Γαλάτεια Καζαντζάκη: Ὁ φυγόδικος

 

 

Γα­λά­τεια Κα­ζαν­τζά­κη

 

Ὁ φυ­γό­δι­κος

 

KEIA, κα­τὰ τὰ λυ­χνα­νά­μα­τα, ὁ Σή­φα­κας ἤ­φτα­ξε στὸ χωρ­γιό. Μὰ δὲν ἐ­πῆ­ε ντε­λό­γο στὸ σπί­τι του. Πε­ρί­με­νε νὰ σκο­τει­νιά­σει κα­λὰ γιὰ νὰ πά­ει. Νὰ μήν το­νε δεῖ κια­νείς.

         Ἡ μά­να ντου ἤ­στρω­νε τὸ τρα­πέ­ζι κει­νιά τὴν ὥ­ρα, μα­γέ­ρευ­γε τὴν ὄρ­νι­θα, κ’ ἤ­βρα­ζε τ’ αὐ­γά. Μὰ πό­τε-πό­τε ἤ­λε­γε καὶ τοῦ σύν­τε­κνου δυ­ὸ λό­για:

        —Δὲ μπο­ρῶ, σύν­τε­κνε, μπλιό, του­τη­νά τὴ ζω­ή. Νὰ μὲ λυ­πη­θεῖ μπλιὸ ὁ Θε­ός. Δὲ βα­στῶ τὴν τρο­μά­ρα καὶ τὰ καρ­δι­ο­χτύ­πια. Ὄι ἐ­δά το­νε ζυ­γώ­νου­νε, ὄι ἐ­δά το­νε πι­ά­σα­νε! Ἕ­να τέ­λος νὰ γε­νεῖ κι ὡς θέ­λει ἂς εἶ­ναι.

        Ἡ μά­να τά­λε­γε του­τα­νά τοῦ σύν­τε­κνου, τοῦ βου­λευ­τῆ, πούρ­θε ἀ­ποὺ τὴ χώ­ρα. Σὰν ἠρ­χούν­το­νε, πάν­τα ντου στοῦ Σή­φα­κα ἐ­κό­νευ­γε. Ἀ­κό­μη κ’ ἐ­δά, ποὺ ὁ Σή­φα­κας εἶ­χε κα­ω­μέ­νο τὸ φο­νι­κὸ καὶ γύ­ρι­ζε φυ­γό­δι­κος, ἐ­πα­δὰ στὸ σπί­τι του ἐ­πέ­ζεφ­νε. Καὶ κά­θε βο­λά, ἡ μά­να ἤ­βρι­σκε τρό­πο νὰ κά­νει χαμ­πέ­ρι τοῦ γιοῦ τζη νὰ κα­τε­βαί­νει.

        — Ἐ­μή­νυ­σά του πά­λι ἀ­πό­ψε ναρ­θεῖ. Νὰ τοῦ πεῖς, σύν­τε­κνε, ἴν­τα νὰ κά­μει. Νὰ ξα­κλου­θεῖ νὰ γυ­ρί­ζει τὰ βου­νὰ φυ­γό­δι­κος, γιά νὰ πα­ρα­δο­θεῖ κι ὁ θε­ός ἔ­χει.

        Καὶ ὅ­λο μπαι­νό­βγαι­νε, καὶ ὅ­λο πρά­μά ‘χε νὰ ἑ­τοι­μά­σει.

        Ἤ­νοι­γε τὴν κα­σέ­λα νὰ βγά­λει τὰ τρα­πε­ζο­μάν­τι­λα καὶ τὰ πε­σκήρ­για, ἐ­σύμ­παι­νε τὴ φω­θιά, ἤ­πλυ­νε τὸ ρί­ζι, ἐ­χτύ­πα τ’ αὐ­γο­λέ­μο­νο, καὶ πό­τε-πό­τε ἤ­νοι­γε καὶ τὸ πα­νω­πόρ­τι, σι­γὰ-σι­γά, καὶ ξά­νοι­γε νὰ δεῖ: ἔρ­χε­ται τὸ παι­δί τζη; Καὶ κά­θε φο­ρὰ ἀ­νε­στέ­να­ζε καὶ τρέ­χα­νε τὰ μά­θια τζη:

        — Δὲν ἤ­κα­νε νὰ μ’ ἔ­χε παρ­μέ­νη ὁ θε­ός, νὰ μὴ σύ­ρω καὶ του­το­νά τὸν κα­η­μό;…

        Μὰ δὲν τὸ ξε­τέ­λευ­γε κ’ εὐ­τὺς τὸ με­τά­νοι­ω­νε. Ἂν ἠ­θε­λά ‘ναι πο­θα­μέ­νη, ποιός θὰν εἶ­χε τὴν ἔ­γνοι­α τοῦ Σή­φα­κα ἐ­δά;

        Κ’ ἐ­κά­τε­χε αὐ­τὴ ἴν­τά ‘το­νε νά­χει κια­νεὶς τὴν ἔ­γνοι­α μια­νοῦ φυ­γό­δι­κου.

