Ὄλγα Ἰορδανίδου
Τὸ μπάσκετ
ΙΜΑΙ ΣΤΗΝ ΤΡΑΠΕΖΑ καὶ ἔχει οὐρά. Ἡ κοπέλα στὸ γκισὲ θά ‘ναι δὲν θά ‘ναι εἰκοσιπέντε χρονῶν. Ὄμορφη μὲ ὑπέροχα καστανὰ μαλλιά. Δὲν σηκώνει κεφάλι. Θέλω νὰ δῶ τὰ μάτια της ἀλλὰ δὲν τὰ καταφέρνω γιατί ἀπὸ τὴν ὥρα ποὺ μπῆκα ἔχει καρφωμένο τὸ βλέμμα στὴν ὀθόνη μπροστά της καὶ πληκτρολογεῖ. Δὲν μπορῶ παρὰ νὰ ἀναρωτιέμαι, τόση φρεσκάδα πόσο χρόνο θὰ τῆς πάρει νὰ τὴν ἀπαρνηθεῖ. Εἶμαι μισὴ ὥρα ἤδη ποὺ περιμένω καὶ ἔχω ἀρχίσει νὰ βαριέμαι. Μπροστὰ ἀπὸ τὸ γκισέ, ἀκουμπισμένος στὸ ἔδαφος βρίσκεται ἕνας κάδος σκουπιδιῶν. Κοιτάζω μιὰ τὴν ταμία καὶ μιὰ τὸ μεταλλικὸ καλάθι . Κρατάω στὸ χέρι μου τὸ τσαλακωμένο χαρτὶ μὲ τὸ ὁποῖο ἦταν τυλιγμένο τὸ κουλούρι μου. Τὸ γυροφέρνω μέχρι ποὺ τὸ μετατρέπω σὲ μιὰ μικρὴ μπάλα. Παίζω μὲ αὐτὸ μπὰς καὶ ξεχαστῶ. Τὸ βλέμμα μου μαγνητίζεται ἀπὸ τὸν σκουπιδοτενεκέ. Στὸ κέντρο τῆς ἄμορφης μάζας ποὺ ξεχειλίζει ἀπὸ τὸ ἀνοιχτὸ στόμιό του διακρίνω ἕνα ἴχνος κενοῦ. Σταθεροποιῶ τὰ πέλματά μου στὸ ἔδαφος, λυγίζω ἐλαφρῶς τὰ γόνατα καὶ περιστρέφοντας ἐλάχιστα τὸν κορμὸ σηκώνω τὸ χέρι μου τὸ δεξὶ καὶ ρίχνω τὸ χάρτινο μπαλάκι ποὺ κρατῶ μὲ μιὰ ψιλοκρεμαστὴ κίνηση κατευθείαν μέσα του. Τὸ βλέπω ποὺ προσκρούει στὰ τοιχώματα τοῦ καλαθιοῦ προτοῦ προσγειωθεῖ ἡττημένο στὸ πάτωμα. Νιώθω καταπληκτικὰ καὶ θέλω νὰ τὸ ξανακάνω. Οἱ πελάτες ποὺ περιμένουν μὲ κοιτοῦν. Βγαίνω ἀπὸ τὴν οὐρά, παίρνω τὴν μπάλα ἀπὸ τὸν τενεκέ, ἀπομακρύνομαι καὶ δοκιμάζω ξανά. Λίγα δευτερόλεπτα μετά, καὶ ἐνῶ συνειδητοποιῶ πῶς ἀπέτυχα γιὰ δεύτερη συνεχὴ φορά, ἀκούω πίσω μου ἕνα ἐπιφώνημα ἀπο γοήτευσης. «Δῶσε μου νὰ σοῦ δείξω» μοῦ λέει ὁ νεαρὸς ποὺ ἀκολουθεῖ καὶ πρὶν προλάβω νὰ ἀντιδράσω, τὸν βλέπω νὰ στέλνει τὴν μπάλα μὲ χάρη στὸ κέντρο τῆς τρύπας ποὺ στόχευα ἐξαρχῆς. Ἀκούγεται ἕνας ἦχος ἀπὸ συνεχόμενα κλίκ, σὰν νὰ ταιριάζουν μεταξύ τους