Τζὸν Ἄπνταϊκ (John Updike): Ἡ ἐξέλιξη τοῦ Ὄλιβερ

 

Updike,John-IEkseliksiTouOliber-Eikona-01


Τζὸν Ἄπ­ντα­ϊκ (John Updike)


ἐ­ξέ­λι­ξη τοῦ Ὄ­λι­βερ

(Oliver’s Evolution)


09-Omikron-Century_Mag_Illuminated_O_Star_Spangled_BannerΙ ΓΟΝΕΙΣ ΤΟΥ δὲν εἶχαν σκοπό νὰ τὸν κα­κο­ποι­ή­σουν. Εἶ­χαν σκο­πὸ νὰ τὸν ἀ­γα­πή­σουν, καὶ τὸν ἀ­γά­πη­σαν. Ἀλ­λὰ ὁ Ὄ­λι­βερ εἶ­χε προ­κύ­ψει ἀρ­γο­πο­ρη­μέ­να στὸ μι­κρὸ τσοῦρ­μο τῶν παι­δι­ῶν τους, σὲ μιὰ ἐ­πο­χὴ ποὺ ἡ πρό­κλη­ση τῆς ἀ­να­τρο­φῆς ἑ­νὸς παι­διοῦ εἶ­χε ἀρ­χί­σει νὰ σβή­νει κά­νον­τάς τον ἐ­πιρ­ρε­πὴ στὶς ἀ­να­πο­δι­ές. Ὡς με­γα­λό­σω­μο ἔμ­βρυ­ο, στρι­μωγ­μέ­νο στὴ μή­τρα τῆς μη­τέ­ρας του, γεν­νή­θη­κε μὲ τὰ πό­δια του στραμ­μέ­να πρὸς τὰ μέ­σα καὶ ἔ­μα­θε νὰ μπου­σου­λά­ει μὲ ἕ­να νάρ­θη­κα ἀ­πα­γω­γῆς μέ­χρι τοὺς ἀ­στρα­γά­λους του. Ὅ­ταν ἐ­πι­τέ­λους τὸν ἔ­βγα­λε, ἔ­κλαι­γε ἔν­τρο­μος, για­τί πί­στευ­ε πὼς αὐ­τὲς οἱ βα­ρι­ὲς γύ­ψι­νες μπό­τες, ποὺ ἔ­γδερ­ναν καὶ ἔ­βρι­σκαν στὸ πά­τω­μα, ἀ­πο­τε­λοῦ­σαν κομ­μά­τι τοῦ ἑ­αυ­τοῦ του.

       Μιὰ μέ­ρα, ὅ­ταν ἦ­ταν νή­πιο, τὸν βρῆ­καν στὴν γκαρ­ντα­ρόμ­πα τους μὲ ἕ­να κου­τὶ μὲ μπα­λά­κια να­φθα­λί­νης, με­ρι­κὰ ἀ­πὸ αὐ­τὰ σα­λι­ω­μέ­να. Ἀ­να­δρο­μι­κὰ ἀ­να­ρω­τι­όν­του­σαν ἂν ἔ­πρε­πε νὰ τὸν εἶ­χαν πά­ει ἀ­μέ­σως στὸ νο­σο­κο­μεῖ­ο καὶ νὰ κά­νουν πλύ­ση στὸ στο­μα­χά­κι του. Με­τὰ ἀ­πὸ τὸ πε­ρι­στα­τι­κό, τὸ πρό­σω­πο του ἦ­ταν γκρι­ζο­πρά­σι­νο. Τὸ ἑ­πό­με­νο κα­λο­καί­ρι, ὅ­ταν εἶ­χε πιὰ μά­θει νὰ περ­πα­τά­ει, οἱ γο­νεῖς του εἶ­χαν κο­λυμ­πή­σει ἀ­πε­ρί­σκε­πτα ὣς τὴν ἄ­κρη τῆς πα­ρα­λί­ας, πα­σχί­ζον­τας γιὰ μιὰ ρο­μαν­τι­κὴ ἁρ­μο­νί­α ἕ­να πρω­ι­νὸ με­τὰ ἀ­πὸ ἕ­να με­τα­με­σο­νύ­κτιο πάρ­τυ κι ἕ­ναν τσα­κω­μὸ ὕστερα ἀ­πὸ κα­τα­νά­λω­ση ἀλ­κο­όλ, ἀ­γνο­ών­τας τε­λεί­ως τὸν Ὄ­λι­βερ ὁ ὁ­ποῖ­ος εἶ­χε μπου­σου­λή­σει ξω­πί­σω τους καὶ ἐ­πέ­πλε­ε μὲ τὸ κε­φά­λι του βυ­θι­σμέ­νο γιὰ λί­γα λε­πτά. Εἶ­δαν τὸ ναυ­α­γο­σώ­στη νὰ τρέ­χει κα­τὰ μῆ­κος τῆς πα­ρα­λί­ας κι ἂν δὲν ἦ­ταν τό­σο σβέλ­τος, τὰ λί­γα αὐ­τὰ λε­πτὰ θὰ εἶ­χαν ἀ­πο­βεῖ μοι­ραί­α. Αὐ­τὴ τὴ φο­ρά, τὸ πρό­σω­πο του ἦ­ταν μπλὲ κι ἔ­βη­χε γιὰ ὦ­ρες.

