Ἀγαθοκλῆς Ἀζέλης: Ἡ κα­θυ­στε­ρη­μέ­νη νο­σταλ­γί­α



Ἀγαθοκλῆς Ἀζέλης


Ἡ κα­θυ­στε­ρη­μέ­νη νο­σταλ­γί­α


ΤΗΝ ΑΡΧΗ ἦρ­θε ἕ­να γράμ­μα. Ὁ ἀ­πο­στο­λέ­ας ἦ­ταν ἄ­γνω­στος, ὅ­μως ὁ φά­κε­λος εἶ­χε τὸ λο­γό­τυ­πο μιᾶς ἕ­νω­σης ἀν­τι­στα­σια­κῶν μὲ ἕ­δρα τὴν Κα­λα­μά­τα. Ὁ συν­τά­κτης του ἀ­να­ζη­τοῦ­σε τὰ ἴ­χνη τοῦ Μι­χά­λη Ἀ.. Τὴ δι­εύ­θυν­ση τὴ βρῆ­κε ἀ­πὸ τὸν τη­λε­φω­νι­κὸ κα­τά­λο­γο, ὅ­μως δὲν ἦ­ταν βέ­βαι­ος ὅ­τι ἐ­πρό­κει­το γιὰ τὸ πρό­σω­πο ποὺ ἔ­ψα­χνε, κα­θὼς ὁ τό­πος ποὺ γνω­ρί­στη­καν πρὶν σα­ραν­τα­έ­ξι χρό­νια ἦ­ταν ἐν­τε­λῶς δι­α­φο­ρε­τι­κός. Ὅ­μως μό­νο σὲ ἀ­θη­να­ϊ­κὴ δι­εύ­θυν­ση βρῆ­κε τὸ ὀ­νο­μα­τε­πώ­νυ­μό του. Εἶ­χαν γνω­ρι­στεῖ, ἔ­γρα­φε, στὴν Κα­το­χή, στὴν πε­ρι­ο­χὴ τῆς Κα­λαμ­πά­κας. Τὸν βρῆ­κε βα­ριὰ τραυ­μα­τι­σμέ­νο σ’ ἕ­να σύ­θα­μνο ὁ Μι­χά­λης, ἕ­να ρο­δο­κόκ­κι­νο, γε­λα­στὸ πα­λι­κα­ρά­κι μὲ γα­λα­νὰ μά­τια. Ἔ­βο­σκε κά­τι πρό­βα­τα κον­τὰ στὸ Κα­στρά­κι. Τὸν συμ­μά­ζε­ψε, τὸν ἔ­κρυ­ψε σὲ μιὰ σπη­λιά, τὸν πε­ρι­ποι­ή­θη­κε μέ­χρι ποὺ πῆ­ρε τὰ πά­νω του καὶ βρῆ­κε τρό­πο νὰ τὸν πα­ρα­δώ­σει στοὺς συ­να­γω­νι­στές του. Με­τὰ ἀ­πὸ τό­σα χρό­νια, ποι­ός ξέ­ρει ποι­ά δύ­να­μη ἔ­σπρω­ξε τὸ χέ­ρι του νὰ γρά­ψει. Τὴν ἐ­πο­χὴ ποὺ ἔ­φτα­σε τὸ γράμ­μα ἔ­τυ­χε νὰ βρί­σκε­ται στὴν Ἀ­θή­να ὁ γιὸς τοῦ Μι­χά­λη, ἐρ­χό­με­νος ἀ­πὸ τὸ ἐ­ξω­τε­ρι­κὸ γιὰ νὰ ἐ­πι­σκε­φτεῖ τὴ μά­να. Ἐ­κεί­νη τοῦ ἀ­νέ­θε­σε νὰ γρά­ψει τὴν ἀ­πάν­τη­ση, ὅ­τι ἂν εἶ­χε βια­στεῖ λί­γο, θὰ τὸν εἶ­χε προ­λά­βει αὐ­τὸν ποὺ ἔ­ψα­χνε, ποὺ χά­θη­κε πρὶν τέσ­σε­ρα χρό­νια σὲ τρο­χαῖ­ο. Ὁ γιὸς συμ­πλή­ρω­σε τὸν ἀ­ριθ­μὸ τοῦ τη­λε­φώ­νου τους καὶ ζή­τη­σε πε­ρισ­σό­τε­ρα στοι­χεῖ­α ἀ­πὸ τὸν ἐ­πι­στο­λο­γρά­φο, κα­θὼς με­τὰ τὴν