Γιάννης Σκαρίμπας
Ἡ γυναίκα τοῦ Καίσαρος!
ΟΝ ΘΕΩΡΟΥΣΑΝ σοφό. Ὁ ἴδιος καυχιόταν ὅτι: «μὲ βλέπεις ἐμένα; Ἔχω βάλει τὰ γυαλιὰ σὲ Ὑπουργούς!»
Ἔτσι, ἕνα μεσημέρι περνῶντας ὄξω ἀπὸ τὸ σπίτι του καὶ μὴν ἔχοντας τί χειρότερο νὰ κάμω, δρασκέλισα τὰ δυὸ-τρία σκαλοπάτια του καὶ πέρασα ἐντός του. Τὸν ἦβρα νὰ τρώει. Μὲ μπροστά του ἕνα πιάτο ὀμελέττα (αὐγὰ μὲ λουκάνικα) μάσαε ἀνόρεχτα τὸ Σπαρτιατικὸ τοῦτο γεῦμα του, προφανῶς προπαρασκευασμένο καὶ κρύο. Ἰδόντας με: «Ἔλα, μοῦ κάνει, κάτσε. Κάτσε νὰ μοῦ κάμεις λιγάκι συντροφιά.»
Ἔκατσα. Τήραξα γύρω-γύρω τὸ δωμάτιο καὶ τὶς ἀνοιχτὲς ἄλλες πόρτες. Μπεκιαρλίκι μύριζε τὸ σπίτι του. «Ἡ Κ υ ρ ί α;» τὸν ρωτάω.
—Πάει γιὰ μπάνιο, γιὰ μπαὶν-μίξτ μὲ τὸν κύριο Σισῆ.
Πράγματι, κάτι ἀκούονταν γιὰ τὶς σχέσεις τῆς γυναίκας του μὲ τὸν κύριον αὐτόν. Πρὶν κάμποσα χρόνια, μοῦ εἶχε πεῖ ὁ ἴδιος γι’ αὐτὴν ὅτι τὸν κατάντησε πλ ο ύ σ ι ο ν. Κι’ ἐγὼ τὸν εἶχα ρωτήσει: «Τί μοῦ λές; Τόσο πολλὴν προῖκα σοὔδωσε;»
—Ὄχι, μοῦ κάνει τί ἰδέα! Ἀλλὰ πρίν, ἤμουν π λ ο υ σ ι ώ - τ α τ ο ς!
Καὶ ξανάσκυψε στό φαΐ του κατσούφης. Πέρασαν μερικὰ μελαγχολικὰ δευτερόλεπτα. Ἕνα ἀπέναντι ρολόϊ τοῦ τοίχου, λὲς πὼς (μὲ τὰ τ ί κ ι – τ ά κ του) μάσαε μαζί του κι’ αὐτὸ αὐγὰ μὲ λουκάνικα! Κι’ ἄξαφνα τὸν ἀκῶ νὰ μοῦ λέει, ἀλλοῦ βλέποντας: «Δὲν ξέρω πῶς θὰ τ ὸ β ρ ε ῖ ς καὶ τὸ δικό σου φαΐ, ἀλλὰ ἐγὼ τὸ ἦβρα στὸ τραπέζι αὐτοδῶ, καπακωτὸ μ’ ἕν’ ἄλλο πιάτο καὶ κρύο..».
Ὁ ὑπαινιγμός, μέσα μ’ ἔτσουζε, ἀλλ’ αὐτὸς ἔμενε ἀτάραχος… καὶ τράγος! Καὶ ὄχι μόνον, ἀλλὰ σὰν σὲ αὐτοκριτική του ἐκειδά, τὸν ἄκουσα νὰ μοῦ τσαμπουνάει κι’ ὅλας τοῦτα:
«Ὅταν κάποτε, μοῦ λέει, λογομάχησα μὲ κάποιον γραμματοσημοκολλητὴ στὴ θυρίδα του (δὲν θυμᾶμαι γιὰ τί) καὶ τὸν ἔβριζα, τοῦ συνιστοῦσα αὐτουνοῦ ψ υ χ ρ α ι μ ί α!
Καὶ μπακακόπιε νερὸ ἀπ’ τὸ ποτήρι του.
Θέλησα τότε νὰ τοῦ ἀνταποδώσω τὸ χτύπημα: «Μπαὶν-μίξτ, ἔ» τοῦ κάνω.
—Εἶπα, μὲ τὸν κύριο Σισῆ.
—Οὐδεὶς ψόγος!… λέω. Ἀλλὰ ἡ γυναίκα τοῦ Καίσαρος, δὲν ἀρκεῖ νἆναι τίμια, ἀλλὰ νὰ φαίνεται καὶ τέτοια.
—«Ὤ χ ἀ δ ε ρ φ έ!…» τὸν ἀκῶ νὰ φουρκίζεται. «Ἐμεῖς ὅμως δὲν εἴμαστε Καίσαρες γιὰ νὰ τἄχουμε ὅλα! Οἱ γυναῖκες μας μάλιστα, ὄχι μόνον δὲν φαίνονται, ἀλλὰ οὔτε καὶ ψοφᾶνε γιὰ τιμή! Τοὺς ἀρέσουν τὰ μπάνια!…»
—Ὥστε, δὲν ὑπάρχουνε καὶ τίμιες γυναῖκες; ρωτῶ.
