Κω­σταν­τῖ­νος Αἰ­κα­τε­ρί­νης: Εἶ­ναι ἀνα­λό­γως



Κω­σταν­τῖ­νος Αἰ­κα­τε­ρί­νης


Εἶ­ναι ἀνα­λό­γως


ΠΗΚΕ ΑΕΡΑΤΗ καὶ βια­στι­κή: ἐμ­φα­νῶς σα­ραν­τά­ρα, ἐπι­φα­νεια­κῶς ξαν­θιά, μὲ ἀκρι­βὸ σπὸρ ντύ­σι­μο καὶ ὕφος «al dente». Τὴ χαι­ρέ­τη­σαν σχε­δὸν διὰ βο­ῆς: «Κα­λω­σήρ­θα­τε κυ­ρία Τζέ­νη. Σᾶς πε­ρι­μέ­να­με. Κα­θί­στε. Τὸ συ­νη­θι­σμέ­νο σας;»

       — Ναί, τὸ ἐσπρεσ­σά­κι μου καὶ τὸ ἴδιο μα­νόν. Καὶ ἀπευ­θυ­νό­με­νη πρὸς τὴν ὑπάλ­λη­λο ποὺ ἔσπευ­σε πά­νο­πλη: Ὄχι, δὲν ἦταν αὐ­τό. Θέ­λω ἀκρι­βῶς τὸ ἴδιο. Νὰ βρεῖς ἀκρι­βῶς τὴν ἀπό­χρω­ση, δὲν θέ­λω, δὲν θέ­λω ἄλ­λο.

       — Θὰ τὸ βροῦ­με, μὴν ἀνη­συ­χεῖ­τε, τὴν κα­θη­σύ­χα­σε δεί­χνον­τάς της τέσ­σε­ρα ἐκρη­κτι­κὰ κόκ­κι­να βερ­νί­κια νυ­χιῶν. Μή­πως αὐ­τό;

       — Ὄχι δὲν ἦταν τὸ Red Head Ahead, τὸ γνω­ρί­ζω κα­λά. Ἦταν ἕνα και­νούρ­γιο ποὺ μό­λις εἴ­χα­τε φέ­ρει καὶ δὲν συγ­κρά­τη­σα τὸ ὄνο­μα.

       — Μή­πως αὐ­τὸ τό­τε;

       — Ὄχι, κα­νέ­να ἀπὸ αὐ­τά. Τὸ Red-vival City ρο­ζί­ζει. Τὸ Coca Cola Red εἶ­ναι πο­λὺ κόκ­κι­νο καὶ τὸ Red Veal Your Truth εἶ­ναι σκο­τει­νό.

       — Μὰ δὲν εἴ­χα­με ἄλ­λο. Εἶ­στε σί­γου­ρη κυ­ρία Τζέ­νη ὅτι ἦ­ταν τῆς ΟΠΑ; Μή­πως ἦταν ἄλ­λη ἑται­ρεία;

       — Αὐ­τὴ ἡ ἑται­ρεία ἦταν. Εἶ­μαι σί­γου­ρη. Πῶ πῶ, τί ἔχω πά­θει! ἐκνευ­ρί­στη­κε ἡ κυ­ρία Τζέ­νη. Ἦταν ἕνα ὡραῖο κοκ­κι­νο­πορ­το­κα­λί. Πρέ­πει νὰ τὸ βρω.

       — Μὴ στε­νο­χω­ριέ­στε κυ­ρία Τζέ­νη, θὰ τὸ βροῦ­με, ἐπέ­μει­νε ἡ ὑπάλ­λη­λος, ἐνῷ ἀκού­στη­κε μιὰ προϊ­στά­με­νη φω­νὴ νὰ κα­τε­βαί­νει τὴ σκά­λα ἀπο­φα­σι­σμέ­νη:

       — Θυ­μᾶ­στε ποιά κο­πέ­λα σᾶς πε­ρι­ποι­ή­θη­κε, κυ­ρία Τζέ­νη; Καὶ ἔρι­ξε φαρ­μα­κε­ρὴ μα­τιὰ στὴν ὑπάλ­λη­λο…

       — Ἡ Κι­κὴ ἦταν, νο­μί­ζω, ἀπάν­τη­σε μὲ ξε­φου­σκω­μέ­νη σι­γου­ριὰ καὶ φα­νε­ρὴ ἀνη­συ­χία ἡ κυ­ρία Τζέ­νη, ἐνῷ ἡ προϊ­στα­μέ­νη ἔσπευ­δε νὰ τη­λε­φω­νή­σει της Κι­κῆς ποὺ εἶ­χε ρε­πό.

