε­ροῦ μέ­ρους τῆς χω­ρί­στρας θὰ ἐ­σή­μαι­νε: «πεν­τα­κό­σι­ες χι­λιά­δες». Ἕ­να ἐ­πί­μο­νο τί­ναγ­μα τῆς στά­χτης τοῦ πού­ρου θὰ ἔ­λε­γε: «σύμ­φω­νος». Θὰ ἐ­κέρ­δι­ζα τὴν ἐμ­πι­στο­σύ­νη ὅ­λων. Καί, μιὰ μέ­ρα ἀ­κουμ­πών­τας στὸ κρύ­σταλ­λο τοῦ τρα­πε­ζιοῦ μου, θὰ ἔ­γρα­φα ἐ­γὼ τὴν ἀ­πάν­τη­ση «Ὁ αὐ­τό­νο­μος ὀρ­γα­νι­σμός μας, κύ­ρι­ε Εἰ­σαγ­γε­λεῦ…»

          Ἔ­πρε­πε νὰ σκύ­ψω, νὰ σκύ­ψω, νὰ σκύ­ψω. Τό­σο ποὺ ἡ μύ­τη μου νὰ ἑ­νω­θεῖ μὲ τὴ φτέρ­να μου. Ἔ­τσι βο­λι­κὰ κου­λου­ρι­α­σμέ­νος, νὰ κυ­λῶ καὶ νὰ φθά­σω.

        Κα­νά­γι­ες!

        Τὸ ψω­μὶ τῆς ἐ­ξο­ρί­ας μὲ τρέ­φει. Κου­ροῦ­νες χτυ­ποῦν τὰ τζά­μια τῆς κά­μα­ράς μ­ου. Καὶ σὲ βα­σα­νι­σμέ­να στή­θη χω­ρι­κῶν βλέ­πω νὰ δυ­να­μώ­νει ἡ πνο­ὴ ποὺ θὰ σᾶς σα­ρώ­σει.

          Σή­με­ρα ἐ­πῆ­ρα τὰ κλει­διὰ κι ἀ­νέ­βη­κα στὸ ἐ­νε­τι­κὸ φρού­ριο. Ἐ­πέ­ρα­σα τρεῖς πόρ­τες, τρί­α πα­νύ­ψη­λα, κι­τρι­νω­πὰ τεί­χη, μὲ ριγ­μέ­νες ἐ­πάλ­ξεις. Ὅ­ταν βρέ­θη­κα μέ­σα στὸν ἐ­σω­τε­ρι­κό, τρί­το κύ­κλο, ἔ­χα­σα τὰ ἴ­χνη σας. Κοι­τά­ζον­τας ἀ­πὸ τὶς πο­λε­μί­στρες, χα­μη­λά, τὴ θά­λασ­σα, τὴν πε­διά­δα, τὰ βου­νά, ἔ­νι­ω­θα τὸν ἑ­αυ­τό μου ἀ­σφα­λῆ. Ἐμ­πῆ­κα σ’ ἐ­ρει­πω­μέ­νους στρα­τῶ­νες, σὲ κρύ­πτες ὅ­που εἶ­χαν φυ­τρώ­σει συ­κι­ὲς καὶ ρο­δι­ές. Ἐ­φώ­να­ζα στὴν ἐ­ρη­μί­α. Ἐ­περ­πά­τη­σα ὁ­λό­κλη­ρες ὧ­ρες σπά­ζον­τας με­γά­λα, ξε­ρὰ χόρ­τα. Ἀγ­κά­θια κι ἀ­έ­ρας δυ­να­τὸς κολ­λοῦ­σαν στὰ ροῦ­χα μου. Μὲ ἦ­βρε ἡ νύ­χτα…


Bonsai-03c-GiaIstologio-04


Πη­γή: Κ.Γ. Κα­ρυω­τά­κης, Ποι­ή­μα­τα καὶ πε­ζά, Ἐπι­μέ­λεια Γιῶργος Σαβ­βί­δης, Ἐκδ. «Ἑρ­μῆς», Ἀθή­να, 1975.

