Μα­νου­ὲλ Ρό­χας (Manuel Rojas): Πα­ρα­μο­νὴ Χρι­στου­γέν­νων στὸ Σαν­τιά­γκο



Μα­νου­ὲλ Ρό­χας (Manuel Rojas)


Πα­ρα­μο­νὴ Χρι­στου­γέν­νων στὸ Σαν­τιά­γκο

(Nochebuena en Santiago)


Ο ΟΝΟΜΑ ΜΟΥ εἶναι Αὔ­γου­στος, ἂν καὶ οἱ συγ­γε­νεῖς μου καὶ οἱ φί­λοι μου μὲ φω­νά­ζουν Τί­το, ὑ­πο­κο­ρι­στι­κὸ ποὺ δὲν ξέ­ρω ἂν ὀ­φεί­λε­ται στὴν ἀ­δυ­να­μί­α ποὺ μοῦ ἔ­χουν ἢ στὴν ἰ­δέ­α τους γιὰ τὸ κον­τό μου ἀ­νά­στη­μα (λέ­ω κον­τὸ καὶ ὄ­χι χα­μη­λὸ για­τὶ τὸ θε­ω­ρῶ πιὸ ἀ­κρι­βές· τὸ δεύ­τε­ρο ἐ­πί­θε­το ἀ­πευ­θύ­νε­ται σὲ αὐ­τοὺς ποὺ δὲν κα­τά­λα­βαν). Δὲν εἶ­μαι Χι­λια­νὸς ἀλ­λὰ Γου­α­τε­μαλ­τέ­κος. Ἦρ­θα ἐ­δῶ λί­γο ἀ­φό­του ἐγ­κα­τέ­λει­ψα τὴ Βο­λι­βί­α, χώ­ρα στὴν ὁ­ποί­α ὑ­πη­ρε­τοῦ­σα, σχε­δὸν μὲ με­γά­λη μου λύ­πη, σὲ μιὰ θέ­ση γραμ­μα­τέ­α τῆς πρε­σβεί­ας τῆς Γου­α­τε­μά­λας. Λέ­ω «σχε­δὸν μὲ με­γά­λη μου λύ­πη» για­τὶ δὲν πι­στεύ­ω στὶς πρε­σβεῖ­ες οὔ­τε στοὺς γραμ­μα­τεῖς καὶ ἂν δέ­χτη­κα τὴ θέ­ση ἦ­ταν ἐ­πει­δὴ ὁ πρό­ε­δρος ἦ­ταν φί­λος μου καὶ ὑ­πο­σχό­ταν νὰ δου­λέ­ψει πραγ­μα­τι­κὰ γιὰ τὸ κα­λό του λα­οῦ. Ἀλ­λὰ ὁ ἄν­θρω­πος, ἀ­πε­ρί­σκε­πτος, βάλ­θη­κε νὰ μι­λά­ει γιὰ ἀ­γρο­τι­κὴ με­ταρ­ρύθ­μι­ση καὶ ἐ­θνι­κο­ποί­η­ση καὶ οἱ μέ­το­χοι τῶν ἐ­ται­ρι­ῶν φρού­των καὶ ἄλ­λου τύ­που, μέ­το­χοι ποὺ δὲν ζοῦν στὴ Γου­α­τε­μά­λα ἀλ­λὰ ἀλ­λοῦ, κα­τσού­φια­σαν, ἂν καὶ θὰ ἦ­ταν κα­λύ­τε­ρα νὰ ποῦ­με, ἔ­τρι­ξαν τὰ δόν­τια. Πα­ρε­νέ­βη ἕ­νας πρέ­σβης, ἦρ­θε σὲ συ­νεν­νό­η­ση μὲ με­ρι­κοὺς στρα­τι­ω­τι­κοὺς —λέ­ω με­ρι­κοὺς για­τί ὑ­πο­θέ­τω ὅ­τι ἀ­κό­μα καὶ λί­γοι εἶ­ναι ἀρ­κε­τοί— καὶ τὸ ἀ­πο­τέ­λε­σμα ἦ­ταν αὐ­το­νό­η­το· στὴ Λί­μα τοῦ Πε­ροῦ, κοι­τά­ζον­τας δυ­τι­κά, εἶ­πα: «Με­ξι­κὸ ἢ Χι­λή»· κέρ­δι­σε ἡ Χι­λὴ καὶ νά ‘μαι.

