Νάνσυ Ἀγγελῆ: Κριστίνα Πέρι Ρόσι


CristinaPeriRossi-Eikona-05

 

 

 

 

 

 

 

 


Νάνσυ Ἀγγελῆ


Κριστίνα Πέρι Ρόσι

.

Ἡ Γρα­φή, ἡ Μνή­μη καὶ ἡ Λή­θη


01-HttaΚΡΙΣΤΙΝΑ ΠΕΡΙ ΡΟΣΙ (Cristina Peri Rossi) γεν­νή­θη­κε στὸ Μον­τε­βι­δέ­ο στὶς 12 Νο­εμ­βρί­ου τοῦ 1941. Εἶ­ναι συγ­γρα­φέ­ας, ποι­ή­τρια, με­τα­φρά­στρια καὶ δο­κι­μι­ο­γρά­φος καὶ θε­ω­ρεῖ­ται μιὰ ἀ­πὸ τὶς ση­μαν­τι­κό­τε­ρες γυ­ναι­κεῖ­ες λο­γο­τε­χνι­κὲς φι­γοῦ­ρες τῆς Οὐ­ρου­γουά­ης ἀ­πὸ τὴ δε­κα­ε­τί­α τοῦ ’50 μέ­χρι σή­με­ρα.

       Ἀ­πο­φοί­τη­σε ἀ­πὸ τὸ τμῆ­μα Συγ­κρι­τι­κῆς Λο­γο­τε­χνί­ας καὶ ἐρ­γά­στη­κε ὡς κα­θη­γή­τρια πα­νε­πι­στη­μί­ου ἀ­πὸ νε­α­ρὴ ἡ­λι­κί­α μέ­χρι νὰ ἀ­ναγ­κα­στεῖ νὰ ἐγ­κα­τα­λεί­ψει τὴ χώ­ρα της τὸ 1972 γιὰ πο­λι­τι­κοὺς λό­γους, κα­τα­φεύ­γον­τας ὡς ἐ­ξό­ρι­στη στὴν Ἰσπα­νία. Τὸ πρῶ­το της βι­βλί­ο ἐκ­δό­θη­κε τὸ 1963 καὶ ἀ­πέ­σπα­σε τὰ πιὸ ση­μαν­τι­κὰ ἐ­θνι­κὰ βρα­βεῖ­α τῆς Οὐ­ρου­γουά­ης, ἀλ­λὰ τὸ ἔρ­γο της ἀ­πα­γο­ρεύ­τη­κε κα­τὰ τὴ διά­ρκεια τῆς στρα­τι­ω­τι­κῆς δι­κτα­το­ρί­ας, τὸ δι­ά­στη­μα ἀ­πὸ τὸ 1973 ὣς τὸ 1985.

       Ἐγ­κα­τα­στά­θη­κε στὴν Βαρ­κε­λώ­νη τὸ 1972 ὅ­που ξε­κί­νη­σε τὴν δρά­ση της κόν­τρα στὸ δι­κτα­το­ρι­κὸ κα­θε­στὼς τῆς γε­νέ­τει­ράς της καὶ ἀ­π’ ὅ­που ἀ­ναγ­κά­στη­κε ἐκ νέ­ου νὰ ἐ­ξο­ρι­στεῖ δυ­ὸ χρό­νια με­τά, αὐ­τὴ τὴ φο­ρὰ στὸ Πα­ρί­σι, καὶ ἐ­ξαι­τί­ας τῆς δι­κτα­το­ρί­ας τοῦ Φράν­κο. Ἐ­πέ­στρε­ψε ὁ­ρι­στι­κὰ στὴν Βαρ­κε­λώ­νη στὸ τέ­λος τοῦ 1974 ὅ­που καὶ ζεῖ μέ­χρι σή­με­ρα. Ἄρ­θρα της ἔ­χουν δη­μο­σι­ευ­τεῖ σὲ πολ­λὰ με­γά­λα ἰσπα­νι­κὰ ἔν­τυ­πα, με­τα­ξὺ ἄλ­λων στὶς ἐ­φη­με­ρί­δες El Pais καὶ La Van­gu­ar­dia. Εἶ­ναι γνω­στὴ γιὰ τὴν φε­μι­νι­στι­κή της δρά­ση καὶ γιὰ τὴν δρα­στη­ρι­ό­τη­τα τῆς ὑ­πὲρ τῶν δι­και­ω­μά­των τῶν ὁ­μο­φυ­λό­φυ­λων.

