Ἀλμπέρτος Νάρ: Σα­λο­νι­κά­ϊ, δη­λα­δὴ Σα­λο­νι­κιός

.

AlmpertosNar-Salonikai,DiladiSalonikios-01b

.

Ἀλ­μπέρ­τος Νάρ

.

Σα­λο­νι­κά­ϊ, δη­λα­δὴ Σα­λο­νι­κιός

.

06-sΑΛΟΝΙΚΑΪ, δη­λα­δὴ Σα­λο­νι­κιός, ποὺ στὰ ἑ­βρα­ϊ­κὰ πά­ει νὰ πεῖ ἄν­τρας ρω­μα­λέ­ος καὶ εὔ­στρο­φος. Ὁ ὅ­ρος θὰ πρέ­πει νὰ ἐ­πι­νο­ή­θη­κε με­τὰ τὸ ’30-’31, τό­τε ποὺ κάμ­πο­σοι δι­κοί μας με­τα­νά­στευ­σαν στὴν Πα­λαι­στί­νη καὶ πι­ά­σα­νε τὰ πό­στα στὰ λι­μά­νια τῆς Χά­ι­φας καὶ τῆς Γιά­φας.

       Σα­λο­νι­κά­ι, δη­λα­δὴ Σα­λο­νι­κιός, συλ­λο­γί­ζε­ται ὁ Τζά­κο Σου­λέ­μα, κά­τοι­κος Χι­λής, ἔ­τσι κα­θὼς κό­βει βόλ­τες στὴ δι­α­δρο­μὴ λι­μά­νι-Πύρ­γος, καὶ με­τὰ στὴ νέ­α πα­ρα­λί­α, μέ­χρι τὸ Μα­κε­δο­νί­α Παλ­λάς, μέ­χρι τὴ Σα­λα­μί­να, μέ­χρι τοῦ Ἀλ­λα­τί­νι, μέ­χρι ἐ­κεῖ ποὺ τὸν κρα­τοῦν τὰ πό­δια του. Σα­λο­νι­κά­ι, Σα­λο­νι­κιός, δη­λα­δὴ κα­πνερ­γά­της, στοι­βα­δό­ρος, βαρ­κά­ρης, ἀλ­λὰ καὶ δη­μο­σι­ο­γρά­φος, ἐμ­πο­ρο­ϋ­πάλ­λη­λος, λο­γι­στῆς καὶ δι­κη­γό­ρος, για­τρός, ἀρ­χι­τέ­κτο­νας καὶ στέ­λε­χος τῆς μπάν­τας τῆς Μα­καμ­πῆ, καὶ πο­δο­σφαι­ρι­στὴς ὅ­πως ὁ Ἀλ­μπὲρ Να­μί­ας τοῦ Ἠ­ρα­κλέ­ους, ποὺ τὸν χά­ζευ­ε τὸ ’36 νὰ δι­α­σχί­ζει τὴν Ἐ­γνα­τί­α με­τα­φέ­ρον­τας τὴν ὀ­λυμ­πια­κὴ φλό­γα, καὶ δρο­μέ­ας, ὅ­πως ὁ Λε­ὸν Πα­σὶ ὁ Βαλ­κα­νι­ο­νί­κης, καὶ πυγ­μά­χος, ὅ­πως ὁ Μάρ­κος Ἀ­ζούς, ὁ Ἀ­ρου­χά­κης καὶ ὁ Ρα­ζόν, ποὺ λί­γο ἔ­λει­ψε νὰ τοὺς τὸ κά­νου­νε τὸ στρα­τό­πε­δο λίμ­πα.

