.
.
Ἀλμπέρτος Νάρ
.
Σαλονικάϊ, δηλαδὴ Σαλονικιός
.
ΑΛΟΝΙΚΑΪ, δηλαδὴ Σαλονικιός, ποὺ στὰ ἑβραϊκὰ πάει νὰ πεῖ ἄντρας ρωμαλέος καὶ εὔστροφος. Ὁ ὅρος θὰ πρέπει νὰ ἐπινοήθηκε μετὰ τὸ ’30-’31, τότε ποὺ κάμποσοι δικοί μας μετανάστευσαν στὴν Παλαιστίνη καὶ πιάσανε τὰ πόστα στὰ λιμάνια τῆς Χάιφας καὶ τῆς Γιάφας.
Σαλονικάι, δηλαδὴ Σαλονικιός, συλλογίζεται ὁ Τζάκο Σουλέμα, κάτοικος Χιλής, ἔτσι καθὼς κόβει βόλτες στὴ διαδρομὴ λιμάνι-Πύργος, καὶ μετὰ στὴ νέα παραλία, μέχρι τὸ Μακεδονία Παλλάς, μέχρι τὴ Σαλαμίνα, μέχρι τοῦ Ἀλλατίνι, μέχρι ἐκεῖ ποὺ τὸν κρατοῦν τὰ πόδια του. Σαλονικάι, Σαλονικιός, δηλαδὴ καπνεργάτης, στοιβαδόρος, βαρκάρης, ἀλλὰ καὶ δημοσιογράφος, ἐμποροϋπάλληλος, λογιστῆς καὶ δικηγόρος, γιατρός, ἀρχιτέκτονας καὶ στέλεχος τῆς μπάντας τῆς Μακαμπῆ, καὶ ποδοσφαιριστὴς ὅπως ὁ Ἀλμπὲρ Ναμίας τοῦ Ἠρακλέους, ποὺ τὸν χάζευε τὸ ’36 νὰ διασχίζει τὴν Ἐγνατία μεταφέροντας τὴν ὀλυμπιακὴ φλόγα, καὶ δρομέας, ὅπως ὁ Λεὸν Πασὶ ὁ Βαλκανιονίκης, καὶ πυγμάχος, ὅπως ὁ Μάρκος Ἀζούς, ὁ Ἀρουχάκης καὶ ὁ Ραζόν, ποὺ λίγο ἔλειψε νὰ τοὺς τὸ κάνουνε τὸ στρατόπεδο λίμπα.
Σαλονικάι, δηλαδὴ Σαλονικιός, δηλαδὴ ἐγώ, συλλογίζεται ὁ Τζάκο Σουλέμα, γέννημα θρέμμα τῶν τενεκὲ-μαχαλάδων, ποὺ τοὺς κατάπιε ὁ νέος σιδηροδρομικὸς σταθμός. Καὶ δὲ χορταίνει τὰ πυριφλεγὴ ἡλιοβασιλέματα καὶ τὰ παιδάκια στὸ πάρκο ποὺ παίζουνε κυνηγητὸ καὶ τοὺς συνταξιούχους ποὺ διαπληκτίζονται γιὰ τὰ πολιτικά. Σαλονικάι, Σαλονικιός. Κι ἀναρωτιέται τί νὰ ἀπόγιναν ὅλοι ἐκεῖνοι; Καὶ τοὺς γυρεύει στὶς πλατεῖες, στὶς λεωφόρους ἀλλὰ καὶ στοὺς δευτερεύοντες δρόμους μὲ τὰ διπλοπαρκαρισμένα αὐτοκίνητα. Τοὺς ἀναζητᾶ στὶς νεόδμητες ἐργατικὲς κατοικίες ποὺ ἀντικατέστησαν τὰ παραπήγματα τῶν ἄλλοτε συνοικισμῶν, ἐκεῖ ποὺ γνώριζε πῶς βρισκόταν ἡ τάδε ἀλάνα, τὸ τάδε δίπατο