       Τὸ ἔρ­γο της ἔ­χει με­τα­φρα­στεῖ σὲ πα­ρα­πά­νω ἀ­πὸ δε­κα­πέν­τε γλῶσ­σες καὶ τὶς ἔ­χουν ἀ­πο­νε­μη­θεῖ τὰ βρα­βεῖ­α: Pre­mio Ciu­dad de Bar­ce­lo­na 1991, Pre­mio In­ter­na­­cio­­nal de Poe­sia Ra­fael Al­berti 2003, Pre­mio In­ter­na­­cio­­nal de Po­e­sia Fun­da­cion Loewe 2009.

       Αὐ­τὴ εἶ­ναι συ­νο­πτι­κά, πο­λὺ συ­νο­πτι­κά, ἡ δι­α­δρο­μὴ τῆς Κρι­στί­να Πέ­ρι Ρό­σι, ἕ­να εἶ­δος ἄ­τυ­που καὶ ἀ­τε­λοῦς —ὅ­πως πάν­τα— βι­ο­γρα­φι­κοῦ ση­μει­ώ­μα­τος. Σ’ αὐ­τὸ δὲν ἀ­να­φέ­ρον­ται ἀ­να­λυ­τι­κὰ οἱ πά­νω ἀ­πὸ τριά­ντα τί­τλοι βι­βλί­ων ποὺ ἔ­γρα­ψε ἡ συγ­γρα­φέ­ας, πα­ράλ­λη­λα μὲ τὴν συ­στη­μα­τι­κή της ἀρ­θρο­γρα­φί­α στὸν ἰσπα­νι­κὸ Τύ­πο τὰ τε­λευ­ταῖ­α πε­νῆν­τα χρό­νια, καὶ ποὺ ἀ­φο­ροῦν τό­σο ποι­η­τι­κὲς συλ­λο­γές, ὅ­σο καὶ συλ­λο­γὲς δι­η­γη­μά­των, ὁ­ρι­σμέ­να μυ­θι­στο­ρή­μα­τα ἀλ­λὰ καὶ κά­ποι­α δο­κί­μια. Πρό­κει­ται μὲ ἄλ­λα λό­για γιὰ μιὰ πα­ρα­γω­γι­κὴ συγ­γρα­φέ­α ὅ­πως συ­νη­θί­ζε­ται νὰ λέ­γε­ται, μιὰ γυ­ναί­κα ποὺ αὐ­το­προσ­δι­ο­ρί­ζε­ται ὡς «escritora total», συγ­γρα­φέ­ας ὣς τὸ κόκ­κα­λο θὰ λέ­γα­με σὲ ἐ­λεύ­θε­ρη με­τά­φρα­ση, δη­λα­δὴ ὂν ποὺ γεν­νή­θη­κε κα­τέ­χον­τας αὐ­τὸ τὸ χά­ρι­σμα τῶν λέ­ξε­ων, τοῦ γρα­πτοῦ λό­γου σὲ ὅ­λες του τὶς ἐκ­φάν­σεις καὶ ποὺ κα­θι­στᾶ ἀ­δύ­να­τη τὴν κα­τα­χώ­ρι­ση τοῦ ἔρ­γου της σὲ μιὰ μό­νο κα­τη­γο­ρί­α. Χα­ρα­κτη­ρι­στι­κὸ αὐ­τοῦ του πο­λύ­πλευ­ρου τα­λέν­του τῆς Πέ­ρι Ρό­σι εἶ­ναι τὸ γε­γο­νὸς ὅ­τι ἕ­να ἀ­πὸ τὰ πιὸ ση­μαν­τι­κὰ ἔρ­γα της, ζω­τι­κῆς σχε­δὸν ση­μα­σί­ας μέ­σα στὸ σύ­νο­λο τοῦ λο­γο­τε­χνι­κοῦ της σύμ­παν­τος, εἶ­ναι τὸ μυ­θι­στό­ρη­μα La nave de los locos, 1984 (Ἡ κι­βω­τὸς τῶν τρε­λῶν) το ὁ­ποῖ­ο ἀ­πο­τέ­λε­σε ἀν­τι­κεί­με­νο πολ­λῶν λο­γο­τε­χνι­κῶν ἄρ­θρων καὶ δι­δα­κτο­ρι­κῶν με­λε­τῶν ἀ­πὸ τὴν στιγ­μὴ τῆς ἔκ­δο­σης του ἕ­ως σή­με­ρα καὶ τὸ ὁ­ποῖ­ο τὴν κα­θι­έ­ρω­σε ὡς συγ­γρα­φέ­α. Στὸ ἐν λό­γῳ ἔρ­γο συ­ναν­τοῦν­ται πολ­λές, σχε­δὸν ὅ­λες, οἱ συγ­γρα­φι­κὲς ἐμ­μο­νὲς ποὺ κα­θό­ρι­σαν τὴν χα­ρα­κτη­ρι­στι­κὴ ὀ­πτι­κὴ γω­νί­α τῆς γρα­φού­σας μὲ κεν­τρι­κό­τε­ρο ἴ­σως ἄ­ξο­να τὴν βα­θιὰ ἀμ­φι­σβή­τη­ση τοῦ δυ­τι­κοῦ πλέγ­μα­τος ἀ­ξι­ῶν. Πα­ρα­ταῦ­τα, τὰ μυ­θι­στο­ρή­μα­τα καὶ οἱ νου­βέ­λες δὲν ἀ­φθο­νοῦν στὸ ἔρ­γο τῆς Πέ­ρι Ρό­σι. Ὅ­πως γρά­φει καὶ ἡ ἴ­δια στὸν πρό­λο­γο τῆς συ­νο­λι­κῆς ἔκ­δο­σης τῶν δι­η­γη­μά­των της (Cri­sti­na Pe­ri Ros­si, Cu­en­tos Re­u­ni­dos, ed. Lumen, 2007) «ὁ κό­σμος ἄρ­χι­σε, ἂν ὑ­πο­θέ­σου­με ὅ­τι ὑ­πῆρ­ξε κά­πο­τε κά­ποι­α ἀρ­χή, ἀ­πὸ ἕ­να δι­ή­γη­μα», γιὰ νὰ συ­νε­χί­σει λέ­γον­τας ὅ­τι «to­do pu­e­de ser con­ta­do», δη­λα­δὴ «ὅ­λα μπο­ροῦν νὰ ἀ­πο­τε­λέ­σουν ἀν­τι­κεί­με­νο δι­η­γή­σης», ρή­ση ποὺ ἡ ἴ­δια ἐ­πα­λή­θευ­σε μὲ τὴν πέ­να της.