       Νά ‘μαι, μὲ τὸ κορ­μὶ λί­γο χά­λια, ὅ­πως λέ­νε οἱ Χι­λια­νοί. Εἶ­ναι μιὰ κα­τά­στα­ση ποὺ ἐμ­φα­νί­ζε­ται τὸ ξη­μέ­ρω­μα ἢ στὸ ξύ­πνη­μα. Ἡ ἔκ­φρα­ση εἶ­ναι ἀ­κρι­βὴς καὶ σχε­δόν μοῦ­ ἀ­ρέ­σει πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­πὸ «κροῦ­δο»(1), ὅ­πως λέ­νε οἱ Με­ξι­κά­νοι ἢ «χαν­γκό­βερ» ὅ­πως τὸ λέ­νε ἄλ­λοι: πο­νο­κέ­φα­λος, στό­μα ξε­ρό, μαγ­κω­μέ­νη σπον­δυ­λι­κὴ στή­λη, μεί­ω­ση ἐν­θου­σια­σμοῦ γιὰ ζω­ή, τά­ση γιὰ ἀ­κι­νη­σί­α ἢ ὁ­ρι­ζον­τί­ω­ση, δυ­σφο­ρί­α στοὺς θο­ρύ­βους καὶ στὶς φω­νές, αὐ­τὰ εἶ­ναι τὰ πιὸ κοι­νὰ συμ­πτώ­μα­τα. Κα­τα­πο­λε­μεῖ­ται μὲ τὰ ἴ­δια ὅ­πλα ποὺ τὴν προ­κα­λοῦν, πράγ­μα ποὺ λέ­γε­ται «ἀ­να­συ­στή­νω τὸ σῶ­μα», similia similibus curantar, ἢ μὲ τὴν ἀ­πό­λυ­τη ἡ­συ­χί­α, νε­ρό, χρό­νο καὶ ἀ­σπι­ρί­νες. Θὰ ὄ­φει­λα νὰ πῶ ὅ­τι συμ­βαί­νει σὲ με­γά­λο βαθ­μὸ τὶς μέ­ρες 2 Ἰ­α­νου­α­ρί­ου, 19 καὶ 20 Σε­πτεμ­βρί­ου, 25 Δε­κεμ­βρί­ου, ἐ­πί­σης τὶς μέ­ρες ποὺ ἀ­κο­λου­θοῦν κά­ποι­ες γι­ορ­τές, κι­νη­τὲς ἢ μή: Σὰν Λου­ίς, Σὰν Μα­νου­έλ, Σὰν Φραν­θί­σκο, ἐ­κτὸς ἀ­πὸ κα­μιὰ δω­δε­κα­ριὰ ἢ καὶ πα­ρα­πά­νω ἄλ­λους ἁ­γίους λι­γό­τε­ρο γνω­στοὺς καὶ δὲν θὰ ἦ­ταν ὑ­περ­βο­λι­κὸ νὰ πῶ ὅ­τι ὅ­λες οἱ μέ­ρες, σὲ ὁ­λό­κλη­ρη τὴ χώ­ρα, ξη­με­ρώ­νουν μὲ τὸν ὀρ­γα­νι­σμὸ χά­λια ἑ­κα­τον­τά­δες ἄ­το­μα ποὺ τὴν προ­η­γού­με­νη μέ­ρα γι­όρ­τα­ζαν τὸν ἑ­αυ­τό τους, γι­όρ­τα­ζαν ἄλ­λους ἢ ἁ­πλὰ με­θοῦ­σαν ἐ­πει­δὴ δὲν μπο­ροῦ­σαν ἢ δὲν ἤ­ξε­ραν νὰ κά­νουν κά­τι ἄλ­λο. Πράγ­μα πού, ὅ­πως νο­μί­ζω, συμ­βαί­νει σὲ ὅ­λον τὸν κό­σμο γι’ α­υτὸ καὶ δὲν χρει­ά­ζε­ται νὰ θο­ρυ­βη­θοῦ­με ἐ­πει­δὴ συμ­βαί­νει στὴ Χι­λή.

