Κωνσταντῖνος Χατζόπουλος: Τὸ ὄνειρο τῆς Κλάρας

 

 

Κων­σταν­τῖ­νος Χα­τζό­που­λος

 

Τὸ ὄ­νει­ρο τῆς Κλά­ρας

 

ΗΝ ΚΛΑΡΑ, δὲν τὴν ἀ­γά­πη­σε πο­τὲ κα­νείς. Πὼς ἦ­ταν τό­σο ἄ­σχη­μη δὲν ἤ­θε­λε νὰ τὸ πι­στέ­ψει, κι ἂς τὸ φο­βό­τα­νε. Ὅ­μως δὲν τὴν ἀ­γά­πη­σε πο­τὲ κα­νείς, καὶ στὶς συν­τρό­φισ­σές της ποὺ φλυ­α­ροῦ­σαν γιὰ τοὺς ἔ­ρω­τές τους, ἔ­πρε­πε νὰ κά­θε­ται νὰ πλά­θει καὶ νὰ δι­η­γεῖ­ται κι αὐ­τὴ φαν­τα­στι­κὲς ἱ­στο­ρί­ες γιὰ νέ­ους ποὺ τὴν ἀ­γά­πη­σαν μιὰ φο­ρὰ καὶ γι’ ἄλ­λους ποὺ τὴν κυ­νη­γοῦν ἀ­κό­μα. Πό­τε δι­η­γό­τα­νε ρο­μαν­τι­κοὺς πε­ρί­πα­τους μέ­σα στὰ δά­ση μὲ τὸν ἕ­ναν, πό­τε τα­ξί­δια μὲ τὶς βάρ­κες καὶ τὰ βα­πο­ρά­κια στὸ πο­τά­μι καὶ στὶς λί­μνες μὲ τὸν ἄλ­λον. Αὐ­τὰ ὅ­λα γι­νό­τα­νε τὶς Κυ­ρια­κὲς ποὺ ἡ Κλά­ρα ἔ­με­νε στὸ σπί­τι καὶ συν­τρό­φευ­ε τὴν ἄρ­ρω­στη μη­τέ­ρα της, ἢ ἔ­βγαι­νε τὸ ἀ­πο­βρα­δὶς στ’ ἀ­πό­με­ρα γιὰ ν’ ἀ­να­σά­νει καὶ νὰ πλά­σει κα­λύ­τε­ρα ἔ­ξω στὸν ἀ­έ­ρα τὸ ὄ­νει­ρο ποὺ θὰ ἱ­στο­ροῦ­σε τὴν ἄλ­λη μέ­ρα στὶς συν­τρό­φισ­σές της. Ὁ φί­λος ποὺ εἶ­χε τώ­ρα ἦ­ταν ἕ­νας ξέ­νος μὲ με­λα­ψὴ θω­ριά, μὲ μαῦ­ρα μά­τια καὶ μαλ­λιά. Ἦ­ταν ἀ­πὸ μα­κρυ­σμέ­νον τό­πο, ἀ­πὸ μιὰ χώ­ρα ὅ­που δὲν πέ­φτει πο­τὲ χι­ό­νι, ὅ­που οἱ κάμ­ποι χά­νον­ται στὸ ἄ­πει­ρο μά­κρος σὲ πυ­ρὴ ἄ­χνα, τὰ δέν­τρα κρε­μοῦ­νε πρὸς τὰ κά­τω τα κλα­διά, μέ­σα στὰ δά­ση ζοῦν που­λιὰ πα­ρά­ξε­να καὶ τὰ λευ­κὰ καὶ σι­ω­πη­λὰ πα­λά­τια κα­θρε­φτί­ζουν τὶς κο­λό­νες τους καὶ τὶς κορ­φὲς στ’ ἀ­κί­νη­τα κί­τρι­να νε­ρὰ τῶν πο­τα­μι­ῶν. Οἱ συν­τρό­φισ­σές της ἀ­νοί­γα­νε πλα­τιὰ τὰ μά­τια, ὅ­ταν ἡ Κλά­ρα δι­η­γό­ταν πὼς ἔ­χει κι ὁ φί­λος της ἕ­να πα­λά­τι καὶ θὰ τὴν πά­ρει νὰ πᾶν ἐ­κεῖ νὰ ζή­σου­νε μα­ζί.

