Τὸμ Χαζούκα (Tom Hazuka): Δὲν τό ‘χα κάνει ἐγώ

 



Τὸμ Χα­ζού­κα (Tom Hazuka)

 

Δὲν τό ‘χα κά­νει ἐγώ

(I didn’t do that)

 

Α­ΧΝΩ γιὰ τὸ χα­μό­γε­λο. Στὰ λό­για του τὸ δι­έ­κρι­να: «Σὲξ καὶ βί­α δὲν πᾶ­νε μα­ζί. Ποι­ός ὁ λό­γος νὰ χα­λᾶς μιὰ κα­λὴ βί­α γιὰ ἕ­να πή­δη­μα;» Ὅ­μως, ὁ Ρότ­ζερ —ὁ κα­λύ­τε­ρος παι­δι­κός μου φί­λος, κουμ­πά­ρος στὸ γά­μο μου πρὶν ἀ­πὸ ἕ­ξι χρό­νια— εἶ­ναι πο­λὺ συγ­κεν­τρω­μέ­νος γιὰ νὰ χα­μο­γε­λά­σει. Κρυ­φο­κοι­τά­ζει μὲς στὴν κάν­νη τοῦ κυ­νη­γε­τι­κοῦ του του­φε­κιοῦ, πε­ρι­μέ­νον­τας πό­τε θὰ ξε­μυ­τί­σει πά­νω ἀ­π’ τὸ νε­ρὸ ἐ­κεί­νη ἡ ὀ­ρε­ξά­τη χε­λώ­να. Δὲν θὰ τὴν ἀ­φή­σει νὰ τοῦ τρώ­ει τὰ δο­λώ­μα­τα στὴ λι­μνού­λα του. Ἀ­πὸ τό­τε ποὺ πη­γαί­να­με γυ­μνά­σιο μέ­χρι σή­με­ρα, τὸν ἔ­χω δεῖ νὰ πυ­ρο­βο­λεῖ του­λά­χι­στον ἕ­ξι.

       «Δὲν τὴ χτύ­πη­σα», λέ­ει ἥ­συ­χα. «Οὔ­τε μιὰ φο­ρὰ δὲν ἔ­χω ἁ­πλώ­σει χέ­ρι πά­νω της.»

      «Φυ­σι­κὰ καὶ δὲν τὴ χτύ­πη­σες», τοῦ ἀ­παν­τά­ω.

      «Δὲν ξέ­ρω για­τί κά­θε­ται καὶ λέ­ει τέ­τοι­α πράγ­μα­τα, Τζί­μι.»

      Ἀ­πὸ τὴν ἡ­μέ­ρα ποὺ ἡ Κάρ­λα τὸν πα­ρά­τη­σε, ὁ Ρότ­ζερ δὲν προ­φέ­ρει πιὰ τὸ ὄ­νο­μά της. Οὔ­τε ὅ­μως εἶ­ναι μιὰ «κα­ρι­ό­λα» ἢ μιὰ «τσού­λα», ὅ­πως ἀλ­λω­νῶν φί­λων μας οἱ πρώ­ην – ἢ ὅ­πως ἦ­ταν καὶ ἡ δι­κιά μου, μιὰ-δυ­ὸ φο­ρὲς ποὺ ὁ πό­νος ὑ­πε­ρί­σχυ­σε τῆς πε­ρη­φά­νιας.

      «Ἔ­λα τώ­ρα, μὴ στε­νο­χω­ρι­έ­σαι. Κα­νέ­νας δὲν τὴν πι­στεύ­ει.» Νι­ώ­θω τὸ ψέ­μα νὰ βρο­μί­ζει τὴ γλώσ­σα μου.

      Τὴ συμ­πα­θῶ τὴν Κάρ­λα. Εἶ­ναι ἔ­ξυ­πνη καὶ τὸ ξέ­ρει, γι’ αὐ­τὸ καὶ πο­τὲ δὲν πα­ρί­στα­νε τὴ χα­ζογ­κό­με­να, οὔ­τε κὰν ὅ­ταν πη­γαί­να­με σχο­λεῖ­ο. Μιὰ φο­ρά, μοῦ μί­λη­σε γιὰ ἕ­ναν ἐ­φιά­λτη ποὺ εἶ­χε δεῖ ὁ Ρότ­ζερ, δέ­κα χρό­νια καὶ βά­λε ἀ­φό­του γύ­ρι­σε ἀ­π’ τὸ Βι­ετ­νάμ. Ἔ­τρε­με, λέ­ει, σύγ­κορ­μος, μπρού­μυ­τα στὸ κρε­βά­τι, καὶ ψέλ­λι­ζε ξα­νὰ καὶ ξα­νά, Τί ἀ­παί­σια ποὺ μυ­ρί­ζουν οἱ κα­μέ­νοι, δί­χως νὰ μπο­ρεῖ νὰ ξυ­πνή­σει.

      «Δὲν τολ­μοῦ­σα νὰ τὸν ἀγ­γί­ξω», μοῦ εἶ­πε. Ἔ­φε­ρε τὸ χέ­ρι της στὸ μπρά­τσο μου. «Μο­νά­χα σ’ ἐ­σέ­να τὸ ἔ­χω πεῖ αὐ­τό. Οὔ­τε κὰν ἐ­κεῖ­νος δὲν τὸ ξέ­ρει.» Ἡ Κάρ­λα ἀ­τέ­νι­ζε τὸ κε­νό, κου­νών­τας ἀρ­γὰ τὸ κε­φά­λι. «Ἰ­δι­αί­τε­ρα ἐ­κεῖ­νος», συμ­πλή­ρω­σε μ’ ἕ­να ἀ­να­σή­κω­μα τῶν ὤ­μων.