       Πα­ρα­πο­νι­ό­ταν λι­γό­τε­ρο ἀ­πὸ ὅ­λα τὰ παι­διά τους. Δὲν κα­τη­γό­ρη­σε τοὺς γο­νεῖς του ὅ­ταν οὔ­τε ἐ­κεῖ­νοι, οὔ­τε καὶ οἱ κα­θη­γη­τὲς τοῦ σχο­λεί­ου πα­ρα­τή­ρη­σαν τὸ «τεμ­πέ­λι­κο» δε­ξί του μά­τι ἔγ­και­ρα, γιὰ νὰ τὸ θε­ρα­πεύ­σει, μὲ ἀ­πο­τέ­λε­σμα, ὅ­ταν τὸ ἔ­κλει­νε, ὅ­λα ἔ­μοια­ζαν ἀ­πελ­πι­στι­κὰ θο­λά. Ἡ εἰ­κό­να καὶ μό­νο τοῦ ἀ­γο­ριοῦ ποὺ κρα­τοῦ­σε τὸ σχο­λι­κό του βι­βλί­ο σὲ μί­α πε­ρί­ερ­γη γω­νί­α πρὸς τὸ φῶς, ἔ­κα­νε τὸν πα­τέ­ρα του νὰ θέ­λει νὰ ξε­σπά­σει σὲ λυγ­μούς, ἀ­βο­ή­θη­τος.