       Κι ἡ Κλά­ρα τὸν πε­ρί­με­νε νὰ ‘ρ­θεῖ, ὅ­πως εἶ­χε πε­ρι­μείνει καὶ τοὺς ἄλ­λους ποὺ δὲν ἦρ­θαν. Κι ἕ­να βρά­δι, ἐ­κεῖ ποὺ γύ­ρι­ζε στὸ σπί­τι κι ἔ­νι­ω­σε ξαφ­νι­κὰ νὰ τὴν ἀ­κο­λου­θοῦν σι­γὰ κι ἀρ­γὰ σὰν τὰ δι­κά της κά­ποι­α πα­τή­μα­τα, ὑ­πο­ψι­ά­στη­κε μὴν εἶ­ναι αὐ­τὸς ἀ­λη­θι­νά. Μὰ σὰ νὰ τῆς στα­μά­τη­σε με­μιᾶς τὸ αἷ­μα, ἡ καρ­διά της χτυ­ποῦ­σε τό­σο ποὺ δὲν μπό­ρε­σε νὰ στρέ­ψει πί­σω νὰ τὸν δεῖ. Μό­νο ὅ­ταν ἔ­φτα­σε στὴν πόρ­τα της καὶ μπῆ­κε μέ­σα, γύ­ρι­σε κι ἔ­ρι­ξε πί­σω γλή­γο­ρη μα­τιὰ καὶ εἶ­δε ἀν­τί­κρυ τὰ μά­τια του ποὺ λάμ­παν κά­τω ἀ­πὸ τὸ φῶς τοῦ φα­να­ριοῦ. Ἀ­νέ­βη­κε βι­α­στι­κὴ τὴ σκά­λα κι ἔ­τρε­ξε στὸ πα­ρά­θυ­ρο. Ἐ­κεῖ­νος στε­κό­ταν ἀ­κί­νη­τος κον­τὰ στὸ στύ­λο τοῦ φα­να­ριοῦ κι εἶ­χε τὰ μά­τια καρ­φω­μέ­να στὸ πα­ρά­θυ­ρό της.

       Ἡ Κλά­ρα δὲν κοι­μή­θη­κε οὔ­τε κεί­νη τὴ νύ­χτα οὔ­τε τὴν ἄλ­λη. Για­τί τὰ βή­μα­τα τοῦ ἀ­γνώ­στου τὴν ξα­να­πή­ρα­νε κον­τὰ καὶ τὸ ἄλ­λο βρά­δι· κι ὅ­ταν ἀ­νέ­βη­κε στὸ σπί­τι, ἐ­κεῖ­νος ξα­να­στή­θη­κε σὰ στύ­λος ἀν­τί­κρυ στὸ πα­ρά­θυ­ρο μὲ τὰ μά­τια γυ­ρι­σμέ­να ἐ­κεῖ. Τὸ τρί­το βρά­δι δὲ βα­στοῦ­σε ἄλ­λο ἡ Κλά­ρα. Φό­ρε­σε πά­λι τὸ κα­πέ­λο της καὶ ξα­να­κα­τέ­βη­κε στὸ δρό­μο. Κα­τέ­βη­κε ἀ­πο­φα­σι­σμέ­νη νὰ πά­ει ἴ­σια στὸν ἄ­γνω­στο, ἀ­θέ­λη­τα ὅ­μως τρά­βη­ξε ἴ­σια στὸ δρό­μο χω­ρὶς νὰ ξέ­ρει ποῦ τρα­βᾶ. Ὁ ἕ­νας δρό­μος ἔ­βγα­ζε στὸν ἄλ­λον καὶ κεῖ­νος ἔ­ξω στὸ με­γά­λο πάρ­κο. Ἡ Κλά­ρα πέ­ρα­σε τὸ μέ­ρος ποὺ ἤ­τα­νε γε­μά­το φῶς καὶ κό­σμο καὶ μπῆ­κε σ’ ἕ­να ἀ­πὸ τὰ στε­νὰ μο­νο­πά­τια, ποὺ φι­δω­τὰ καὶ μι­σο­φω­τι­σμέ­να χά­νον­ταν κά­τω ἀ­πὸ τοὺς μαύ­ρους θό­λους τῶν κλα­ρι­ῶν. Χώ­θη­κε μέ­σα σὲ αὐ­τοὺς καὶ προ­χω­ροῦ­σε. Πί­σω της ἔ­νι­ω­θε νὰ τὴν ἀ­κο­λου­θοῦν τὰ βή­μα­τα τοῦ ἀ­γνώ­στου ἀρ­γά, σι­γὰ σὰν τὰ δι­κά της πάν­τα. Καὶ προ­χω­ροῦ­σε ὅ­σο ποὺ ἔ­φτα­σε στὸ μέ­ρος ὅ­που μιὰ λί­μνη μι­σο­κρυμ­μέ­νη κά­τω ἀ­πὸ τὰ δέν­τρα ἔ­κο­βε τὸ πάρ­κο. Ἅ­μα στα­μά­τη­σε, στα­μά­τη­σαν καὶ τὰ βή­μα­τα κον­τά της· κι ὅ­ταν κά­θι­σε στὸ κά­θι­σμα ποὺ ἦ­ταν ἐ­κεῖ στὴν ἄ­κρη τοῦ νε­ροῦ, βρέ­θη­κε κα­θι­σμέ­νος σι­μά της κι ὁ ἄ­γνω­στος. Ἕ­να φα­νά­ρι κρε­μα­σμέ­νο ἀ­νά­με­σα στὰ δέν­τρα, τῆς ἔ­φε­ξε καὶ κεῖ νὰ ξα­να­δεῖ τὴν ὄ­ψη του. Ἦ­ταν με­λα­ψή, μὲ μαῦ­ρα μά­τια καὶ μαῦ­ρα μα­κριὰ μαλ­λιά. Ἦ­ταν ἐ­κεῖ­νος.

