Ξένια Ψαρροῦ: Ὁ φρουρός


Ξένια Ψαρροῦ


Ὁ φρουρός


ΑΠΟΙΟ ΧΕΡΙ μοῦ ἄ­φη­νε φα­γη­τό, κά­θε μέ­ρα, ἀ­πὸ ἕ­να μι­κρὸ πορ­τά­κι τοῦ κά­στρου. Ἐ­κεῖ ἤ­μουν φρου­ρός, εἴ­κο­σι χρό­νια. Ἀ­κοί­μη­τος, φρου­ροῦ­σα τὴν κεν­τρι­κὴ πόρ­τα. Μὲ ἥ­λιο, μὲ φεγ­γά­ρι, μὲ βρο­χὴ καὶ μὲ χι­ό­νι. Ὅ­μως, κα­νέ­νας ἄν­θρω­πος δὲν ἔμ­παι­νε στὸ κά­στρο. Λί­γο μὲ ἀ­πα­σχο­λοῦ­σε αὐ­τό: ἡ δου­λειά μου ἦ­ταν νὰ φυ­λά­ω, ἡ­ρω­ι­κά, τὴν πόρ­τα. Ἐ­ξάλ­λου, ἀ­πὸ μέ­σα ἀ­κού­γον­ταν ὅ­λοι οἱ ἦ­χοι ἑ­νὸς ζων­τα­νοῦ βα­σι­λεί­ου: φω­νὲς ἀν­θρώ­πων, ἀ­λό­γων, μου­σι­κὲς γλυ­κές, ἐ­νῶ ἄλ­λες φο­ρὲς ἄ­κου­γα δο­ξο­λο­γί­ες, γά­μους ἢ κη­δεῖ­ες, τρα­γού­δια γιὰ τὸν ἔ­ρω­τα καὶ τὴν ἀ­γά­πη, φω­νὲς παι­δι­ῶν.

        Ἦ­ταν κτι­σμέ­νο στὴν ἄ­κρη ἑ­νὸς γκρε­μοῦ. Ἀ­πέ­ναν­τί μου, ἕ­να δύ­σβα­το δά­σος. Μό­νο μιὰ φο­ρὰ πῆ­γα μέ­χρι τὴν ἀρ­χή του καὶ ξα­να­γύ­ρι­σα στὴ θέ­ση μου, για­τί ἦ­ταν πο­λὺ ση­μαν­τι­κή, ὅ­πως μοῦ εἶ­χε πεῖ μιὰ φο­ρὰ ἡ πυρ­γο­δέ­σποι­να, μιᾶς καὶ τὸ ἑ­τοί­μα­ζε γιὰ τὸν πρίγ­κη­πά της… Μά­λι­στα, εἶ­χα καὶ ἕ­να μι­κρὸ φυ­λά­κιο ὅ­που κοι­μό­μουν ὄρ­θιος, βέ­βαι­α, ὅ­λ’ αὐ­τὰ τὰ χρό­νια. Μοῦ ἔ­φερ­νε φα­γη­τό, ὅ­μως ἀ­δυ­νά­τι­ζα καὶ μὲ κό­πο σή­κω­να τὴ βα­ριὰ πα­νο­πλί­α καὶ τὰ ὅ­πλα. Τὰ που­λιὰ τοῦ δά­σους μὲ λυ­ποῦν­ταν καὶ μοῦ ἔ­φερ­ναν ψι­χου­λά­κια, πράγ­μα ποὺ πα­ρα­δό­ξως μὲ δυ­νά­μω­νε.

        Ὥ­σπου μιὰ μέ­ρα, στα­μά­τη­σαν οἱ ἦ­χοι τοῦ κά­στρου. Κι ἡ ἑ­πό­με­νη πέ­ρα­σε σιω­πη­λή. Τὴν τρί­τη μέ­ρα ἀ­πο­φά­σι­σα νὰ μπῶ μέ­σα. Ἄ­νοι­ξα τὴ βα­ριὰ πόρ­τα. Ψυ­χὴ ζῶ­σα γύ­ρω, ἐ­ρη­μιά. Στὸ κέν­τρο τῆς πλα­τεί­ας μιὰ γυ­ναί­κα νε­κρή, ἡ πυρ­γο­δέ­σποι­να, καὶ γύ­ρω της πε­τα­μέ­νες κα­σέ­τες κι ἕ­να κα­σε­τό­φω­νο. Ἔ­σκυ­ψα καὶ πῆ­ρα μιὰ ποὺ ἔ­γρα­φε: τοῦ γά­μου, ἄλ­λη ἔ­γρα­φε: τῆς κη­δεί­ας, ἄλ­λη: τρα­γού­δια ἀ­γά­πης, ἦ­χοι ἀν­θρώ­πων, ἦ­χοι ζώ­ων… Εἶ­χε κα­σέ­τες γιὰ κά­θε μέ­ρα τοῦ χρό­νου… Πλη­σί­α­σα τὸ νε­κρὸ σῶ­μα. Δὲν ἀ­να­γνώ­ρι­σα τὸ πρό­σω­πό της, για­τί ἦ­ταν δι­α­φο­ρε­τι­κό, ὄ­μορ­φο. Μό­νο τὸ χέ­ρι ποὺ μὲ ἔ­τρε­φε εἶ­δα καὶ κα­τά­λα­βα πὼς ἦ­ταν αὐ­τή. Σ’ αὐ­τὸ τὸ ἴ­διο χέ­ρι κρα­τοῦ­σε μιὰ μά­σκα, ἴ­δια μὲ τὸ πρό­σω­πο ποὺ ἤ­ξε­ρα. Στὸ ἄλ­λο μιὰ κα­σέ­τα ποὺ ἔ­γρα­φε: φω­νὲς παι­δι­ῶν. Για­τί ἔ­κρυ­βε αὐ­τὴν τὴν ὀ­μορ­φιά;