       Ἔ­τυ­χε νὰ εἶ­ναι στὴ λά­θος, εὐ­ά­λω­τη ἡ­λι­κί­α, ὅ­ταν οἱ γο­νεῖς του ἦ­ταν σὲ δι­ά­στα­ση καὶ με­τέ­πει­τα χω­ρι­σμέ­νοι. Τὰ με­γα­λύ­τε­ρα ἀ­δέλ­φια του εἶ­χαν φύ­γει γιὰ τὸ οἰ­κο­τρο­φεῖ­ο καὶ τὸ κο­λέ­γιο, ὥ­ρι­μοι ἄν­τρες πιά, ἐ­λεύ­θε­ροι ἀ­πὸ τὰ δε­σμὰ τῆς οἰ­κο­γέ­νειας. Ἡ μι­κρό­τε­ρη ἀ­δελ­φή του ἦ­ταν ἀρ­κε­τὰ νε­α­ρή, ὥ­στε νὰ βρί­σκει συ­ναρ­πα­στι­κοὺς τοὺς νέ­ους κα­νό­νες, ὅ­πως τὰ γεύ­μα­τα σὲ ἑ­στι­α­τό­ρια μὲ τὸν πα­τέ­ρα της ἢ τοὺς φι­λι­κοὺς ἄν­τρες ποὺ ἔρ­χον­ταν, γιὰ νὰ βγά­λουν ἔ­ξω τὴ μη­τέ­ρα της. Ὅ­μως ὁ Ὄ­λι­βερ, στὰ δε­κα­τρί­α του, ἔ­νι­ω­σε τὸ βά­ρος τοῦ νοι­κο­κυ­ριοῦ νὰ πέ­φτει πά­νω του. Φορ­τώ­θη­κε τὴν αἴ­σθη­ση ἐγ­κα­τά­λει­ψης τῆς μη­τέ­ρας του. Ὁ πα­τέ­ρας του θρη­νοῦ­σε ξα­νὰ ἀ­βο­ή­θη­τος. Στὴν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, ἐ­κεῖ­νος ἔ­φται­γε κι ὄ­χι τὸ ἀ­γό­ρι ὅ­ταν οἱ κα­κοὶ βαθ­μοὶ ξε­κί­νη­σαν στὸ σχο­λεῖ­ο, καὶ ἀρ­γό­τε­ρα στὸ κο­λέ­γιο, κι ὅ­ταν ὁ Ὄ­λι­βερ ἔ­σπα­σε τὸ χέ­ρι του πέ­φτον­τας ἀ­πὸ τὶς σκά­λες τῆς ἀ­δελ­φό­τη­τας, ἢ πη­δών­τας, σὲ ἕ­να ἄλ­λο μπερ­δε­μέ­νο πε­ρι­στα­τι­κό, ἀ­πὸ τὸ πα­ρά­θυ­ρο τοῦ κοι­τώ­να ἑ­νὸς κο­ρι­τσιοῦ. Ὄ­χι ἕ­να, ἀλ­λὰ κάμ­πο­σα οἰ­κο­γε­νεια­κὰ αὐ­το­κί­νη­τα ἔ­γι­ναν σ­μπα­ρά­λια μὲ ἐ­κεῖ­νον στὸ τι­μό­νι, ἂν καὶ μὲ μό­νες ζη­μι­ές, στὴν πρά­ξη, κά­ποι­α με­λα­νι­α­σμέ­να γό­να­τα καὶ με­ρι­κὰ χα­λα­ρω­μέ­να μπρο­στι­νὰ δόν­τια. Τὰ δόν­τια στα­θε­ρο­ποι­ή­θη­καν καὶ πά­λι, δό­ξα τῷ Θε­ῷ, μιᾶς καὶ τὸ ἀ­θῶ­ο του χα­μό­γε­λο ποὺ ἁ­πλω­νό­ταν ἀρ­γὰ σὲ ὅ­λο του τὸ πρό­σω­πο, κα­θὼς γι­νό­ταν ἀν­τι­λη­πτὸ τὸ χι­οῦ­μορ τοῦ τε­λευ­ταί­ου του ἀ­τυ­χή­μα­τος, ἦ­ταν ἕ­να ἀ­πὸ τὰ κα­λύ­τε­ρα χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά του. Τὰ δόν­τια του ἦ­ταν μι­κρὰ καὶ στρογ­γυ­λὰ μὲ με­γά­λα κε­νά, δόν­τια ἑ­νὸς μω­ροῦ.

       Ἔ­πει­τα παν­τρεύ­τη­κε, κά­τι ποὺ ἔ­μοια­ζε μὲ μί­α ἀ­κό­μα ἀ­να­πο­διά, σὲ συν­δυα­σμὸ μὲ τὰ ξε­νύ­χτια, τὶς ἐγ­κα­τα­λε­λειμ­μέ­νες δου­λει­ὲς καὶ τὶς ἀ­πο­τυ­χη­μέ­νες εὐ­και­ρί­ες ποὺ εἶ­χε ὡς νε­α­ρὸς ἔ­φη­βος. Τὸ κο­ρί­τσι, ἡ Ἀ­λί­σια, ἦ­ταν τὸ ἴ­διο ἀ­πρό­σε­κτη μὲ ἐ­κεῖ­νον, ἂν λά­βει κα­νεὶς ὑ­πό­ψη τὴν οὐ­σι­α­στι­κὴ κα­κο­ποί­η­ση καὶ τὶς ἀ­νε­πι­θύ­μη­τες ἐγ­κυ­μο­σύ­νες. Οἱ συ­ναι­σθη­μα­τι­κές της δι­α­τα­ρα­χὲς ἄ­φη­ναν τὴν ἴ­δια καὶ τοὺς ἄλ­λους μὲ τραύ­μα­τα. Συγ­κρι­τι­κὰ μὲ ἐ­κεί­νη, ὁ Ὄ­λι­βερ ἦ­ταν στα­θε­ρὸς καὶ ἀ­ξι­ό­πι­στος κι ἐ­κεί­νη τὸν θαύ­μα­ζε. Αὐ­τὸ ἦ­ταν τὸ κλει­δί. Ὅ,τι πε­ρι­μέ­νου­με ἀ­πὸ τοὺς ἄλ­λους, κα­τα­βάλ­λουν φι­λό­τι­μες προ­σπά­θει­ες νὰ μᾶς τὸ προ­σφέ­ρουν. Ἐ­κεῖ­νος κρά­τη­σε τὴ δου­λειά του κι ἐ­κεί­νη ὑ­πέ­με­νε τὶς ἐγ­κυ­μο­σύ­νες. Θά ‘πρε­πε νὰ τοὺς δεῖς τώ­ρα, μὲ τὰ δυ­ὸ παι­διά τους, ἕ­να ξαν­θὸ κο­ρι­τσά­κι κι ἕ­να με­λα­χρι­νὸ ἀ­γό­ρι. Ὁ Ὄ­λι­βερ εἶ­ναι πιὰ γε­ρο­δε­μέ­νος καὶ κρα­τά­ει καὶ τὰ δυ­ὸ ταυ­τό­χρο­να. Εἶ­ναι σὰν τὰ που­λιὰ στὴ φω­λιά τους. Ἐ­κεῖ­νος εἶ­ναι τὸ δέν­τρο, ἕ­νας στα­θε­ρὸς βρά­χος. Εἶ­ναι ὁ προ­στά­της τῶν ἀ­δυ­νά­των.