       Σή­με­ρα, ἀ­κρι­βῶς, εἶ­ναι 25 Δε­κεμ­βρί­ου, μέ­ρα ζέ­στης καὶ ὀρ­γα­νι­σμοῦ χά­λια. Νὰ εἶ­σαι χά­λια μιὰ μέ­ρα μὲ κρύ­ο, τὸν Ἰ­ού­λιο ἢ τὸν Αὔ­γου­στο, εἶ­ναι δυ­σά­ρε­στο, ἀλ­λὰ νὰ τὸν ἔ­χεις μιὰ μέ­ρα μὲ ζέ­στη εἶ­ναι πο­λὺ χει­ρό­τε­ρο. Λέ­νε πολ­λὰ γιὰ τὴν Πα­ρα­μο­νὴ τῶν Χρι­στου­γέν­νων, ἀλ­λὰ δὲ λέ­νε ὅ­τι μιὰ τέ­τοι­α νύ­χτα δὲν εἶ­ναι αἰ­ώ­νια, ὅ­τι φτά­νει μιὰ στιγ­μὴ ποὺ ἡ νύ­χτα καὶ ἡ γι­ορ­τὴ τε­λει­ώ­νουν καὶ ἔρ­χε­ται ἡ και­νούρ­για μέ­ρα μὲ τὸ τρο­με­ρό της φῶς. Τὸ χει­ρό­τε­ρο εἶ­ναι ὅ­τι χτὲς ἤ­μουν κρα­τού­με­νος στὸ ἀ­στυ­νο­μι­κὸ τμῆ­μα. Κρα­τού­με­νος ὡς με­θυ­σμέ­νος καὶ ὡς κλέ­φτης πα­που­τσι­ῶν.

       Τὸ ἱ­στο­ρι­κό μου εἶ­ναι ἔν­τι­μο, καὶ ἂς ἔ­χω ὑ­πάρ­ξει γραμ­μα­τέ­ας τῆς πρε­σβεί­ας. Ἤ­δη ἔ­χω πεῖ ποι­οί ἦ­ταν οἱ λό­γοι ποὺ μὲ ὤ­θη­σαν νὰ δε­χτῶ αὐ­τὸ τὸ πό­στο. Σὲ αὐ­τὴν τὴν πε­ρί­πτω­ση ὅ­μως, στὴν κα­τη­γο­ρί­α γιὰ κλο­πή, ὑ­πάρ­χει κά­τι ποὺ μὲ πό­νε­σε πο­λύ, ποὺ μὲ πο­νά­ει ἀ­κό­μα καί, ὅ­σο καὶ νὰ ὑ­πῆρ­ξαν γραμ­μα­τεῖς ποὺ κα­τη­γο­ρή­θη­καν γιὰ λα­θρεμ­πό­ριο χρυ­σοῦ ἢ ξέ­νου συ­ναλ­λάγ­μα­τος, γιὰ κλο­πὴ σὲ οὐ­ί­σκι ἢ γιὰ κα­τα­σκο­πεί­α, κα­νείς, ἀ­π’ ὅ­τι ξέ­ρω, δὲν ἔ­χει κα­τη­γο­ρη­θεῖ ὅ­τι ἔ­κλε­ψε «ἕ­να» με­τα­χει­ρι­σμέ­νο πα­πού­τσι.

       Ὅ­ταν μπῆ­κα στὴν ὁ­δὸ Σὰν Φραν­θί­σκο εἶ­δα τὸ με­θυ­σμέ­νο, καί, δὲν ξέ­ρω για­τί, συγ­κι­νή­θη­κα, ἂν καὶ μέ­ρος αὐ­τῆς τῆς συγ­κί­νη­σης ὀ­φει­λό­ταν στὸ πόν­τσε ἐν λέ­τσε (2), στὸ κρα­σὶ καὶ σὲ ἄλ­λα πο­τὰ ποὺ κα­τα­νά­λω­σα κα­τὰ τὴ διά­ρκεια τῆς νύ­χτας. Ἦ­ταν πιὸ πι­ω­μέ­νος ἀ­πὸ μέ­να καὶ βρι­σκό­ταν ἀ­νά­με­σα σε δυ­ὸ ἀ­στυ­νο­μι­κοὺς ἀν­τι­στε­κό­με­νος στὴ σύλ­λη­ψή του, ὄ­χι ἀν­τι­στε­κό­με­νος βί­αι­α ἀλ­λὰ μὲ ἕ­να εἶ­δος σι­ω­πη­ρῆς καὶ με­τρη­μέ­νης ἀν­τί­δρα­σης. Στα­μά­τη­σα.