Ἡ ἐ­ξο­ρί­α, δε­σμοὶ ποὺ ἑ­νώ­νουν


Καὶ σὰν νὰ μὴν ἦ­ταν ἀρ­κε­τὴ ἡ πέ­να της, στὰ πρῶ­τα της βή­μα­τα ὡς πρω­το­εμ­φα­νι­ζό­με­νη συγ­γρα­φέ­ας ἡ Κρι­στί­να Πέ­ρι Ρό­σι εἶ­χε στὸ πλευ­ρό της τὴν λο­γο­τε­χνι­κὴ ἔγ­κρι­ση τοῦ στε­νοῦ της φί­λου, τοῦ με­γά­λου maestro Χού­λιο Κορ­τά­θαρ. Νὰ ἕ­να στοι­χεῖ­ο ποὺ χρη­σι­μεύ­ει στὸ νὰ ἐ­ξά­ψει a priori τὸ ἐν­δι­α­φέ­ρον γιὰ τὸ ἔρ­γο της ὅ­σων ἀ­να­γνω­στῶν δὲν τὴν ἔ­χουν ἀ­κό­μα γνω­ρί­σει λο­γο­τε­χνι­κά. Οἱ δυ­ὸ συγ­γρα­φεῖς ἔ­μει­ναν φί­λοι μέ­χρι τὸν θά­να­το τοῦ τε­λευ­ταί­ου καὶ μοι­ρά­στη­καν, πα­ρὰ τὴ χρο­νι­κή τους δι­α­φο­ρά, βι­ώ­μα­τα ἀλ­λὰ καὶ συγ­γρα­φι­κὲς εὐ­αι­σθη­σί­ες, πα­ρὰ τὶς δι­α­φο­ρὲς τοῦ ἔρ­γου τους.