μὲ τὴ χρονολογία 5718 χαραγμένη στὸ ὑπέρθυρο, χρονολογία ποὺ οἱ σημερινοὶ σίγουρα ἀδυνατοῦν νὰ κατανοήσουν καὶ νὰ ἀποκρυπτογραφήσουν, τὸ δίπατο ποὺ παραχώρησε τὴ θέση του σὲ ξενοδοχεῖο τεσσάρων ἀστέρων. Τοὺς ἀναζητᾶ καὶ στὶς ταφόπλακες μὲ τὰ παράξενα γράμματα ποὺ ἀκόμα καὶ σήμερα ἀνακαλύπτουν, ἀνασκάπτοντας τὰ σπλάχνα τῆς πόλης-μάνας. Τοὺς ἀνακαλεῖ καθὼς περνᾶ μπροστὰ ἀπὸ τὸ Ἀμερικάνικο Προξενεῖο. Ἐδῶ ποὺ κάποτε, γύρω στὸ ’49-’50, τότε ποὺ ἀκόμα δὲν μποροῦσε νὰ ἐξηγήσει πῶς τὰ κατάφερε καὶ ἐπιβίωσε, κατέθεσε τὰ χαρτιά του γιὰ μετανάστευση. Τὸν κόψανε ὅμως μιὰ καὶ φρόντισαν νὰ προμηθευτοῦν τὸ φάκελό του καὶ νὰ πληροφορηθοῦν μέχρι καὶ τί ὄνειρα ἔβλεπε στὸν ὕπνο του. Ἤξεραν λοιπὸν πὼς βγῆκε ἀπὸ μικρὸς στὸ κλαρὶ καὶ γιὰ τὶς φυλακὲς καὶ γιὰ τὶς ἐξορίες. Μέχρι καὶ γιὰ τὴν Ἀκροναυπλία ἤξεραν, τότε ποὺ πέρασε γραμμὴ νὰ μάθουν ὅλοι νὰ κολυμποῦν μήπως κι ἀποδράσουν ἀπὸ τὴ μεριὰ τῆς θάλασσας. Ἐκεῖνος ὅμως κόντεψε νὰ μείνει στὸν πάτο. Κι ἀφοῦ μὲ κόπο τὸν σύρανε ἔξω, «ἀφῆστε, σύντροφοι», δήλωσε, «θὰ ἀποδράσω ἀπὸ τὴ στεριά».
Σαλονικάι, δηλαδὴ Σαλονικιός, δηλαδὴ ἐγώ, συλλογίζεται καὶ προσπερνᾶ τὸ Λευκὸ Πύργο, ἀφήνει πίσω του τὸ Βασιλικὸ Θέατρο καὶ κόβει ἀριστερά. Τὸ Στρατηγεῖο παραμένει ἴδιο καὶ ἀπαράλλαχτο. Καὶ διατηροῦνται ἀκόμα καὶ κάποιοι στρατῶνες τοῦ 50ού Συντάγματος Πεζικοῦ. Αὐτὸς βέβαια πιὸ πολὺ στὸ πειθαρχεῖο τὴν ἔβγαζε. «Ἐδῶ θὰ καλοπεράσεις, παλιοτόμαρο», τὸν καλωσόρισε ὁ ἐνημερωμένος καραβάνας, τότε ποὺ παρουσιάστηκε. Καὶ «καλοπέρασε». Καὶ στὸν πόλεμο ὄργωσε τὰ βουνὰ μὲ τὸ μουλάρι του κι ἔφαγε χιόνι μὲ τὸ τσουβάλι. Κι ἀκόμα θρήνησε τὴν πρώτη του γυναίκα, τὴν πρώτη του ἀγάπη, ποὺ δὲν πρόλαβε νὰ χαρεῖ. Ἡ βόμβα τῶν Ἰταλῶν, τοῦ γράψανε, ἔπεσε ἀκριβῶς πάνω στὸ σπίτι τους. Καὶ τοῦ μακέλεψε τὴν ψυχή.