       — Καὶ για­τί …μὲ θὰ μὲ φυ­λα­κί­σε­τε; – εἶ­πε. Δὲν ἔ­χου­με σή­με­ρα Πά­σχα;

       Ὁ ἀ­πο­φα­σι­στι­κὸς τό­νος τῆς φω­νῆς του ἦ­ταν λί­γο παι­δι­κός.

       — Ἄν­τε, προ­χώ­ρα! – εἶ­πε ὁ ἀ­στυ­νο­μι­κὸς σπρώ­χνον­τάς τον δυ­να­τά.

       Πλη­σί­α­σα.

       — Για­τί τὸν παίρ­νε­τε; – ρώ­τη­σα.

       Ἕ­νας ἀ­πὸ τοὺς ἀ­στυ­νο­μι­κοὺς μοῦ ἀ­πάν­τη­σε:

       — Εἶ­ναι με­θυ­σμέ­νος καὶ ἔ­κα­νε με­γά­λη φα­σα­ρί­α.

       — Ὅ­μως —τοῦ εἴ­πα— σή­με­ρα εἶ­ναι Πά­σχα, μέ­ρα γιὰ τὰ κά­λαν­τα, γιὰ τὴν ἀ­γά­πη ἀ­νά­με­σα στὰ ἀν­θρώ­πι­να πλά­σμα­τα, ἡ μέ­ρα ποὺ γι­ορ­τά­ζε­ται ἡ γέν­νη­ση τοῦ με­γα­λύ­τε­ρου συμ­βό­λου τῆς ἀ­δελ­φο­σύ­νης ποὺ δη­μι­ουρ­γή­θη­κε ἀ­πὸ τοὺς ἀν­θρώ­πους ἐ­δῶ καὶ δυ­ὸ χι­λιά­δες χρό­νια. Πρέ­πει νὰ ἀ­γα­πᾶ­με καὶ νὰ συγ­χω­ροῦ­με.

       Ὁ ἀ­στυ­νο­μι­κὸς μὲ κοί­τα­ξε σὰν νὰ τοῦ εἶ­χα πεῖ ὅ­τι τὸ τε­τρά­γω­νο τῆς ὑ­πο­τεί­νου­σας ἰ­σοῦ­ται μὲ τὸ ἄ­θροι­σμα τῶν τε­τρα­γώ­νων τῶν κα­θέ­των, μιὰ μα­τιὰ ποὺ μὲ τύ­λι­ξε ὁ­λό­κλη­ρο —πράγ­μα ποὺ δὲν τὸν δυ­σκό­λε­ψε καὶ πο­λύ—, ἐ­ξέ­τα­σε τὸ πρό­σω­πό μου καὶ τὰ μά­τια μου καὶ ἰ­δί­ως τὸ στό­μα καὶ μοῦ εἶ­πε:

       — Εἶ­ναι κα­λύ­τε­ρα νὰ τοῦ δί­νε­τε, κύ­ρι­ε. Εἶ­στε καὶ ἐ­σεῖς μι­σο­με­θυ­σμέ­νος.