       Σα­λο­νι­κά­ι, δη­λα­δὴ Σα­λο­νι­κιός, δη­λα­δὴ ἐ­γώ, συλ­λο­γί­ζε­ται ὁ Τζά­κο Σου­λέ­μα, γέν­νη­μα θρέμ­μα τῶν τε­νε­κὲ-μα­χα­λά­δων, ποὺ τοὺς κα­τά­πι­ε ὁ νέ­ος σι­δη­ρο­δρο­μι­κὸς σταθ­μός. Καὶ δὲ χορ­ταί­νει τὰ πυ­ρι­φλε­γὴ ἡ­λι­ο­βα­σι­λέ­μα­τα καὶ τὰ παι­δά­κια στὸ πάρ­κο ποὺ παί­ζου­νε κυ­νη­γη­τὸ καὶ τοὺς συν­τα­ξι­ού­χους ποὺ δι­α­πλη­κτί­ζον­ται γιὰ τὰ πο­λι­τι­κά. Σα­λο­νι­κά­ι, Σα­λο­νι­κιός. Κι ἀ­να­ρω­τι­έ­ται τί νὰ ἀ­πό­γι­ναν ὅ­λοι ἐ­κεῖ­νοι; Καὶ τοὺς γυ­ρεύ­ει στὶς πλα­τεῖ­ες, στὶς λε­ω­φό­ρους ἀλ­λὰ καὶ στοὺς δευ­τε­ρεύ­ον­τες δρό­μους μὲ τὰ δι­πλο­παρκα­ρι­σμέ­να αὐ­το­κί­νη­τα. Τοὺς ἀ­να­ζη­τᾶ στὶς νε­όδ­μη­τες ἐρ­γα­τι­κὲς κα­τοι­κί­ες ποὺ ἀν­τι­κα­τέ­στη­σαν τὰ πα­ρα­πήγ­μα­τα τῶν ἄλ­λο­τε συ­νοι­κι­σμῶν, ἐ­κεῖ ποὺ γνώ­ρι­ζε πῶς βρι­σκό­ταν ἡ τά­δε ἀ­λά­να, τὸ τά­δε δί­πα­το μὲ τὴ χρο­νο­λο­γί­α 5718 χα­ραγ­μέ­νη στὸ ὑ­πέρ­θυ­ρο, χρο­νο­λο­γί­α ποὺ οἱ ση­με­ρι­νοὶ σί­γου­ρα ἀ­δυ­να­τοῦν νὰ κα­τα­νο­ή­σουν καὶ νὰ ἀ­πο­κρυ­πτο­γρα­φή­σουν, τὸ δί­πα­το ποὺ πα­ρα­χώ­ρη­σε τὴ θέ­ση του σὲ ξε­νο­δο­χεῖ­ο τεσ­σά­ρων ἀ­στέ­ρων. Τοὺς ἀ­να­ζη­τᾶ καὶ στὶς τα­φό­πλα­κες μὲ τὰ πα­ρά­ξε­να γράμ­μα­τα ποὺ ἀ­κό­μα καὶ σή­με­ρα ἀ­να­κα­λύ­πτουν, ἀ­να­σκά­πτον­τας τὰ σπλά­χνα τῆς πό­λης-μά­νας. Τοὺς ἀ­να­κα­λεῖ κα­θὼς περ­νᾶ μπρο­στὰ ἀ­πὸ τὸ Ἀ­με­ρι­κά­νι­κο Προ­ξε­νεῖ­ο. Ἐ­δῶ ποὺ κά­πο­τε, γύ­ρω στὸ ’49-’50, τό­τε ποὺ ἀ­κό­μα δὲν μπο­ροῦ­σε νὰ ἐ­ξη­γή­σει πῶς τὰ κα­τά­φε­ρε καὶ ἐ­πι­βί­ω­σε, κα­τέ­θε­σε τὰ χαρ­τιά του γιὰ με­τα­νά­στευ­ση. Τὸν κό­ψα­νε ὅ­μως μιὰ καὶ φρόν­τι­σαν νὰ προ­μη­θευ­τοῦν τὸ φά­κε­λό του καὶ νὰ πλη­ρο­φο­ρη­θοῦν μέ­χρι καὶ τί ὄ­νει­ρα ἔ­βλε­πε στὸν ὕ­πνο του. Ἤ­ξε­ραν λοι­πὸν πὼς βγῆ­κε ἀ­πὸ μι­κρὸς στὸ κλα­ρὶ καὶ γιὰ τὶς φυ­λα­κὲς καὶ γιὰ τὶς ἐ­ξο­ρί­ες. Μέ­χρι καὶ γιὰ τὴν Ἀ­κρο­ναυ­πλί­α ἤ­ξε­ραν, τό­τε ποὺ πέ­ρα­σε γραμ­μὴ νὰ μά­θουν ὅ­λοι νὰ κο­λυμ­ποῦν μή­πως κι ἀ­πο­δρά­σουν ἀ­πὸ τὴ με­ριὰ τῆς θά­λασ­σας. Ἐ­κεῖ­νος ὅ­μως κόν­τε­ψε νὰ μεί­νει στὸν πά­το. Κι ἀ­φοῦ μὲ κό­πο τὸν σύ­ρα­νε ἔ­ξω, «ἀ­φῆ­στε, σύν­τρο­φοι», δή­λω­σε, «θὰ ἀ­πο­δρά­σω ἀ­πὸ τὴ στε­ριά».

