Βάνια Σύρμου
Ζεϊμπέκικο
ΛΙΤΣΑ! Ἡ Λίτσα νὰ τὸ χορέψει!». Ἡ παρέα τῶν νέων στὸ πλάι τῆς πίστας, φωνάζει ρυθμικά, ἀπαιτώντας τὸ χορὸ τῆς Λίτσας, μόλις ἀκούγονται οἱ πρῶτες νότες ἀπὸ τὸ «Ζεϊμπέκικό τῆς Εὐδοκίας». Ἀπ’ τὸ μικρόφωνο ἀκούγεται ἡ φωνὴ τῆς τραγουδίστριας: «Γιὰ τὴν Λίτσα!».
Ἡ πίστα ἀδειάζει. Ἡ Λίτσα «κατ’ ἀπαίτηση τοῦ κοινοῦ» στέκεται στὸ κέντρο τῆς πίστας μὲ τὸν συνοδό της. «Μόνη μου θέλω» τοῦ λέει. Σκύβει τὸ κεφάλι καὶ κλείνει τὰ μάτια. Τὰ τέλια τοῦ μπουζουκιοῦ τῆς δίνουν τὸ ρυθμό. Ἀρχίζει νὰ χορεύει. Ἡ παρέα τὴν συνοδεύει χτυπώντας παλαμάκια. Τὰ λαμπιόνια πάνω ἀπὸ τὴν αὐτοσχέδια πίστα στὴν ἄκρη τοῦ κήπου, συμπληρώνουν τὸ λαϊκὸ σκηνικό. Μὲ κινήσεις κοφτές, ἀπαντᾶ στὶς πενιὲς τοῦ μπουζουκιοῦ. Ἡ ἄπνοια τῆς καλοκαιρινῆς βραδιᾶς βαραίνει τὴν ἀνάσα. Ἀνοίγει τὰ μάτια μὲ βλέμμα ποὺ κοιτάζει πρὸς τὰ μέσα. Τώρα λικνίζεται ἀργά, βαριά, ὅπως ταιριάζει τοῦ ζεϊμπέκικου. Τὰ χέρια σπρώχνουν μὲ δύναμη δίνοντας φόρα σὲ κάθε στροφή. Ξεδιπλώνοντάς τα νιώθει νὰ μετεωρίζεται στὸ κέντρο τῆς πίστας. Ἡ μία στροφὴ μετὰ τὴν ἄλλη. Παραδομένη στὸν καημὸ τῆς μελωδίας στροβιλίζεται στὰ πλακάκια τῆς ὑπαίθριας πίστας, ὅλο καὶ πιὸ γρήγορα. «Μπράβο Λίτσα!», ἡ παρέα χειροκροτεῖ. Δανείζεται τὴ σιγουριὰ τῆς μουσικῆς καὶ γέρνει ἀπότομα τὸ κορμί της πρὸς τὰ πίσω ἀνοίγοντας διάπλατα τὰ χέρια. Ἀναμετριέται μὲ τὸ ζεϊμπέκικο.
Στὴ θέα τῆς περιστρεφόμενης στὸν ἀέρα ρόδας τοῦ ἁμαξιδίου της, ἡ ἀνάσα τῆς καλοκαιρινῆς βραδιᾶς σκαλώνει σ’ ἓν’ ἄξαφνο «Ἄχ!», ποὺ πνίγει τὸν ἦχο τοῦ μπουζουκιοῦ. Ἡ Λίτσα ἀναποδογυρισμένη στὴν πίστα. Προστατευμένη ἀπὸ τοὺς ἱμάντες ποὺ κρατοῦν γερὰ δεμένα τὰ πόδια της στὴ βάση τοῦ ἁμαξιδίου, ἀνασηκώνει μόνο τὸ κεφάλι, μετατρέποντας μιὰ ἐλαφριὰ σύσπαση πόνου σὲ χαμόγελο. «Δὲν εἶναι τίποτα. Μιὰ δύσκολη φιγούρα!» λέει στὸν συνοδό της ποὺ τρέχει νὰ τὴ σηκώσει. Στὴν ἀμήχανα πυκνὴ σιωπὴ ποὺ ἀκολουθεῖ, ἀπαντᾶ σταθερὴ ἡ φωνὴ τῆς Λίτσας: «Εἶμαι καλά. Θὰ συνεχίσω.» Κάνει νόημα στὴν ὀρχήστρα.
Τὸ ζεϊμπέκικο τὴ σιγοντάρει ὑπάκουα. Ἕνας-ἕνας οἱ φίλοι της μπαίνουν στὴν πίστα μαζί της. Χορεύουν μὲ κινήσεις κοφτὲς τὶς ρόδες τους, μέχρι τὸ τέλος τῆς «παραγγελιᾶς». Τὰ μάτια της χαμογελαστὰ ἀποκρίνονται στὸ χειροκρότημα. Ἀπομακρύνεται ἀπὸ τὴν πίστα μὲ τὴ λεβεντιὰ τοῦ ζεϊμπέκικου στὰ ἀνοιχτά της χέρια.
