Lydia Davis: [Ἀναγνῶστες ποὺ δὲν γράφουν οἱ ἴδιοι…]

 

Λύν­τια Ντέ­ι­βις (L­y­d­ia D­a­v­is)

 

[Ἀναγνῶστες ποὺ δὲν γράφουν οἱ ἴδιοι…]

[People who do not themselves write…]

             

­ΝΑ­ΓΝΩ­ΣΤΕΣ ποὺ δὲ γρά­φουν οἱ ἴ­διοι, μοῦ ἔ­χουν πεῖ πὼς τοὺς ἀ­ρέ­σουν τὰ δι­η­γή­μα­τα κι ἀ­κό­μη πε­ρισ­σό­τε­ρο τὰ πο­λὺ μι­κρὰ δι­η­γή­μα­τα [v­e­ry s­h­o­rt s­t­o­r­i­es], κι αὐ­τὸ για­τὶ ἀ­φε­νὸς δὲν ἔ­χουν δι­α­θέ­σι­μο χρό­νο κι ἀ­φε­τέ­ρου ἀ­ρέ­σκον­ται στὴν ὁ­λο­κλή­ρω­ση τῆς ἀ­νά­γνω­σης ἑ­νὸς κει­μέ­νου σὲ σύν­το­μο δι­ά­στη­μα ἀ­φό­του ξε­κι­νή­σουν τὴν ἀ­νά­γνω­ση. Ἀ­λη­θεύ­ει ὅ­τι σή­με­ρα φαί­νε­ται δυ­σκο­λό­τε­ρο ἀ­πὸ πο­τὲ νὰ συγ­κεν­τρω­θεῖ κα­νεὶς σὲ ἕ­να καὶ μό­νο πράγ­μα γιὰ πε­ρισ­σό­τε­ρο χρό­νο, ἐ­κτὸς κι ἂν πρό­κει­ται γιὰ κά­τι οὐ­σι­α­στι­κὸ γιὰ τὸν κα­θέ­να, ὅ­πως τὸ χρῆ­μα ἢ ἡ σύ­να­ψη κι ἐ­ξέ­τα­ση τῶν σχέ­σε­ών του μὲ ἄλ­λα πρό­σω­πα. Μέ­χρι καὶ ἡ δι­α­τή­ρη­ση τῆς ἠ­ρε­μί­ας καὶ τῆς κα­λῆς δι­ά­θε­σης εἶ­ναι δυ­σκο­λό­τε­ρη στὶς μέ­ρες μας.

         Τὸ πο­λὺ μι­κρὸ δι­ή­γη­μα εἶ­ναι τὸ ἀν­τί­δο­το γι’ αὐ­τὰ τὰ συμ­πτώ­μα­τα, κα­θὼς συ­νι­στᾶ ἀ­πὸ μό­νο του δυ­να­μι­κὸ τύ­πο δι­η­γή­μα­τος. Στὸν ἀ­να­γνώ­στη δὲν δί­νε­ται κὰν ἡ δυ­να­τό­τη­τα νὰ τὸ συ­νη­θί­σει —μὲ ἄλ­λα λό­για νὰ τὸ ξε­χά­σει— κα­θὼς δι­α­βά­ζει. Ἐ­πι­πλέ­ον, τὸ μι­κρὸ αὐ­τὸ δι­ή­γη­μα κρα­τᾶ πε­ρισ­σό­τε­ρο τὶς ἀ­πο­στά­σεις του ἀ­πὸ τὸν ἀ­να­γνώ­στη σὲ σύγ­κρι­ση μὲ τὸ ἐ­κτε­νὲς δι­ή­γη­μα, ἴ­σως για­τί ἡ ἀρ­χή του εἶ­ναι πρό­σφα­τη κι ἔ­τσι ἀ­παι­τεῖ­ται ἀ­κέ­ραι­η ἡ προ­σο­χὴ τοῦ ἀ­να­γνώ­στη.

        Στοὺς μύ­θους καὶ τὶς πα­ρα­βο­λὲς ἀ­νὰ τοὺς αἰ­ῶ­νες ἡ συν­το­μί­α ἦ­ταν τὸ μέ­σο γιὰ τὴν ἐ­πί­τευ­ξη τοῦ σκο­ποῦ. Μό­λις μὲ τὸν Κάφ­κα καὶ τοὺς συγ­γρα­φεῖς ἀ­μέ­σως πρὶν ἀ­π’ αὐ­τὸν ξε­κι­νᾶ ἡ πο­ρεί­α τῆς πα­ρα­βο­λῆς χω­ρὶς ἠ­θι­κὸ δί­δαγ­μα, πο­ρεί­α ποὺ θὰ συ­νε­χι­στεῖ στὸ ἑ­ξῆς ἀ­πὸ πολ­λοὺς συγ­γρα­φεῖς.