       Σα­λο­νι­κά­ι, δη­λα­δὴ Σα­λο­νι­κιός, δη­λα­δὴ ἐ­γώ, συλ­λο­γί­ζε­ται καὶ προ­σπερ­νᾶ τὸ Λευ­κὸ Πύρ­γο, ἀ­φή­νει πί­σω του τὸ Βα­σι­λι­κὸ Θέ­α­τρο καὶ κό­βει ἀ­ρι­στε­ρά. Τὸ Στρα­τη­γεῖ­ο πα­ρα­μέ­νει ἴ­διο καὶ ἀ­πα­ράλ­λα­χτο. Καὶ δι­α­τη­ροῦν­ται ἀ­κό­μα καὶ κά­ποι­οι στρα­τῶ­νες τοῦ 50ού Συν­τάγ­μα­τος Πε­ζι­κοῦ. Αὐ­τὸς βέ­βαι­α πιὸ πο­λὺ στὸ πει­θαρ­χεῖ­ο τὴν ἔ­βγα­ζε. «Ἐ­δῶ θὰ κα­λο­πε­ρά­σεις, πα­λι­ο­τό­μα­ρο», τὸν κα­λω­σό­ρι­σε ὁ ἐ­νη­με­ρω­μέ­νος κα­ρα­βά­νας, τό­τε ποὺ πα­ρου­σι­ά­στη­κε. Καὶ «κα­λο­πέ­ρα­σε». Καὶ στὸν πό­λε­μο ὄρ­γω­σε τὰ βου­νὰ μὲ τὸ μου­λά­ρι του κι ἔ­φα­γε χι­ό­νι μὲ τὸ τσου­βά­λι. Κι ἀ­κό­μα θρή­νη­σε τὴν πρώ­τη του γυ­ναί­κα, τὴν πρώ­τη του ἀ­γά­πη, ποὺ δὲν πρό­λα­βε νὰ χα­ρεῖ. Ἡ βόμ­βα τῶν Ἰ­τα­λῶν, τοῦ γρά­ψα­νε, ἔ­πε­σε ἀ­κρι­βῶς πά­νω στὸ σπί­τι τους. Καὶ τοῦ μα­κέ­λε­ψε τὴν ψυ­χή.

       Θυ­μᾶ­ται λοι­πὸν ὁ Τζά­κο Σου­λέ­μα, ἐ­πι­χει­ρη­μα­τί­ας στὸ Σαν­τιά­γο, μὲ βί­λα στὸ ἀ­ρι­στο­κρα­τι­κὸ προ­ά­στιο Λᾶς Κόν­τες, μὲ ἐ­ξο­χι­κὴ με­ζο­νέ­τα, πρώ­τη στὴ θά­λασ­σα στὴ Ρε­ϊ­νά­κα, ἔ­ξω ἀ­πὸ τὴ Βί­νια ντὲλ Μάρ, καὶ γρα­φεῖ­α -ὑ­πο­κα­τα­στή­μα­τα στὴν Ἀ­ρί­κα, στὴν Κον­σε­ψιὸν καὶ στὸ Βαλ­πα­ραῖ­σο. Θυ­μᾶ­ται, καὶ κά­τι σὰν μο­λυ­βέ­νιο τὸν πλα­κώ­νει. Σα­λο­νι­κά­ι, Σα­λο­νι­κιός. Καὶ ὅ­λος του ὁ νταλ­γκᾶς νὰ τὸν ξυ­πνή­σει ἡ μά­να του, «ἀ­λε­βάν­τα, Τζά­κο – σή­κω ἐ­πά­νω, Τζά­κο», καὶ νὰ μὴν εἶ­ναι νύ­χτα. Κι ἀ­κό­μα νὰ τοὺς ἔρ­θουν ἐ­πι­τέ­λους βο­λι­κά, νὰ βγεῖ τὸ νοί­κι, νὰ κα­τοι­κή­σουν κά­πο­τε ἔ­στω καὶ στὸ πρῶ­το πά­τω­μα, νὰ ξε­φύ­γουν ἀ­πὸ τὰ ὑ­πό­γεια, μιὰ ζω­ὴ μού­χλα καὶ σκο­τά­δι. Ἀ­λε­βάν­τα, Τζά­κο, σή­κω ἐ­πά­νω, Τζά­κο. Ὁ πα­τέ­ρας πέ­θα­νε ξαφ­νι­κά το ’26. Καὶ ἡ μά­να στοὺς συγ­γε­νεῖς, πα­ρα­δου­λεύ­τρα καὶ πλύ­στρα. Συγ­γε­νεῖς νὰ τοὺς κά­νει ὁ Θε­ός! Χει­ρό­τε­ροι κι ἀ­πὸ ξέ­νοι. Νὰ τὴν τρα­βο­λο­γοῦ­νε γιὰ ἕ­να πιά­το φαΐ ἀ­πὸ τὰ χα­ρά­μα­τα μέ­χρι τὰ μαῦ­ρα με­σά­νυ­χτα.

