Σο­φί­α Βα­σι­λειά­δου: Ἔ­σπα­σε…



Σο­φί­α Βα­σι­λειά­δου


Ἔ­σπα­σε…


ΣΠΑΣΕ ΤΕΛΙΚΑ ΤΟ ΠΛΑΚΑΚΙ, εἶ­πα μό­νη μου ὄρ­θια στὴν κου­ζί­να. Σὲ ἕ­να ἀ­πὸ τὰ πολ­λὰ πή­γαι­νε-ἔ­λα κά­τω ἀ­πὸ τὸ πό­δι μου, ὑ­πο­χώ­ρη­σε τε­λι­κά. Δυ­ὸ χρό­νια τώ­ρα πά­λευ­ε κι αὐ­τὸ κι ἐ­μεῖς νὰ κρα­τη­θεῖ κολ­λη­μέ­νο. Κι ἡ μό­νι­μη ἐ­πω­δός: προ­σο­χὴ στὸ πλα­κά­κι, μὴν πα­τᾶς πά­νω του, λὲς καὶ μπο­ροῦ­σες νὰ τὸ ἀ­πο­φύ­γεις . Πλά­κα θά ‘χε νὰ μα­γεί­ρευ­α κο­τό­που­λο λε­μο­νά­το κά­νον­τας κου­τσὸ ἢ πι­ρου­έ­τες μπα­λα­ρί­νας.

       Ἀ­φοῦ μιὰ μέ­ρα τοῦ κόλ­λη­σα ἕ­να Χ μὲ ται­νί­α μο­νω­τι­κὴ: ἀ­πα­γο­ρεύ­ε­ται ἡ στά­ση καὶ ἡ  στάθ­μευ­ση, προ­σο­χὴ εὔ­θραυ­στον!

       Μὰ κι ἐ­μεῖς σὰν νὰ τὸ ἀ­γνο­ή­σα­με· τοῦ γυ­ρί­σα­με τὴν πλά­τη.

       Κα­θό­λου δὲν ἀ­σχο­λη­θή­κα­με μὲ τὴν ἐ­πι­σκευ­ή του. Κι αὐ­τὸ ἐ­πέ­δει­ξε ἰ­ώ­βεια ὑ­πο­μο­νὴ, κου­νι­ό­ταν, ἔμ­πα­ζε βλέ­πεις κα­κο­τε­χνί­α, προ­σπα­θοῦ­σε νὰ κρα­τη­θεῖ στὴ ζω­ὴ βλέ­πον­τας τὰ γύ­ρω του πλα­κά­κια μα­κα­ρί­ζον­τας τὴ βέ­βαι­η στα­θε­ρό­τη­τά τους. Ἔ­τσι του­λά­χι­στον μοῦ φαι­νό­ταν τό­τε.

       Πε­ρισ­σό­τε­ρο τὰ βά­ζω μὲ μέ­να. Ἀ­δι­α­νό­η­το νὰ τὸ ἀ­φή­νω νὰ ψυ­χορ­ρα­γεῖ ἀ­βο­ή­θη­το. Ἔ­κα­να πὼς δὲν τὸ βλέ­πω, μέ­χρι σή­με­ρα ποὺ ἔ­σπα­σε τε­λι­κά.

       Ρω­τά­ω τί θὰ τὰ κά­νω τώ­ρα τὰ κομ­μά­τια του. Τὴν τρύ­πα ποὺ ἄ­φη­σε νὰ χά­σκει. Ὅ­λα γύ­ρω τα­κτο­ποι­η­μέ­να κι αὐ­τὰ τὰ ὑ­πο­λείμ­μα­τα ζω­ῆς ἐ­κεῖ ὁ­ρι­στι­κὰ νὰ ἔ­χουν δρα­πε­τεύ­σει ἀ­πὸ τὴν κα­νο­νι­κό­τη­τα.

       Καὶ πῆ­ρα νὰ ἐ­λέγ­χω καὶ τὰ ἄλ­λα, πλα­κά­κια, συρ­τά­ρια, τὶς σί­τες στὰ πα­ρά­θυ­ρα, λάμ­πες, κουρ­τί­νες, ἁρ­μοὺς καὶ πιὸ τολ­μη­ρὰ ἀ­κό­μη ἔ­λεγ­ξα λό­για, κι­νή­σεις, πρά­ξεις, χα­μό­γε­λα, ὑ­πο­σχέ­σεις, ὄ­νει­ρα, σχέ­δια. Βρῆ­κα πολ­λὰ ἕ­τοι­μα νὰ σπά­σουν. Καὶ ἄλ­λα νὰ ἔ­χουν γί­νει σκό­νη συν­τρι­βῆς.

       Τοῦ­το τὸ πλα­κά­κι δὲν ἦ­ταν, κα­τά­λα­βα, τὸ πιὸ ἀ­δύ­να­μο. Ἦ­ταν τὸ πιὸ δυ­να­τὸ ἀ­πὸ τὰ 28 ὅ­μοι­α ποὺ μέ­τρη­σα στὸ δά­πε­δο τῆς κου­ζί­νας. Ἔ­σπα­σε τὴ σι­ω­πη­ρὴ τε­λει­ό­τη­τα, φώ­να­ξε γιὰ νὰ τοῦ δεί­ξου­με ἐν­δι­α­φέ­ρον, ἀ­γω­νί­στη­κε νὰ σώ­σει καὶ τὰ ὑ­πό­λοι­πα ἀ­πὸ ἐν­δε­χό­με­νη φθο­ρὰ. Τε­λι­κὰ θυ­σι­ά­στη­κε γιὰ νὰ ξε­σκε­πά­σει κα­κο­τε­χνί­ες μιᾶς ὁ­λό­κλη­ρης ζω­ῆς.


Πη­γή: Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση.

Σο­φί­α Βα­σι­λειάδου  (Ἀ­θή­να 1970). Εἶ­ναι φι­λό­λο­γος στὴ μέ­ση ἐκ­παί­δευ­ση. Ἀ­σχο­λεῖ­ται μὲ τὴν ποί­η­ση, ποιήματά της φι­λο­ξε­νοῦν­ται στὰ λο­γο­τε­χνι­κὰ ιστολόγια Πε­ρὶ οὗ, Χάρ­της, fractal. Ἔ­χει ἐκ­δώ­σει τὴν ποι­η­τι­κὴ συλ­λο­γὴ Ἔκ­θε­ση ψυ­χῆς (ἐκδ. Ὀ­σε­λό­τος, 2023).