       Τὸ ἑ­πό­με­νο σπρώ­ξι­μο ἔ­ρι­ξε τὸ με­θυ­σμέ­νο πά­νω στὸν τοῖ­χο, τὸ με­θε­πό­με­νο τὸν πῆ­γε μέ­χρι τὴν ἄ­κρη τοῦ δρό­μου, ὅ­που πα­ρα­λί­γο νὰ πέ­σει· ἄλ­λο σπρώ­ξι­μο τὸν ἰ­σορ­ρό­πη­σε. Σπρώ­ξι­μο ἀ­πὸ δῶ σπρώ­ξι­μο ἀ­πὸ κεῖ, οἱ δυ­ὸ ἀ­στυ­νο­μι­κοὶ καὶ ὁ πι­ω­μέ­νος πῆ­ραν τὸ δρό­μο γιὰ τὸ πιὸ κον­τι­νὸ ἀ­στυ­νο­μι­κὸ τμῆ­μα, ἀλ­λὰ ἤ­μουν καὶ ἐ­γώ, ρη­το­ρεύ­ον­τας καὶ λα­λών­τας, ὅ­πως λέ­γε­ται κα­τὰ τὸ κοι­νῶς λε­γό­με­νο, σχε­τι­κὰ μὲ τὰ Χρι­στού­γεν­να καὶ τὸ νό­η­μά τους. Εἶ­χε φτά­σει ἡ στιγ­μὴ ποὺ ἤ­μουν στου­πὶ στὸ με­θύ­σι, ἡ στιγ­μὴ ποὺ τὸ ἀλ­κο­ὸλ ποὺ ἤ­πι­ες ἀ­νε­βαί­νει μὲ πε­ρισ­σό­τε­ρη δύ­να­μη πρὸς τὸ κε­φά­λι καὶ κα­τὰ τὴν ὁ­ποί­α ὁ δη­λη­τη­ρι­α­σμέ­νος μὲ ἀλ­κο­όλ, ἤ­δη κου­ρα­σμέ­νος, χά­νει λί­γο τὸν ἔ­λεγ­χο τοῦ ἑ­αυ­τοῦ του. Ἐκ­στα­σι­α­σμέ­νος ἀ­πὸ τὸ λό­γο μου, ἀ­να­στέ­να­ξα λί­γο καὶ ὁ με­θυ­σμέ­νος, ὁ ὁ­ποῖ­ος καὶ αὐ­τὸς ἦ­ταν στου­πί, ἀ­πάν­τη­σε στοὺς ἀ­να­στε­ναγ­μούς μου, βγά­ζον­τας κά­τι δυ­να­τὲς κραυ­γὲς καὶ πέ­φτον­τας στὸ ἔ­δα­φος· τὸν ἔ­συ­ραν καὶ τό­τε ἔ­χα­σε ἕ­να πα­πού­τσι, ἕ­να χρω­μα­τι­στὸ πα­πού­τσι ποὺ μά­ζε­ψα μὲ κίν­δυ­νο νὰ καρ­φω­θῶ κά­τω σκύ­βον­τας. Τὰ τε­τρά­γω­να ποὺ ἀ­κο­λού­θη­σαν με­τὰ πα­ρα­μέ­νουν ἀ­κό­μα στὸ σκο­τά­δι· πα­πού­τσι στὸ χέ­ρι, μι­λών­τας καὶ βγά­ζον­τας ἀ­πὸ κα­μιὰ μι­κρὴ κραυ­γή, δε­δο­μέ­νου ὅ­τι μι­σῶ τὶς δυ­να­τὲς κραυ­γές, πα­ρα­τη­ρών­τας ἀ­πὸ ἀ­πό­στα­ση κά­ποι­ων μέ­τρων τὸν κα­κο­ποι­η­μέ­νο καὶ τοὺς δι­ῶ­κτες, ἀ­κο­λού­θη­σα γιὰ Σὰν Φραν­θί­σκο.

       Ἐ­πι­τέ­λους, με­τὰ ἀ­πὸ ἕ­να δι­ά­στη­μα καὶ μιὰ ἀ­πό­στα­ση ποὺ μοῦ φά­νη­κε πο­λὺ με­γά­λη, δι­α­πί­στω­σα ὅ­τι ἔμ­παι­να σὲ μιὰ ζώ­νη δυ­να­τοῦ φω­τός· ἦ­ταν ἡ πόρ­τα τοῦ ἀ­στυ­νο­μι­κοῦ τμή­μα­τος. Ἐ­κεῖ, κά­τω ἀ­πὸ μιὰ ἐ­κτυ­φλω­τι­κὴ λάμ­πα, ὁ με­θυ­σμέ­νος μὲ ἔ­δει­χνε μὲ τὸ χέ­ρι καὶ τσί­ρι­ζε:

       — Αὐ­τὸς ὁ λι­μο­κον­τό­ρος μοῦ ἔ­κλε­ψε τὸ πα­πού­τσι!