       Κα­τα­τάσ­σουν τὴν Πέ­ρι Ρό­σι ὄ­χι στὴ γε­νιὰ τοῦ λε­γό­με­νου «boom la­ti­no­a­me­ri­cano», ἕ­νας ἀ­πὸ τοὺς πιὸ φη­μι­σμέ­νους ἐκ­προ­σώ­πους τοῦ ὁ­ποί­ου ὑ­πῆρ­ξε με­τα­ξὺ ἄλ­λων καὶ ὁ Χ. Κορ­τά­θαρ, μὰ στὴν νε­ό­τε­ρη γε­νιά, αὐ­τὴ ποὺ ἀ­πο­κά­λε­σαν γε­νιὰ τοῦ ’72. Κι ὡ­στό­σο, δι­α­βά­ζον­τας κα­νεὶς τὸ ἔρ­γο της δὲν μπο­ρεῖ, πα­ρὰ τὶς δι­α­φο­ρές, νὰ μὴν δι­α­κρί­νει αὐ­τὴν τὴν ἀ­μί­μη­τη μυ­θο­πλα­στι­κὴ δύ­να­μη, τὴν ἐκ­φρα­στι­κὴ πρω­το­τυ­πί­α κι αὐ­τὴν τὴν συ­ναι­σθη­μα­τι­κὴ λε­πτό­τη­τα (delicadeza) στὸ χει­ρι­σμὸ τῶν λέ­ξε­ων ποὺ δι­α­κρί­νει ὅ­λους τοὺς ση­μαν­τι­κοὺς συγ­γρα­φεῖς τῆς Νό­τιας Ἀ­με­ρι­κῆς. Πρό­κει­ται γιὰ γνω­ρί­σμα­τα τὰ ὁ­ποῖ­α ξε­περ­νοῦν τὰ στε­νὰ ὅ­ρια τῆς γε­νε­α­λο­γι­κῆς κα­τά­τα­ξης πλέ­κον­τας με­τα­ξὺ τῶν «ἐ­πι­ζών­των» ἄρ­ρη­κτους δε­σμοὺς αἵ­μα­τος ποὺ ὑ­πα­γο­ρεύ­ον­ται ἀ­πὸ τὰ κοι­νὰ βι­ώ­μα­τα μιᾶς ὁ­λό­κλη­ρης ἐ­πο­χῆς (era) μὲ ση­μαν­τι­κό­τε­ρο ἴ­σως ἄ­ξο­να τὴν ἐ­ξο­ρί­α —ἐ­κτὸς ἀλ­λὰ καὶ ἐν­τός— ποὺ ὑ­πέ­στη­σαν πολ­λοὶ ἐ­ξ’ αὐ­τῶν, τὴ λο­γο­κρι­σί­α καὶ τὴν συ­στη­μα­τι­κὴ πε­ρι­θω­ρι­ο­ποί­η­ση ποὺ ὑ­πέ­φε­ραν ἀ­πὸ τὰ ἀν­τί­στοι­χα δι­κτα­το­ρι­κὰ κα­θε­στῶ­τα τῶν χω­ρῶν τους τὶς δε­κα­ε­τί­ες ‘60 καὶ ’70 συ­να­κό­λου­θα μὲ τὴν κοι­νὴ πο­λι­τι­κὴ συ­νεί­δη­ση ποὺ δι­α­μόρ­φω­σαν οἱ πε­ρισ­σο­τέ­ροι ἀ­π’ αὐ­τούς. Ἔ­τσι, δὲν εἶ­ναι τυ­χαῖ­ο ποὺ ἡ Πέ­ρι Ρό­σι με­του­σί­ω­σε σὲ λο­γο­τε­χνί­α μὲ τὸν δι­κό της μο­να­δι­κὸ τρό­πο, δη­λα­δὴ ἐ­πα­να­προσ­δι­ο­ρί­ζον­τας κοι­νοὺς το­πούς, τραυ­μα­τι­κὲς ἐμ­πει­ρί­ες: τὴν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα ἢ τὴν αἴ­σθη­ση τῆς ἐ­ξο­ρί­ας, τὸ εὕ­ρη­μα ἢ τὴν ἐ­φεύ­ρε­ση τῆς ἐ­θνι­κῆς ταυ­τό­τη­τας, τὴν ἔν­νοι­α ἢ τὴν πα­ρά­νοι­α τοῦ ἀ­το­μι­κι­σμοῦ, τὴν μά­χη τῆς ἀ­το­μι­κῆς ταυ­τό­τη­τας, τὴν ἀ­προ­σω­πί­α τοῦ σύγ­χρο­νου κό­σμου, τοῦ σύγ­χρο­νου πο­λι­τι­σμοῦ, τῆς νέ­ας τε­χνο­λο­γί­ας, τῆς ἀ­πό­στα­σης ποὺ δι­α­νύ­ε­ται ἢ κα­τα­λύ­ε­ται, τοῦ κό­σμου ποὺ κα­ταρ­ρέ­ει καὶ πά­νω ἢ πέ­ρα ἀ­π’ ὅ­λα αὐ­τὰ τὴν ἀ­γά­πη, τὸν ἐ­ρω­τι­κὸ δε­σμό, ὅ­πως τὸν δι­α­μόρ­φω­σαν οἱ κοι­νω­νι­κὲς συμ­βά­σεις, ἀλ­λὰ καὶ τὸν ἄλ­λο τὸν ἀ­πό­λυ­το, βα­θὺ καὶ ἐκ φύ­σε­ως ἐ­πα­να­στα­τι­κὸ ἔ­ρω­τα. Ἡ φρε­σκά­δα καὶ ἡ δύ­να­μη τῆς συγ­γρα­φι­κῆς της φω­νῆς δη­μι­ουρ­γών­τας ἀλ­λη­γο­ρι­κοὺς κό­σμους ἀ­νά­με­σα στὸ πραγ­μα­τι­κὸ καὶ τὸ φαν­τα­στι­κό, ἐ­πι­στρα­τεύ­ον­τας ἀ­πρό­βλε­πτους γλωσ­σι­κοὺς συν­δυα­σμούς, φω­τί­ζον­τας τὸ ἀλ­λό­κο­τo τοῦ ἀ­πο­δε­κτοῦ, ἐ­ξε­τά­ζον­τας μὲ φι­λο­σο­φι­κὸ σχε­δὸν βά­θος τὴ λει­τουρ­γί­α τῆς γλώσ­σας, τῆς λέ­ξης ἢ τῆς μνή­μης, ἀ­να­δύ­θη­καν ἀ­πὸ τὴν πρώ­τη της ἐμ­φά­νι­ση στὰ γράμ­μα­τα κά­νον­τας τὴν κρι­τι­κὴ νὰ τῆς ἀ­πο­δό­σει τὸν χα­ρα­κτη­ρι­σμὸ τῆς o­ri­gi­na­li­dad re­vo­lu­ci­o­na­ria, μιᾶς «ἐ­πα­να­στα­τι­κῆς πρω­το­τυ­πί­ας», μὲ ἄλ­λα λό­για.