—Πῶς ὑπάρχουν, ἀλλὰ αὐτὲς εἶναι… πανάκριβες! μοῦ κάνει.
Τὸν περιεργάστηκα ἄναυδος… Ὁλοφάνερα ὅτι ἦταν ἕνα… θεῖο τραγί! Μάλιστα δὲν ξέρω πῶς, μοῦ φάνηκε ἐκειδὰ σὰν νὰ… βέλαξε! Εἶχε δίκαιο ὁ παληάνθρωπος καὶ μοῦ ‘ρχόταν νὰ τὸν φτύσω στὰ μοῦτρα. Μάλιστα, ἴσως γι’ αὐτό, δηλαδὴ γιὰ νὰ τὸν φτύσω στὰ μοῦτρα του, μοῦ τἄφερε μύτ’ μὲ μύτ’ στὰ δικά μου! Καὶ (…ἐν ἀναμονῇ») ἐξακολούθησε: «Ὁ Καίσαράς σου —κι ‘ αὐτός— εἶχε δίκαιο. Καὶ ἡ Ἱστορία τοῦ τὸ πλήρωσε, κατατάξαντάς τον μεταξὺ τῶν σοφῶν. Τὸ δικό μας ὅμως τὸ δίκαιο, δὲν μᾶς τὸ πληρώνει κανείς. Τὸ πολὺ-πολύ, νά (γι’ αὐτό!…) μᾶς φτύνει κανεὶς μέσ’ στὰ μοῦτρα μας!…» (Καὶ μοῦ σίμωσε πιὸ πολὺ τὴ μουτράρα του).
Βρὲ τὸν ἄθλιο! Μωρὲ αὐτὸς εἶναι σοφός, τώρα σκέφτηκα. «Μὰ καὶ σύ’ σαι σοφός!» τοῦ κάνω ἐκειδά: «Δὲν ἔχεις βάλει τὰ γυαλιὰ σὲ Ὑπουργούς;»
—Βέβαια, μοῦ λέει. Διατηροῦσα τότε ἕνα κομψὸ καταστηματάκι ὀπτικῶν! (Καὶ καμάρωσε!)
Ἔμεινα ἐμβρόντητος! Τί Φάουστ ἦταν αὐτός, τῶν πραγμάτων μας; Καὶ τί ἔμπνευση ποὺ στὴν εἶχα νὰ μπῶ μέσα; Μὲ σφουρλάκισε πὰ στὴν παλάμη του ὡς σβούρα του, μοὔκαμε τὴ γελοιογραφία τῆς ζωῆς μου! Ὤ διάολε!… μοὖχε βάλει καὶ κάτι ψύλλους στ’ ἀφτιά!
Καὶ βιάστηκα νὰ σηκωθῶ γιὰ νὰ τρέξω…
—Μιὰ στιγμή, τὸν ἀκῶ, μιὰ ἐρώτηση: Μὲ ρώτησες γιὰ τὰ γυαλιὰ τῶν Ὑπουργῶν καὶ σοῦ εἶπα. Μὲ ρώτησες γιὰ τὴ γυναίκα τοῦ Καίσαρος καὶ σοῦ ἀπάντησα. (Καὶ φέρνοντάς μου ἕως τὴ μύτη τὸ πιάτο του): Μὲ τὴ σειρά μου κι’ ἐγὼ σὲ ρωτῶ: Στὸ Θεό σου, εἶναι φαῒ αὐτὸ γιὰ ἕναν κερατά;
Ἄ χ ! κάνω γώ, καὶ τὸ ‘βάνω στὰ πόδια. Στὸ σπίτι μου φτάσαντας, ἦβρα τὸ τραπέζι στρωμένο καὶ (εὐτυχοδυστυχῶς) τὴ γυναίκα μου, ἐκεῖ.
Πηγή: Ἀπὸ τὸν τόμο: Γιάννης Σκαρίμπας, Σπαζοκεφαλιὲς στὸν οὐρανό, Ἀντιδιηγήματα, ἐκδ. Γραμμή, Ἀθήνα 1978.
Γιάννης Σκαρίμπας (Παρνασσίδα, 1883-Χαλκίδα 1984). Πεζογράφος, θεατρικὸς συγγραφέας, ποιητής, κριτικός, ἀπὸ τοὺς πρωτοπόρους τῆς Ἑλληνικῆς λογοτεχνίας. Πρῶτο του βιβλίο: Καημοὶ στὸ Γριπονήσι (διηγήματα, 1930) καὶ τελευταῖο: Ὁ πάτερ Συνέσιος (θεατρικό, 1980).
Filed under: Ελληνικά,Κωμικό,Κοινωνικοί κώδικες,Οικογένεια,Σκαρίμπας Γιάννης | Tagged: Γιάννης Σκαρίμπας,Διήγημα,Λογοτεχνία |