Bonsai-03c-GiaIstologio-04

Πη­γή: Ἀ­πὸ τὴ συλ­λο­γὴ δι­η­γη­μά­των Thomas, James and Robert Shapard, eds., Flash Fiction Forward, 80 very short stories, New York, London: W.W. Norton & Company, 2006.

Τζὸν Ἄπ­ντα­ϊκ (John Updike) (Ρέν­τινγκ τῆς Πεν­σιλ­βά­νια, 1932-2009). Ἡ δι­ά­ση­μη σει­ρά μυ­θι­στο­ρη­μά­των Rabbit—ποὺ πε­ρι­λαμ­βά­νει τὰ Rabbit, Run (1960), Rabbit Redux (1971), Rabbit Is Rich (1981, Βρα­βεῖ­ο Πού­λι­τζερ), Rabbit at Rest (1990, Βρα­βεί­ο Πού­λι­τζερ) καὶ Rabbit Remembered (2001)—πα­ρα­­κο­λου­θεῖ τὴ ζω­ὴ ἑ­νὸς πο­λύ συ­νη­θι­σμέ­νου Ἀ­με­ρι­κα­νοῦ τῖς τε­λευ­ταῖ­ες δε­κα­ε­τί­ες τοῦ 20οῦ αἰ­ώ­­να. Ἡ πιὸ πρό­σφα­τη προ­σθή­κη στὴ σει­ρά, τὸ Rabbit Remembered, ἐ­πι­κεν­τρώ­νε­ται σὲ χα­ρα­κτῆ­ρες ἀ­πὸ τὰ πα­λι­ό­τε­ρα βι­βλί­α με­τὰ τὸν θά­να­το τοῦ Ράμ­πιτ. Ὁ Ἄπ­ντα­ϊκ πέ­θα­νε στὶς 27 Ἰ­α­νου­α­ρί­ου 2009 στὸ Ντάν­βερς τῆς Μα­σα­χου­σέ­της.

Με­τά­φρα­ση ἀπὸ τὰ ἀγγλικά:

Νε­φέ­λη Γα­λα­νοῦ. Στὸ πλαί­σιο τοῦ μα­θή­μα­τος τῆς Λο­γο­τε­χνι­κῆς Με­τά­φρα­σης στὸ Με­τα­πτυ­χια­κὸ στὴ Με­τά­φρα­ση τοῦ Hellenic American University ποὺ προ­σφέ­ρε­ται σὲ συ­νερ­γα­σί­α μὲ τὸ Hellenic American College. Δι­δά­σκων μα­θή­μα­τος: Δρ. Βα­σί­λης Μα­νου­σά­κης.



