Τζὸν Ἄπνταϊκ (John Updike)
Ἡ ἐξέλιξη τοῦ Ὄλιβερ
(Oliver’s Evolution)
Ι ΓΟΝΕΙΣ ΤΟΥ δὲν εἶχαν σκοπό νὰ τὸν κακοποιήσουν. Εἶχαν σκοπὸ νὰ τὸν ἀγαπήσουν, καὶ τὸν ἀγάπησαν. Ἀλλὰ ὁ Ὄλιβερ εἶχε προκύψει ἀργοπορημένα στὸ μικρὸ τσοῦρμο τῶν παιδιῶν τους, σὲ μιὰ ἐποχὴ ποὺ ἡ πρόκληση τῆς ἀνατροφῆς ἑνὸς παιδιοῦ εἶχε ἀρχίσει νὰ σβήνει κάνοντάς τον ἐπιρρεπὴ στὶς ἀναποδιές. Ὡς μεγαλόσωμο ἔμβρυο, στριμωγμένο στὴ μήτρα τῆς μητέρας του, γεννήθηκε μὲ τὰ πόδια του στραμμένα πρὸς τὰ μέσα καὶ ἔμαθε νὰ μπουσουλάει μὲ ἕνα νάρθηκα ἀπαγωγῆς μέχρι τοὺς ἀστραγάλους του. Ὅταν ἐπιτέλους τὸν ἔβγαλε, ἔκλαιγε ἔντρομος, γιατί πίστευε πὼς αὐτὲς οἱ βαριὲς γύψινες μπότες, ποὺ ἔγδερναν καὶ ἔβρισκαν στὸ πάτωμα, ἀποτελοῦσαν κομμάτι τοῦ ἑαυτοῦ του.
Μιὰ μέρα, ὅταν ἦταν νήπιο, τὸν βρῆκαν στὴν γκαρνταρόμπα τους μὲ ἕνα κουτὶ μὲ μπαλάκια ναφθαλίνης, μερικὰ ἀπὸ αὐτὰ σαλιωμένα. Ἀναδρομικὰ ἀναρωτιόντουσαν ἂν ἔπρεπε νὰ τὸν εἶχαν πάει ἀμέσως στὸ νοσοκομεῖο καὶ νὰ κάνουν πλύση στὸ στομαχάκι του. Μετὰ ἀπὸ τὸ περιστατικό, τὸ πρόσωπο του ἦταν γκριζοπράσινο. Τὸ ἑπόμενο καλοκαίρι, ὅταν εἶχε πιὰ μάθει νὰ περπατάει, οἱ γονεῖς του εἶχαν κολυμπήσει ἀπερίσκεπτα ὣς τὴν ἄκρη τῆς παραλίας, πασχίζοντας γιὰ μιὰ ρομαντικὴ ἁρμονία ἕνα πρωινὸ μετὰ ἀπὸ ἕνα μεταμεσονύκτιο πάρτυ κι ἕναν τσακωμὸ ὕστερα ἀπὸ κατανάλωση ἀλκοόλ, ἀγνοώντας τελείως τὸν Ὄλιβερ ὁ ὁποῖος εἶχε μπουσουλήσει ξωπίσω τους καὶ ἐπέπλεε μὲ τὸ κεφάλι του βυθισμένο γιὰ λίγα λεπτά. Εἶδαν τὸ ναυαγοσώστη νὰ τρέχει κατὰ μῆκος τῆς παραλίας κι ἂν δὲν ἦταν τόσο σβέλτος, τὰ λίγα αὐτὰ λεπτὰ θὰ εἶχαν ἀποβεῖ μοιραία. Αὐτὴ τὴ φορά, τὸ πρόσωπο του ἦταν μπλὲ κι ἔβηχε γιὰ ὦρες.