       Σα­λο­νι­κά­ι, Σα­λο­νι­κιός. Κι οὔ­τε ποὺ τὸ κα­τά­λα­βε ὁ Τζά­κο Σου­λέ­μα, πὼς σου­λα­τσά­ρει τώ­ρα στὴν Ἐ­γνα­τί­α, ἀ­νά­με­σα Βε­νι­ζέ­λου καὶ Δρα­γού­μη, ἐ­κεῖ ποὺ δι­α­δή­λω­νε τὸν Μά­η τοῦ ’36. «Εὐ­τυ­χῶς ποὺ δὲ μὲ ξέ­ρει κα­νείς», ψι­θυ­ρί­ζει. Οἱ πα­λιοὶ φί­λοι ἔ­χουν πε­θά­νει ἢ ἔ­χουν γε­ρά­σει. Κι ἂν τὸ φέ­ρει ἡ τύ­χη καὶ δι­α­σταυ­ρω­θοῦν, ἀ­πο­κλεί­ε­ται νὰ τὸν ἀ­να­γνω­ρί­σουν. Πέ­ρα­σαν ἄλ­λω­στε σα­ράν­τα τό­σα χρό­νια. Πε­ρι­φέ­ρε­ται λοι­πὸν ἄ­γνω­στος με­τα­ξὺ ἀ­γνώ­στων. Καὶ δι­α­τη­ρεῖ τὴν ἐν­τύ­πω­ση πὼς τὰ πάν­τα ἀ­πό­μει­ναν ἀ­σά­λευ­τα, ἀ­με­τά­βλη­τα. Δὲ γί­νε­ται ἀ­πὸ τὸ «Ἀτ­τι­κὸν» νὰ δι­α­τη­ρή­θη­κε μο­νά­χα ἡ στο­ὰ τῆς εἰ­σό­δου, καὶ τὸ «Πάν­θε­ον» καὶ τὸ «Ἴ­λιον», τό­τε «Σπλέν­τιντ», νὰ κα­τε­δα­φί­στη­καν. Πα­ρα­τη­ρεῖ λοι­πὸν τὰ ἀ­πα­στρά­πτον­τα ἐμ­πο­ρι­κὰ κέν­τρα καὶ λο­γα­ριά­ζει. Νὰ μεί­νει ἢ νὰ φύ­γει; Νὰ πε­ρά­σει μέ­σα ἢ ὄ­χι; Κά­τι τοῦ μυ­ρί­ζει ἄ­σχη­μα. Καὶ δὲν κα­τα­φέρ­νει νὰ ἐ­πι­βε­βαι­ώ­σει ἂν ἀ­να­βί­ω­σαν οἱ ὀ­σμὲς τῶν κα­πνι­στη­ρί­ων-οὐ­ρη­τη­ρί­ων ἢ τοῦ πα­ρα­κεί­με­νου πα­τσὰ-τζή­δι­κου. Πάν­τως αὐ­τός, ἀ­φοῦ ξε­που­λή­σει τὸ πα­στέ­λι μὲ τὸ μέ­λι, ἀ­φή­νει τὴν τά­βλα δί­πλα στὸ τα­μεῖ­ο καὶ εἰ­σέρ­χε­ται στὴ σκο­τει­νὴ αἴ­θου­σα. Ὁ­λό­κλη­ρο ἔρ­γο δὲ θυ­μᾶ­ται νὰ πα­ρα­κο­λού­θη­σε πο­τέ. Πάν­το­τε τὸν πλά­κω­νε ὁ ὕ­πνος. Ὁ ὕ­πνος, ποὺ πο­τὲ δὲν τὸν χόρ­τα­σε. Ἀ­λε­βάν­τα, Τζά­κο, σή­κω ἐ­πά­νω, Τζά­κο. Καὶ νὰ ξη­με­ρώ­νει ἡ μέ­ρα δυ­σοί­ω­νη καί,.ἀ­μεί­λι­κτη καὶ κα­τα­θλι­πτι­κή.