       Εἶ­χε πε­ρά­σει τὸ βα­ρὺ με­θύ­σι. Πλη­σί­α­σα, πα­ρέ­δω­σα τὸ πα­πού­τσι καὶ προ­σπά­θη­σα νὰ πῶ στοὺς ἀ­στυ­νο­μι­κοὺς ὅ­τι ἐ­γώ…, ἀλ­λὰ οἱ ἀ­στυ­νο­μι­κοὶ δὲν ἦ­ταν οἱ ἴ­διοι ποὺ εἶ­χα δεῖ μπαί­νον­τας στὴν ὁ­δὸ Σὰν Φραν­θί­σκο. Αὐ­τοὶ δὲ μὲ γνώ­ρι­ζαν. Ποι­ά στιγ­μὴ εἶ­χαν ἀλ­λά­ξει; Τὸ ἀ­γνο­ῶ. Αὐ­τὸ ποὺ ξέ­ρω εἶ­ναι ὅ­τι μπῆ­κα μέ­σα μὲ μιὰ σπρω­ξιὰ καὶ πέ­ρα­σα τὴ νύ­χτα σὲ ἕ­να κε­λὶ μὲ τὸ με­θυ­σμέ­νο νὰ ρο­χα­λί­ζει πλά­ι μου.

       Δὲν ἔ­με­νε πο­λὺ ἀ­πὸ τὴ νύ­χτα τῆς Πα­ρα­μο­νῆς τῶν Χρι­στου­γέν­νων, ἀλ­λά, ὅ­σο λί­γο καὶ νὰ ἔ­με­νε, εἶ­χα χρό­νο γιὰ νὰ ξε­χά­σω τὰ κά­λαν­τα, τὴν ἀ­γά­πη ἀ­νά­με­σα στὰ ἀν­θρώ­πι­να πλά­σμα­τα καὶ τὰ σύμ­βο­λα τῆς ἀ­δελ­φο­σύ­νης.


(1) Ἡ λέ­ξη στὴν ἱ­σπα­νι­κὴ γλώσ­σα ση­μαί­νει «ὠ­μός», ἀλ­λὰ ἐ­δῶ ἀ­να­φέ­ρε­ται σὲ φα­γη­τὸ τῆς Χι­λῆς ποὺ πα­ρα­σκευ­ά­ζε­ται μὲ ὠ­μὸ μο­σχα­ρί­σιο κρέ­ας.
(2) Πόν­τς μὲ ρού­μι καὶ γά­λα. Εἶ­ναι χρι­στου­γεν­νι­ά­τι­κο πο­τὸ τῆς Λα­τι­νι­κῆς Ἀ­με­ρι­κῆς.


Πη­γή: https://lecturia.org/cuentos-y-relatos/manuel-rojas-nochebuena-en-santiago/6677/

