Τζόις Κάρολ Ὄουτς (Joyce Carol Oates): Εὐτυχισμένη

 

.

Τζόις Κάρολ Ὄουτς (J­o­y­ce C­a­r­ol O­a­t­es)

Εὐτυχισμένη

(H­a­p­py)

.

ΠΕ­ΣΤΡΕ­ΨΕ ΜΕ ΤΟ Α­Ε­ΡΟ­ΠΛΑ­ΝΟ τὰ Χρι­στού­γεν­να, ἡ μη­τέ­ρα της καὶ ὁ και­νούρ­γιος σύ­ζυ­γος τῆς μη­τέ­ρας της τὴν πε­ρί­με­ναν στὸ ἀ­ε­ρο­δρό­μιο. Ἡ μη­τέ­ρα της τὴν ἀγ­κά­λια­σε σφι­χτὰ καὶ τῆς εἶ­πε πὼς ἦ­ταν στὶς ὀ­μορ­φι­ές της, καὶ ὁ και­νούρ­γιος σύ­ζυ­γος τῆς μη­τέ­ρας της τῆς ἕ­σφι­ξε τὸ χέ­ρι καὶ τῆς εἶ­πε, Ναὶ καὶ βέ­βαι­α ἦ­ταν στὶς ὀ­μορ­φι­ές της καὶ τὴν κα­λω­σό­ρι­σε. Οἱ φα­βο­ρί­τες στὰ στρουμ­που­λά του μά­γου­λα εἶ­χαν πε­ρί­γραμ­μα κο­φτε­ρὸ σὰν ξυ­ρά­φι κι ἄλ­λα­ζαν χρῶ­μα, γκρί­ζα­ραν, χα­μη­λὰ στὸ πρό­σω­πό του. Στὴ χει­ρα­ψί­α του, ἔ­νι­ω­σε τὸ χέ­ρι της μι­κρὸ καὶ νο­τι­σμέ­νο, τὰ κό­κα­λά της σχε­δὸν ἕ­τοι­μα νὰ σπά­σουν. Ἡ μη­τέ­ρα της τὴν ἀγ­κά­λια­σε πά­λι, Θε­έ μου χαί­ρο­μαι τό­σο πο­λὺ ποὺ σὲ βλέ­πω, καὶ οἱ φλέ­βες στὰ μπρά­τσα της ἔ­μοια­ζαν μὲ σκοι­νιὰ πιὸ πο­λὺ ἀ­π’ ὅ­σο θυ­μό­ταν ἡ μι­κρή, τὰ μπρά­τσα της πιὸ ἀ­δύ­να­τα, ἀλ­λὰ ἡ μη­τέ­ρα της ἦ­ταν εὐ­τυ­χι­σμέ­νη, τὸ ἔ­νι­ω­θες στὰ πάν­τα πά­νω της. Τὸ πα­χὺ στρῶ­μα τοῦ μα­κι­γι­ὰζ στὸ πρό­σω­πό της εἶ­χε μιὰ ἀ­ρω­μα­τι­σμέ­νη ρο­δα­κι­νὶ ἀ­πό­χρω­ση ποὺ ἔ­σβη­νε ἐ­πι­δέ­ξια στὸν λαι­μό της. Στὸ ἀ­ρι­στε­ρό της χέ­ρι φο­ροῦ­σε ἕ­να και­νούρ­γιο δα­χτυ­λί­δι: ἕ­να μι­κρὸ ἀ­στρα­φτε­ρὸ δι­α­μάν­τι δε­μέ­νο ψη­λὰ μὲ μυ­τε­ρὲς δι­χά­λες ἀ­πὸ λευ­κό­χρυ­σο.