       «Σα­λο­νι­κά­ι, λοι­πόν, δη­λα­δὴ Σα­λο­νι­κιός, δη­λα­δὴ ἄν­τρας εὔ­στρο­φος καὶ ρω­μα­λέ­ος», μο­νο­λο­γεῖ ὁ Τζά­κο Σου­λέ­μα, ἐ­τῶν 78, ποὺ ἐ­πι­στρέ­φει ὡς του­ρί­στας σ’ αὐ­τὴ τὴν πό­λη ποὺ τό­τε δὲν τὸν σή­κω­νε καὶ κυ­κλο­φο­ρεῖ ἐν­τὸς καὶ ἐ­κτός των τει­χῶν καὶ ἀ­να­κα­λύ­πτει καὶ τὸ κα­πνο­μά­γα­ζο ποὺ δού­λευ­ε, τώ­ρα στε­γά­ζει κά­ποι­ο ἰ­δι­ω­τι­κὸ ΙΕΚ, καὶ τὸ σπί­τι τοῦ κά­που στὸ Ρε­ζή, ποὺ φυ­σι­κὰ ἐ­ξα­φα­νί­στη­κε. Ἐ­κεῖ­νος ὅ­μως ἀ­γνο­εῖ τὶς φα­γά­νες καὶ τὶς μπε­το­νι­έ­ρες καὶ ἀν­τι­πα­ρέρ­χε­ται τὶς πο­λυ­τε­λεῖς βι­τρί­νες, τὰ ἀ­μέ­τρη­τα αὐ­το­κί­νη­τα, τὰ κομ­μω­τή­ρια καὶ τὰ κέν­τρα ἀ­δυ­να­τί­σμα­τος, μὲ τὶς με­γα­λο­κυ­ρί­ες ποὺ δι­α­βά­ζουν ἐμ­βρι­θῶς πε­ρι­ο­δι­κὰ μὲ τὰ τε­λευ­ταῖ­α νέ­α γιὰ τοὺς ἔ­ρω­τες τῶν τη­λε­ο­ρα­σαν­θρώ­πων. Ἀ­δυ­να­τεῖ ὅ­μως νὰ ἀ­δι­α­φο­ρή­σει γιὰ τὶς ὁ­μά­δες τῶν νε­α­ρῶν, ποὺ πο­ρεύ­ον­ται γιὰ τὸ γή­πε­δο μὲ ση­μαῖ­ες, κα­σκόλ, κα­ρα­μοῦ­ζες, φω­το­βο­λί­δες καὶ ὅ­λα τα ἀ­πα­ραί­τη­τα. «Γιὰ ἄλ­λα ἀ­γω­νι­ζό­μα­σταν ἐ­μεῖς», συλ­λο­γί­ζε­ται καὶ ἀ­να­σταί­νει τὰ το­πί­α τῆς μνή­μης του, τοὺς μι­κρό­σω­μους γέ­ρους ρα­βί­νους ποὺ ἔ­σερ­ναν σεν­τού­κια μὲ βι­βλί­α, τὴ σκε­πὴ ποὺ ἔ­στα­ζε κι ἤ­θε­λε με­ρε­μέ­τι­σμα, τὴν εἰ­κό­να τοῦ παι­διοῦ μὲ τὰ ναυ­τι­κὰ ποὺ λη­σμο­νή­θη­κε στὸν τοῖ­χο, τὸ φυ­λα­χτὸ στὸ ἔμ­πα τοῦ σπι­τιοῦ ποὺ δὲν πρό­λα­βαν νὰ ξη­λώ­σουν «τό­τε». Θέ­λει νὰ κου­βεν­τιά­σει μὲ κά­ποι­ες σκι­ές, ὅ­μως δὲν τοῦ ἀ­πο­κρί­νε­ται κα­νείς, οὔ­τε ὁ ἀν­τί­λα­λος. Πάν­τως ἐ­κεῖ ὅ­που τώ­ρα δε­σπό­ζουν τὰ ΚΤΕΛ ἢ μᾶλ­λον λί­γο πα­ρα­κά­τω, στὰ «Ἀν­ταλ­λα­κτι­κὰ Γερ­μα­νί­ας ὁ Μῆ­τσος», βρι­σκό­ταν τὸ μπα­κά­λι­κό του ἄλ­λου θεί­ου του, ὅ­που ἄ­ρον ἄ­ρον, παι­δὶ πρά­μα, τὸν ἔ­στει­λαν νὰ δου­λέ­ψει πα­ρὰ-γιός. Κου­βα­λοῦ­σε τὸ δί­χτυ μὲ τὶς πα­ραγ­γε­λί­ες στὰ σπί­τια. Καὶ πει­να­σμέ­νος μιὰ ζω­ή, ἔ­βα­ζε χέ­ρι στὰ ψώ­νια. Στὸ τυ­ρί, στὶς ἐ­λι­ές, ἀ­κό­μα καὶ στὴ ζά­χα­ρη. Ξε­σκε­πά­στη­κε ὅ­μως γρή­γο­ρα, ὅ­ταν μιὰ πε­λά­τισ­σα πα­ρα­πο­νέ­θη­κε πὼς μιὰ ὀ­κὰ τῆς χρέ­ω­σαν καὶ λι­γό­τε­ρο ἀ­πὸ μι­σῆ τῆς ἔ­στει­λαν. Τὸν πε­ρί­λα­βε ὁ θεῖ­ος, τὸν κρέ­μα­σε ἀ­νά­πο­δα καὶ ποῦ σὲ πο­νᾶ καὶ ποῦ σὲ σφά­ζει. Ποι­ὸς ξέ­ρει ὡς ποῦ ἀ­κού­στη­καν οἱ στριγ­κλι­ές του. Βρέ­θη­καν εὐ­τυ­χῶς κά­τι γεί­το­νες καὶ εἰ­δο­ποί­η­σαν τὴν ἀ­δελ­φή του τὴ με­γά­λη. Τὴ φου­κα­ριά­ρα! Πῶς μπο­ρεῖ νὰ τὴν ξε­χά­σει τώ­ρα, μὲ βα­θου­λω­μέ­να μά­τια, σχε­δὸν χω­ρὶς ψυ­χή, στὸ Λοι­μω­δῶν, τὸν μαῦ­ρο χει­μώ­να τοῦ ’41, ποὺ ἔ­κα­νε θραύ­ση ὁ τύ­φος. Οὔ­τε καὶ τὴν ἀ­δελ­φή του τὴ μι­κρὴ μπο­ρεῖ νὰ ξε­χά­σει, τό­τε ποὺ τὴν ἀν­τά­μω­σε γιὰ τε­λευ­ταί­α φο­ρά, κου­ρε­μέ­νη γου­λὶ νὰ τουρ­του­ρί­ζει πε­ρι­βλη­μέ­νη τὰ ρι­γω­τὰ κου­ρέ­λια της. Εὐ­τυ­χῶς ὁ Κα­πὸ ἔ­κα­νε τὰ στρα­βὰ μά­τια καὶ τὸν ἄ­φη­σε νὰ τὴν πλη­σιά­σει, νὰ τῆς πεῖ ἕ­να λό­γο πα­ρη­γο­ρη­τι­κό, νὰ τῆς βά­λει στὴν τσέ­πη ἕ­να ξε­ρο­κόμ­μα­το.