			

Τζὸν Ἀπντάικ (John Updike): Πυγμαλίων

 

 

Τζὸν Ἀπντάικ (John Updike)

 

Πυγμαλίων

(Pygmalion)

 

ΥΤΟ ΠΟΥ ΤΟΥ ΑΡΕΣΕ στὴν πρώ­τη του γυ­ναί­κα ἦ­ταν τὸ τα­λέν­το της στὶς μι­μή­σεις: Ὕ­στε­ρα ἀ­πὸ κά­θε συ­νά­θροι­ση, στὸ σπί­τι τὸ δι­κό τους ἢ σὲ κά­ποι­ου ἄλ­λου ζευ­γα­ριοῦ, ἀ­να­πα­ρι­στοῦ­σε γιὰ χά­ρη του ὅ­σα εἶ­χαν δεῖ, τὰ πρό­σω­πα, τὶς φω­νές, στρα­βώ­νον­τας τὸ στο­μα­τά­κι της μὲ μι­κροὺς μορ­φα­σμοὺς ποὺ γιὰ μί­α ἐκ­πλη­κτι­κὴ στιγ­μὴ ξα­νά­φερ­ναν κον­τά τους ἕ­ναν ἀ­πόν­τα γνω­στό. «Ποὺ λέ­τε, ἐ­ὰν μὲ ἐν­δι­έ­φε­γε —πῶς τὸ λέ­ει ἡ Γκου­έν; — ἐ­ὰν μὲ ἐν­δι-έ­φε­γε ἡ συν­τή­γη­ση–»  Κι ἐ­κεῖ­νος, ὁ σύ­ζυ­γος, γε­λοῦ­σε μὲ τὴν καρ­διά του, πα­ρό­τι ἡ Γκου­ὲν ἦ­ταν στὰ κρυ­φὰ ἐ­ρω­μέ­νη του καὶ ἔ­μελ­λε νὰ γί­νει ἡ δεύ­τε­ρη σύ­ζυ­γός του. Αὐ­τὸ ποὺ τοῦ ἄ­ρε­σε σ’ ἐ­κεί­νη ἦ­ταν ἡ ζω­η­ρά­δα της στὸ κρε­βά­τι, κι αὐ­τὸ ποὺ ἀ­πε­χθα­νό­ταν στὴν πρώ­τη του γυ­ναί­κα ἦ­ταν τὸ ὅ­τι τοῦ ζη­τοῦ­σε νὰ τῆς τρί­ψει τὴν πλά­τη κι ὕ­στε­ρα, κά­τω ἀ­π’ τὰ χέ­ρια του ποὺ μο­χθοῦ­σαν, τὴν ἔ­παιρ­νε, κά­θε νύ­χτα, ὁ ὕ­πνος.

       Τὰ πρῶ­τα χρό­νια τοῦ νέ­ου γά­μου, κά­θε ποὺ ἐ­πέ­στρε­φαν στὸ σπί­τι μὲ τὴν Γκου­ὲν με­τὰ ἀ­πὸ συ­νά­θροι­ση, ἐ­κεῖ­νος πε­ρί­με­νε, ἀ­συ­νεί­δη­τα, ν’ ἀρ­χί­σουν οἱ μι­μή­σεις, ἡ ἀ­να­κε­φα­λαί­ω­ση. Μά­λι­στα τὴν πα­ρό­τρυ­νε: «Πῶς εἶ­δες τὸν ἀ­δελ­φὸ τῆς οἰ­κο­δέ­σποι­νάς μας;»

       «Ἄ», ἀ­παν­τοῦ­σε ἁ­πλὰ ἡ Γκου­έν, «πο­λὺ εὐ­χά­ρι­στος μοῦ φά­νη­κε». Καὶ ἐ­πει­δὴ ἔ­νι­ω­θε μὲ τὴ γυ­ναι­κεί­α της δι­αί­σθη­ση ὅ­τι ἐ­κεῖ­νος πε­ρί­με­νε πε­ρισ­σό­τε­ρα, ἴ­σως νὰ πρό­σθε­τε «Ἄ­κα­κος. Λί­γο στε­νό­μυα­λος ἴ­σως.». Τὰ μά­τια της ἄ­στρα­φταν, ἐ­νῶ ἄ­κου­γε στὴν ἀ­να­με­νό­με­νη σι­ω­πή του μιὰ ἄρ­ρη­τη ἀ­παί­τη­ση, καὶ μ’ ἐ­κεῖ­νο τὸ συγ­κι­νη­τι­κό, παι­δι­κὸ ψεύ­δι­σμά της τοῦ ἔ­λε­γε «Τί πγαγ­μα­τι­κὰ θέ­λεις;»