       Στα­μά­τη­σαν γιὰ ἕ­να πο­τὸ στοῦ Ἴ­ζι Σὰλ δί­πλα στὸν αὐ­το­κι­νη­τό­δρο­μο, ἡ μι­κρὴ πῆ­ρε μιὰ σό­δα μὲ μιὰ φέ­τα λά­ιμ (πο­λὺ μο­δά­το, εἶ­πε ἡ μη­τέ­ρα της), ἡ μη­τέ­ρα της καὶ ὁ και­νούρ­γιος σύ­ζυ­γός της πῆ­ραν μαρ­τί­νι μὲ πά­γο, ποὺ ἦ­ταν τὰ «ἑ­ορ­τα­στι­κά» πο­τά τους. Γιὰ λί­γο, μί­λη­σαν γι’ αὐ­τὸ ποὺ σπού­δα­ζε ἡ μι­κρὴ καὶ τί σχέ­δια εἶ­χε καὶ ὅ­ταν αὐ­τὸ τὸ θέ­μα ἐ­ξαν­τλή­θη­κε μί­λη­σαν γιὰ τὰ δι­κά τους σχέ­δια, νὰ ξε­φορ­τω­θοῦν τὸ πα­λιὸ σπί­τι, αὐ­τὴ ἦ­ταν μιὰ ἀ­πὸ τὶς πρῶ­τες ἀγ­γα­ρεῖ­ες, ν’ ἀ­γο­ρά­σουν ἕ­να μι­κρό­τε­ρο, πιὸ και­νούρ­γιο, ἢ ἴ­σως νὰ νοι­κιά­σουν κά­τι προ­σω­ρι­νά. Ὑ­πάρ­χει ἕ­να και­νούρ­γιο συγ­κρό­τη­μα κα­τοι­κι­ῶν δί­πλα στὸ πο­τά­μι, εἶ­πε ἡ μη­τέ­ρα τῆς κο­πέ­λας, θὰ σοῦ τὸ δεί­ξου­με ὅ­ταν θὰ περ­νᾶ­με ἀ­πὸ κεῖ· με­τὰ ρου­θού­νι­σε γιὰ κά­ποι­ο λό­γο, ἤ­πι­ε μιὰ γου­λιὰ ἀ­πὸ τὸ μαρ­τί­νι της, ἔ­σφι­ξε τὸ μπρά­τσο τῆς κο­πέ­λας, κι ἔ­γει­ρε τὸ κε­φά­λι της κον­τὰ στὸ δι­κό της, χα­χα­νί­ζον­τας. Χρι­στέ μου, εἶ­πε, εἶ­μαι τό­σο εὐ­τυ­χι­σμέ­νη ποὺ ἔ­χω τοὺς δύ­ο ἀν­θρώ­πους ποὺ ἀ­γα­πῶ πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­πὸ κά­θε ἄλ­λον στὸν κό­σμο ἐ­δῶ μα­ζί μου. Ἐ­δῶ καὶ τώ­ρα. Μιὰ σερ­βι­τό­ρα μὲ ἐ­φαρ­μο­στὴ μαύ­ρη σα­τὲν στο­λὴ ἔ­φε­ρε ἄλ­λα δυ­ὸ μαρ­τί­νι κι ἕ­να μι­κρο­σκο­πι­κὸ γυ­ά­λι­νο μπο­λά­κι μὲ ἁ­λα­τι­σμέ­νους ξη­ροὺς καρ­πούς. Εὐ­χα­ρι­στῶ γλυ­κιά μου! εἶ­πε ὁ και­νούρ­γιος σύ­ζυ­γος τῆς μη­τέ­ρας της.

      Ἡ κο­πέ­λα δὲν εἶ­χε μι­λή­σει μὲ τὴ μη­τέ­ρα της πά­νω ἀ­πὸ δύ­ο ἢ τρεῖς φο­ρὲς γιὰ τὰ σχέ­διά της νὰ ξα­να­παν­τρευ­τεῖ, πάν­τα σὲ ὑ­πε­ρα­στι­κὰ τη­λε­φω­νή­μα­τα, ἡ μη­τέ­ρα της ὅ­λο ἔ­λε­γε Ναὶ ἐ­σὺ τὸ θε­ω­ρεῖς ξαφ­νι­κὸ ἀλ­λὰ αὐ­τὰ τὰ πράγ­μα­τα πάν­τα ξαφ­νι­κὰ εἶ­ναι, τὸ κα­τα­λα­βαί­νεις ἀ­μέ­σως ἢ δὲν τὸ κα­τα­λα­βαί­νεις πο­τέ. Πε­ρί­με­νε καὶ θὰ δεῖς. Ἡ κο­πέ­λα μι­λοῦ­σε ἐ­λά­χι­στα, μουρ­μου­ρί­ζον­τας Ναὶ ἢ Δὲν ξέ­ρω ἢ Μᾶλ­λον ἔ­τσι εἶ­ναι. Ἡ μη­τέ­ρα της ἔ­λε­γε Μὲ κά­νει νὰ νι­ώ­θω πά­λι ὄ­ρε­ξη γιὰ ζω­ή. Νι­ώ­θω, ξέ­ρεις, σὰν γυ­ναί­κα ξα­νά, καὶ ἡ κο­πέ­λα δὲν ἀ­παν­τοῦ­σε ἀ­πὸ ὑ­περ­βο­λι­κὴ ἀ­μη­χα­νί­α. Ἀρ­κεῖ νὰ εἶ­σαι εὐ­τυ­χι­σμέ­νη, ἔ­λε­γε.