Θυμᾶται λοιπὸν ὁ Τζάκο Σουλέμα, ἐπιχειρηματίας στὸ Σαντιάγο, μὲ βίλα στὸ ἀριστοκρατικὸ προάστιο Λᾶς Κόντες, μὲ ἐξοχικὴ μεζονέτα, πρώτη στὴ θάλασσα στὴ Ρεϊνάκα, ἔξω ἀπὸ τὴ Βίνια ντὲλ Μάρ, καὶ γραφεῖα -ὑποκαταστήματα στὴν Ἀρίκα, στὴν Κονσεψιὸν καὶ στὸ Βαλπαραῖσο. Θυμᾶται, καὶ κάτι σὰν μολυβένιο τὸν πλακώνει. Σαλονικάι, Σαλονικιός. Καὶ ὅλος του ὁ νταλγκᾶς νὰ τὸν ξυπνήσει ἡ μάνα του, «ἀλεβάντα, Τζάκο – σήκω ἐπάνω, Τζάκο», καὶ νὰ μὴν εἶναι νύχτα. Κι ἀκόμα νὰ τοὺς ἔρθουν ἐπιτέλους βολικά, νὰ βγεῖ τὸ νοίκι, νὰ κατοικήσουν κάποτε ἔστω καὶ στὸ πρῶτο πάτωμα, νὰ ξεφύγουν ἀπὸ τὰ ὑπόγεια, μιὰ ζωὴ μούχλα καὶ σκοτάδι. Ἀλεβάντα, Τζάκο, σήκω ἐπάνω, Τζάκο. Ὁ πατέρας πέθανε ξαφνικά το ’26. Καὶ ἡ μάνα στοὺς συγγενεῖς, παραδουλεύτρα καὶ πλύστρα. Συγγενεῖς νὰ τοὺς κάνει ὁ Θεός! Χειρότεροι κι ἀπὸ ξένοι. Νὰ τὴν τραβολογοῦνε γιὰ ἕνα πιάτο φαΐ ἀπὸ τὰ χαράματα μέχρι τὰ μαῦρα μεσάνυχτα.
Σαλονικάι, Σαλονικιός. Κι οὔτε ποὺ τὸ κατάλαβε ὁ Τζάκο Σουλέμα, πὼς σουλατσάρει τώρα στὴν Ἐγνατία, ἀνάμεσα Βενιζέλου καὶ Δραγούμη, ἐκεῖ ποὺ διαδήλωνε τὸν Μάη τοῦ ’36. «Εὐτυχῶς ποὺ δὲ μὲ ξέρει κανείς», ψιθυρίζει. Οἱ παλιοὶ φίλοι ἔχουν πεθάνει ἢ ἔχουν γεράσει. Κι ἂν τὸ φέρει ἡ τύχη καὶ διασταυρωθοῦν, ἀποκλείεται νὰ τὸν ἀναγνωρίσουν. Πέρασαν ἄλλωστε σαράντα τόσα χρόνια. Περιφέρεται λοιπὸν ἄγνωστος μεταξὺ ἀγνώστων. Καὶ διατηρεῖ τὴν ἐντύπωση πὼς τὰ πάντα ἀπόμειναν ἀσάλευτα, ἀμετάβλητα. Δὲ γίνεται ἀπὸ τὸ «Ἀττικὸν» νὰ διατηρήθηκε μονάχα ἡ στοὰ τῆς εἰσόδου, καὶ τὸ «Πάνθεον» καὶ τὸ «Ἴλιον», τότε «Σπλέντιντ», νὰ κατεδαφίστηκαν. Παρατηρεῖ λοιπὸν τὰ ἀπαστράπτοντα ἐμπορικὰ κέντρα καὶ λογαριάζει. Νὰ μείνει ἢ νὰ φύγει; Νὰ περάσει μέσα ἢ ὄχι; Κάτι τοῦ μυρίζει ἄσχημα. Καὶ δὲν καταφέρνει νὰ ἐπιβεβαιώσει ἂν ἀναβίωσαν οἱ ὀσμὲς τῶν καπνιστηρίων-οὐρητηρίων ἢ τοῦ παρακείμενου πατσὰ-τζήδικου. Πάντως αὐτός, ἀφοῦ ξεπουλήσει τὸ παστέλι μὲ τὸ μέλι, ἀφήνει τὴν τάβλα δίπλα στὸ ταμεῖο καὶ εἰσέρχεται στὴ σκοτεινὴ αἴθουσα. Ὁλόκληρο ἔργο δὲ θυμᾶται νὰ παρακολούθησε ποτέ. Πάντοτε τὸν πλάκωνε ὁ ὕπνος. Ὁ ὕπνος, ποὺ ποτὲ δὲν τὸν χόρτασε. Ἀλεβάντα, Τζάκο, σήκω ἐπάνω, Τζάκο. Καὶ νὰ ξημερώνει ἡ μέρα δυσοίωνη καί,.ἀμείλικτη καὶ καταθλιπτική.