        Ξάφ­νου, κα­τά­λα­βα πὼς φρου­ροῦ­σα λά­θος κά­στρο τό­σα χρό­νια… Ἔ­μει­να ἀ­πο­σβο­λω­μέ­νος, ἐ­νῶ ἕ­νας δυ­να­τὸς ἄ­νε­μος πα­ρέ­συ­ρε τὶς κα­σέ­τες μέ­χρι ποὺ κά­λυ­ψαν τὸ σῶ­μα της. Μιὰ ἀ­πό­κο­σμη σι­ω­πὴ ἁ­πλώ­θη­κε, κα­θὼς ἀ­πο­φά­σι­σα νὰ τὴν θά­ψω. Μὲ δυ­ὸ ξύ­λα ἔ­φτια­ξα ἕ­ναν σταυ­ρό. Ὄ­νο­μα; Δὲν ἤ­ξε­ρα, ἀλ­λὰ ἔ­βα­λα με­ρι­κὲς μαρ­γα­ρί­τες καὶ τὴν κα­σέ­τα μὲ τὰ παι­διά. Ἕ­να ἀ­η­δό­νι ἀ­κού­στη­κε ἀ­π’ τὸ δά­σος. Μὲ κα­λοῦ­σε… Τὰ δά­κρυ­ά μου ἦ­ταν καυ­τὰ ὅ­ταν γύ­ρι­σα τὴν πλά­τη καὶ βγῆ­κα ἀ­πὸ τὴν βα­ριὰ πόρ­τα. Μπρο­στά μου τὸ δά­σος, μὲ τὸ ἐ­πί­μο­νο ἀ­η­δό­νι νὰ μὲ ὁ­δη­γεῖ. Ἕ­να μο­νο­πά­τι ἀ­νά­με­σα στὰ δέν­δρα εἶ­δα, γιὰ πρώ­τη φο­ρά, καὶ πῆ­γα πρὸς τὰ ἐ­κεῖ. Πί­σω μου ἀ­κού­στη­κε ἕ­νας ἐκ­κω­φαν­τι­κὸς θό­ρυ­βος. Τὸ κά­στρο εἶ­χε χα­θεῖ στὸν γκρε­μό!

        Περ­πα­τοῦ­σα κι ἔ­κλαι­γα. Τὰ δά­κρυ­α ἕ­λι­ω­ναν τὴν πα­νο­πλί­α μου. Ἄ­φη­σα πί­σω μου τὸ δό­ρυ, τὴν πε­ρι­κε­φα­λαί­α, τὸν σι­δε­ρέ­νιο θώ­ρα­κα… Τό­τε εἶ­δα ἕ­να ξέ­φω­το. Στά­θη­κα κά­τω ἀ­πὸ τὸν λαμ­πε­ρὸ ἥ­λιο καὶ ξάφ­νου κα­τά­λα­βα πὼς ἤ­μουν μιὰ γυ­ναί­κα, γυ­μνὴ στὸ ξέ­φω­το τοῦ δά­σους.

        Ξά­πλω­σα στὸ χῶ­μα. Ἔ­κλαι­γα, γε­λοῦ­σα, ἔ­κλαι­γα, γε­λοῦ­σα, γε­λοῦ­σα… Ὕ­στε­ρα, ἄ­νοι­ξα τὰ μά­τια μου καὶ θυ­μή­θη­κα τὸ δι­κό μου κά­στρο: τό ’­χα ἀ­φή­σει μι­σό. Εἴ­κο­σι χρό­νια μὲ πε­ρί­με­νε.

        Στά­θη­κα στὰ πό­δια μου κι ἄρ­χι­σα νὰ περ­πα­τῶ…



Πηγή: Πρώτη δημοσίευση.

Ξέ­νια Ψαρ­ροῦ (Κρή­τη, 1961). Σπού­δα­σε Φυ­σι­κὴ Ἀ­γω­γὴ στὸ Βου­κου­ρέ­στι καὶ ἐρ­γά­ζε­ται ὡς κα­θη­γή­τρια σὲ σχο­λεῖ­ο. Γρά­φει μυ­θο­πλα­σί­α καὶ ποι­ή­μα­τα. Ποιήματά της ἔ­χουν δημοσιευτεῖ σὲ λογοτεχνικὰ περιοδικά. Τελευταῖο της βιβλίο: Τὸ παι­δί (ποί­η­ση, 2018, ἐκ­δ. Πα­να­γό­που­λος Νε­κτά­ριος).