       Ἡ Κλά­ρα τὸν κοί­τα­ζε ἀ­μί­λη­τη κι ἀ­σά­λευ­τη, σὰ βυ­θι­σμέ­νη σὲ ὅ­ρα­μα. Δέν­τρα κον­τά, λι­γνά, σκυ­φτά, γυρ­τό­κλω­να, δέν­τρα μὲ φύλ­λα ἀ­ριά, μα­κριά, λε­πι­δω­τά, πο­λύ­χρω­μα, πα­ρά­ξε­να χρυ­σο­φεγ­γί­ζα­νε σὰ γνώ­ρι­μα, σὰν ἄ­γνω­ρα στὴ ρό­δι­νη ἀν­τη­λιά, ἡ ἔκ­στα­ση τῶν πλα­τι­ῶν κάμ­πων ποὺ χά­νον­ται πέ­ρα μα­κριὰ σὲ πυ­ρὰ βά­θη ἀ­νοι­γό­ταν γλαυ­κό­λαμ­πη μπρο­στά της. Εἶ­χε δι­α­βά­σει στὰ βι­βλί­α γιὰ τὰ μέ­σα μά­τια ποὺ κά­πο­τε βλέ­πουν πρω­τύ­τε­ρα ἀ­πὸ τὰ ἔ­ξω μά­τια, καὶ κοί­τα­ζε πάν­τα τὸν ἄ­γνω­στο καὶ πε­ρί­με­νε νὰ τῆς μι­λή­σει κι ὀ­νει­ρευ­ό­ταν καὶ λα­χτά­ρι­ζε νὰ τῆς μι­λή­σει γιὰ τὸ μα­κρι­νὸ τό­πο του, γιὰ τὰ πα­ρά­ξε­να που­λιὰ ποὺ ζοῦν στὰ δά­ση, γιὰ τὰ κί­τρι­να ἀ­κί­νη­τα νε­ρὰ ποὺ κα­θρε­φτί­ζουν τὰ λευ­κὰ πα­λά­τια. Μὰ ὁ ἄ­γνω­στος δὲν ἄ­νοι­γε τὰ χεί­λη, πα­ρὰ τὴν κοί­τα­ζε καὶ κεῖ­νος σι­ω­πη­λὸς κι ἀ­σά­λευ­τος. Ἔ­τσι σι­ω­πη­λὸς ὅ­λο το βρά­δι ἐ­κεῖ­νο, ἔ­τσι ἀ­σά­λευ­τος καὶ σι­ω­πη­λὸς καὶ τ’ ἄλ­λα βρά­δια στὴ σει­ρά, ὅ­ταν ἡ Κλά­ρα τὸν ἔ­σερ­νε κα­τό­πι της κι ἔρ­χον­ταν καὶ κα­θί­ζα­νε κον­τὰ-κον­τὰ στὸ ἴ­διο κά­θι­σμα ἐ­κεῖ στὴν ἄ­κρη τοῦ νε­ροῦ.