ἀόρατα γρανάζια καὶ τὸ καλάθι διογκούμενο μὲ ταχύτατο ρυθμὸ ἐκρήγνυται πρὸς μεγάλη ἔκπληξη ὅλων μας. Ὁ ἀέρας μέσα στὴν τράπεζα γεμίζει ἀπὸ χάρτινες ἀποδείξεις, κωδικοὺς καὶ ἀριθμοὺς IBAN ποὺ διασπῶνται καὶ μετασχηματίζονται μὲ κίνηση σπειροειδὴ σὲ λογιῶν-λογιῶν ἀντικείμενα, ξεφεύγοντας ἀπὸ τὴν ἀρχική, αὐτὴ τῶν σκουπιδιῶν φυσική τους μορφή. Μιὰ κυρία ποὺ στέκεται δίπλα μου ἀναγνωρίζει σὲ ἕνα ἀπὸ αὐτὰ τὰ ἀντικείμενα τὸ σπίτι της, ἀνοίγει τὴν πόρτα καὶ χάνεται μέσα του χαμογελαστή. Ἕνας ἄλλος ἀναρωτιέται φωναχτά: « Μὰ πῶς εἶναι δυνατόν;» ἐνῶ ἕνας τρίτος τοῦ ἀπαντά: «Γιατί ὄχι; στὴ ζωὴ ὅλα εἶναι πιθανά». «Εἶναι τέλεια» συμπληρώνει μιὰ πιτσιρίκα ἐνῶ γραπώνει στὸν ἀέρα τὴν χάρτινη μπαλίτσα μου λίγο προτοῦ μεταμορφωθεῖ σὲ μπάλα τοῦ μπάσκετ κανονική. Ἡ ταμίας ἐπιτέλους σηκώνει τὸ βλέμμα της πρὸς τὴν μεριά μας καὶ μᾶς κοιτάζει αὐστηρά. Ἔχει συγκλονιστικὰ μάτια ὅπως ἀκριβῶς τὸ περίμενα. «Ἔχετε ὑπέροχα μάτια» τῆς λέει ὁ νεαρὸς ποὺ τὸ ξεκίνησε ὅλο αὐτό. Τὸν κοιτάζω ἐνοχλημένη γιατί αἰσθάνομαι πῶς μοῦ ἔκλεψε τὴν ἀτάκα. Ἡ κοπέλα ἀποσύρεται πάλι στὴν ὀθόνη της. Ὁ ἀέρας στὴν τράπεζα καταλαγιάζει. Δὲν μιλάει κανείς. Οἱ πελάτες ξαναμπαίνουν στὴν οὐρά. Θέλω νὰ ξαναδοκιμάσω τὴν τύχη μου μὲ τὸ μπαλάκι ἀλλὰ κάτι μοῦ λέει πῶς καλὰ θὰ κάνω νὰ κάτσω ἥσυχη νὰ περιμένω σὰν ὅλους τοὺς ἄλλους. Ἐξάλλου δὲν εἶναι σωστό. Κοτζὰμ γιατρός, ὅπως καὶ νὰ ἔχει, πρέπει νὰ εἶμαι σοβαρή. Μὲ αὐτὰ καὶ μὲ αὐτὰ ἦρθε κι ἡ σειρά μου νὰ πληρώσω. Εὐτυχῶς γιατὶ δὲν τὸ ἔβλεπα νὰ ἀντέχω γιὰ πολύ.
Πηγή: Πρώτη δημοσίευση.
Ὄλγα Ἰορδανίδου. Σπούδασε ἰατρικὴ καὶ ἐργάζεται ὡς γιατρός. Ἀσχολεῖται χρόνια μὲ τὸ γράψιμο. Δημοσιεύει γιὰ πρώτη φορά.
Filed under: Ελληνικά,Ιορδανίδου Όλγα,Καθημερινά,Μονόλογος,Πόλη-Χώροι,Συμβολισμός,Φανταστικό,Χαρακτήρες | Tagged: Όλγα Ιορδανίδου,Διήγημα,Λογοτεχνία |