Ἡ ἐ­ξο­ρί­α, δε­σμοὶ ποὺ χω­ρί­ζουν


Ἡ ἐ­ξο­ρί­α ἀ­πὸ τὴν Λα­τι­νι­κὴ Ἀ­με­ρι­κὴ στὴν Εὐ­ρώ­πη ἄ­φη­σε ἀ­νε­ξί­τη­λο τὸ στίγ­μα της σὲ ὅ­λους τοὺς συγ­γρα­φεῖς ποὺ ἀ­ναγ­κά­στη­καν νὰ τὴν ὑ­πο­στοῦν ὠ­θών­τας τὸν κα­θέ­να ἀπ΄αὐ­τοὺς νὰ βρεῖ τὸν δι­κό του τρό­πο αὐ­το­προσ­δι­ο­ρι­σμοῦ καὶ κα­τὰ συ­νέ­πεια συγ­γρα­φι­κῆς ταυ­τό­τη­τας ἰ­σο­ρο­πών­τας στὸ με­ταίχ­μιο δι­α­φο­ρε­τι­κῶν κοι­νω­νι­ῶν.

       Ἡ ζω­ὴ στὴν «κο­σμο­πο­λί­τι­κη» Εὐ­ρώ­πη, τὸ κέν­τρο τοῦ κό­σμου γιὰ πολ­λοὺς δι­α­νο­ού­με­νους τῆς ἄλ­λης πλευ­ρᾶς τοῦ Ἀ­τλαν­τι­κοῦ, ἀν­τι­με­τω­πί­στη­κε μὲ σκε­πτι­κι­σμὸ ἀ­πὸ τὴν Πέ­ρι Ρό­σι. Ὁ σκε­πτι­κι­σμὸς καὶ ἡ ἀμ­φι­σβή­τη­ση τοῦ δυ­τι­κοῦ τρό­που ζω­ῆς, σὲ ἀν­τί­θε­ση μὲ τὴν ἀ­δι­α­πραγ­μά­τευ­τη ἀ­πο­δο­χὴ ἢ τὴν ἐν­θου­σι­ώ­δη ἐ­ξι­δα­νί­κευ­σή του μέ­σα ἀ­πὸ λο­γο­τε­χνι­κὰ πρό­τυ­πα καὶ πο­λι­τι­στι­κὰ κα­τε­στη­μέ­να, ἀ­πο­τε­λεῖ σύμ­φω­να μὲ τοὺς με­λε­τη­τὲς τὴ βα­σι­κὴ δι­α­φο­ρὰ ἀ­νά­με­σα στὴν γε­νιὰ τοῦ ’72 στὴν ὁ­ποί­α ἐν­τάσ­σε­ται ἡ Πέ­ρι Ρό­σι καὶ τὴν προ­η­γού­με­νη, τὴν πε­ρί­φη­μη γε­νιὰ τοῦ «boom la­ti­no­a­me­ri­cano», ἡ ὁ­ποί­α δὲν ἀμ­φι­σβή­τη­σε πο­τὲ τὰ εὐ­ρω­πα­ϊ­κὰ θέλ­γη­τρα. Ἀν­τί­θε­τα, ἡ πο­λι­τι­στι­κὴ κυ­ρι­αρ­χί­α τῆς Γη­ραι­ᾶς Ἠ­πεί­ρου μπαί­νει στὸ στό­χα­στρο τῆς ἐ­πι­κρι­τι­κῆς μα­τιᾶς τῆς Πέ­ρι Ρό­σι, ἡ ὁ­ποί­α θὰ γρά­ψει γιὰ ὅ­λα ὅ­σα ἔ­χουν φτά­σει νὰ θε­ω­ροῦν­ται φυ­σι­κὰ σ’ ἕ­να κοι­νὰ ἀ­πο­δε­κτὸ καὶ μὴ ἀμ­φι­σβη­τή­σι­μο σύ­στη­μα ἀ­ξι­ῶν. Ὡς συγ­γρα­φέ­ας θὰ ἐ­ξε­ρευ­νή­σει καὶ θὰ πει­ρα­μα­τι­στεῖ λο­γο­τε­χνι­κὰ μὲ τὴν ἐ­πι­θυ­μί­α τοῦ ἀ­νή­κειν, ἐ­πι­θυ­μί­α ποὺ ἀ­πο­δει­κνύ­ε­ται οὐ­το­πι­κὴ καὶ μὴ πραγ­μα­το­ποι­ή­σι­μος στό­χος τῶν πο­λι­τῶν μιᾶς παγ­κο­σμι­ο­ποι­η­μέ­νης κοι­νω­νί­ας, σύμ­φω­να μὲ τὴν Ma­ria Ro­sa Oli­ve­ra-Wil­li­ams τοῦ Πα­νε­πι­στη­μί­ου τῆς No­tre Da­me(1).