       Σα­λο­νι­κά­ι, δη­λα­δὴ Σα­λο­νι­κιός. Νὰ καὶ τὸ στέ­κι στὴν ὁ­δὸ Προ­μη­θέ­ως. Λί­γο κα­φε­νές, λί­γο τα­βερ­νεῖ­ο, λί­γο τε­κές. Ἐ­κεῖ τὸν ἄ­κου­σαν νὰ τρα­γου­δά­ει γιὰ πρώ­τη φο­ρά. Τὰ εἶ­χε πι­εῖ, φτι­ά­χτη­κε. Κι ἀ­πό­μει­ναν ὅ­λοι μὲ τὸ στό­μα ὀρ­θά­νοι­χτο. Τί πά­θος, τί τσα­λί­μι, τί με­ρα­κλή­δι­κα ἀ­νε­βο­κα­τε­βά­σμα­τα! Ἀ­πὸ τό­τε, ποῦ τὸν ἔ­χα­νες ποῦ τὸν ἔ­βρι­σκες. Ἔ­σμι­γε μὲ τὶς κομ­πα­νί­ες, ἔ­κα­νε τὸ κέ­φι του. Ὁ Σα­δὶκ ὁ τυ­φλός, ὁ σαν­τουρ­τζής, ποὺ τὸν γνώ­ρι­ζε ἀ­πὸ μω­ρό, τοῦ ἔ­βγα­λε καὶ τρα­γού­δι. Νὰ θυ­μᾶ­ται τὴ μα­κα­ρί­τισ­σα τὴ μά­να του. «Ἀ­λε­βάν­τα, Τζά­κο, σή­κω ἐ­πά­νω, Τζά­κο».

.

       «Σή­κω ἐ­πά­νω Τζά­κο,

      σὲ γά­μους καὶ σὲ χα­ρές.

      Μπό­σι­κος μὴ δεί­χνε­σαι

      για­τί ἔ­χεις πε­λα­τεί­α».

.

      «Στὴν τα­βέρ­να παί­ζω τὸ ὄρ­γα­νο

      καὶ τρα­γου­δά­ω χω­ρὶς ἀ­να­πα­μὸ

      καὶ κου­νι­έ­μαι σὰν κα­ρά­βι.

      Τζά­κο μὲ λὲν ἐ­μέ­να».

.

      «Τζά­κο μὲ λὲν ἐ­μέ­να», σι­γο­τρα­γου­δά­ει καὶ πε­ρι­φέ­ρει τὴ σύγ­χρο­νη ἀ­πο­σύν­θε­σή του. Θέ­λει νὰ ξα­πο­στά­σει πιὰ καὶ ὀ­νει­ρεύ­ε­ται νέ­α κο­ρί­τσια νὰ τὸν κερ­νᾶ­νε στὸ φτε­ρὸ γλυ­κὸ τοῦ κου­τα­λιοῦ καὶ δρο­σε­ρὸ νε­ρά­κι τῆς στά­μνας, ὅ­πως τό­τε. Βλέ­πει στὴν πα­ρα­λί­α τοὺς ἐ­ρα­σι­τέ­χνες ψα­ρά­δες νὰ ἀγ­κι­στρώ­νουν μὲ μα­ε­στρί­α τὰ δο­λώ­μα­τα. Βλέ­πει στὶς ἔ­ρη­μες στο­ὲς τῆς Μο­διά­νο δύ­ο τρεῖς γε­ρό­μαγ­κες ποὺ τὴ βρί­σκουν μὲ οὖ­ζο καὶ ὄ­στρα­κα, κα­θι­σμέ­νοι σὲ κα­φά­σια καὶ ψα­ρο­κα­σέ­λες, ἐ­νῶ στὸ πα­ρα­κεί­με­νο σκου­πι­δα­ριὸ βό­σκουν ἀ­νε­νό­χλη­τα οἱ μύ­γες. Πιὸ κά­τω, στὴν Τσι­μι­σκή, νε­ό­πλου­τοι ἐρ­γο­λά­βοι καὶ κα­ζι­νό­βιοι το­κο­γλύ­φοι τὸν προ­σπερ­νοῦν μὲ ἀ­λα­ζο­νεί­α καὶ ἔ­παρ­ση. Ὅ­μως ἐ­κεῖ­νος τοὺς λοι­δο­ρεῖ καὶ μέμ­φε­ται ὅ­λους τους αἴ­τιους, ποὺ μᾶς ἔ­χουν τό­σο ἄ­σπλα­χνα ἀ­πο­μο­νώ­σει. Φυ­σᾶ ὁ ἀ­έ­ρας, ση­κώ­νει σκό­νη καὶ φέρ­νει νέ­ες ἀ­να­θυ­μιά­σεις. Κι αὐ­τὸς συ­νε­χί­ζει. Καὶ περ­νᾶ ἀ­πὸ τὴν ἄλ­λο­τε ἔ­παυ­λη, μὲ τὰ σιν­τρι­βά­νια καὶ τὰ θε­ό­ρα­τα δέν­τρα. Στὸ πε­ρι­βό­λι τῆς μά­ζευ­ε λου­λού­δια, μαρ­γα­ρί­τες καὶ τὰ λε­γό­με­να σκυ­λά­κια, καὶ στὴν πί­σω πλευ­ρά της, ποὺ σχε­δὸν τὴν ἔ­γλυ­φε ἡ θά­λασ­σα, οἰ­κο­δο­μοῦ­σε ὁ­ρά­μα­τα καὶ σχε­δί­α­ζε τὴ φυ­γή. Ὀ­νει­ρευ­ό­ταν ἀ­πὸ τό­τε πῶς γί­νε­ται νὰ τὸν προ­σπε­ρά­σει ἡ μι­ζέ­ρια, ὅ­πως ὁ ἄγ­γε­λος τοῦ θα­νά­του τὰ σπί­τια τῶν προ­γό­νων του στὴν Αἴ­γυ­πτο.