       Ἡ Κλά­ρα τώ­ρα δὲ μι­λοῦ­σε λό­γο στὶς συν­τρό­φισ­σές της γιὰ τὴν ἱ­στο­ρί­α αὐ­τή. Ἔ­με­νε σι­ω­πη­λή, συλ­λο­γι­σμέ­νη ὅ­λη τὴν ἡ­μέ­ρα, σὰ νὰ ὀ­νει­ρευ­ό­ταν καὶ νὰ πε­ρί­με­νε μό­νο νὰ ‘ρ­θεῖ τὸ βρά­δι.

       Τέ­λος ἕ­να βρά­δι σι­ω­πη­λὸ καὶ σκο­τει­νὸ σὰν ὅ­λα τ’ ἄλ­λα, ἕ­να βρά­δι ποὺ σὰν πάν­τα το φῶς τοῦ φα­να­ριοῦ ἔ­πε­φτε στὸ πρό­σω­πο τοῦ ἀ­γνώ­στου καὶ σερ­νό­τα­νε στὰ πό­δια του σὰ φί­δι καὶ τρε­μό­παι­ζε κι­τρι­νω­πὸ ἐ­κεῖ στὴν ἄ­κρη τοῦ νε­ροῦ, ἡ Κλά­ρα σί­μω­σε πιὸ κον­τὰ τὸν ἄ­γνω­στο καὶ τοῦ ἔ­πι­α­σε τὸ χέ­ρι.

       Ἐ­κεῖ­νος δὲν κου­νή­θη­κε. Τὴν ἄ­φη­σε νὰ τὸ κρα­τᾶ, τὴν κοί­τα­ξε στὰ μά­τια καὶ τὴ ρώ­τη­σε:

       «Πῶς σὲ λέ­νε;»

       Ἡ Κλά­ρα εἶ­πε τὸ ὄ­νο­μά της.

       Κι ὁ ἄ­γνω­στος κοι­τά­ζον­τάς την πάν­τα ψι­θύ­ρι­σε:

       «Δὲν εἶ­σαι σύ–»

       Ἡ Κλά­ρα τέν­τω­σε τὰ μά­τια.

       «δὲν εἶ­σαι σύ, τῆς μοιά­ζεις μό­νο· τῆς μοιά­ζεις στὴν ἀ­σχη­μιά–»

       Ἡ Κλά­ρα ἔ­κα­με νὰ τρα­βή­ξει τὸ χέ­ρι της, μὰ ἐ­κεῖ­νος τὸ κρά­τη­σε:

       «τὰ ἴ­δια κρε­μα­σμέ­να χεί­λη, τὰ ἴ­δια τ’ ἀ­χα­μνά, τὰ κο­κα­λι­ά­ρι­κα τὰ μά­γου­λα, τὰ πε­ταγ­μέ­να ἔ­ξω· τὰ ἴ­δια τὰ μι­κρά, τ’ ἄ­χρω­μα, τ’ ἄ­λαμ­πα τὰ μά­τια, τὸ ἴ­διο το καμ­που­ρι­α­σμέ­νο τὸ κορ­μί. Ἦ­ταν ἡ πιὸ ἄ­σχη­μη καὶ κεί­νη ἀ­π’ ὅ­λες. Κα­νεὶς δὲν τὴν κοί­τα­ζε, κα­νεὶς δὲν τῆς μι­λοῦ­σε, κα­νεὶς δὲν τὴν ἀ­γά­πη­σε. Οἱ ἄν­θρω­ποι δὲν μπο­ροῦ­νε νὰ δοῦ­νε τὴν ψυ­χή. Καὶ κεί­νη εἶ­χε κα­λὴ ψυ­χή. Δὲ μί­λη­σε πο­τέ· δὲ γέ­λα­σε πο­τὲ μὲ μέ­να ἐ­κεί­νη. Κα­θό­τα­νε μό­νη στὴν ἄ­κρη, μα­ζε­μέ­νη, καὶ κοί­τα­ζε ἄ­φω­νη, σὰν πάρ­δα­λη ἀ­πὸ τὸ κλου­βί, τὶς ἄλ­λες ποὺ γε­λού­σα­νε μὲ μέ­να. Ἐ­κεί­νη δὲν ἔ­μοια­ζε μὲ αὐ­τές, δὲν ταί­ρια­ζε στὸν κό­σμο. Γι’ αὐ­τὸ τὴ σκό­τω­σα.»