      Τώ­ρα εἶ­χε πά­ει σχε­δὸν ὀ­κτώ­μι­σι, καὶ ἡ κο­πέ­λα ἔ­νι­ω­θε μιὰ ἐ­λα­φριὰ ζα­λά­δα ἀ­πὸ τὴν πεί­να, ἀλ­λὰ ἡ μη­τέ­ρα της καὶ ὁ και­νούρ­γιος σύ­ζυ­γος τῆς μη­τέ­ρας της ἦ­ταν στὸν τρί­το γύ­ρο τῶν πο­τῶν τους. Στοῦ Ἴ­ζι Σὰλ εἶ­χε καὶ ψυ­χα­γω­γί­α, πρῶ­τα ἕ­ναν πι­α­νί­στα γιὰ μου­σι­κὴ ὑ­πό­κρου­ση, πα­λι­ὲς ἐ­πι­τυ­χί­ες τοῦ Χόγ­κι Καρ­μά­ι­κλ, με­τὰ μιὰ τρα­γου­δί­στρια, μαύ­ρη, μ’ ἕ­να κόκ­κι­νο φό­ρε­μα μὲ πού­λι­ες καὶ βα­θὺ ντε­κολ­τέ, με­τὰ μιὰ κω­μι­κό, μιὰ νε­α­ρὴ γύ­ρω στὰ εἰ­κο­σι­έ­ξι, μὲ μι­κρὸ ὀ­στε­ῶ­δες γω­νι­ῶ­δες πρό­σω­πο, χω­ρὶς μα­κι­γι­άζ, μὲ κού­ρε­μα πάνκ, σκου­ρο­κά­στα­να μαλ­λιὰ μὲ μπρι­γιαντί­νη, μαύ­ρη ὁ­λό­σω­μη φόρ­μα ἀ­πὸ δερ­μα­τί­νη, λε­κά­νη προ­τε­τα­μέ­νη σὲ μιὰ πό­ζα ποὺ χλεύ­α­ζε τὰ μον­τέ­λα τοῦ Βόγκ, ἡ ἐκ­φο­ρά της γρή­γο­ρη ἀ­ναι­δὴς ἀ­νέκ­φρα­στη μὲ τὴ μορ­φὴ μουρ­μου­ρι­στῶν σύν­το­μων μο­νο­λό­γων, σὰν νὰ σκε­φτό­ταν φω­να­χτά, λὲς καὶ οἱ θα­μῶ­νες ἁ­πλῶς τύ­χαι­νε νὰ κρυ­φα­κοῦ­νε, Τὸ ὡ­ραῖ­ο ὅ­ταν κά­νεις ἔ­κτρω­ση νω­ρὶς τὸ πρω­ὶ εἶ­ναι, ἒ ξέ­ρεις ὅ­τι ἡ ὑ­πό­λοι­πη μέ­ρα ἒ θὰ πά­ει κα­λύ­τε­ρα γα­μῶ­το, ἔ­τσι; Εἶ­ναι μι­σὴ ντου­ζί­να ἄν­θρω­ποι σ’ ἕ­να ἒ τζα­κού­ζι, ἒ λε­σβί­ες σὲ μιὰ με­γά­λη μπα­νι­έ­ρα, ἕ­να καυ­τὸ και­νούρ­γιο παι­χνί­δι ποὺ λέ­γε­ται «μου­σι­κὲς τρύ­πες», ἒ ἴ­σως δὲν ἔ­χει πιά­σει ἀ­κό­μα στὸ Νιοὺ Τζέρ­σι γι’ αὐ­τὸ δὲν γε­λά­ει κα­νείς, ἔ; ἡ κο­πέ­λα δὲν ἔ­πι­α­νε τὰ λό­για κα­θὼς ἦ­ταν πο­λὺ γρή­γο­ρα καὶ μα­ση­μέ­να ἀλ­λὰ ἡ μη­τέ­ρα της καὶ ὁ και­νού­ριος σύ­ζυ­γος τῆς μη­τέ­ρας της ἔ­δει­χναν νὰ τ’ ἀ­κοῦ­νε, ὅ­πως καὶ νά ‘χε γε­λοῦ­σαν, πα­ρό­τι με­τὰ ὁ και­νούρ­γιος σύ­ζυ­γος τῆς μη­τέ­ρας της τοὺς ἐκ­μυ­στη­ρεύ­τη­κε ὅ­τι δὲν ἐ­νέ­κρι­νε τὰ προ­στυ­χό­λο­γα ἀ­πὸ τὰ χεί­λη γυ­ναι­κῶν, εἴ­τε ἦ­ταν λε­σβί­ες εἴ­τε ὄ­χι.