«Σαλονικάι, λοιπόν, δηλαδὴ Σαλονικιός, δηλαδὴ ἄντρας εὔστροφος καὶ ρωμαλέος», μονολογεῖ ὁ Τζάκο Σουλέμα, ἐτῶν 78, ποὺ ἐπιστρέφει ὡς τουρίστας σ’ αὐτὴ τὴν πόλη ποὺ τότε δὲν τὸν σήκωνε καὶ κυκλοφορεῖ ἐντὸς καὶ ἐκτός των τειχῶν καὶ ἀνακαλύπτει καὶ τὸ καπνομάγαζο ποὺ δούλευε, τώρα στεγάζει κάποιο ἰδιωτικὸ ΙΕΚ, καὶ τὸ σπίτι τοῦ κάπου στὸ Ρεζή, ποὺ φυσικὰ ἐξαφανίστηκε. Ἐκεῖνος ὅμως ἀγνοεῖ τὶς φαγάνες καὶ τὶς μπετονιέρες καὶ ἀντιπαρέρχεται τὶς πολυτελεῖς βιτρίνες, τὰ ἀμέτρητα αὐτοκίνητα, τὰ κομμωτήρια καὶ τὰ κέντρα ἀδυνατίσματος, μὲ τὶς μεγαλοκυρίες ποὺ διαβάζουν ἐμβριθῶς περιοδικὰ μὲ τὰ τελευταῖα νέα γιὰ τοὺς ἔρωτες τῶν τηλεορασανθρώπων. Ἀδυνατεῖ ὅμως νὰ ἀδιαφορήσει γιὰ τὶς ὁμάδες τῶν νεαρῶν, ποὺ πορεύονται γιὰ τὸ γήπεδο μὲ σημαῖες, κασκόλ, καραμοῦζες, φωτοβολίδες καὶ ὅλα τα ἀπαραίτητα. «Γιὰ ἄλλα ἀγωνιζόμασταν ἐμεῖς», συλλογίζεται καὶ ἀνασταίνει τὰ τοπία τῆς μνήμης του, τοὺς μικρόσωμους γέρους ραβίνους ποὺ ἔσερναν σεντούκια μὲ βιβλία, τὴ σκεπὴ ποὺ ἔσταζε κι ἤθελε μερεμέτισμα, τὴν εἰκόνα τοῦ παιδιοῦ μὲ τὰ ναυτικὰ ποὺ λησμονήθηκε στὸν τοῖχο, τὸ φυλαχτὸ στὸ ἔμπα τοῦ σπιτιοῦ ποὺ δὲν πρόλαβαν νὰ ξηλώσουν «τότε». Θέλει νὰ κουβεντιάσει μὲ κάποιες σκιές, ὅμως δὲν τοῦ ἀποκρίνεται κανείς, οὔτε ὁ ἀντίλαλος. Πάντως ἐκεῖ ὅπου τώρα δεσπόζουν τὰ ΚΤΕΛ ἢ μᾶλλον λίγο παρακάτω, στὰ «Ἀνταλλακτικὰ Γερμανίας ὁ Μῆτσος», βρισκόταν τὸ μπακάλικό του ἄλλου θείου του, ὅπου ἄρον ἄρον, παιδὶ πράμα, τὸν ἔστειλαν νὰ δουλέψει παρὰ-γιός. Κουβαλοῦσε τὸ δίχτυ μὲ τὶς παραγγελίες στὰ σπίτια. Καὶ πεινασμένος μιὰ ζωή, ἔβαζε χέρι στὰ ψώνια. Στὸ τυρί, στὶς