      Σα­λο­νι­κά­ι, δη­λα­δὴ Σα­λο­νι­κιός. Κά­ποι­οι ἄλ­λοι πρό­γο­νοι, πιὸ κον­τι­νοί, δι­α­τή­ρη­σαν τὰ κλει­διὰ τῶν ἄλ­λο­τε σπι­τι­ῶν τους στὸ Το­λέ­δο καὶ στὴν Κόρ­δο­βα. Καὶ τὰ χα­ϊ­δεύ­ουν ἀ­κό­μα, κρε­μα­σμέ­να πί­σω ἀ­πὸ τὴν πόρ­τα, μέ­χρι τὶς μέ­ρες του. Σή­κω ἐ­πά­νω, Τζά­κο. Καὶ βλέ­πει τώ­ρα γέ­ρον­τες κα­τά­κοι­τους νὰ τὸν κοι­τοῦν σὰν σκιά­χτρα, στὸ μο­να­δι­κὸ δω­μά­τιο τοῦ σπι­τιοῦ τους, ὅ­που στρι­μώ­χνον­ται ὁ ἕ­νας πά­νω στὸν ἄλ­λο. Θυ­μᾶ­ται τὶς βρο­χὲς καὶ τοὺς χι­ο­νιά­δες καὶ τὰ κάρ­βου­να ποὺ πάν­τα ἔ­λει­παν ἀ­πὸ τὸ μαγ­κά­λι. Βλέ­πει ἀ­κό­μα τοὺς γι­α­ουρ­τσῆ­δες, τοὺς μπο­ζα­τζῆ­δες, τοὺς γα­λα­τά­δες, τοὺς μὰ-νά­βη­δες. Βλέ­πει τὸ κα­φω­δεῖ­ο-χο­ρο­δι­δα­σκα­λεῖ­ο «Ἡ Ρα­μό­να», τοὺς πα­λιοὺς φί­λους ποὺ χά­θη­καν γιὰ πάν­τα.