       Ἡ Κλά­ρα τι­νά­χτη­κε, μὰ ὁ ἄ­γνω­στος δὲν τῆς ἄ­φη­σε τὸ χέ­ρι.

       «Τὴν ἀ­γα­ποῦ­σα καὶ τὴ σκό­τω­σα», ξα­κο­λού­θη­σε, «μὰ μὴ φο­βᾶ­σαι, ἐ­σὲ δὲ σ’ ἀ­γα­πῶ. Ἐ­σὺ δὲν εἶ­σαι κεί­νη, ὅ­πως φαν­τά­στη­κα ὅ­ταν σὲ εἶ­δα πρώ­τη φο­ρά. Νό­μι­σα πὼς πέ­ρα­σε ἡ ψυ­χή της σὲ σέ­να, πὼς ἀ­να­στή­θη­κε σὲ σέ­να, πὼς ξα­να­ῆρ­θε στὴ ζω­ὴ μὲ σέ­να. Μὰ ὄ­χι, ἐ­σὺ δὲν εἶ­σαι κεί­νη. Ἐ­σὺ τρέ­μεις. Ἐ­κεί­νη δὲν ἔ­τρε­με. Ξέ­πλε­ξε μό­νη τὰ μαλ­λιὰ καὶ μοῦ τὰ ἔ­δω­σε στὸ χέ­ρι. Μοῦ τὰ ἔ­δω­σε καὶ τῆς τὰ πέ­ρα­σα γύ­ρω στὸ λαι­μὸ θη­λιά, τρά­βη­ξα, ἔ­σφι­ξα τὴ θη­λιὰ γε­ρά, καὶ τὰ μά­τια της, τὰ μι­κρὰ τὰ μά­τια της ἀ­νοί­ξα­νε πλα­τιὰ στὸ χά­ος, τεν­τω­θή­κα­νε πόρ­τες ὀρ­θά­νοι­χτες στὴν ἄ­βυσ­σο· σὰν πλά­κες σμάλ­το ἀ­σπρο­φεγ­γί­σαν τ’ ἄ­χρω­μα τὰ μά­τια, σὰν αἱ­μο­στά­λα­χτα ρουμ­πί­νια ἄ­στρα­ψαν τ’ ἄ­λαμ­πα τὰ μά­τια. Τρό­μα­ξα καὶ τῆς σκέ­πα­σα τὸ πρό­σω­πο. Ἔ­βλε­πα μό­νο τὸ γυ­μνὸ κορ­μί. Παί­ζα­νε φέγ­γη χλω­μο­κί­τρι­να, ἀ­χνο­ρό­δι­να κι αὐ­τοῦ, πνι­γό­ταν ἀ­σπρο­γά­λα­ζες, πρα­σι­νω­πές, θαμ­πό­χρυ­σες ἀ­να­λαμ­πές. Πῶς πνί­γον­ται μουν­τὰ μιὰ μέ­ρα θαμ­πε­ρὴ τὰ χρώ­μα­τα στὸ φίλ­δι­σι, πῶς τρε­μο­φέγ­γει στὰ νε­ρὰ ἐ­κεῖ τὸ λει­ψὸ φεγ­γά­ρι ποὺ τρυ­πᾶ τοὺς κλά­δους – ἔ­τσι ἔ­φεγ­γε μπρο­στά μου τὸ γυ­μνὸ κορ­μί.»

       Ἡ Κλά­ρα κοί­τα­ξε στὴ λί­μνη ὅ­που ἔ­δει­χνε τὸ χέ­ρι του. Τὰ νε­ρὰ ἦ­ταν σκο­τει­νά, φεγ­γά­ρι δὲ φαι­νό­ταν· μό­νο στὴν ἄ­κρη, ἐ­κεῖ μπρο­στὰ θαμ­πό­τρε­με ἡ λάμ­ψη τοῦ φα­να­ριοῦ κι­τρι­νω­πή.