       «Ἄ, τί­πο­τα. Τί­πο­τα. Ἁ­πλῶς – τὸν εἶ­χε συ­ναν­τή­σει μιὰ φο­ρὰ ἡ Μαρ­γκε­ρὶτ πρὶν ἀ­πὸ λί­γα χρό­νια καὶ τῆς εἶ­χε κά­νει ἐν­τύ­πω­ση τί πομ­πώ­δης βλά­κας ποὺ εἶ­ναι. Ἔ­τσι ποὺ ρου­φά­ει τὴν ἄ­κρη τῆς πί­πας του καὶ τε­λει­ώ­νει κά­θε δή­λω­σή του λέ­γον­τας “Μὲ πα­ρα­κο­λου­θεῖ­τε;”»

       «Ἐ­γὼ τὸν βρῆ­κα ἀ­πο­λύ­τως εὐ­χά­ρι­στο», εἶ­πε πα­γε­ρὰ ἡ Γκου­ὲν καὶ τοῦ γύ­ρι­σε τὴν πλά­τη γιὰ νὰ βγά­λει τὸ ἀ­ση­μί, ἐ­φαρ­μο­στὸ φου­στά­νι της. Ἐ­νῶ τὸ τρα­βοῦ­σε τι­νά­ζον­τας τοὺς γο­φούς της δε­ξιὰ-ἀ­ρι­στε­ρὰ γιὰ νὰ τὸ κα­τε­βά­σει, γύ­ρι­σε τὸ κε­φά­λι της καὶ πρό­σθε­σε προ­κλη­τι­κὰ «Εἶ­χε πολ­λὰ νὰ πεῖ γιὰ τοὺς φο­ρο­λο­γι­κοὺς πα­ρά­δει­σους».

       «Εἶ­μαι σί­γου­ρος», σάρ­κα­σε ξε­ψυ­χι­σμέ­να ὁ Πυγ­μα­λί­ων, ναρ­κω­μέ­νος ἀ­πὸ τὸ θέ­α­μα τῆς γυ­ναί­κας του ποὺ προ­έ­λαυ­νε, γυ­μνή, πρὸς τὸ μέ­ρος του καὶ τὴ συ­ζυ­γι­κή τους κλί­νη. «Εἶ­ναι πο­λὺ ἀρ­γά», τὴν προ­ει­δο­ποί­η­σε.

       «Ἄχ, ἔ­λα τώ­ρα», εἶ­πε ἐ­κεί­νη, σβή­νον­τας τὸ φῶς.

       Ὁ πρῶ­τος ἄν­θρω­πος ποὺ μι­μή­θη­κε ἡ Γκου­ὲν ἦ­ταν ὁ δεύ­τε­ρος σύ­ζυ­γος τῆς Μαρ­γκε­ρίτ, ὁ Ἔντ· εἶ­χαν συ­ναν­τη­θεῖ ὅ­λοι ἀ­να­πάν­τε­χα σ’ ἕ­ναν φι­λαν­θρω­πι­κὸ χο­ρὸ γιὰ τὴ δι­ά­σω­ση τῶν φα­λαι­νῶν, γιὰ τὸν ὁ­ποῖ­ο εἶ­χαν στα­λεῖ προ­σκλή­σεις ἀ­δι­α­κρί­τως. «Ὄ-χὸ-χό», βρον­το­φώ­να­ξε ὕ­στε­ρα ὅ­ταν βρέ­θη­καν μό­νοι τους στὴν κρε­βα­το­κά­μα­ρά τους, «ὥ­στε ἐ­σὺ εἶ­σαι ὁ εὐ­γε­νὴς προ­κά­το­χός μου!» Κι ἔ­πει­τα πρό­σθε­σε «Νὰ χα­ρῶ ἐ­γὼ εὐ­γε­νῆ. Σὲ μι­σεῖ τό­σο πο­λὺ ποὺ τὸν ἐ­ρέ­θι­σες».

       «Ἀ­λή­θεια;» εἶ­πε ἐ­κεῖ­νος. «Ἐ­μέ­να μοῦ φά­νη­κε ἀ­πο­λύ­τως εὐ­χά­ρι­στος, σὲ μιὰ συ­νάν­τη­ση ποὺ θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ ἦ­ταν πο­λὺ ἀ­μή­χα­νη».

