Σαμουέλε Λαρόκια (Samuele Larocchia)

Larocchia,Samuele-OdontobourtsaKynigiou-Eikona-01


Σα­μου­έ­λε Λα­ρό­κια (Samuele Larocchia)


Ὀ­δον­τό­βουρ­τσα κυ­νη­γιοῦ

(Spazzolino da riporto)


06-Delta-Chronica_Polonorum_DΕΝ ΠΑΡΑΠΟΝΙΟΤΑΝ γιὰ τὴ ζω­ή του. Εἶ­χε δου­λειὰ ἀ­κό­μα καὶ σπί­τι. Γευ­μά­τι­ζε κα­νο­νι­κὰ δύ­ο φο­ρὲς τὴ μέ­ρα, τὶς Κυ­ρια­κὲς πρω­ι­νὸ ἔ­ξω, τὰ Σάβ­βα­τα στὸν κου­ρέ­α. Δὲν πα­ρα­πο­νι­ό­ταν, ὄ­χι, ὅ­μως ἦ­ταν μό­νος. Μό­νος στὴ δου­λειά, στὸ σπί­τι, στὸ κα­φὲ τὶς Κυ­ρια­κές, στὸν κου­ρέ­α τὰ Σάβ­βα­τα.

        Σύ­χνα­ζε στὸ σοῦ­περ μάρ­κετ ἐλ­πί­ζον­τας νὰ μπλε­χτεῖ σὲ κου­βέν­τα στὴν οὐ­ρὰ γιὰ τὸ τα­μεῖ­ο, ἀλ­λὰ κα­νεὶς πο­τὲ δὲν τοῦ εἶ­χε ἀ­πευ­θύ­νει τὸ λό­γο οὔ­τε κὰν γιὰ νὰ γκρι­νιά­ξει γιὰ τὴν ἀρ­γο­πο­ρί­α τῆς κο­πέ­λας στὸ τα­μεῖ­ο.

        Μιὰ μέ­ρα ἀ­γό­ρα­σε μιὰ ὀ­δον­τό­βουρ­τσα. Δὲν τὴ χρει­α­ζό­ταν, ἡ πα­λιά του ὀ­δον­τό­βουρ­τσα ἦ­ταν ἀ­κό­μα κα­λή, ἔ­πρε­πε πα­ρό­λα αὐ­τὰ νὰ ἀ­γο­ρά­σει κά­τι γιὰ νὰ πε­ρι­μέ­νει στὴν οὐ­ρὰ κι ἐ­κεί­νη ἡ ὀ­δον­τό­βουρ­τσα εἶ­χε μί­α ἀ­κα­τα­μά­χη­τη θή­κη τα­ξι­δί­ου. Τὴν πῆ­ρε, ἂν καὶ δὲν τα­ξί­δευ­ε πο­τέ. Ἀ­να­λο­γι­ζό­με­νος ὅ­τι ἡ μο­να­ξιὰ εἶ­ναι ἡ ἴ­δια παν­τοῦ προ­χώ­ρη­σε πρὸς τὴν πιὸ ἀρ­γὴ οὐ­ρά. Σκούν­τη­ξε μιὰ κυ­ρί­α.

        — Ἄχ, μὲ συγ­χω­ρεῖ­τε.

        — Δὲν πει­ρά­ζει.

        — Νὰ σᾶς βο­η­θή­σω.

        — Εὐ­χα­ρι­στῶ. Ἄ, τί ὡ­ραί­α ὀ­δον­τό­βουρ­τσα!

        Κου­βέν­τια­ζαν μέ­χρι τὸ τα­μεῖ­ο καὶ με­τά, γιὰ λί­γο στὸ δρό­μο. Πρὶν χω­ρί­σουν ἡ κυ­ρί­α τὸν προ­σκά­λε­σε νὰ γνω­ρί­σει τὴν οἰ­κο­γέ­νειά της, ἴ­σως τὴν Κυ­ρια­κὴ, γιὰ πρω­ι­νὸ ἔ­ξω, ναί, βε­βαί­ως.

        Κά­τω ἀ­πὸ τὸ σπί­τι του γνώ­ρι­σε κι ἕ­ναν κύ­ριο ποὺ πή­γαι­νε βόλ­τα τὸ σκύ­λο του.

        — Χαί­ρε­τε!

        — Χαί­ρε­τε, τί ὡ­ραῖ­ος σκύ­λος!