ἀ­πώ­λεια τοῦ πα­τέ­ρα ἀ­να­ζη­τοῦ­σε κά­θε πη­γὴ ποὺ θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ κα­λύ­ψει τὰ κε­νὰ ποὺ ἄ­φη­σε πί­σω του ἀ­νέκ­κλη­τα ὁ ἐ­κλι­πών. Εἶ­χε κα­τα­λά­βει πό­σα τοῦ ἔ­λει­παν ἀ­πὸ τὸν πα­τέ­ρα, ἐ­κτὸς ἀ­πὸ τὴ φυ­σι­κή του πα­ρου­σί­α. Ὅ­μως πα­λι­ό­τε­ρα θε­ω­ροῦ­σε ὅ­τι εἶ­χαν και­ρὸ μπρο­στά τους γιὰ νὰ τὰ ποῦν. Ἡ χή­ρα ἦ­ταν πά­λι μό­νη ὅ­ταν τη­λε­φώ­νη­σε ὁ τραυ­μα­τί­ας τοῦ ’40. Πε­ρισ­σό­τε­ρο ἔ­κλαι­γαν πα­ρὰ μι­λοῦ­σαν, κα­θέ­νας γιὰ τοὺς δι­κούς του λό­γους. Ἐ­κεῖ­νος, ἀ­πα­ρη­γό­ρη­τος ποὺ τὸ κομ­μέ­νο πό­δι τὸν κα­θή­λω­σε καὶ δὲν μπό­ρε­σε νὰ ὑ­λο­ποι­ή­σει συσ­σω­ρευ­μέ­νη ἐ­πι­θυ­μί­α δε­κα­ε­τι­ῶν, νὰ ἀν­τι­κρύ­σει ἀ­πὸ ἄλ­λη σκο­πιὰ πλέ­ον ἐ­κεῖ­νον ποὺ δὲν δί­στα­σε νὰ παί­ξει τὴ ζω­ή του κο­ρώ­να-γράμ­μα­τα γιὰ ἕ­ναν ἄ­γνω­στο. Ἐ­κεί­νη για­τὶ ἡ εὐ­γνω­μο­σύ­νη τοῦ ξέ­νου ὄ­ξυ­νε τὴ δι­κή της αἴ­σθη­ση ἀ­πώ­λειας. Τὴν πρό­θε­σή του νὰ τα­ξι­δέ­ψει στὴν Ἀ­θή­να τὴν ἐμ­πό­δι­σαν γε­ρά­μα­τα κι ἀ­να­πη­ρί­α. Οὔ­τε ὅ­μως ὁ γιὸς τοῦ Μι­χά­λη ἀ­ξι­ώ­θη­κε νὰ κά­νει τὸ πο­θη­τὸ τα­ξί­δι στὴν Κα­λα­μά­τα. Με­τὰ ἀ­πὸ δε­κα­ε­τί­ες ἀ­να­λο­γί­ζε­ται τὸ πε­ρι­στα­τι­κό, ὅ­μως δὲν ἔ­χει πλέ­ον ποι­όν νὰ ψά­ξει οὔ­τε κά­ποι­ον νὰ μοι­ρα­στεῖ τὶς ἀ­πώ­λει­ες.



Πηγή: Ἀπὸ τὴ σειρὰ πεζῶν Θραύσματα τοῦ 20οῦ αἰώνα. Πρώτη δη­μο­σί­ευ­ση.

Ἀγαθοκλῆς Ἀζέλης (Μη­λιὰ Με­τσό­βου, 1963). Φι­λό­λο­γος στὴ Δευ­τε­ρο­βάθ­μια Ἐκ­παί­δευ­ση, ἀ­πό­φοι­τος τῆς Φι­λο­σο­φι­κῆς Ἀ­θη­νῶν καὶ δι­δά­κτο­ρας τοῦ Πα­νε­πι­στη­μί­ου τῆς Βι­έν­νης. Πρῶ­το του βι­βλί­ο: Νύ­χτες στὸ θρυμ­μα­τι­σμέ­νο ἐ­νυ­δρεῖ­ο, Ἀ­θή­να, 2008, (ποί­η­ση). Δη­μο­σί­ευ­σε με­τα­φρά­σεις γερ­μα­νό­φω­νης λο­γο­τε­χνί­ας.