 

 

Κ.Γ. Κα­ρυ­ω­τά­κης (Τρί­πο­λη 1896-1928). Ποι­η­τής, πε­ζο­γρά­φος, με­τα­φρα­στής. Σπού­δα­σε Νο­μι­κὰ στὴν Ἀ­θή­να. Ποι­η­τικὰ βι­βλί­α του: Ὁ Πό­νος τοῦ Ἀν­θρώ­που καὶ τῶν Πραγ­μά­των (1919), Νη­πεν­θῆ (1921), Ἐ­λε­γεῖα καὶ Σά­τι­ρες (χ.χ.).


 

Κ. Γ. Καρυωτάκης: Ἕνας πρακτικὸς θάνατος

 

 

 

Κ.Γ. Κα­ρυ­ω­τά­κης

 

Ἕ­νας πρα­κτι­κὸς θά­να­τος

 

ΕΝ ΞΕΡΩ τί φο­ροῦ­σε στὸ κε­φά­λι. Τὰ ροῦ­χα της δὲν εἶ­χαν οὔ­τε σχῆ­μα οὔ­τε χρῶ­μα. Ἐμ­πῆ­κε στὸ γρα­φεῖ­ο κρα­τών­τας στὴν ἀγ­κα­λιὰ δυ­ὸ παι­διὰ καὶ σέρ­νον­τας τέσ­σε­ρα. Ἄλ­λο τρα­βοῦ­σε τὸ φου­στά­νι της, ἄλ­λο τὰ μαλ­λιά της. Ἕ­να ἀ­γό­ρι ὣς τρι­ῶν χρο­νῶν ἔ­τρε­με μὲ κά­τι πα­ρά­ξε­να ἀ­να­φι­λη­τά, χω­ρὶς νὰ κλαί­ει. Ὅ­λα μα­ζὶ —φρι­χτὴ συμ­φω­νί­α— ἐκοί­τα­ζαν τὴ μη­τέ­ρα τους ὅ­πως οἱ μου­σι­κοὶ τὸ μα­έ­στρο. Αὐ­τὴ ὅ­μως εἶ­χε ξε­χά­σει τὴν παρ­τι­τού­ρα της σ’ ἕ­να κομ­ψὸ γρα­φειά­κι ἀ­πὸ acajou.

       Στά­θη­κε μπρο­στά μας μὲ ὀρ­θά­νοι­χτα μά­τια. Κά­τι σὰν ψεύ­τι­κο γέ­λιο, μιὰ γκρι­μά­τσα οἴ­κτου πρὸς τὸν ἑ­αυ­τό της, ἐ­ξη­γοῦ­σε τὰ λό­για της. Ἦ­ταν Ἀρ­μέ­νισ­σα. Ὁ ἄν­τρας της ἐ­πέ­θα­νε σ’ ἕ­να χω­ριό, κι ἦρ­θε ἀ­πὸ κεῖ ζη­τών­τας ψω­μὶ γιὰ τὰ παι­διά της. Τώ­ρα πα­ρα­κα­λοῦ­σε νὰ στε­γα­σθεῖ. Κά­ποι­ος ποὺ ἤ­ξε­ρε τὴ γλώσ­σα της τῆς εἶ­πε ὅ­τι δὲν ὑ­πῆρ­χε που­θε­νὰ θέ­σις. Καὶ κα­θὼς δὲν ἤ­θε­λε νὰ κα­τα­λά­βει, τὴν ἔ­βγα­λαν ἔ­ξω στὸ δι­ά­δρο­μο. Ἔ­μει­νε ξα­πλω­μέ­νη μὲ τὰ παι­διά της ὣς τὸ με­ση­μέ­ρι. Τὴν ἄλ­λη μέ­ρα, ἡ ἴ­δια ἱ­στο­ρί­α. Ἦρ­θε πολ­λὲς φο­ρὲς ἀ­κό­μη.