       «Ναί, ἀ­μέ­ε­ε», συμ­φώ­νη­σε ἐ­κεί­νη, μι­μού­με­νη τὸν ἐγ­κάρ­διο Ἔντ, ἀ­φή­νον­τας γιὰ μιὰ ἐκ­πλη­κτι­κὴ στιγ­μὴ τὸ ἐ­λα­φρῶς ἀ­νέκ­φρα­στο καὶ ἄ­ψυ­χο ὕ­φος βε­βι­α­σμέ­νης ἀ­γα­θο­σύ­νης τοῦ Ἒντ νὰ εἰ­σβά­λει στὰ συ­νή­θως μι­κρο­σκο­πι­κὰ καὶ στρογ­γυ­λε­μέ­να χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά της.

       «Δὲν ὑ­πάρ­χει κα­θό­λου ἀ­μη­χα­νί­α με­τα­ξύ μας, χό, χό», συ­νέ­χι­σε, ἐν­θαρ­ρυ­μέ­νη. «Καί, γιὰ πές μου, φί­λε μου, για­τί δὲν ἔρ­χε­ται πο­τὲ πιὰ στὴν ὥ­ρα της ἡ δι­α­τρο­φὴ γιὰ τὰ παι­διά;»

       Κι αὐ­τὸς γε­λοῦ­σε μὲ τὴν καρ­διά του, ἐκ­στα­σι­α­σμέ­νος ποὺ ἔ­βλε­πε τὴ σύ­ζυ­γό του νὰ φτά­νει σ’ αὐ­τὸ ποὺ ἐ­κεῖ­νος θε­ω­ροῦ­σε σω­στὴ γυ­ναι­κεί­α συμ­πε­ρι­φο­ρὰ – μιὰ εὔ­πλα­στη, ἀ­κοί­μη­τη εὐ­αι­σθη­σί­α στὸ ἀν­θρώ­πι­νο πε­ρι­βάλ­λον, μιὰ εὐ­ά­γω­γη αἰ­σθαν­τι­κό­τη­τα ποὺ πα­ρα­συ­ρό­ταν ἀ­πὸ τὰ ρεύ­μα­τα τῆς Φύ­σης αὐ­το­προ­σώ­πως. Ὁ ἴ­διος δὲν θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ γνω­ρί­σει τὸν κό­σμο, αὐ­τὸς ἦ­ταν ὁ φό­βος του, ἐ­ὰν δὲν τοῦ τὸν με­τέ­φρα­ζε μιὰ γυ­ναί­κα. Τώ­ρα, ὅ­ταν ἐ­πέ­στρε­φαν ἀ­πὸ μιὰ συγ­κέν­τρω­ση, καὶ τὴ ρω­τοῦ­σε πῶς τῆς εἶ­χε φα­νεῖ ὁ τά­δε, ἡ Γκου­ὲν στε­κό­ταν ὄρ­θια φο­ρών­τας τὰ ἐ­σώ­ρου­χά της καὶ συλ­λο­γι­ζό­ταν, σὰ νὰ βρι­σκό­ταν πά­νω στὴ σκη­νή. «Ἐ­μεῖς – νὰ πά­ρει, ἀ­γα­πη­τέ μου», ἀ­να­κοί­νω­νε σὲ μιὰ ξαφ­νι­κή, με­λω­δι­κὴ πα­ρω­δί­α, «ἂν δὲν ἦ­ταν ἡ Πορ­το­γα­λί­α, εἰ­λι­κρρρ­ι­νά, δὲν θά ’­χε μεί­νει οὔ­τε μί­α χώ­ρα στὴν Εὐ­ρώ­πη!»

       «Ἄχ, ἔ­λα τώ­ρα», δι­α­μαρ­τυ­ρό­ταν ἐ­κεῖ­νος, κα­τευ­χα­ρι­στη­μέ­νος ποὺ ἔ­βλε­πε τὰ ὄ­μορ­φα χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά της νὰ ἀλ­λοι­ώ­νον­ται σὲ μιὰ πα­ρά­ξε­νη, ἀ­λα­ζο­νι­κὴ χον­τρο­κο­πιά.

       «Πῶς τὸ κά­νει;» ρω­τοῦ­σε ἡ Γκου­έν, σὰν ἀ­πὸ ἐ­παγ­γελ­μα­τι­κὸ ἐν­δι­α­φέ­ρον. «Κά­πως κά­νει τὸ σα­γό­νι της, σὰ νὰ τὸ στρί­βει δε­ξιὰ-ἀ­ρι­στε­ρὰ χω­ρὶς νὰ ξε­σφίγ­γει τὰ δόν­τια.»