      Σα­λο­νι­κά­ι, δη­λα­δὴ Σα­λο­νι­κιός, πλη­γὴ κα­κο­φορ­μι­σμέ­νη, ποὺ δὲ λέ­ει νὰ γιά­νει. Καὶ ὁ Τζά­κο Σου­λέ­μα ἔ­χει φτά­σει πιὰ στὸ με­γά­λο Λού­να Πάρκ. Κό­βει εἰ­σι­τή­ριο γιὰ τὰ ἀ­ε­ρο­πλα­νά­κια. Σή­κω ἐ­πά­νω, Τζά­κο – Ἀ­λε­βάν­τα, Τζά­κο, καὶ τὸ ἀ­ε­ρο­πλα­νά­κι ση­κώ­νε­ται. Τί μπο­ρεῖ νὰ συμ­βεῖ σὲ μιὰ δι­α­κο­πὴ ρεύ­μα­τος, μιὰ στιγ­μιαία βλά­βη; Ἄ­σ’ τα νὰ πᾶ­νε! Ἐ­κεῖ­νος πάν­τως θὰ τρα­βή­ξει τὸν λε­βι­έ, θὰ στρέ­ψει τὸ πη­δά­λιο, θὰ ἀ­να­βο­σβή­σει λυ­χνί­ες καὶ δι­α­κό­πτες, θὰ πα­τή­σει κουμ­πιὰ καὶ θὰ ἐ­γερ­θεῖ ὑ­πε­ρή­φα­νος καὶ θὰ κρα­τη­θεῖ στὸν ἀ­έ­ρα ὅ­σο τὸν παίρ­νουν τὰ καύ­σι­μα, μέ­χρι νὰ σω­θεῖ τὸ λά­δι του. Καὶ σί­γου­ρα θὰ ξε­χά­σει τὸ σκο­πὸ ποὺ λέ­γα­νε οἱ Χι­λια­νοί, κι ἃς τὸν σπρώ­χνουν πρὸς τὴ θά­λασ­σα μὲ τό­ξα οἱ Πα­τα­γῶ­νες, κι ἃς τὸν προ­σμέ­νουν τε­λω­νο­φύ­λα­κες μὲ πί­πες ἀ­δεια­νές, καὶ ἃς τὸν δέ­χον­ται οἱ πο­λι­τεῖ­ες οἱ ξέ­νες, οἱ ἀ­πο­μα­κρυ­σμέ­νες, καὶ κο­ρί­τσια ἀ­π’ τὴ Χι­λὴ ποὺ ἔ­χουν σὰν ὅ­λες τὶς γυ­ναῖ­κες τὰ ἴ­δια σκέ­λη καὶ δί­νουν μὲ τὸν ἴ­διο τρό­πο τὸ φι­λί.

      Σα­λο­νι­κά­ι, δη­λα­δὴ Σα­λο­νι­κιός, δη­λα­δὴ ἐ­γώ. Καὶ ὁ Τζά­κο Σου­λέ­μα θυ­μᾶ­ται ἐ­κεί­νη τὴ νυ­χτιὰ ποὺ φύ­σα­γε ὁ Βαρ­δά­ρης, ψά­χνει ἀ­κό­μα τὸ στρα­τὶ ποὺ πά­ει γιὰ τὸ Ντε­πό. Καὶ ξε­κι­νών­τας γιὰ τοῦ­το τὸ τρο­μα­κτι­κὸ τα­ξί­δι τοῦ χα­μοῦ, ἵ­πτα­ται πά­νω ἀ­πὸ τὴ γε­νέ­θλια πό­λη, ἀ­πλώ­νον­τας προ­στα­τευ­τι­κά τα νέα φτε­ρά του. Καὶ ἐ­πι­βι­ώ­νει ἐν τοῖς οὐ­ρα­νοῖς.

 . Bonsai-03c-GiaIstologio-04

 .

Πη­γή: Ἀ­πὸ τὴν συλ­λο­γὴ δι­η­γη­μά­των Σα­λο­νι­κά­ι, δη­λα­δὴ Σα­λο­νι­κιός, Ἐκδ. Νε­φέ­λη, Ἀ­θή­να, 1999.

 .

Ἀλ­μπέρ­τος Νάρ (Θεσ­σα­λο­νί­κη 1947-2005). Γιὸς σε­φα­ρα­δι­τῶν Ἑ­βραί­ων, ἐ­πι­ζών­των τοῦ Ὁ­λο­καυ­τώ­μα­τος. Ἐρ­γά­στη­κε ὡς Γραμ­μα­τέ­ας τῆς Ἱσ­ρα­η­λι­τι­κῆς Κοι­νό­τη­τας Θεσ­σα­λο­νί­κης. Δι­ευ­θυν­τὴς τοῦ Κέν­τρου Ἱ­στο­ρι­κῶν Με­λε­τῶν Ἑ­βρα­ϊ­σμοῦ Θεσ­σα­λο­νί­κης, μέ­λος τῆς συμ­βου­λευ­τι­κῆς ἐ­πι­τρο­πὴς τοῦ Κέν­τρου Ἱ­στο­ρί­ας τοῦ Δή­μου Θεσ­σα­λο­νί­κης. Πρῶ­το του βι­βλί­ο: Οἱ συ­να­γω­γὲς τῆς Θεσ­σα­λο­νί­κης. Τὰ τρα­γού­δια μας (Θεσ­σα­λο­νί­κη, 1985· μὲ πρό­λο­γο τοῦ Γι­ώρ­γου Ἰ­ω­άν­νου). Δη­μο­σί­ευ­σε τὶς συλ­λο­γὲς δι­η­γη­μά­των Σὲ ἀ­να­ζή­τη­ση ὕ­φους (ἐκδ. Τὰ τρα­μά­κια, Θεσ­σα­λο­νί­κη, 1991) καὶ Σα­λο­νι­κά­ι, δη­λα­δὴ Σα­λο­νι­κιός (ἐκδ. Νε­φέ­λη, Ἀ­θή­να, 1999).

 .

.

Σχολιάστε