       Ἐ­πι­τέ­λους τὴν ἔ­ρι­ξαν σὲ μιὰ ἀ­πο­θή­κη. Τριά­ντα οἰ­κο­γέ­νει­ες προ­σφύ­γων ποὺ ἔ­με­ναν ἐ­κει­μέ­σα εἶ­χαν χω­ρί­σει τὰ νοι­κο­κυ­ριά τους πρό­χει­ρα, μὲ φαν­τα­στι­κοὺς τοί­χους. Μπό­γοι, κα­σέ­λες, κου­βέρ­τες ἁπλω­μέ­νες, ξύ­λα βαλ­μέ­να στὴ γραμ­μή, ἐ­σχη­μά­τι­ζαν τε­τρά­γω­να, τὰ μα­χη­τι­κὰ τε­τρά­γω­να τῆς τε­λευ­ταί­ας ἀ­μύ­νης. Σ’ αὐ­τὲς τὶς φω­λι­ὲς ἀ­κι­νη­τοῦ­σαν ἢ ἐ­σά­λευ­αν πέν­θι­μα σκι­ὲς ἀν­θρώ­πων. Τρεῖς-τρεῖς, πέν­τε-πέν­τε, σκορ­πι­σμέ­νοι ἀ­νά­με­σα σὲ ρυ­πα­ρὰ ροῦ­χα καὶ ὑ­πο­λείμ­μα­τα ἐ­πί­πλων, ἦ­ταν σὰ νὰ ψι­θύ­ρι­ζαν πα­ρα­μύ­θια ἢ νὰ προ­σπα­θοῦ­σαν σι­γὰ ν’ ἀ­πο­τι­νά­ξουν τὸ σκο­τά­δι.

       Τώ­ρα ἡ ἀ­πο­θή­κη φω­τί­ζε­ται ἀ­πὸ ἕ­να κε­ρί. Κά­ποι­ο δέ­μα τυ­λιγ­μέ­νο μὲ κα­θα­ρὸ ἄ­σπρο πα­νὶ ἔ­χει το­πο­θε­τη­θεῖ προ­σε­κτι­κά, κά­θε­τα πρὸς τὸν τοῖ­χο, χά­μου. Εἶ­ναι τὸ μι­κρό­τε­ρο ἀ­πὸ τὰ ἕ­ξι παι­διά τῆς Ἀρ­μέ­νισ­σας, ποὺ πέ­θα­νε λί­γες ὧ­ρες με­τὰ τὴν ἐγ­κα­τά­στα­σή τους. Τ’ ἀδέλ­φια του παί­ζουν ἔ­ξω στὸν ἥ­λιο. Ἡ μη­τέ­ρα, ξα­λα­φρω­μέ­νη, πα­ρα­στέ­κει γιὰ τε­λευ­ταί­α φο­ρὰ τὸ μω­ρό της. Οἱ ἄλ­λες γυ­ναῖ­κες τὴ μα­κα­ρί­ζουν, για­τὶ θὰ μπο­ρέ­σει ἀ­πὸ αὔ­ριο νὰ πιά­σει δου­λειά. Εἶ­ναι σχε­δὸν εὐ­τυ­χής. Καί ὁ νε­κρὸς ἀ­κό­μη πε­ρι­μέ­νει μὲ τό­ση ἀ­ξι­ο­πρέ­πεια…

 

 

Πη­γή: Κ.Γ. Κα­ρυω­τά­κης, Ποι­ή­μα­τα καὶ πε­ζά, Ἐπι­μέ­λεια Γιῶργος Σαβ­βί­δης, Ἐκδ. «Ἑρ­μῆς», Ἀθή­να, 1975.

 

Κ.Γ. Κα­ρυ­ω­τά­κης (Τρί­πο­λη, 1896-Πρέβεζα, 1928). Ποι­η­τής, πε­ζο­γρά­φος, με­τα­φρα­στής. Σπού­δα­σε Νο­μι­κὰ στὴν Ἀ­θή­να. Ποι­η­τικὰ βι­βλί­α του: Ὁ Πό­νος τοῦ Ἀν­θρώ­που καὶ τῶν Πραγ­μά­των (1919), Νη­πεν­θῆ (1921), Ἐ­λε­γεῖα καὶ Σά­τι­ρες (χ.χ.).