        Πό­σες βο­λὲς δὲν ἤ­περ­νε χω­στὰ τὴν κα­θα­ρὴ ἀλ­λα­ξὰ καὶ τὸ ψω­μὶ καὶ τὸ φαΐ, καὶ γύ­ρι­ζε ὧ­ρες τὰ βου­νὰ νὰ το­νε γυ­ρεύ­γει, καὶ στὸ ὕ­στε­ρο γι­ά­γερ­νε ἄ­πρα­γη, κα­τα­σκο­τω­μέ­νη ἀ­πὸ τὸν κά­μα­το καὶ μὲ τὸν κα­η­μὸ πὼς ὁ γιός τση δὲ θὰ φά­ει μα­γε­ρε­μέ­νο φαῒ καὶ δὲ θ’ ἀ­λα­φρώ­σει μὲ τὸ πλυ­μέ­νο ροῦ­χο! Καὶ πό­σες ἄλ­λες βο­λὲς δὲν ἐ­γλά­κα σὰν τὴν κου­ζου­λή, νὰ τοῦ πεῖ πὼς τὸ ἀ­πό­σπα­σμα εἶ­ναι πά­λι στὸ χωρ­γιὸ καὶ το­νε γυ­ρεύ­γει, μονο νὰ φύ­γει, νὰ φύ­γει τὸ γλη­γο­ρί­τε­ρο!

        — Ὄ­χι! ὄ­χι! Δό­ξα νά­χεις, θέ μου, ποὺ τὴν ἄ­φη­κες ζων­τα­νὴ νὰ τοῦ βρί­σκε­ται τοῦ παι­διοῦ τζη!

        Τέ­λος ἦρ­θε ὁ Σή­φα­κας, ἀ­ψη­λὸς ἄν­τρας ὡς ἐ­κι­ὲ πά­νω, μὲ μαῦ­ρα γέ­νεια καὶ πυ­κνὰ μαλ­λιά, με­λα­ψός, γλυ­κὺς στὴν ὄ­ψη καὶ ἥ­με­ρος.

        — Μα­νά­κι, χα­ζί­ρε­ψε νὰ φᾶ­με. Φέ­ρε καὶ κρα­σί νὰ πι­οῦ­με. Κι ὅ τι ἔ­χεις, ὀ­γρή­γο­ρα νὰ γε­νεῖ, για­τί πει­νοῦ­με. Νὰ σὲ δῶ!

        — Ἔ­γνοι­α σου, παι­δί μου. Μὲ τσὶ χα­ρές σου ὅ τι μοῦ πεῖς… Μὰ κο­πιά­στε!­.. ὅ­λα εἶ­ναι ἕ­τοι­μα!

        Ὁ Σή­φα­κας, πρι­χοῦ κά­τσει, βά­νει κρα­σὶ καὶ κερ­νᾶ τὸ σύν­τε­κνο:

        — Στὴν ὑ­γειά σου, σύν­τε­κνε· κα­λῶς ἐ­κό­πια­σες!

        Μὰ δὲν εἴ­χα­νε κα­λὰ-κα­λὰ ση­κω­μέ­νο τὸ πο­τή­ρι, καὶ χτυ­πᾶ ἡ πόρ­τα.

        — Ἀ­νοί­ξε­τε! Φώ­να­ξε ἀ­πό­ξω ἡ φω­νὴ τοῦ ἀ­πο­σπα­σμα­τάρ­χη.

        —Ἴν­τα γυ­ρεύ­γε­τε ἐ­πά; ἀ­πη­λο­γή­θη­κε ἡ μά­να καὶ πῆ­ε στὴν πόρ­τα καὶ στά­θη­κε.

        — Ἄ­νοι­ξέ τως μά­να! εἶ­πε ὁ Σή­φα­κας ἀ­τά­ρα­γος, κι ἄ­φη­κε τὸ πο­τή­ρι!