Μα­νου­ὲλ Ρό­χας (Manuel Rojas). Γεν­νή­θη­κε στὸ Μπου­έ­νος Ἄϊ­ρες τὸ 1896 καὶ πέ­θα­νε στὸ Σαν­τιά­γκο τὸ 1973. Ἂν καὶ ἡ μα­κρὰ ζω­ή του καὶ τὸ με­γά­λο του ἔρ­γο τοῦ ἐ­πέ­τρε­ψαν νὰ πει­ρα­μα­τι­στεῖ καὶ νὰ προ­βάλ­λει τὶς πιὸ ποι­κί­λες ἀν­θρώ­πι­νες κα­τα­στά­σεις, ὁ Ρό­χας πα­ρέ­μει­νε πι­στὸς σὲ μιὰ βα­θιὰ ρι­ζω­μέ­νη ὀ­πτι­κή τῶν πραγ­μά­των: αὐ­τὴ τοῦ λα­ϊ­κοῦ ἀν­θρώ­που, τα­πει­νοῦ καὶ ἐ­πί­μο­νου, ὑ­πο­χω­ρη­τι­κοῦ καὶ ἀ­ρι­στο­κρά­τη, ἀ­κό­μα καὶ ἂν δὲν εἶ­χε τί­πο­τα ἢ ὑ­πῆρ­ξε πε­ρι­θω­ρι­ο­ποι­η­μέ­νος ἀ­πὸ τὴν κοι­νω­νί­α. Τὸ ἐν­δι­α­φέ­ρον του ἑ­στι­ά­ζε­ται στὴν οὐ­σι­α­στι­κὴ ἀλ­λη­λεγ­γύ­η με­τα­ξύ τῶν ἀν­θρώ­πων, τὴ συμ­πό­νοι­α ποὺ δὲ χρει­ά­ζε­ται με­γά­λα λό­για ἢ χει­ρο­νο­μί­ες γιὰ νὰ ἐκ­δη­λω­θεῖ. Στὰ τε­λευ­ταῖ­α χρό­νια τῆς πα­ρα­γω­γι­κῆς του πο­ρεί­ας ὁ Ρό­χας θε­ω­ροῦν­ταν ὁ πιὸ σπου­δαῖ­ος χι­λια­νὸς συγ­γρα­φέ­ας, ὁ με­γα­λύ­τε­ρος μον­τέρ­νος κλη­ρο­νό­μος τῆς με­γά­λης πα­ρά­δο­σης τοῦ χι­λια­νοῦ ρε­α­λι­σμοῦ. Παι­δὶ τα­πει­νῶν Χι­λια­νῶν με­τα­να­στῶν, με­γά­λω­σε στὸ Μπου­έ­νος Ἄ­ϊ­ρες, στὸ Ρο­ζά­ριο καὶ στὴ Μεν­τό­ζα, ἐ­νῶ ἐ­παγ­γέλ­θη­κε τὰ πάν­τα: βο­η­θὸς ρά­φτη, μα­ραγ­κός, μη­χα­νι­κός, ἠ­λε­κτρο­λό­γος, φύ­λα­κας σὲ τσίρ­κο, ἐ­λαι­ο­χρω­μα­τι­στής… Στὴ Μεν­τό­ζα, ἡ ἐ­πα­φή του μὲ ἐ­ξό­ρι­στους Χι­λια­νοὺς ἀ­ναρ­χι­κοὺς ὑ­πῆρ­ξε κα­θο­ρι­στι­κὴ γιὰ τὴ λο­γο­τε­χνι­κὴ καὶ πο­λι­τι­κὴ του ταυ­τό­τη­τα, ἡ ἀ­ναρ­χι­κὴ χροι­ὰ τῶν δι­η­γη­μά­των του θὰ εἶ­ναι πάν­τα πρό­δη­λη, κά­τω ἀ­πὸ ἕ­να σχῆ­μα ἄρ­νη­σης ἢ ἀν­τί­στα­σης σὲ κά­θε μορ­φὴ κοι­νω­νι­κῆς ἢ ἰ­δε­ο­λο­γι­κῆς κα­θε­στη­κυί­ας σκέ­ψης, ἀ­κό­μα καὶ αὐ­τὴν τῆς ὀρ­γα­νω­μέ­νης ἀ­ρι­στε­ρᾶς. Ἔρ­γα τοῦ Μα­νου­ὲλ Ρό­χας εἶ­ναι τά: Hombres del sur, El delicuente, Lanchas en la bahñia, la ciudad de las Césares, Hijo de Ladrón, Mejor que el vino, ἀ­νά­με­σα σὲ ἄλ­λα.

Με­τά­φρα­ση ἀ­πὸ τὰ ἱ­σπα­νι­κά:

Χρη­στά­κου Βα­σι­λι­κή. Ἰ­α­τρὸς καρ­δι­ο­λό­γος καὶ ἀ­ρι­στοῦ­χος ἀ­πό­φοι­τος τοῦ τμή­μα­τος Ἱ­σπα­νι­κὴ γλώσ­σα καὶ Πο­λι­τι­σμὸς τοῦ Ἑλ­λη­νι­κοῦ Ἀ­νοι­χτοῦ Πα­νε­πι­στη­μί­ου. Με­τα­φρά­ζει λο­γο­τε­χνί­α ἀ­πὸ τὴν ἱ­σπα­νι­κὴ στὴν ἑλ­λη­νι­κὴ γλώσ­σα.