       «Για­τὶ τὴ σκό­τω­σα γυ­μνή», ξα­κο­λού­θη­σε ὁ ἄ­γνω­στος· «γυ­μνώ­θη­κε ὅ­ταν εἶ­δε πὼς τὴν ἤ­θε­λα γυ­μνή, κι ἔ­πε­σε στὸ κρε­βά­τι. Ἐ­σὺ δὲ θέ­λεις, ἐ­σὺ δὲ λύ­νεις μό­νη τὰ μαλ­λιά–»

       Ἔ­φε­ρε τὸ χέ­ρι στὸ λαι­μό της, σὰ νὰ ἤ­θε­λε νὰ τῆς ξε­κουμ­πώ­σει τὴν τρα­χη­λιά.

       Ἡ Κλά­ρα ξα­να­τι­νά­χτη­κε.

       «Μὴν τρο­μά­ζεις· δὲν σὲ θέ­λω ἐ­σέ­να», εἶ­πε ὁ ἄ­γνω­στος καὶ κα­τέ­βα­σε τὸ χέ­ρι. «Ἐ­κεί­νη ἄ­φη­σε καὶ τὴ γύ­μνω­σα, κι ἔ­πε­σε ἔ­τσι στὸ κρε­βά­τι. Δὲν τὸ μό­λυ­να. Σκέ­πα­σα τὸ γυ­μνὸ κορ­μὶ για­τί μὲ φό­βι­σε κι αὐ­τὸ ὅ­πως ἔ­φεγ­γε. Τῆς φί­λη­σα μό­νο το χέ­ρι ποὺ κρε­μό­ταν κά­τω ἀ­σκέ­πα­στο. Ἦ­ταν τό­σο μι­κρό, τό­σο ἁ­πα­λὸ τὸ χέ­ρι της. Τὸ δι­κό σου εἶ­ναι ἄ­σχη­μο, δὲν τὸ φι­λῶ. Τρα­χύ, πλα­τύ, κα­κο­πλα­σμένο. Δὲν εἶ­σαι κεί­νη ἐ­σύ, δὲν ξα­να­βγῆ­κες ἀ­πὸ τὸ κί­τρι­νο νε­ρὸ ποὺ πῆ­γα καὶ τὴν ἔ­ρι­ξα γιὰ νὰ μὴν τῆς δεῖ κα­νέ­νας ἄλ­λος τὸ γυ­μνὸ κορ­μί. Δὲν εἶ­σαι σύ, τῆς μοιά­ζεις μό­νο. Ἐ­σὺ δὲ θέ­λεις νὰ πε­θά­νεις, δὲ θέ­λεις ν’ ἀ­γα­πή­σεις, δὲν μπο­ρεῖς – ἢ θέ­λεις; Λέ­γε!»

       Ἔ­μει­νε κρα­τών­τας, σφίγ­γον­τας δυ­να­τὰ τὸ χέ­ρι της.

       Ἡ Κλά­ρα ἔ­σκυ­ψε τὸ πρό­σω­πο. Δὲν μπο­ροῦ­σε ν’ ἀν­τι­κρύ­ζει τὸ δι­κό του, δὲ βα­στοῦ­σε νὰ βλέ­πει τὰ μά­τια του ποὺ ἀ­στρά­φτα­νε με­γά­λα, μαῦ­ρα, κρύ­α κά­τω ἀ­πὸ τὸ κί­τρι­νο τὸ φῶς.

       Σὲ λί­γο ἔ­νι­ω­σε πὼς τῆς ἄ­φη­σε τὸ χέ­ρι, κι ὅ­ταν τόλ­μη­σε καὶ ξα­να­σή­κω­σε τὸ πρό­σω­πο, ὁ ἄ­γνω­στος εἶ­χε χα­θεῖ.