       «Τό ’­πια­σες!» ἐ­πι­κρο­τοῦ­σε αὐ­τός.

       «Φυ­σι­κά, ξέρρ­ρε­τε», συ­νέ­χι­ζε ἐ­κεί­νη μὲ τὴν προ­σποι­η­τὴ φω­νή, «κά­πο­τε ἦ­ταν ἡ Ἑλ­λά­δα, ἀλ­λὰ τώ­ρα ὅ­λοι αὐ­τοὶ οἱ ἀ­παί­σιοι Ἄ­ρα­βες…»

       «Ἄχ, ναί, ναί», ἔ­λε­γε ἐ­κεῖ­νος, ἐ­νῶ τὸ πρό­σω­πό του πο­νοῦ­σε ἀ­πὸ τὰ δυ­να­τά, γε­μά­τα πε­ρη­φά­νια, γέ­λια. Εἶ­χε γί­νει τέ­λεια γιὰ ἐ­κεῖ­νον.

       Στὸ κρε­βά­τι ἐ­κεί­νη τοῦ τό­νι­ζε «Εἶ­ναι πο­λὺ ἀρ­γά».

       «Θέ­λεις νὰ σοῦ τρί­ψω τὴν πλά­τη;»

       «Μμμ. Αὐ­τὸ θὰ ἦ­ταν πγαγ­μα­τι­κὰ ὡ­ραῖ­ο». Ἐ­νῶ τὸ ἀ­ρι­στε­ρό του χέ­ρι μο­χθοῦ­σε μα­λά­ζον­τας τὴ λεί­α, ζε­στή, εὔ­πλα­στη ἐ­πι­φά­νεια, ἡ σύ­ζυ­γός του —αὐ­τὸ τὸ μι­κρὸ κα­τι­τὶς μέ­σα της ποὺ ἦ­ταν ὅ­λο δι­κό της— βυ­θι­ζό­ταν μα­κριά του· τὴν ἔ­παιρ­νε, κά­θε νύ­χτα, ὁ ὕ­πνος.

  

 

Πηγή: Ἀ­πὸ τὴ συλ­λο­γὴ δι­η­γη­μά­των Sha­pard, Ro­bert and Ja­mes Tho­mas, eds. Sud­den Fi­ction, A­me­ri­can Short-Short Sto­ri­es, Salt La­ke Ci­ty: Gibbs-Smith pu­bli­sher, 1986. Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση: στὸ Πλα­νό­δι­ον ἀρ. 50 (Ἰού­νι­ος, 2011) ποὺ κυ­κλο­φο­ρεῖ: βλ. ἐδῶ.

 

Τζὸν Ἀπντάικ (John Updike) (Ρέν­τινγκ, Πεν­σιλ­βά­νια, 1932-Ντάνβερς, Μα­σα­χουσέτης, 2009). Θε­ω­ρεῖ­ται ἀ­πὸ τοὺς σπου­δαι­ό­τε­ρους συγ­γρα­φεῖς τοῦ 20οῦ αἰ­ώ­να. Ἔ­χει γρά­ψει πάμ­πολ­λα δι­η­γή­μα­τα καὶ μυ­θι­στο­ρή­μα­τα καὶ ἔ­χει ἐ­πη­ρε­ά­σει πολ­λοὺς συγ­γρα­φεῖς. Βι­βλί­α του ἔ­χουν με­τα­φερ­θεῖ στὸν κι­νη­μα­το­γρά­φο. Κέρ­δι­σε δύ­ο βρα­βεῖ­α Πού­λι­τζερ.

 

Με­τά­φρα­ση ἀ­πὸ τὰ ἀγ­γλικά:

Νί­να Μπού­ρη (1983). Σπού­δα­σε στὸ τμῆ­μα Ἐ­πι­κοι­νω­νί­ας καὶ ΜΜΕ τοῦ Πα­νε­πι­στη­μί­ου Ἀ­θη­νῶν, με­τα­φρά­ζει βι­βλί­α —κυ­ρί­ως λο­γο­τε­χνι­κὰ καὶ δο­κί­μια γιὰ λο­γο­τε­χνι­κὰ πε­ρι­ο­δι­κά— καὶ ὑ­πο­τι­τλί­ζει ται­νί­ες γιὰ φε­στι­βὰλ κι­νη­μα­το­γρά­φου.