 

Κ.Γ. Καρυωτάκης: Καλὸς ὑπάλληλος

 

 

 

Κ. Γ. Κα­ρυ­ω­τά­κης

 

Κα­λὸς ὑ­πάλ­λη­λος

 

ΙΝΑΙ ἕ­νας ἀ­γα­θὸς γε­ρον­τά­κος. Ἔ­πει­τα ἀ­πὸ τριά­ντα χρό­νων ὑ­πη­ρε­σί­α, ἔ­χει νὰ δι­α­τρέ­ξει ὅ­λους τοὺς βαθ­μούς. Γρα­φεὺς στὸ πρω­τό­κολ­λο.

       Πάν­τα ἔ­κα­νε τὴ δου­λειά του εὐ­συ­νεί­δη­τα, σχε­δὸν μὲ κέ­φι. Σκυμ­μέ­νος ἀ­πὸ τὸ πρω­ὶ ὣς τὸ βρά­δυ στὸ παρ­θε­νι­κὸ βι­βλί­ο του, περ­νοῦ­σε τοὺς ἀ­ριθ­μοὺς καὶ ἀν­τέ­γρα­φε τὶς πε­ρι­λή­ψεις. Κά­πο­τε, με­τὰ τὴν κα­τα­χώ­ρι­ση ἑ­νὸς εἰ­σερ­χο­μέ­νου ἢ ἑ­νὸς ἐ­ξερ­χο­μέ­νου, ἐ­τρά­βα­γε μιὰ γραμ­μὴ ποὺ ἔ­βγαι­νε ἀ­πὸ τὴν τε­λευ­ταί­α στή­λη καὶ προ­χω­ροῦ­σε πρὸς τὸ πε­ρι­θώ­ριο, ἔ­τσι σὰν ἀ­πό­πει­ρα φυ­γῆς. Αὐ­τὴ ἡ οὐ­ρὰ δὲν εἶ­χε θέ­ση ἐ­κει­μέ­σα, ὅ­μως τὴν τρα­βοῦ­σε βι­α­στι­κά, μὲ πεῖ­σμα, θέ­λον­τας νὰ ἐκ­φρά­σει τὸν ἑ­αυ­τό του. Ἂν ἔ­σκυ­βε κα­νεὶς πά­νω στὴν ἁ­πλὴ καὶ ἴ­σια γραμ­μού­λα, θὰ διά­βα­ζε τὴν ἱ­στο­ρί­α τοῦ κα­λοῦ ὑ­παλ­λή­λου.

      Νέ­ος ἀ­κό­μη, μπαί­νον­τας στὴν ὑ­πη­ρε­σί­α, ἐ­χαι­ρέ­τη­σε μὲ συγ­κα­τα­βα­τι­κὸ χα­μό­γε­λο τοὺς συ­να­δέλ­φους του. Ἔ­τυ­χε νὰ κα­θί­σει σ’ αὐ­τὴ τὴν κα­ρέ­κλα. Κι ἔ­μει­νε ἐ­κεῖ. Ἦρ­θαν ἄλ­λοι ἀρ­γό­τε­ρα, ἔ­φυ­γαν, ἐ­πέ­θα­ναν. Αὐ­τὸς ἔ­μει­νε ἐ­κεῖ. Οἱ προ­ϊ­στά­με­νοί του τὸν θε­ω­ροῦ­σαν ἀ­πα­ραί­τη­το. Εἶ­χε ἀ­πο­κτή­σει μιὰ φο­βε­ρή, μοι­ραί­α εἰ­δι­κό­τη­τα.

