Γιολάντα Σακελλαρίου: Ὁ Ἕσπερος μιὰ μέρα τοῦ καλοκαιριοῦ

 

 

Γι­ο­λάν­τα Σα­κελ­λα­ρί­ου

 

Ὁ Ἕ­σπε­ρος μιὰ μέ­ρα τοῦ Κα­λο­και­ριοῦ

 

ΗΜΕΡΑ εἶ­ναι μιὰ ὄ­μορ­φη μέ­ρα! Σή­με­ρα θὰ γρά­ψε­τε τὸ ὄ­νο­μά σας.»

 

       Σκυμ­μέ­νος πά­νω τους, μὲ ἀ­νά­σα τρέ­νου τὰ φο­βε­ρί­ζει.

      Ἐ­κεῖ­να —τὰ θη­ρί­α τοῦ ὀ­νό­μα­τός του— κραυ­γά­ζουν, σκορ­πί­ζουν, χά­νον­ται στὸ λευ­κὸ τῆς σε­λί­δας. Ἴ­δια μὲ τό­τε ποὺ μὲ τὰ κον­τὰ χον­τρά του δα­χτυ­λά­κια πί­ε­ζε τὸ μο­λύ­βι γιὰ τὴν ἀ­ναπα­ρά­στα­ση.

       

      «Ἔ­σπε­ρε­ε­ε…» Ἀ­κού­ει τὴ φω­νὴ τῆς μά­νας του.

 

      Ἔ­ε­ε­ε… τὸ ἔ­ψι­λον στρι­φο­γυ­ρί­ζει, γλι­στρά­ει, πέ­φτει στὴ ρά­χη του, γί­νε­ται ὠ­μέ­γα. Ὅ­λος ντρο­πὴ τὸ ση­κώ­νει, τὸ με­τα­μορ­φώ­νει σὲ τρί­α. Αὐ­τὸ τρέ­χει, φεύ­γει πρὸς τὴν ἀν­τί­θε­τη κα­τεύ­θυν­ση.

      Σσσ… μα­στί­γιο ποὺ σφυ­ρί­ζει· τρο­μο­κρα­τη­μέ­νο ἕ­να σίγ­μα σχη­μα­τί­ζε­ται.

      Π… σὰν ἀ­πὸ ἔ­κρη­ξη, ἑ­τοι­μόρ­ρο­πο· ἴ­σα ποὺ στέ­κει στὰ πό­δια του χω­ρὶς δι­ό­λου νὰ ἀγ­γί­ζει τὴ γραμ­μή.

      Καὶ πά­λι ἔ­ε­ε­ε… Φλε­γό­με­νη φι­γού­ρα ποὺ αἰ­ω­ρεῖ­ται. Τού­τη τὴ φο­ρὰ πρὸς τὴ σω­στὴ κα­τεύ­θυν­ση.

      Παύ­ση· καὶ ξάφ­νου ρρρ… ἀ­τί­θα­σο πά­νω στὸ ἔ­ψι­λον καὶ πά­νω του ὁρ­μά­ει.

 

      Θε­ό­ρα­το κύ­μα γό­μας τὰ ἀ­φα­νί­ζει· ὅ­λα.

 

      Κι ὕ­στε­ρα;

      Μό­νος. Ὁ­λο­μό­να­χος μέ­σα στὸ κα­τα­χεί­μω­νο τοῦ κα­λο­και­ριοῦ καὶ τοῦ βί­ου του μὲ τὰ ἀ­στέ­ρια καὶ τοὺς πλα­νῆ­τες του. Μὲ τοὺς δι­κούς του κώ­δι­κες· ἄλ­λους.

      Ἀ­να­στα­τω­μέ­νος πε­τά­ει τὸ μο­λύ­βι καὶ ἀ­πο­μα­κρύ­νει τὸ τε­τρά­διο.

 

      «Κύ­ρι­ε Ἕ­σπε­ρε!.. Τί εἴ­πα­με πρίν;»

 

      Στέ­κει συ­νο­φρυ­ω­μέ­νος. Ἔ­πει­τα θυ­μᾶ­ται. Σή­με­ρα θὰ ἦ­ταν μιά ὄ­μορ­φη μέ­ρα….

      Τὸ πρό­σω­πό του φω­τί­ζε­ται.

      Πιά­νει τὸ μο­λύ­βι καὶ γρά­φει στὸ κε­νὸ ψι­θυ­ρί­ζον­τας: χ (μου­σι­κὴ τῆς ὕ­λης) + ψ (χο­ρὸς τῶν ἀ­στε­ρι­ῶν) x ρῆ­μα ὑ­πάρ­χω = χρό­νος ἐ­γὼ

      Ἐ­γὼ = Ἕ­σπε­ρος

      Ἕ­σπε­ρος = χρό­νος.

      Ση­κώ­νει τὰ μά­τια καὶ τὴν κοι­τά­ζει.

 

      «Ἐν­τά­ξει γιὰ σή­με­ρα… Αὔ­ριο ὅ­μως θὰ γρά­ψε­τε τὸ ὄ­νο­μά σας στὸ τε­τρά­διο. Χαί­ρε­τε!»

      Τὰ βή­μα­τα μα­κραί­νουν· ἡ πόρ­τα κλεί­νει πί­σω τους.

      Γέρ­νει τὸ κε­φά­λι πρὸς τὰ ἀ­ρι­στε­ρὰ καὶ κλεί­νει τὰ μά­τια.

 

 

      Τὰ τα­κού­νια τῆς νο­ση­λεύ­τριας ἀν­τη­χοῦν ἀ­κό­μη· σκά­βουν βα­θιὰ μέ­σα του.

      Ξάφ­νου σκα­λώ­νουν στὰ δι­κά του δι­στα­κτι­κὰ βή­μα­τα…

      Χα­μο­γε­λά­ει καὶ ἁ­πλώ­νει τὰ χέ­ρια στὸ κε­νό.

      «Χο­ρεύ­ε­τε ἕ­να ταγ­κό;»

 

  

Πη­γή: Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση

 

Γι­ο­λάν­τα Σα­κελ­λα­ρί­ου (Ἀ­θή­να, 1948). Σπού­δα­σε Ἑλ­λη­νι­κὴ καὶ Γαλ­λι­κὴ Φι­λο­λο­γί­α στὴν Ἀ­θή­να καὶ Πα­θο­λο­γί­α Λό­γου-Φω­νῆς-Ὁ­μι­λί­ας στὸ Πα­ρί­σι. Εἶ­ναι Λο­γο­πε­δι­κός, δι­δά­κτωρ τοῦ Δη­μο­κρι­τεί­ου Πα­νε­πι­στη­μί­ου Θρά­κης καὶ ἀ­σχο­λεῖ­ται μὲ τὶς δυ­σκο­λί­ες τοῦ γρα­πτοῦ λό­γου σὲ παι­διά, ἐ­φή­βους καὶ ἐ­νή­λι­κες. Γρά­φει ποί­η­ση καὶ μι­κρὰ πε­ζὰ ποι­η­τι­κοῦ λό­γου. Δη­μο­σί­ευ­σε τὴν ποι­η­τι­κὴ συλ­λο­γὴ Κά­ποι­ες φο­ρὲς ἕ­νας θλιμ­μέ­νος λύ­κος (Ἐκ­δό­σεις Γα­βρι­η­λί­δης, Ἀ­θή­να, 2009).