        Ἤ­νοι­ξε καὶ μπή­κα­νε μέ­σα τρεῖς νο­μά­τοι.

        — Σή­φα­κα, ἀ­κλού­θα μας! εἶ­πε ὁ ἀρ­χη­γός.

        — Μὲ τσὶ χα­ρές σας, μὰ πρῶ­τα θὰ φά­ω καὶ θὰ πι­ῶ μὲ τὸ σύν­τε­κνο.

        — Δὲ μπο­ροῦ­με ν’ ἀ­νι­μέ­νο­με.

        — Εἶ­πα σας, δι­κός σας εἶ­μαι. Ἀ­νι­μέ­νε­τέ με νὰ πο­φά­ω. Μου­σα­φί­ρη ἔ­χω.

        — Λέ­με πὼς δὲ θὰ τὸ θε­λή­σεις νὰ σὲ πά­ρο­με μὲ τὸ ζό­ρε. Ἀ­κλού­θα μας μὲ τὸ κα­λό.

        Ὁ Σή­φα­κας ἐ­γί­νη­κε κί­τρι­νος σὰν τὸ κε­ρί. Τὰ μά­θια ντου σπι­θί­σα­νε, σού­φρω­σε τὰ φρύ­δια ντου καὶ ξα­νά­πε:

        — Εἶ­πα σας ν’ ἀ­νι­μέ­νε­τε νὰ πο­φά­ω.

        Οἱ τρεῖς νο­μά­τοι κά­μα­νε νὰ πᾶ­νε κον­τά ντου.

        — Σή­φα­κα, εἴ­πα­με νὰ μᾶς ἀ­κλου­θή­ξεις μὲ τὸ κα­λό.

        — Μὰ τό­τε σας!­..

        Ἔ, καὶ ποιός εἶ­δε τὸ θε­ὸ καὶ δὲν το­νε φο­βή­θη­κε!

        Ὁ Σή­φα­κας ἐ­χύ­θη­κε σὰν τὸ θε­ριό.

         —Γα­μῶ τὸ θε­ό σας, κε­ρα­τά­δες!

        Μιὰ κα­ρέ­γλα σβού­ρι­ξε σὰ σφεν­τό­να πά­νω ἀ­πὸ τὴν κε­φα­λή ντου κ’ ἤ­πε­σε βα­ριά. Κι ἄλ­λη, κι ἄλ­λη. Ἕ­να μα­χαί­ρι ἤ­στρα­ψε στὸ λι­γο­στὸ φῶς τοῦ λύ­χνου.

        Κ’ οἱ τρεῖς νο­μά­τοι ἤ­τα­νε χά­μαι.

        Ὁ Σή­φα­κας τσὶ δι­α­σκέ­λι­σε, στά­θη­κε στὸ τρα­πέ­ζι, ἤ­βα­λε κρα­σί.

        —Στὴν ὑ­γειά σου, σύν­τε­κνε, καὶ κα­λη­νύ­χτα!

        Ἤ­σφι­ξε τὴ ζώ­νη ντου καὶ χί­μη­ξε στὸ σκο­τά­δι.

 

 

Πη­γή: Ρέ­νου Ἡ­ρα­κλῆ Ἀ­πο­στο­λί­δη, Ἀν­θο­λο­γί­α τῆς Νε­ο­ελ­λη­νι­κῆς Γραμ­μα­τεί­ας. Τὸ δι­ή­γη­μα ἀ­πὸ τὶς ἀρ­χές του στὸν 19ο αἰ­ῶνα ὣς τὶς μέρες μας, Α’ τό­μος [Ἀπὸ τὸν τόμο: 11 π.μ.–1. μ.μ. κι ἄλ­λα δι­η­γή­μα­τα, Ἀ­θή­να, χ.χ.].

 

Γα­λά­τεια Κα­ζαν­τζά­κη (Ἡ­ρά­κλει­ο Κρή­της, 1886-Ἀ­θή­να, 1962). Ποι­ή­τρια, πε­ζο­γρά­φος καὶ θε­α­τρι­κὸς συγ­γρα­φέ­ας. Πρω­το­δη­μο­σίε­υ­σε ποι­ή­μα­τά της στὸ περ. Πι­να­κο­θή­κη. Πρῶ­το της βι­βλί­ο: 11π.μ.-1μ.μ. κι ἄλ­λα δι­η­γή­μα­τα, Ἀ­θή­να, χ.χ.).