       Ἕ­να ἀ­κό­μα ἀ­πὸ τὰ πολ­λα­πλὰ καὶ πο­λύ­πλο­κα κοι­νω­νι­κὰ ζη­τή­μα­τα τὰ ὁ­ποῖ­α θί­γει ἡ συγ­γρα­φέ­ας στὸ ἔρ­γο της εἶ­ναι ἡ λε­γό­με­νη «κουλ­τού­ρα τῆς μνή­μης» ἢ «cul­tura de la me­mo­ria», σύμ­φω­να μὲ τὸν ὅ­ρο ποὺ χρη­σι­μο­ποί­η­σε ὁ An­dre­as Huys­sen. Οἱ ἴ­διοι οἱ τί­τλοι εἴ­τε βι­βλί­ων, εἴ­τε με­μο­νω­μέ­νων δι­η­γη­μά­των, δί­νουν στὸν ἀ­να­γνώ­στη μιὰ πρώ­τη γεύ­ση: Ἡ ἀν­θο­λο­γί­α, ἀλ­λὰ καὶ τὸ ὁ­μώ­νυ­μο δι­ή­γη­μα μὲ τί­τλο «El mu­seo de los es­fuer­zos i­nu­ti­les» («Τὸ μου­σεῖ­ο τῶν μά­ται­ων κό­πων») δη­λώ­νει τὴν κρι­τι­κὴ καὶ καυ­στι­κὴ μα­τιὰ τῆς Πέ­ρι Ρό­σι σὲ μιὰ ἐ­πο­χὴ κα­τὰ τὴν ὁ­ποί­α ὁ Δυ­τι­κὸς κό­σμος ζεῖ μιὰ «ex­plo­sion me­mo­ri­a­li­sta», ὅ­πως τὸ θέ­τει ἡ κοι­νω­νι­ο­λό­γος E­li­za­beth Je­lin. Ἡ κουλ­τού­ρα τῆς μνή­μης, τὸ μου­σεῖ­ο κα­θαυ­τὸ ὡς φυ­σι­κὸς χῶ­ρος, ὡς ἔμ­βλη­μα σ’ ἕ­να κα­θι­ε­ρω­μέ­νο σύ­στη­μα ἀ­ξι­ῶν, ἀλ­λὰ καὶ ἡ λει­τουρ­γί­α του, θὰ δώ­σουν πολ­λὲς φο­ρὲς τὸ ἐ­ρέ­θι­σμα γιὰ πολ­λὰ ἀ­πὸ τὰ δι­η­γή­μα­τα τῆς ὀ­ξυ­δερ­κοῦς αὐ­τῆς συγ­γρα­φέ­ως.