       Τὸ ἄλ­λο βρά­δι, ὅ­ταν γύ­ρι­ζε στὸ σπί­τι, δὲν ἄ­κου­σε πί­σω της τὸ βῆ­μα του. Κι ὅ­ταν βγῆ­κε στὸ πα­ρά­θυ­ρο, δὲν εἶ­δε νὰ στέ­κει ἀν­τί­κρυ, νὰ πε­ρι­μέ­νει. Πε­ρί­με­νε, πε­ρί­με­νε κι αὐ­τή – δὲ φά­νη­κε. Ὕ­στε­ρα κα­τέ­βη­κε στὸ δρό­μο καὶ δί­χως νὰ τὸ νι­ώ­σει βρέ­θη­κε στὸ πάρ­κο κα­θι­σμέ­νη στὴν ἄ­κρη τοῦ νε­ροῦ. Ἔ­μει­νε ὧ­ρες μό­νη, ἀ­σά­λευ­τη, σκυ­φτή. Ὁ ἄ­γνω­στος δὲν ἦρ­θε. Ὅ­ταν ὅ­μως ση­κώ­θη­κε νὰ φύ­γει καὶ μπῆ­κε στὸ στε­νὸ σκο­τει­νὸ μο­νο­πά­τι, τό­τε τῆς φά­νη­κε πὼς ἄ­κου­σε νὰ σβή­νει σὰν ἀ­πο­πί­σω της, σὰν ἀ­πὸ μα­κριὰ ἢ κον­τά, ἢ σὰν ἀ­πο­μέ­σα της μο­νά­χα ἕ­να μα­κρύ, τρι­κυ­μι­στό, χα­χα­νι­στὸ ἄ­γριο γέ­λιο.

  

 

Πη­γή: Κων­σταν­τί­νου Χα­τζό­που­λου, Τὰ δι­η­γή­μα­τα, Φι­λο­λο­γι­κὴ ἐ­πι­μέ­λεια: Ἔ­ρη Σταυ­ρο­πού­λου, Ἐκ­δό­σεις Συ­νέ­χεια, Ἀ­θή­να, 1989. Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση: Ἐ­θνι­κὸν Ἡ­με­ρο­λό­γιον τοῦ Κωνστ. Φ. Σκό­κου τοῦ ἔ­τους 1913, μὲ τὴν ἔν­δει­ξη: Μό­να­χο, 1912.

 

Κων­σταν­τῖ­νος Χα­τζό­που­λος (Ἀ­γρί­νιο, 1868-1920). Ποί­η­ση, δι­ή­γη­μα, νου­βέ­λα, δο­κί­μιο, κρι­τι­κή, με­τά­φρα­ση. Σπού­δα­σε Νο­μι­κὰ στὴν Ἀ­θή­να καὶ γιὰ ἕ­να μι­κρὸ δι­ά­στη­μα δού­λε­ψε ὡς δι­κη­γό­ρος στὸ Ἀ­γρί­νιο. Στὴν πε­ρί­ο­δο 1900-1914 ἔ­ζη­σε στὴ Γερ­μα­νί­α ὅ­που ἀ­σπά­στη­κε τὸν Σο­σι­α­λι­σμὸ καὶ με­τέ­φρα­σε στὴ δη­μο­τι­κὴ τὸ Κομ­μου­νι­στι­κὸ Μα­νι­φέ­στο. Πέ­θα­νε ἀ­πὸ τρο­φι­κὴ δη­λη­τη­ρί­α­ση στὴ διά­ρκεια τα­ξι­διοῦ του μὲ πλοῖ­ο πρὸς τὸ Μό­να­χο. Πρω­το­εμ­φα­νί­στη­κε στὰ γράμ­μα­τα τὸ 1984 μὲ ποι­ή­μα­τά του στὸ πε­ρι­ο­δι­κὸ Ἑ­βδο­μάς τοῦ Δη­μη­τρί­ου Καμ­πού­ρο­γλου καὶ μὲ τὸ ψευ­δώ­νυ­μο Πέ­τρος Βα­σι­λι­κός. Ἵ­δρυ­σε τὸ πο­λὺ ση­μαν­τι­κὸ πε­ρι­ο­δι­κὸ Τέ­χνη (1898-1899). Πρῶ­το του βι­βλί­ο: Τὰ τρα­γού­δια τῆς ἐ­ρη­μιᾶς (Ποι­ή­μα­τα, Ά­θή­να, 1898). Ἐκ­πρό­σω­πος τοῦ Συμ­βο­λι­σμοῦ στὴν πε­ζο­γρα­φί­α μὲ γνω­στό­τε­ρο ἔρ­γο του τὸ μυ­θι­στό­ρη­μα Φθι­νό­πω­ρο (Ἀ­θή­να, 1917).