Δὲν ἐπιστρέφει στὸ τραπέζι της. Τὴ βλέπω νὰ ἀπομακρύνεται σ’ ἕνα ἀφώτιστο σημεῖο, στὸ πίσω μέρος τῆς αὐλῆς. Ἀπὸ κεῖ μπορεῖ νὰ πάρει ἀπόσταση ἀπὸ «τὰ δρώμενα τῆς σκηνῆς». Εἶναι ἐκείνη ὁ θεατὴς στὸ ἐτήσιο γλέντι τοῦ φιλανθρωπικοῦ σωματείου. Ὁ ἦχος τῆς μουσικῆς, οἱ εὐχὲς στὰ μικρόφωνα γιὰ ὑγεία καὶ μακροημέρευση, τὰ συγκρατημένα χαμόγελα, τὸ κέφι τῶν συνοδῶν, ἦταν ὅλα ἀνακουφιστικὰ μακριά της. Γέρνει τὸ κεφάλι μπροστὰ καὶ ἀφήνει τὰ χέρια της νὰ πέσουν ἄνευρα ἀπὸ τὰ μπράτσα τοῦ ἁμαξιδίου. Ξέρει πὼς ἴσως εἶναι ἡ τελευταία φορὰ ποὺ κατάφερε νὰ τὰ χορέψει. Παραδίνεται στὴν προστασία τοῦ σκοταδιοῦ.
Σὰν ἀπρόσκλητος ἐπισκέπτης στέκομαι δίπλα της ἐξασφαλίζοντας καὶ γιὰ μένα μιὰ θέση στὸ θέαμα. Δὲν ἀργεῖ νὰ μὲ καταλάβει στρέφοντας τὸ κεφάλι της πρὸς τὸ μέρος μου. Μὲ κοιτάζει κατάματα γιὰ μιὰ στιγμὴ χωρὶς νὰ μοῦ μιλήσει κι ὕστερα πάλι ἀφήνεται. Ἡ παρουσία μου δὲ φαίνεται νὰ τὴν ἐνοχλεῖ. «Ὑπέροχο τὸ ζεϊμπέκικο στὴν πίστα!» τολμῶ νὰ σπάσω τὴ σιωπή. «Τοῦ χρόνου μπορεῖ νὰ μὴν μπορῶ νὰ τὸ χορέψω» μοῦ ἀπαντᾶ χωρὶς νὰ μὲ κοιτάζει.
«Τὰ χέρια σου ξύπνησαν θύμησες καὶ στὰ δικά μου. Χόρεψες γιὰ ὅλους μας ἀπόψε Λίτσα καὶ ἡ μνήμη ξέρει νὰ κρατᾶ ὅσα τὸ σῶμα ξεχνᾶ.» «Μπά! Μοῦ ‘γινες καὶ ποιητὴς τώρα;» λέει κρυφογελώντας.
Μὲ τὸ κεφάλι ἀκόμα σκυφτό, σηκώνει ἀργὰ τὸ δεξί της χέρι καὶ τὸ ἀκουμπᾶ πάνω στὸ δικό μου, ποὺ ἀναπαύεται χρόνια τώρα βουβὸ πάνω στὸ μπράτσο τοῦ ἁμαξιδίου μου. Τὴν ἀγγίζω κι ἐγὼ μὲ τὸ βλέμμα. Ἡ μνήμη σκιρτᾶ ψιθυρίζοντας τὰ λόγια τῆς ἁφῆς. Ἡ καρδιά μου χτυπᾶ ξανὰ δυνατά.
Πηγή: Πρώτη δημοσίευση.
Βάνια Σύρμου (Ρίο ντὲ Τζανέιρο, 1967). Σπούδασε κλασσικὴ φιλολογία στὴ Φιλοσοφικὴ Σχολὴ Ἀθηνῶν καὶ ἐργάζεται ὡς ἐκπαιδευτικὸς στὴ δευτεροβάθμια ἐκπαίδευση. Ὁλοκλήρωσε μεταπτυχιακὲς σπουδὲς στὸ πρόγραμμα «Φύλο καὶ νέα Ἐκπαιδευτικὰ καὶ Ἐργασιακὰ Περιβάλλοντα στὴν Κοινωνία τῆς Πληροφορίας» στὸ Πανεπιστημίο τοῦ Αἰγαίου. Οἱ μεταφράσεις της ἀπὸ τὴν ἀγγλόφωνη λογοτεχνία κυκλοφοροῦν ἀπὸ τὶς ἐκδόσεις Μπιλιέτο. Ἔχουν δημοσιευθεῖ διηγήματά της στὰ λογοτεχνικὰ ἱστολόγια Fractal, Πλανόδιον – Ἱστορίες Μπονζάι, Φρέαρ καθὼς καὶ στὴν «Ἀνθολογία μικροῦ διηγήματος γιὰ τὴ νύχτα» ἀπὸ τὶς ἐκδόσεις «κύμα».
Filed under: Ελληνικά,Νοσήματα,Πόλη-Χώροι,Περιγραφή,Σύρμου Βάνια,Σώμα,Ψυχογραφία | Tagged: Βάνια Σύρμου,Διήγημα,Λογοτεχνία |