       — Ταϊ­ζει τὸ μω­ρό; Θὰ ἀρ­γή­σει; Πεῖ­τε της νὰ μοῦ τη­λε­φω­νή­σει ἀμέ­σως εἶ­ναι κα­τε­πεί­γου­σα ἀνάγ­κη. Ἀμέ­σως. Κα­τα­λά­βα­τε;

       — Με­γά­λη γκαν­τε­μιὰ νὰ μὴν εἶ­ναι ἐδῶ σή­με­ρα ἡ Κι­κή… μὰ δὲν ξέ­ρε­τε τί που­λᾶ­τε; ξε­σπά­θω­σε ἡ κυ­ρία Τζέ­νη, κοι­τῶν­τας ἐπι­τι­μη­τι­κὰ μιὰ τὴν ὑπάλ­λη­λο μιά την προϊ­στα­μέ­νη.

       — Μὰ μπο­ρεῖ, κυ­ρία Τζέ­νη, νὰ εἶ­ναι τὸ πρῶ­το ποὺ σᾶς ἔδει­ξα καὶ νὰ ἄλ­λα­ξε ἀπό­χρω­ση μπαί­νον­τας στὸ φουρ­νά­κι, ἐπα­νῆλ­θε ἡ ὑπάλ­λη­λος, προ­σπα­θῶν­τας νὰ πε­ρι­σώ­σει τὴν ἐπαγ­γελ­μα­τι­κή της ἀξιο­πρέ­πεια καὶ προ­φα­νῶς τὴ δου­λειά της. Ἐλᾶ­τε νὰ βά­ψου­με ἕνα νύ­χι καὶ νὰ τὸ βά­λου­με στὸ φουρ­νά­κι νὰ δοῦ­με ἂν θὰ ἀλ­λά­ξει χρῶ­μα…

       Ἡ κυ­ρία Τζέ­νη ἔτει­νε ἐλ­πι­δο­φό­ρα τὸ χέ­ρι της καὶ ἐνῷ τὸ νύ­χι της «ψη­νό­ταν», ἡ προϊ­στα­μέ­νη ἔφε­ρε μιὰ σει­ρὰ δείγ­μα­τα βερ­νι­κιῶν. Ἡ κυ­ρία Τζέ­νη ἦταν πε­λά­τισ­σα ποὺ δὲν ἤθε­λε μὲ τί­πο­τε νὰ χά­σει. Κά­θε τρεῖς βδο­μά­δες ἐκεῖ γιὰ μα­νι­κιούρ, πεν­τι­κιούρ, σπᾶ, μα­σὰζ καὶ σχε­δὸν ὅλες τὶς ὑπη­ρε­σί­ες ποὺ πρό­σφε­ραν.

       — Νά­ ‘το, αὐ­τὸ εἶ­ναι! ἀνα­φώ­νη­σε ἡ κυ­ρία Τζέ­νη μὴν κρύ­βον­τας τὸν ἐν­θου­σια­σμό της… ἀκρι­βῶς αὐ­τό! Καὶ ἔδει­ξε ἕνα κόκ­κι­νο ἀπὸ τὸ δειγ­μα­το­λό­γιο, ἀπο­σύ­ρον­τας τὸ «ψη­μέ­νο» νύ­χι ποὺ οὕ­τως ἢ ἄλ­λως ἦταν τε­λι­κὰ «κον­τὰ σ’ αὐ­τὸ ποὺ ἤθε­λε, ἀλ­λὰ ὄχι ἀκρι­βῶς».

       — Μὰ αὐ­τό σας ἔδει­ξα πρῶ­το, ψέλ­λι­σε ἡ ὑπάλ­λη­λος δι­στα­κτι­κά, καὶ εἴ­πα­τε πὼς ὄχι…

       Ἡ κυ­ρία Τζέ­νη κα­τα­κόκ­κι­νη ἀπὸ θυ­μό, ἄλ­λα­ξε γρή­γο­ρα γνώ­μη γιὰ τὴν ἀπό­χρω­ση τοῦ κόκ­κι­νου καὶ ἄρ­χι­σε νὰ ὀρύ­ε­ται ὅτι δὲν μπο­ροῦν νὰ τῆς τὸ κά­νουν αὐ­τὸ ἐκεί­νης ποὺ τοὺς εἶ­χε κτί­σει τὸ μι­σὸ μα­γα­ζί… Τὴν τε­τα­μέ­νη ἀτμό­σφαι­ρα ἦρ­θε νὰ δια­κό­ψει τὸ τη­λέ­φω­νο. Ἦταν ἡ Κι­κὴ ποὺ προ­φα­νῶς τέ­λειω­σε τὸ τάϊ­σμα τὸ μω­ροῦ:

