Ἀργύρης Κόσκορος: Ἡ ὄγδοη νότα


Ἀρ­γύ­ρης Κό­σκο­ρος


Ἡ ὄ­γδο­η νό­τα


ΤΑΝ Ο ΜΙΚΡΟΣ ΕΡΜΗΣ ἔ­κα­νε μὲ τὰ μα­γι­κά του δά­χτυ­λα τὸ καύ­κα­λο τῆς χε­λώ­νας λύ­ρα καὶ τὰ σπλά­χνα τῶν βο­δι­ῶν χορ­δές, ἤ­ξε­ρε πὼς τὰ τρα­γού­δια του δὲν ἀρ­κοῦ­σαν γιὰ νὰ ἐ­ξευ­με­νί­σουν τὴν ὀρ­γὴ τοῦ Ἀ­πόλ­λω­να· για­τὶ ὅ­σο ἐμ­πνευ­σμέ­να κι ἂν τά ‘χε γρά­ψει, ὅ­σο κι ἂν μά­γευ­αν ἀ­κό­μα καὶ τὰ που­λιά, ἦ­ταν πο­λὺ μι­κρὰ γιὰ τὸ αὐ­στη­ρὸ γοῦ­στο τοῦ Φοί­βου.

           Ἅ­πλω­σε λοι­πὸν τὸ ἀ­φτί του σὲ ὁ­λά­κε­ρη τὴν πλά­ση γιὰ νὰ γρα­πώ­σει τοὺς ἤ­χους αὐ­τοὺς ποὺ θὰ προ­σέ­δι­δαν στὴ φω­νή του τὴν ἁρ­μο­νί­α ποὺ ἔ­λει­πε ἀ­πὸ τὴν ἑρ­μη­νεί­α του. Κι ἄ­κου­σε τὶς οἰ­μω­γές, τὰ κλά­μα­τα, τοὺς σπα­ραγ­μοὺς τῶν θνη­τῶν, σὰ νὰ πα­ρα­κα­λᾶ­νε τοὺς θε­οὺς γιὰ λυ­τρω­μὸ ἀ­πὸ τὰ βά­σα­νά τους. Ἄ­κου­σε καὶ τὰ πα­ρά­πο­να τὰ πιὸ πνι­χτὰ κι ὑ­πό­κω­φα, κι ἄλ­λα ἀ­θό­ρυ­βα καὶ πε­ρή­φα­να, κα­θὼς κι αὐ­τὰ ποὺ κρύ­βον­ταν στὰ πιὸ γεν­ναῖ­α γέ­λια.

           Κι ὁ θε­ὸς χα­μο­γέ­λα­σε.

           «Ὁ στε­ναγ­μός, αὐ­τὸ τοῦ ἔ­λει­πε, ὁ στε­ναγ­μός…»

           Εἶ­χε πιὰ με­γα­λώ­σει.



Πη­γή: Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση.

Ἀρ­γύ­ρης Κό­σκο­ρος (Ἀ­θή­να 1978). Σπού­δα­σε Βι­βλι­ο­θη­κο­νο­μί­α στὸ Τ.Ε.Ι. Ἀ­θή­νας καὶ Φι­λο­λο­γί­α μὲ κα­τεύ­θυν­ση γλωσ­σο­λο­γί­ας στὸ Ε.Κ.Π.Α. Μι­λά­ει ἀγ­γλι­κὰ καὶ ἰ­τα­λι­κά. Ἐρ­γά­ζε­ται ὡς βι­βλι­ο­θη­κο­νό­μος στὸ Δι­ε­θνὲς Κέν­τρο Συγ­γρα­φέ­ων καὶ Με­τα­φρα­στῶν Ρό­δου.