        Σή­με­ρα γρά­φει κα­νεὶς εἴ­τε ἱ­στο­ρί­ες γιὰ ἕ­ναν κό­σμο ξέ­νο πρὸς τὸ σύγ­χρο­νο κό­σμο, εἴ­τε ἱ­στο­ρί­ες ποὺ ἀ­παρ­τί­ζουν τμῆ­μα αὐ­τοῦ, εἴ­τε ἀ­κό­μη πιὸ ρε­α­λι­στι­κὰ μι­κρὰ δι­η­γή­μα­τα ποὺ ξε­κι­νοῦν καὶ τε­λει­ώ­νουν ἐν μέ­σῳ δι­α­φό­ρων κα­τα­στά­σε­ων. Αὐ­τὰ δὲ τὰ τε­λευ­ταῖ­α μᾶς πα­ρου­σιά­ζουν χα­ρα­κτῆ­ρες ἀν­τι-η­ρω­ι­κοὺς καὶ ἀν­τι­κα­το­πτρί­ζουν τὴν προθυμία μας, τώρα, νὰ μὴ με­γα­λο­ποι­οῦ­με τὴ ζω­ή μας, ὅ­που, ὅ­ταν συμ­βαί­νει κά­τι, συμ­βαί­νει πάν­τα στὴ μέ­ση κά­ποι­ου ἄλ­λου πράγ­μα­τος, κι ὅ­που ἀ­πο­τυ­πώ­νε­ται ἐν μέ­ρει (ἢ ἐξ ὁ­λο­κλή­ρου) συσ­σω­ρευ­μέ­νη ἡ γελοιότητα ἢ τὸ λιγότερο γελοῖο, ξα­νὰ καὶ ξα­νά.

        Ὅ­πως καὶ νά ‘χει, βέ­βαι­ο εἶ­ναι ὅ­τι σή­με­ρα ἔ­χου­με πε­ρισ­σό­τε­ρη συ­νεί­δη­ση τοῦ ἐ­πι­σφα­λοῦς χα­ρα­κτή­ρα καὶ τῆς ἐν­δε­χό­με­νης συν­το­μί­ας τοῦ βί­ου μας ἀ­π’ ὅ,τι πα­λαι­ό­τε­ρα, κα­θὼς ἡ ζω­ή μας ἀ­πει­λεῖ­ται ὁ­λο­έ­να καὶ πε­ρισ­σό­τε­ρο. Αὐ­τὸς εἶ­ναι ἐν­δε­χο­μέ­νως ὁ λό­γος ποὺ ὁ τρό­πος ἔκ­φρα­σής μας χα­ρα­κτη­ρί­ζε­ται ὁ­λο­έ­να πε­ρισ­σό­τε­ρο ὄ­χι μό­νο ἀ­πὸ ἀ­πό­γνω­ση, ἀλ­λὰ καὶ βι­α­σύ­νη· βι­α­σύ­νη ποὺ ἐκ­φρά­ζε­ται με­τα­ξὺ ἄλ­λων μέ­σῳ τῆς συν­το­μί­ας.

  

 

Πηγή: Ἀπὸ τὸν τόμο Sudden Fiction. American Short Short Stories. Edited by Robert Shapard and James Thomas, With a Frontistory by Robert Coover, And AfterWords, about the short-short story form, by forty of America’s finest writers, Gibbs-Smith Publisher, Salt lake City, 1986.

 

Lydia Davis (1947): Σύγ­χρο­νη Ἀ­με­ρι­κα­νί­δα πε­ζο­γρά­φος καὶ με­τα­φρά­στρια τῆς γαλ­λι­κῆς. Δη­μο­σί­ευ­σε ἑ­φτὰ συλ­λο­γὲς δι­η­γη­μά­των. Τὸ 2009 κυ­κλο­φό­ρη­σε συγ­κεν­τρω­τι­κὴ ἔκ­δο­ση τῶν δι­η­γη­μά­των της: The Collected Stories of Lydia Davis. Ἔ­χει με­τα­φρά­σει Προύστ, Μπλαν­σώ, Φου­κώ κ.ά.

 

Μετάφραση ἀπὸ τὰ ἀγγλικά:

Ἕ­λε­να Σταγ­κου­ρά­κη (Χα­νιά, 1984): Σπού­δα­σε με­τά­φρα­ση στὸ Ἰ­ό­νιο Πα­νε­πι­στή­μιο καὶ ὁ­λο­κλή­ρω­σε με­τα­πτυ­χια­κὲς σπου­δὲς μὲ ὑ­πο­τρο­φί­α τοῦ γερ­μα­νι­κοῦ κρά­τους στὴ Χα­ϊλ­δελ­βέρ­γη τῆς Γερ­μα­νί­ας. Με­τα­φρά­ζει ἀ­πὸ τὰ ἀγ­γλι­κά, τὰ γερ­μα­νι­κὰ καὶ τὰ ἱ­σπα­νι­κά.