ἐλιές, ἀκόμα καὶ στὴ ζάχαρη. Ξεσκεπάστηκε ὅμως γρήγορα, ὅταν μιὰ πελάτισσα παραπονέθηκε πὼς μιὰ ὀκὰ τῆς χρέωσαν καὶ λιγότερο ἀπὸ μισῆ τῆς ἔστειλαν. Τὸν περίλαβε ὁ θεῖος, τὸν κρέμασε ἀνάποδα καὶ ποῦ σὲ πονᾶ καὶ ποῦ σὲ σφάζει. Ποιὸς ξέρει ὡς ποῦ ἀκούστηκαν οἱ στριγκλιές του. Βρέθηκαν εὐτυχῶς κάτι γείτονες καὶ εἰδοποίησαν τὴν ἀδελφή του τὴ μεγάλη. Τὴ φουκαριάρα! Πῶς μπορεῖ νὰ τὴν ξεχάσει τώρα, μὲ βαθουλωμένα μάτια, σχεδὸν χωρὶς ψυχή, στὸ Λοιμωδῶν, τὸν μαῦρο χειμώνα τοῦ ’41, ποὺ ἔκανε θραύση ὁ τύφος. Οὔτε καὶ τὴν ἀδελφή του τὴ μικρὴ μπορεῖ νὰ ξεχάσει, τότε ποὺ τὴν ἀντάμωσε γιὰ τελευταία φορά, κουρεμένη γουλὶ νὰ τουρτουρίζει περιβλημένη τὰ ριγωτὰ κουρέλια της. Εὐτυχῶς ὁ Καπὸ ἔκανε τὰ στραβὰ μάτια καὶ τὸν ἄφησε νὰ τὴν πλησιάσει, νὰ τῆς πεῖ ἕνα λόγο παρηγορητικό, νὰ τῆς βάλει στὴν τσέπη ἕνα ξεροκόμματο.
Σαλονικάι, δηλαδὴ Σαλονικιός. Νὰ καὶ τὸ στέκι στὴν ὁδὸ Προμηθέως. Λίγο καφενές, λίγο ταβερνεῖο, λίγο τεκές. Ἐκεῖ τὸν ἄκουσαν νὰ τραγουδάει γιὰ πρώτη φορά. Τὰ εἶχε πιεῖ, φτιάχτηκε. Κι ἀπόμειναν ὅλοι μὲ τὸ στόμα ὀρθάνοιχτο. Τί πάθος, τί τσαλίμι, τί μερακλήδικα ἀνεβοκατεβάσματα! Ἀπὸ τότε, ποῦ τὸν ἔχανες ποῦ τὸν ἔβρισκες. Ἔσμιγε μὲ τὶς κομπανίες, ἔκανε τὸ κέφι του. Ὁ Σαδὶκ ὁ τυφλός, ὁ σαντουρτζής, ποὺ τὸν γνώριζε ἀπὸ μωρό, τοῦ ἔβγαλε καὶ τραγούδι. Νὰ θυμᾶται τὴ μακαρίτισσα τὴ μάνα του. «Ἀλεβάντα, Τζάκο, σήκω ἐπάνω, Τζάκο».
.
«Σήκω ἐπάνω Τζάκο,
σὲ γάμους καὶ σὲ χαρές.
Μπόσικος μὴ δείχνεσαι
γιατί ἔχεις πελατεία».
.
«Στὴν ταβέρνα παίζω τὸ ὄργανο
καὶ τραγουδάω χωρὶς ἀναπαμὸ
καὶ κουνιέμαι σὰν καράβι.
Τζάκο μὲ λὲν ἐμένα».
.