      Στα­μά­τη­σαν γιὰ βρα­δι­νὸ σ’ ἕ­να πο­λυ­νη­σια­κὸ ἑ­στι­α­τό­ριο δέ­κα μί­λια με­τὰ τὰ δι­ό­δια τοῦ αὐ­το­κι­νη­τό­δρο­μου, ἡ μη­τέ­ρα της ἐ­ξή­γη­σε ὅ­τι δὲν εἶ­χε τί­πο­τα κα­λὸ γιὰ φα­γη­τὸ στὸ σπί­τι, καὶ εἶ­χε πά­ει ἀρ­γὰ ἔ­τσι δὲν εἶ­ναι, αὔ­ριο θὰ ἔ­φτια­χνε ἕ­να ὡ­ραῖ­ο με­γά­λο δεῖ­πνο, Δὲν σὲ πει­ρά­ζει κα­λή μου ἔ­τσι; Ἡ μη­τέ­ρα της τσα­κώ­θη­κε μὲ τὸν και­νούρ­γιο σύ­ζυ­γό της, ἐ­πει­δὴ μπῆ­καν στὸν αὐ­το­κι­νη­τό­δρο­μο καὶ ξα­να­βγῆ­καν ἀ­μέ­σως, ἀλ­λὰ στὸ δεῖ­πνο ἦ­ταν πά­λι σὲ με­γά­λα κέ­φια, γε­λών­τας συ­χνὰ-πυ­κνά, πι­α­σμέ­νοι χέ­ρι-χέ­ρι μέ­χρι νὰ ἔρ­θει τὸ ἑ­πό­με­νο πιά­το, πί­νον­τας ὁ ἕ­νας ἀ­πὸ τὸ ψη­λὸ πα­γω­μέ­νο ζω­η­ρό­χρω­μο τρο­πι­κὸ πο­τὸ τοῦ ἄλ­λου. Χρι­στέ μου εἶ­μαι τρε­λὸς γι’ αὐ­τὴ τὴ γυ­ναί­κα, εἶ­πε στὴν κο­πέ­λα ὁ και­νούρ­γιος σύ­ζυ­γος τῆς μη­τέ­ρας της, ὅ­ταν ἡ μη­τέ­ρα της ἦ­ταν στὴν του­α­λέ­τα, Ἡ μη­τέ­ρα σου εἶ­ναι μιὰ πρώ­της τά­ξε­ως κυ­ρί­α, εἶ­πε. Ἔ­συ­ρε πιὸ κον­τὰ τὴν ψά­θι­νη κα­ρέ­κλα του, ἔ­γει­ρε νο­τι­σμέ­νος καὶ ζε­στός, σαρ­κώ­δης, πά­νω της, μὲ τὸ χέ­ρι του στοὺς ὤ­μους της. Κα­νεὶς ἄλ­λος στὸν κό­σμο δὲν εἶ­ναι μο­νά­κρι­βος γιὰ μέ­να σὰν αὐ­τὴ τὴν κυ­ρί­α, θέ­λω νὰ τὸ ξέ­ρεις, τῆς εἶ­πε, καὶ ἡ κο­πέ­λα εἶ­πε Ναὶ τὸ ξέ­ρω, καὶ ὁ και­νούρ­γιος σύ­ζυ­γος τῆς μη­τέ­ρας της εἶ­πε μὲ ἔν­το­νη ἄ­γρια φω­νὴ σχε­δὸν ἕ­τοι­μος νὰ κλά­ψει, Ναί, νὰ πά­ρει ὁ δι­ά­ο­λος, γλυ­κιά μου: τὸ ξέ­ρεις.

.

Πηγή: Ἀ­πὸ τὴ συλ­λο­γὴ δι­η­γη­μά­των Sha­pard, Ro­bert and Ja­mes Tho­mas, eds. Sud­den Fi­ction, A­me­ri­can Short-Short Sto­ri­es, Salt La­ke Ci­ty: Gibbs-Smith pu­bli­sher, 1986.

Τζόις Κάρολ Ὄουτς (J­o­y­ce C­a­r­ol O­a­t­es) (Νέ­α Ὑ­όρ­κη, 1938). Ἀ­με­ρι­κα­νί­δα μυ­θι­στο­ρι­ο­γρά­φος, δι­η­γη­μα­το­γρά­φος καὶ ποι­ή­τρια. Βι­βλί­α της: Τὸ κο­ρί­τσι μὲ τὸ τα­του­ὰζ, Ἡ ξαν­θιά κ.ἄ.

Με­τά­φρα­ση ἀ­πὸ τὰ ἀγ­γλικά:

Νί­κος Μα­νου­σά­κης (Ἡ­ρά­κλει­ο Κρή­της, 1963). Γεν­νή­θη­κε καὶ γα­λου­χή­θη­κε στὴν Κρή­τη, με­γά­λω­σε στὴν Ἀ­θή­να καὶ ζεῖ στὰ Τρί­κα­λα. Με­τα­φρά­ζει κυ­ρί­ως λο­γο­τε­χνί­α, μὲ προ­τί­μη­ση στὴν ἐ­πι­στη­μο­νι­κὴ φαν­τα­σί­α, καὶ ὑ­πο­τι­τλί­ζει ται­νί­ες.