Παραπονιόταν λιγότερο ἀπὸ ὅλα τὰ παιδιά τους. Δὲν κατηγόρησε τοὺς γονεῖς του ὅταν οὔτε ἐκεῖνοι, οὔτε καὶ οἱ καθηγητὲς τοῦ σχολείου παρατήρησαν τὸ «τεμπέλικο» δεξί του μάτι ἔγκαιρα, γιὰ νὰ τὸ θεραπεύσει, μὲ ἀποτέλεσμα, ὅταν τὸ ἔκλεινε, ὅλα ἔμοιαζαν ἀπελπιστικὰ θολά. Ἡ εἰκόνα καὶ μόνο τοῦ ἀγοριοῦ ποὺ κρατοῦσε τὸ σχολικό του βιβλίο σὲ μία περίεργη γωνία πρὸς τὸ φῶς, ἔκανε τὸν πατέρα του νὰ θέλει νὰ ξεσπάσει σὲ λυγμούς, ἀβοήθητος.
Ἔτυχε νὰ εἶναι στὴ λάθος, εὐάλωτη ἡλικία, ὅταν οἱ γονεῖς του ἦταν σὲ διάσταση καὶ μετέπειτα χωρισμένοι. Τὰ μεγαλύτερα ἀδέλφια του εἶχαν φύγει γιὰ τὸ οἰκοτροφεῖο καὶ τὸ κολέγιο, ὥριμοι ἄντρες πιά, ἐλεύθεροι ἀπὸ τὰ δεσμὰ τῆς οἰκογένειας. Ἡ μικρότερη ἀδελφή του ἦταν ἀρκετὰ νεαρή, ὥστε νὰ βρίσκει συναρπαστικοὺς τοὺς νέους κανόνες, ὅπως τὰ γεύματα σὲ ἑστιατόρια μὲ τὸν πατέρα της ἢ τοὺς φιλικοὺς ἄντρες ποὺ ἔρχονταν, γιὰ νὰ βγάλουν ἔξω τὴ μητέρα της. Ὅμως ὁ Ὄλιβερ, στὰ δεκατρία του, ἔνιωσε τὸ βάρος τοῦ νοικοκυριοῦ νὰ πέφτει πάνω του. Φορτώθηκε τὴν αἴσθηση ἐγκατάλειψης τῆς μητέρας του. Ὁ πατέρας του θρηνοῦσε ξανὰ ἀβοήθητος. Στὴν πραγματικότητα, ἐκεῖνος ἔφταιγε κι ὄχι τὸ ἀγόρι ὅταν οἱ κακοὶ βαθμοὶ ξεκίνησαν στὸ σχολεῖο, καὶ ἀργότερα στὸ κολέγιο, κι ὅταν ὁ Ὄλιβερ ἔσπασε τὸ χέρι του πέφτοντας ἀπὸ τὶς σκάλες τῆς ἀδελφότητας, ἢ πηδώντας, σὲ ἕνα ἄλλο μπερδεμένο περιστατικό, ἀπὸ τὸ παράθυρο τοῦ κοιτώνα ἑνὸς κοριτσιοῦ. Ὄχι ἕνα, ἀλλὰ κάμποσα οἰκογενειακὰ αὐτοκίνητα ἔγιναν σμπαράλια μὲ ἐκεῖνον στὸ τιμόνι, ἂν καὶ μὲ μόνες ζημιές, στὴν πράξη, κάποια μελανιασμένα γόνατα καὶ μερικὰ χαλαρωμένα μπροστινὰ δόντια. Τὰ δόντια σταθεροποιήθηκαν καὶ πάλι, δόξα τῷ Θεῷ, μιᾶς καὶ τὸ ἀθῶο του χαμόγελο ποὺ ἁπλωνόταν ἀργὰ σὲ ὅλο του τὸ πρόσωπο, καθὼς γινόταν ἀντιληπτὸ τὸ χιοῦμορ τοῦ τελευταίου του ἀτυχήματος, ἦταν ἕνα ἀπὸ τὰ καλύτερα χαρακτηριστικά του. Τὰ δόντια του ἦταν μικρὰ καὶ στρογγυλὰ μὲ μεγάλα κενά, δόντια ἑνὸς μωροῦ.