«Τζάκο μὲ λὲν ἐμένα», σιγοτραγουδάει καὶ περιφέρει τὴ σύγχρονη ἀποσύνθεσή του. Θέλει νὰ ξαποστάσει πιὰ καὶ ὀνειρεύεται νέα κορίτσια νὰ τὸν κερνᾶνε στὸ φτερὸ γλυκὸ τοῦ κουταλιοῦ καὶ δροσερὸ νεράκι τῆς στάμνας, ὅπως τότε. Βλέπει στὴν παραλία τοὺς ἐρασιτέχνες ψαράδες νὰ ἀγκιστρώνουν μὲ μαεστρία τὰ δολώματα. Βλέπει στὶς ἔρημες στοὲς τῆς Μοδιάνο δύο τρεῖς γερόμαγκες ποὺ τὴ βρίσκουν μὲ οὖζο καὶ ὄστρακα, καθισμένοι σὲ καφάσια καὶ ψαροκασέλες, ἐνῶ στὸ παρακείμενο σκουπιδαριὸ βόσκουν ἀνενόχλητα οἱ μύγες. Πιὸ κάτω, στὴν Τσιμισκή, νεόπλουτοι ἐργολάβοι καὶ καζινόβιοι τοκογλύφοι τὸν προσπερνοῦν μὲ ἀλαζονεία καὶ ἔπαρση. Ὅμως ἐκεῖνος τοὺς λοιδορεῖ καὶ μέμφεται ὅλους τους αἴτιους, ποὺ μᾶς ἔχουν τόσο ἄσπλαχνα ἀπομονώσει. Φυσᾶ ὁ ἀέρας, σηκώνει σκόνη καὶ φέρνει νέες ἀναθυμιάσεις. Κι αὐτὸς συνεχίζει. Καὶ περνᾶ ἀπὸ τὴν ἄλλοτε ἔπαυλη, μὲ τὰ σιντριβάνια καὶ τὰ θεόρατα δέντρα. Στὸ περιβόλι τῆς μάζευε λουλούδια, μαργαρίτες καὶ τὰ λεγόμενα σκυλάκια, καὶ στὴν πίσω πλευρά της, ποὺ σχεδὸν τὴν ἔγλυφε ἡ θάλασσα, οἰκοδομοῦσε ὁράματα καὶ σχεδίαζε τὴ φυγή. Ὀνειρευόταν ἀπὸ τότε πῶς γίνεται νὰ τὸν προσπεράσει ἡ μιζέρια, ὅπως ὁ ἄγγελος τοῦ θανάτου τὰ σπίτια τῶν προγόνων του στὴν Αἴγυπτο.
Σαλονικάι, δηλαδὴ Σαλονικιός. Κάποιοι ἄλλοι πρόγονοι, πιὸ κοντινοί, διατήρησαν τὰ κλειδιὰ τῶν ἄλλοτε σπιτιῶν τους στὸ Τολέδο καὶ στὴν Κόρδοβα. Καὶ τὰ χαϊδεύουν ἀκόμα, κρεμασμένα πίσω ἀπὸ τὴν πόρτα, μέχρι τὶς μέρες του. Σήκω ἐπάνω, Τζάκο. Καὶ βλέπει τώρα γέροντες κατάκοιτους νὰ τὸν κοιτοῦν σὰν σκιάχτρα, στὸ μοναδικὸ δωμάτιο τοῦ σπιτιοῦ τους, ὅπου στριμώχνονται ὁ ἕνας πάνω στὸν ἄλλο. Θυμᾶται τὶς βροχὲς καὶ τοὺς χιονιάδες καὶ τὰ κάρβουνα ποὺ πάντα ἔλειπαν ἀπὸ τὸ μαγκάλι. Βλέπει ἀκόμα τοὺς γιαουρτσῆδες, τοὺς μποζατζῆδες, τοὺς γαλατάδες, τοὺς μὰ-νάβηδες. Βλέπει τὸ καφωδεῖο-χοροδιδασκαλεῖο «Ἡ Ραμόνα», τοὺς παλιοὺς φίλους ποὺ χάθηκαν γιὰ πάντα.