Ἐ­ρω­τι­σμός, φε­μι­νι­σμός, πρω­το­πο­ρί­α


Πε­ρι­δι­α­βαί­νον­τας στὰ ἀν­θρώ­πι­να πά­θη ἡ Κρι­στί­να Πέ­ρι Ρό­σι ἔ­γρα­ψε γιὰ τὸ ἐ­ρω­τι­κὸ πά­θος πει­ρα­μα­τι­ζό­με­νη μὲ τὶς λέ­ξεις καὶ τὴ γλώσ­σα μέ­σῳ τῆς γρα­φῆς. Ἡ γλώσ­σα εἶ­ναι πάν­τα γιὰ τὴ συγ­γρα­φέ­α, ὄ­χι ἁ­πλῶς τὸ μέ­σο, μὰ τὸ ἴ­διο το μή­νυ­μα, για­τὶ προσ­δι­ο­ρί­ζει ἀ­κό­μα καὶ τὶς πιὸ ἀ­προσ­δό­κη­τες πτυ­χὲς τῆς ὕ­παρ­ξής μας, ἀ­κό­μα καὶ τὸν τρό­πο μὲ τὸν ὁ­ποῖ­ο γι­νό­μα­στε ἐ­ρω­τι­κοί. Κά­θε ἐ­ρω­τι­κὴ ἱ­στο­ρί­α, ὡ­στό­σο, δι­α­θέ­τει τὸ δι­κό της ἱ­στο­ρι­κό, κοι­νω­νι­κο­πο­λι­τι­κὸ πλαί­σιο τὸ ὁ­ποῖ­ο ἡ συγ­γρα­φέ­ας συ­νη­θί­ζει νὰ φω­τί­ζει καὶ νὰ συμ­πε­ρι­λαμ­βά­νει στοὺς κό­σμους ποὺ πλά­θει. Πά­ρα ταῦ­τα, δὲν θὰ ἔ­πρε­πε νὰ πι­στέ­ψει κα­νεὶς πὼς στὰ δι­η­γή­μα­τα τῆς Πέ­ρι Ρό­σι ὁ ἀ­κα­δη­μα­ϊ­σμὸς ὑ­πο­σκιά­ζει τὸ ἐ­ρω­τι­κὸ στοι­χεῖ­ο. Του­ναν­τί­ον. Πρό­κει­ται γιὰ ἕ­ναν ἐ­ρω­τι­σμὸ ἀ­να­τρε­πτι­κό, ὅ­πως τὸν δι­η­γεῖ­ται ἢ τὸν βι­ώ­νει μιὰ γυ­ναί­κα ἡ ὁ­ποί­α ξέ­ρει νὰ σκι­α­γρα­φεῖ τὶς πολ­λές, τό­σο πολ­λὲς καὶ λε­πτὲς ἐκ­φάν­σεις του χω­ρὶς ταμ­ποὺ καὶ προ­κα­τα­λή­ψεις. Ἡ Lin­da McDow­ell στὴ με­λέ­τη της μὲ τί­τλο Gen­der, I­den­ti­ty and Pla­ce (1999) δί­νει στὴν Πέ­ρι Ρό­σι τὸν τί­τλο μιᾶς «ge­o­gra­fa fe­mi­ni­sta», για­τὶ δὲν δι­στά­ζει νὰ ἀ­να­λύ­σει στὸ ἔρ­γο της τοὺς δι­ά­φο­ρους κοι­νοὺς τό­πους οἱ ὁ­ποῖ­οι ὑ­πα­γο­ρεύ­ουν συ­χνά το ἐ­ρω­τι­κὸ συ­ναί­σθη­μα. Ἕ­νας ἀ­π’ αὐ­τοὺς δὲν εἶ­ναι ἄλ­λος ἀ­πὸ τὸ ἴ­διο το ἀν­θρώ­πι­νο σῶ­μα, ἱ­κα­νὸ νὰ ὑ­ψώ­σει ἢ νὰ κα­τα­λύ­σει τὰ σύ­νο­ρα με­τα­ξὺ ἑ­νὸς ἢ πε­ρισ­σο­τέ­ρων σω­μά­των – ἀρ­σε­νι­κοῦ ἢ θη­λυ­κοῦ γέ­νους. Ὅ­σο γιὰ τὸ δεύ­τε­ρο συν­θε­τι­κό του τί­τλου τῆς McDow­ell —«feminista»— ἡ συγ­γρα­φέ­ας ἀ­πο­δει­κνύ­ει γιὰ ἀ­κό­μα μιὰ φο­ρὰ τὴν πρω­το­τυ­πί­α, καὶ κυ­ρί­ως, τὴν πρω­το­πο­ρί­α ποὺ δι­α­κρί­νει τὴν πέ­να της, χα­ρα­κτη­ρι­σμοὶ ποὺ τῆς ἀ­πο­δό­θη­καν ἀ­πὸ τὴν πρώ­τη της ἐμ­φά­νι­ση στὰ γράμ­μα­τα, μὲ τὴν ἔκ­δο­ση τὸ 1971 τῆς ποι­η­τι­κῆς συλ­λο­γῆς «Evohé» στὴν ὁ­ποί­α κυ­ρια­ρχεῖ τὸ λε­σβια­κὸ ἐ­ρω­τι­κὸ στοι­χεῖ­ο. Μὲ ὄ­χη­μα ἕ­να ἀ­καν­θῶ­δες θέ­μα ταμ­πού, ἡ συγ­γρα­φέ­ας κα­ταρ­ρί­πτει στε­ρε­ό­τυ­πα, κα­θὼς ἀ­να­πλά­θει ἀ­πὸ δι­α­φο­ρε­τι­κὲς ὀ­πτι­κὲς πλευ­ρὲς τὸ σῶ­μα μιᾶς γυ­ναί­κας. Ἡ γυ­ναί­κα εἶ­ναι παν­τα­χοῦ πα­ροῦ­σα στὰ ποι­ή­μα­τα αὐ­τὰ —ὅ­πως ἄλ­λω­στε καὶ στὸ συ­νο­λι­κό της ἔρ­γο— ἀ­πὸ τὰ ὁ­ποῖ­α ἀ­να­δύ­ε­ται ἀ­να­γεν­νη­μέ­νη καὶ πλου­σι­ό­τε­ρη, ὅ­πως οἱ ἴ­δι­ες οἱ λέ­ξεις, ὅ­πως ἡ γλώσ­σα μέ­σῳ τῆς ὁ­ποί­ας παίρ­νει σάρ­κα καὶ ὀ­στά, για­τὶ αὐ­τὴ εἶ­ναι ἡ ἐ­πι­θυ­μί­α τῆς Κρι­στί­να Πέ­ρι Ρό­σι.