       — Ἐπί τέ­λους μᾶς θυ­μή­θη­κες! τῆς σφύ­ρι­ξε ἡ προϊ­στα­μέ­νη καὶ τῆς ζή­τη­σε νὰ θυ­μη­θεῖ ἐπει­γόν­τως τὴν ἀπό­χρω­ση τοῦ κόκ­κι­νου ποὺ ἔβα­ψε τὰ νύ­χια τῆς κυ­ρί­ας Τζέ­νης πρὶν ἀπὸ τρεῖς ἑβδο­μά­δες.

       — Εἶ­ναι ὁ κω­δι­κὸς ποὺ ἀπο­σύρ­θη­κε; Ἄ ἔτσι ἐξη­γεῖ­ται, ἀνα­φώ­νη­σε ἡ προϊ­στα­μέ­νη κλεί­νον­τας τὸ τη­λέ­φω­νο καὶ ἔσπευ­σε νὰ ἐξη­γή­σει καὶ στὴν κυ­ρία Τζέ­νη πὼς ὁ κω­δι­κὸς ποὺ ἤθε­λε ἀπο­σύρ­θη­κε ἀπὸ τὴν ἀγο­ρὰ λό­γῳ πι­θα­νό­τη­τας πρό­κλη­σης ἀλ­λερ­γί­ας.

       — Εἶ­στε ἀπί­στευ­τες! Δὲν λέ­τε ὅτι δὲν τό­ ‘χε­τε, πα­ρὰ μοῦ που­λᾶ­τε πα­ρα­μύ­θια… οὔρ­λια­ξε ἡ κυ­ρία Τζέ­νη. Ἂν ἦταν ἐπι­κίν­δυ­νο ἐγὼ για­τί δὲν ἔπα­θα τί­πο­τε; Καὶ μὲ φω­νὴ ρα­γι­σμέ­νη: Καὶ τώ­ρα τί θὰ κά­νω ἐγώ, μοῦ λέ­τε; Δὲν θέ­λω κα­νέ­να ἄλ­λο κόκ­κι­νο…κα­νέ­να σᾶς λέω… κα­νέ­να… ψι­θύ­ρι­ζε τώ­ρα πιὰ φα­νε­ρὰ τσα­κι­σμέ­νη ἀφή­νον­τας νὰ τὴν πα­ρη­γο­ρή­σουν τὰ ἔμ­πει­ρα χέ­ρια τῆς προϊ­στα­μέ­νης.

       — Συμ­βαί­νει συ­χνὰ αὐ­τό; ρώ­τη­σε τὴν ἄτυ­χη ὑπάλ­λη­λο μιὰ ἄλ­λη πε­λά­τισ­σα ποὺ πε­ρί­με­νε ὑπο­μο­νε­τι­κὰ τὴ σει­ρά της. Ἐκεί­νη τὴν κοί­τα­ξε μᾶλ­λον μὲ συγ­κα­τά­βα­ση κα­θυ­στε­ρῶν­τας τὴν εὔ­γλωτ­τη ἀπάν­τη­ση:

       — Εἶ­ναι ἀνα­λό­γως…



Κων­σταν­τῖ­νος Αἰ­κα­τε­ρί­νης (Ἀ­λε­ξάν­δρεια, 1980). Σπού­δα­σε στὸ Τμῆ­μα Εἰ­κα­στι­κῶν καὶ Ἐ­φαρ­μο­σμέ­νων Τε­χνῶν τῆς Σχο­λῆς Κα­λῶν Τε­χνῶν τοῦ Α.Π.Θ. Ἀ­πὸ τὸ 2003 ζεῖ στὴν Ἀ­θή­να ὅ­που πα­ρα­δί­δει μα­θή­μα­τα σχε­δί­ου καὶ ζω­γρα­φι­κῆς, καί, πα­ράλ­λη­λα, ἀ­σχο­λεῖ­ται μὲ τὴν ἀ­νά­γνω­ση καὶ τὴ γρα­φή.