        — Κι ἐ­σεῖς τί ὡ­ραί­α ὀ­δον­τό­βουρ­τσα! Συγ­γνώ­μη, δὲν ἔ­χου­με ξα­να­συ­ναν­τη­θεῖ στὸν κου­ρέ­α;

        Ἀ­φοῦ ἔ­κλει­σε τὴν πόρ­τα τοῦ δι­α­με­ρί­σμα­τός του, εἶ­χε τὴν ἀ­νάγ­κη νὰ κά­τσει καὶ νὰ ἀ­να­κε­φα­λαι­ώ­σει:

        Πά­ο­λο, ἐ­γώ,

        Στε­φά­νια, ἡ κυ­ρί­α στὸ σοῦ­περ μάρ­κετ,

        Ρό­κο, ὁ ἄν­τρας μὲ τὸ σκύ­λο,

        Πί­λιο, ὁ σκύ­λος

        Καὶ ἐ­σύ, καὶ κοί­τα­ξε τὴν ὀ­δον­τό­βουρ­τσα ποὺ ἦ­ταν ἀ­κουμ­πι­σμέ­νη στὸ τρα­πέ­ζι μπρο­στά του.

        Τὴ χά­ι­δε­ψε.

Bonsai-03c-GiaIstologio-04

Πη­γή: Δι­α­δι­κτυα­κὴ πη­γὴ μι­κρο­δι­η­γή­μα­τος:

http://viadellebelledonne.wordpress.com/2008/11/28/spazzolino-da-riporto/

Διαδι­κτυα­κὴ πη­γὴ βι­ο­γρα­φι­κῶν στοι­χεί­ων:

http://www.nonvendofumo.it/artista.php?nick=n3ko

 

Σα­μου­έ­λε Λα­ρό­κια (Samuele Larocchia) ἢ Νέ­κο (Neko) (Ρώ­μη, 1983). Σπού­δα­σε Ἀν­θρω­πο­λο­γί­α στὸ Πα­νε­πι­στή­μιο La Sapienza. Ὡς ἐ­πάγ­γελ­μα δη­λώ­νει: ἐρ­γά­της τοῦ πνεύ­μα­τος. Ζεῖ στὴ Ρώ­μη. Ἔχει γράψει συλ­λο­γὲς δι­η­γη­μά­των γιὰ με­γά­λους: Χω­ρὶς οὐ­ρά (Senza coda, 2005), Κά­τω ἀ­πὸ τὰ νύ­χια (Sotto le unghie, 2005), Ἱ­στο­ρί­ες μιᾶς λακ­κού­βας (Storie in una pozzanghera, 2006), Ἀ­νά­με­σα σὲ ψί­χου­λα καὶ μυρ­μήγ­κια (Tra briciole e formiche, 2007), Μί­α εἶ­ναι ἡ βα­λί­τσα (Una e la valigia, 2008).

Με­τά­φρα­ση ἀ­πὸ τὰ ἰταλικά:

Ἡ με­τά­φρα­ση εἶ­ναι προ­ϊ­όν τοῦ μα­θή­μα­τος «Θε­ω­ρί­ας τῆς Με­τά­φρα­σης ΙΙΙ» τὸ ὁ­ποῖ­ο δί­δα­ξε ὁ Κων­σταν­τῖ­νος Πα­λαι­ο­λό­γος στὸ πλαί­σιο τοῦ Προ­γράμ­μα­τος Με­τα­πτυ­χια­κῶν Σπου­δῶν «Ἰ­τα­λι­κὴ Γλώσ­σα καὶ Πο­λι­τι­σμὸς» τοῦ Τμή­μα­τος Ἰ­τα­λι­κῆς Γλώσ­σας καὶ Φι­λο­λο­γί­ας τοῦ ΑΠΘ (κα­τεύ­θυν­ση Με­τά­φρα­ση, Δι­ερ­μη­νεί­α καὶ Ἐ­πι­κοι­νω­νί­α) κα­τὰ τὰ ἀ­κα­δη­μα­ϊ­κὸ ἔ­τος 2011-2012. Συμ­με­τεῖ­χαν οἱ φοι­τή­τρι­ες: Μα­ριά­ννα Κα­πε­τα­νί­δου, Μα­τί­να Σι­α­μή­τρα, Μα­ρί­α Τυμ­βί­ου.