      Ἐ­λά­χι­στα πρα­κτι­κὸς ἄν­θρω­πος. Τί­μιος, ἰ­δε­ο­λό­γος. Μ’ ὅ­λη τὴ φτω­χι­κή του ἐμ­φά­νι­ση, εἶ­χε ἀ­ξι­ώ­σεις εὐ­πα­τρί­δου. Ἕ­να πρω­ί, ἐ­πει­δὴ ὁ Δι­ευ­θυν­τής του τοῦ μί­λη­σε κά­πως φι­λι­κό­τε­ρα, ἐ­πῆ­ρε θάρ­ρος, τοῦ ἀ­πάν­τη­σε στὸν ἑ­νι­κό, ἐ­γέ­λα­σε μά­λι­στα ἀ­νοι­χτό­καρ­δα καὶ τὸν χτύ­πη­σε στὸν ὦ­μο. Ὁ κύ­ριος Δι­ευ­θυν­τὴς τό­τε, μ’ ἑ­να πα­γω­μέ­νο βλέμ­μα, τὸν ἐ­κάρ­φω­σε πά­λι στὴ θέ­ση του. Κι ἔ­μει­νε ἐ­κεῖ.

      Τώ­ρα, βγαί­νον­τας κά­θε βρά­δυ ἀ­πὸ τὸ γρα­φεῖ­ο, παίρ­νει τὸν πα­ρα­λια­κὸ δρό­μο, βι­α­στι­κὸς-βι­α­στι­κός, γυ­ρί­ζον­τας δαι­μο­νι­σμέ­να τὸ μπα­στού­νι του μὲ τὴν ὡ­ραί­α, νι­κέ­λι­νη λα­βή. Γρά­φει κύ­κλους μέ­σα στὸ ἄ­πει­ρο. Καὶ μέ­σα στοὺς κύ­κλους τὰ ση­μεῖ­α τοῦ ἀ­πεί­ρου. Ὅ­ταν πε­ρά­σει τὰ τε­λευ­ταῖ­α σπί­τια, θ’ ἀ­φή­σει πάν­τα νὰ ξε­φύ­γει ψη­λὰ μὲ ὁρ­μὴ τὸ μπα­στού­νι του, ἔ­τσι σὰν ἀ­πό­πει­ρα λυ­τρω­μοῦ.

      Με­τὰ τὸν πε­ρί­πα­το τρυ­πώ­νει σὲ μιὰ τα­βέρ­να. Κά­θε­ται μό­νος, ἀν­τί­κρυ στὰ με­γά­λα, φρε­σκο­βαμ­μέ­να βα­ρέ­λια. Ὅ­λα ἔ­χουν γραμ­μέ­νο πά­νω ἀπ’ τὴν κά­νου­λα, μὲ πα­χιά, μαῦ­ρα γράμ­μα­τα, τ’ ὄ­νο­μά­τους: Πη­νει­ός, Γάγ­γης, Μισ­σισ­σιπ­πής, Τάρ­τα­ρος. Κοι­τά­ζει ἐκ­στα­τι­κὸς μπρο­στά του. Τὸ τέ­ταρ­το πο­τη­ρά­κι γί­νε­ται πο­τα­μό­πλοι­ο, μὲ τὸ ὁ­ποῖ­ο τα­ξι­δεύ­ει σὲ θαυ­μα­στούς, ἄ­γνω­στους κό­σμους. Ἀ­πὸ τὰ πυ­κνὰ δέν­τρα, πί­θη­κοι σκύ­βουν καὶ τὸν χαι­ρε­τᾶ­νε. Εἶ­ναι εὐ­τυ­χής.

 

 

Πη­γή: Κ.Γ. Κα­ρυ­ω­τά­κης, Ποι­ή­μα­τα καὶ πε­ζά, Ἐ­πι­μέ­λεια Γι­ῶρ­γος Σαβ­βί­δης, Ἐκδ. «Ἑρ­μῆς», Ἀ­θή­να, 1975. Πρώ­τη γρα­φή: Ἰ­α­νουά­ριος 1928.

 

Κ.Γ. Κα­ρυ­ω­τά­κης (Τρί­πο­λη 1896-1928). Ποι­η­τής, πε­ζο­γρά­φος, με­τα­φρα­στής. Σπού­δα­σε Νο­μι­κὰ στὴν Ἀ­θή­να. Ποι­η­τι­κὰ βι­βλί­α του: Ὁ Πό­νος τοῦ Ἀν­θρώ­που καὶ τῶν Πραγ­μά­των (1919), Νη­πεν­θῆ (1921), Ἐ­λε­γεῖ­α καὶ Σά­τι­ρες (χ.χ.­).