Ἔπειτα παντρεύτηκε, κάτι ποὺ ἔμοιαζε μὲ μία ἀκόμα ἀναποδιά, σὲ συνδυασμὸ μὲ τὰ ξενύχτια, τὶς ἐγκαταλελειμμένες δουλειὲς καὶ τὶς ἀποτυχημένες εὐκαιρίες ποὺ εἶχε ὡς νεαρὸς ἔφηβος. Τὸ κορίτσι, ἡ Ἀλίσια, ἦταν τὸ ἴδιο ἀπρόσεκτη μὲ ἐκεῖνον, ἂν λάβει κανεὶς ὑπόψη τὴν οὐσιαστικὴ κακοποίηση καὶ τὶς ἀνεπιθύμητες ἐγκυμοσύνες. Οἱ συναισθηματικές της διαταραχὲς ἄφηναν τὴν ἴδια καὶ τοὺς ἄλλους μὲ τραύματα. Συγκριτικὰ μὲ ἐκείνη, ὁ Ὄλιβερ ἦταν σταθερὸς καὶ ἀξιόπιστος κι ἐκείνη τὸν θαύμαζε. Αὐτὸ ἦταν τὸ κλειδί. Ὅ,τι περιμένουμε ἀπὸ τοὺς ἄλλους, καταβάλλουν φιλότιμες προσπάθειες νὰ μᾶς τὸ προσφέρουν. Ἐκεῖνος κράτησε τὴ δουλειά του κι ἐκείνη ὑπέμενε τὶς ἐγκυμοσύνες. Θά ‘πρεπε νὰ τοὺς δεῖς τώρα, μὲ τὰ δυὸ παιδιά τους, ἕνα ξανθὸ κοριτσάκι κι ἕνα μελαχρινὸ ἀγόρι. Ὁ Ὄλιβερ εἶναι πιὰ γεροδεμένος καὶ κρατάει καὶ τὰ δυὸ ταυτόχρονα. Εἶναι σὰν τὰ πουλιὰ στὴ φωλιά τους. Ἐκεῖνος εἶναι τὸ δέντρο, ἕνας σταθερὸς βράχος. Εἶναι ὁ προστάτης τῶν ἀδυνάτων.
Πηγή: Ἀπὸ τὴ συλλογὴ διηγημάτων Thomas, James and Robert Shapard, eds., Flash Fiction Forward, 80 very short stories, New York, London: W.W. Norton & Company, 2006.
Τζὸν Ἄπνταϊκ (John Updike) (Ρέντινγκ τῆς Πενσιλβάνια, 1932-2009). Ἡ διάσημη σειρά μυθιστορημάτων Rabbit—ποὺ περιλαμβάνει τὰ Rabbit, Run (1960), Rabbit Redux (1971), Rabbit Is Rich (1981, Βραβεῖο Πούλιτζερ), Rabbit at Rest (1990, Βραβείο Πούλιτζερ) καὶ Rabbit Remembered (2001)—παρακολουθεῖ τὴ ζωὴ ἑνὸς πολύ συνηθισμένου Ἀμερικανοῦ τῖς τελευταῖες δεκαετίες τοῦ 20οῦ αἰώνα. Ἡ πιὸ πρόσφατη προσθήκη στὴ σειρά, τὸ Rabbit Remembered, ἐπικεντρώνεται σὲ χαρακτῆρες ἀπὸ τὰ παλιότερα βιβλία μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Ράμπιτ. Ὁ Ἄπνταϊκ πέθανε στὶς 27 Ἰανουαρίου 2009 στὸ Ντάνβερς τῆς Μασαχουσέτης.
Μετάφραση ἀπὸ τὰ ἀγγλικά:
Νεφέλη Γαλανοῦ. Στὸ πλαίσιο τοῦ μαθήματος τῆς Λογοτεχνικῆς Μετάφρασης στὸ Μεταπτυχιακὸ στὴ Μετάφραση τοῦ Hellenic American University ποὺ προσφέρεται σὲ συνεργασία μὲ τὸ Hellenic American College. Διδάσκων μαθήματος: Δρ. Βασίλης Μανουσάκης.
Filed under: Αγγλικά,Γαλανού Νεφέλη,Ηλικίες,Οικογένεια,Περιγραφή,Χαρακτήρες,Ψυχογραφία,Updike John | Tagged: Διήγημα,Λογοτεχνία,John Updike | Τὰ σχόλια στὸ Τζὸν Ἄπνταϊκ (John Updike): Ἡ ἐξέλιξη τοῦ Ὄλιβερ ἔχουν κλείσει