      Τὸ δά­χτυ­λο τοῦ Ρότ­ζερ σφίγ­γε­ται στὴ σκαν­δά­λη. Ξαφ­νι­κά, τρα­βά­ει τὸ βλέμ­μα ἀ­πὸ τὸ στό­χο του καὶ γυρ­νά­ει νὰ μὲ κοι­τά­ξει κα­τά­μα­τα.

      «Θυ­μᾶ­σαι τό­τε ποὺ ἤ­μα­σταν πι­τσι­ρι­κά­δες καὶ εἴ­χα­με βρεῖ ἐ­κεῖ­νο τὸ νε­κρὸ βά­τρα­χο στὴν ὄ­χθη; Καρ­φω­μέ­νο σ’ ἕ­να πά­σα­λο;»

      Ἐ­γὼ γνέ­φω κα­τα­φα­τι­κά. Εἶ­ναι ἀ­νε­ξί­τη­λα χα­ραγ­μέ­νη στὴ μνή­μη μου ἡ εἰ­κό­να τοῦ βά­τρα­χου, ἔ­τσι ὅ­πως ἦ­ταν πα­λου­κω­μέ­νος ἀ­νά­σκε­λα, φαρ­δύς-πλα­τύς, μὲ τὸ δέρ­μα μαῦ­ρο ἀ­π’ τὸν ἥ­λιο καὶ τὰ ἐν­τό­σθιά του μιὰ κι­νού­με­νη μπά­λα σκου­λη­κι­ῶν. Γιὰ μέ­ρες με­τὰ δὲν μπο­ροῦ­σα νὰ κοι­μη­θῶ.

      Ὁ Ρότ­ζερ ση­μα­δεύ­ει πά­λι πρὸς τὴν ἐ­πι­φά­νεια τοῦ νε­ροῦ. «Δὲν τό ’χα κά­νει ἐ­γώ», λέ­ει.

 

 

Πηγή: Ἀ­πὸ τὴ συλ­λο­γὴ δι­η­γη­μά­των Tho­mas, Ja­mes and Ro­bert Sha­pard, eds., Flash Fi­ction For­ward, 80 ve­ry short sto­ries, New York, London: W.W. Norton & Company, 2006. Προ­δη­μο­σί­ευ­ση ἀ­πὸ τὸ προ­σε­χὲς τεῦ­χος τοῦ Πλα­νό­διου τὸ ἀ­φι­ε­ρω­μέ­νο στὸ ἀ­με­ρι­κα­νι­κὸ μπον­ζά­ι.

 

 Τὸμ Χα­ζού­κα (T­om H­a­z­u­ka). Εἶ­ναι δι­δά­κτωρ τοῦ πα­νε­πι­στη­μί­ου τῆς Γι­ού­τα καὶ δι­δά­σκει Ἀγ­γλι­κὴ Φι­λο­λο­γί­α στὸ Πα­νε­πι­στή­μιο τοῦ Κο­νέ­κτι­κατ. Ἔ­χει δη­μο­σι­εύ­σει δύο μυ­θι­στο­ρή­μα­τα, T­he R­o­ad to t­he I­s­l­a­nd καὶ In t­he C­i­ty of the D­i­s­a­p­p­e­a­r­ed, καὶ ἕ­να βι­βλί­ο μή-μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κῆς γρα­φῆς, A M­e­t­h­od to M­a­r­ch M­a­d­n­e­ss: An I­n­s­i­d­e­r­’s L­o­ok at t­he F­i­n­al Four (συν-συγ­γρα­φὴ μὲ τὸν C.J. J­o­n­es). Ὑ­πῆρ­ξε ἐ­πι­με­λη­τὴς τοῦ Q­u­a­r­t­e­r­ly W­e­st m­a­g­a­z­i­ne καὶ ἔ­χει συν­ε­πι­με­λη­θεῖ δύο δη­μο­φι­λεῖς συλ­λο­γὲς δι­η­γη­μά­των A C­e­l­e­s­t­i­al O­m­n­i­b­us: S­h­o­rt F­i­c­t­i­on on F­a­i­th (Be­a­con P­r­e­ss, 1997), καὶ F­l­a­sh F­i­c­t­i­on (W.W. N­o­r­t­on, 1992). Τὰ δι­η­γή­μα­τά του, συμ­πε­ρι­λαμ­βα­νο­μέ­νων πολ­λῶν ὑ­περ­μι­κρῶν δι­η­γη­μά­των, ἔ­χουν ἐμ­φα­νι­στεῖ σὲ πολ­λὰ λο­γο­τε­χνι­κὰ πε­ρι­ο­δι­κά. Τὰ δο­κί­μιά του γιὰ τὰ ὑ­περ­μι­κρὰ δι­η­γή­μα­τα ἔ­χουν δη­μο­σι­ευ­τεῖ στὸ δι­α­δι­κτυα­κὸ λο­γο­τε­χνι­κὸ πε­ρι­ο­δι­κὸ Spark καὶ στὸ B­e­h­i­nd t­he S­h­o­rt S­t­o­ry (L­o­n­g­m­an, 2005).

 

Μετάφραση ἀπὸ τὰ ἀγγλικά:

Τό­νια Κο­βα­λέν­κο. M­ε­τα­φρά­στρια ἀγ­γλό­φω­νης λο­γο­τε­χνί­ας. Ἔ­χει ἐκ­δώ­σει τὶς ποι­η­τι­κὲς συλ­λο­γὲς Γι­ού­ρι (ἐκδ. Χατ­ζη­νι­κο­λῆ) καὶ Πό­τε νυ­χτώ­νει; (ἐκδ. Ἠ­ρι­δα­νός).