  1. El legado del exilio de Cristina Peri Rossi: Un mapa para generos e identidades Maria Rosa Olivera-Williams. University of Notre Dame. «A contra corriente»: Α journal on Social History and Literature in Latin America. Vol. 10, No. 1, Fall 2012, 59- 87.

Bonsai-03c-GiaIstologio-04


Νάνσυ Ἀγγελῆ (Εὔ­βοι­α, 1982). Σπού­δα­σε δη­μο­σι­ο­γρα­φί­α στὸ Ἀ­ρι­στο­τέ­λει­ο Πα­νε­πι­στή­μιο τῆς Θεσ­σα­λο­νί­κης καὶ ἀ­πὸ τὸ 2008 ἀ­σχο­λεῖ­ται ἐ­παγ­γελ­μα­τι­κὰ μὲ τὴν με­τά­φρα­ση λο­γο­τε­χνι­κῶν ἔρ­γων ἀ­πὸ τὰ ἰ­σπα­νι­κὰ στὰ ἑλ­λη­νι­κὰ καὶ ἀν­τί­στρο­φα. Συ­νερ­γά­στη­κε μὲ τὸ Κέν­τρο Βυ­ζαν­τι­νῶν, Κυ­πρια­κῶν καὶ Νε­ο­ελ­λη­νι­κῶν Σπου­δῶν τῆς Γρα­νά­δα κα­θὼς καὶ μὲ τὸ Δι­ε­θνὲς Ἰν­στι­τοῦ­το Με­τά­φρα­σης, I­n­s­t­i­t­ut V­i­r­t­u­al I­n­t­e­r­n­a­c­i­o­n­al de T­r­a­d­u­c­c­io, τοῦ Πα­νε­πι­στη­μί­ου τοῦ Ἀ­λι­κάν­τε. Ἔ­χει δη­μι­ουρ­γή­σει τὸ μπλὸγκ με­τα­φρα­στι­κῶν δειγ­μά­των ἰ­σπα­νό­φω­νης λο­γο­τε­χνί­ας στὰ ἑλ­λη­νι­κά: http://nancyangeli.blogspot.com.es/

       Τὸν Ἀ­πρί­λιο τοῦ 2015 κυ­κλο­φό­ρη­σε τὸ πρῶ­το της βι­βλί­ο, μιὰ συλ­λο­γὴ μὲ 27 σύν­το­μα δι­η­γή­μα­τα καὶ τί­τλο Μιὰ μέ­ρα ἀ­πό­λυ­της ἡ­συ­χί­ας (ἐκδ. Πα­ρά­ξε­νες Μέ­ρες). Τα­κτι­κὴ συ­νερ­γά­τις τοῦ ἱ­στο­λο­γί­ου μας ἔ­χει ἐ­πι­με­λη­θεῖ ἀ­πὸ τὰ ἰ­σπα­νι­κὰ τὰ ἀ­φι­ε­ρώ­μα­τα στὸν οὐ­ρου­γουα­νὸ συγ­γρα­φέ­α Mario Benedetti καὶ τὸν γρα­να­δί­νο Ángel Olgoso.

.