Σαλονικάι, δηλαδὴ Σαλονικιός, πληγὴ κακοφορμισμένη, ποὺ δὲ λέει νὰ γιάνει. Καὶ ὁ Τζάκο Σουλέμα ἔχει φτάσει πιὰ στὸ μεγάλο Λούνα Πάρκ. Κόβει εἰσιτήριο γιὰ τὰ ἀεροπλανάκια. Σήκω ἐπάνω, Τζάκο – Ἀλεβάντα, Τζάκο, καὶ τὸ ἀεροπλανάκι σηκώνεται. Τί μπορεῖ νὰ συμβεῖ σὲ μιὰ διακοπὴ ρεύματος, μιὰ στιγμιαία βλάβη; Ἄσ’ τα νὰ πᾶνε! Ἐκεῖνος πάντως θὰ τραβήξει τὸν λεβιέ, θὰ στρέψει τὸ πηδάλιο, θὰ ἀναβοσβήσει λυχνίες καὶ διακόπτες, θὰ πατήσει κουμπιὰ καὶ θὰ ἐγερθεῖ ὑπερήφανος καὶ θὰ κρατηθεῖ στὸν ἀέρα ὅσο τὸν παίρνουν τὰ καύσιμα, μέχρι νὰ σωθεῖ τὸ λάδι του. Καὶ σίγουρα θὰ ξεχάσει τὸ σκοπὸ ποὺ λέγανε οἱ Χιλιανοί, κι ἃς τὸν σπρώχνουν πρὸς τὴ θάλασσα μὲ τόξα οἱ Παταγῶνες, κι ἃς τὸν προσμένουν τελωνοφύλακες μὲ πίπες ἀδειανές, καὶ ἃς τὸν δέχονται οἱ πολιτεῖες οἱ ξένες, οἱ ἀπομακρυσμένες, καὶ κορίτσια ἀπ’ τὴ Χιλὴ ποὺ ἔχουν σὰν ὅλες τὶς γυναῖκες τὰ ἴδια σκέλη καὶ δίνουν μὲ τὸν ἴδιο τρόπο τὸ φιλί.
Σαλονικάι, δηλαδὴ Σαλονικιός, δηλαδὴ ἐγώ. Καὶ ὁ Τζάκο Σουλέμα θυμᾶται ἐκείνη τὴ νυχτιὰ ποὺ φύσαγε ὁ Βαρδάρης, ψάχνει ἀκόμα τὸ στρατὶ ποὺ πάει γιὰ τὸ Ντεπό. Καὶ ξεκινώντας γιὰ τοῦτο τὸ τρομακτικὸ ταξίδι τοῦ χαμοῦ, ἵπταται πάνω ἀπὸ τὴ γενέθλια πόλη, ἀπλώνοντας προστατευτικά τα νέα φτερά του. Καὶ ἐπιβιώνει ἐν τοῖς οὐρανοῖς.
.
Πηγή: Ἀπὸ τὴν συλλογὴ διηγημάτων Σαλονικάι, δηλαδὴ Σαλονικιός, Ἐκδ. Νεφέλη, Ἀθήνα, 1999.
.
Ἀλμπέρτος Νάρ (Θεσσαλονίκη 1947-2005). Γιὸς σεφαραδιτῶν Ἑβραίων, ἐπιζώντων τοῦ Ὁλοκαυτώματος. Ἐργάστηκε ὡς Γραμματέας τῆς Ἱσραηλιτικῆς Κοινότητας Θεσσαλονίκης. Διευθυντὴς τοῦ Κέντρου Ἱστορικῶν Μελετῶν Ἑβραϊσμοῦ Θεσσαλονίκης, μέλος τῆς συμβουλευτικῆς ἐπιτροπὴς τοῦ Κέντρου Ἱστορίας τοῦ Δήμου Θεσσαλονίκης. Πρῶτο του βιβλίο: Οἱ συναγωγὲς τῆς Θεσσαλονίκης. Τὰ τραγούδια μας (Θεσσαλονίκη, 1985· μὲ πρόλογο τοῦ Γιώργου Ἰωάννου). Δημοσίευσε τὶς συλλογὲς διηγημάτων Σὲ ἀναζήτηση ὕφους (ἐκδ. Τὰ τραμάκια, Θεσσαλονίκη, 1991) καὶ Σαλονικάι, δηλαδὴ Σαλονικιός (ἐκδ. Νεφέλη, Ἀθήνα, 1999).
.
.
Filed under: Ελληνικά,Ιστορία,Καθημερινά,Ναρ Αλμπέρτος,Ξένοι-Ξενιτειά,Πόλη-Χώροι,Περιγραφή,Ρεαλισμός,Χαρακτήρες,Ψυχογραφία | Tagged: Αλμπέρτος Ναρ,Διήγημα,Λογοτεχνία |
Σχολιάστε