Γιῶργος Ρωμανός
Χνούδι στὰ δάχτυλα
ΥΠΝΗΣΕ ΜΕ ΤΟΝ ΗΛΙΟ νὰ τρυπώνει στὶς γρίλιες. Ὅλο γραμμές, λεπίδια φωτεινά, στὰ ἔπιπλα, στὸ κρεβάτι, στὸ πρόσωπό του τὸ ἴδιο. Ἄσπρο αἷμα ἔτρεχε γύρω ἀπὸ τὰ μάτια του. Ἀκόμα ἔκλειναν τὰ βλέφαρά του, μεταξὺ ὕπνου καὶ ξύπνου. Τὸ κεφάλι του βαρύ, χάλκινο. Τό ’νιωθε ἴδιο μὲ παλιὸ λυχνάρι, νὰ βγάζει καπνὸ ἀπὸ τὸ ἀριστερό του ἀφτί, ἔτσι ὅπως ξάπλωνε μονόπαντα. Ἀπὸ κεῖ μέσα πρόβαλε ἡ μορφὴ μιᾶς γυναίκας. Ἦταν ἡ Βαλέρια. Ἡ μελαψὴ μουλάτα ὑπηρέτρια τῶν φίλων του, ποὺ τὸν εἶχαν φιλοξενήσει πρὶν χρόνια πολλὰ στὴ Βραζιλία. Συχνὰ πυκνὰ τὴν ὀνειρευόταν, τόσο ζωντανὰ ποὺ νόμιζε πὼς θὰ ξυπνοῦσε καὶ θὰ τὴν ἔβλεπε νὰ κάθεται στὴν ἄκρη τοῦ κρεβατιοῦ. Τὸν ἔλουζε κρύος ἱδρώτας, μήπως τὴ δοῦν νὰ τριγυρνάει ἐκεῖ, ἡ γυναίκα του, οἱ τέσσερις κόρες του, τὰ πεθερικά του, ποὺ μπαινόβγαιναν μὲ δικό τους κλειδὶ στὸ σπίτι.
Τὰ ζεστὰ μεσημέρια στὸ Παγκράτι, ὅπου εἶχαν ἐγκατασταθεῖ μετὰ τὴν ἀποτυχημένη ἐκείνη μετανάστευση καὶ τὴν ἐπιστροφή τους στὴν πατρίδα, ἐξακολουθοῦσε νὰ ὀνειρεύεται. Ἡ μετάσταση τοῦ ὀνείρου ἄρχιζε, μὲ τὴν ἀπροσδιόριστη ἐκείνη αἴσθηση ἑνὸς ἄλλου κόσμου καὶ συνεχιζόταν μὲ τοὺς μεσημεριάτικους χαυνωτικοὺς ἤχους τοῦ δρόμου.
Μὲ τὴ μυρωδιὰ τῆς ἀσφάλτου ἔξω ἀπὸ τὸ σπίτι τους, ποὺ μαλάκωνε ζυμάρι μὲ τὸν ἥλιο καὶ γυάλιζε, ὅπως ἡ μακριὰ ὑγρὴ γραμμὴ τοῦ ἱδρώτα ποὺ ἄρχιζε ἀπὸ τὸν ἀφαλὸ τῆς Βαλέριας καὶ ἔτρεχε στὸ κάτω μέρος τοῦ κορμιοῦ της. Τὴν εἶχε κρυφοκοιτάξει πολλὲς φορὲς αὐτὴ τὴ γραμμή, ὅταν ξυπόλητος, ξαναμμένος γιὰ νερό, ἔλεγε…, ἀκολουθώντας τὰ γυμνὰ δροσερὰ πλακάκια τοῦ διαδρόμου πρὸς τὴν κουζίνα τοῦ σπιτιοῦ. Ἀπότομα ἔστριβε ἀριστερά, κατέβαινε τὴ μικρὴ ξύλινη σκάλα καὶ ἀπὸ τὴν πάντα μισάνοιχτη πόρτα, ποὺ ἐκείνη ἐπίτηδες δὲν τὴν ἔκλεινε, ἔβλεπε τὴν Βαλέρια. Κοιμόταν μισόγυμνη τὸν ὕπνο τοῦ δικαίου· μούσκεμα στὸν ἱδρώτα.
Ἔτσι καὶ σήμερα, μὲ τοῦτο τὸ ὄνειρο, βγῆκε ἀπ’ τὸ σῶμα του καὶ χίλια μίλια μακριὰ πήγαινε νὰ τὴ συναντήσει. Κατέβηκε πάλι μιὰ σκάλα, λουσμένος στὸ ἄσπρο αἷμα, τὸν ἱδρώτα του ποὺ ἡ χαραγματιὰ τοῦ ἥλιου εἶχε ἁπλώσει στὸ μέτωπό του, ἔστριψε κατὰ τὴ μισάνοιχτη πόρτα κι ἐκεῖ κοκάλωσε. Ἡ Βαλέρια χόρευε κάτω ἀπὸ μιὰ κόκκινη, αἱμάτινη βροχή. Τὸ μικρὸ δωμάτιο εἶχε μεταλλάξει σὲ τοπίο, ζεστό, κοχλαστό. Παντοῦ φυτὰ ὀργιώδη φύτρωναν ἐκείνη ἀκριβῶς τὴ στιγμή, σκορπώντας ἤχους, τριζοβολώντας φύλλα καὶ μίσχους μὲ ἐκπληκτικὴ ταχύτητα.
Σιγὰ σιγὰ τὸ κορμὶ τῆς κοπέλας γέμιζε χνούδι πεταλούδας. Κίτρινες μεγάλες βοῦλες, μαῦρες γραμμές, γαλάζιο χρῶμα, διέτρεχαν ὣς τὶς ἄκρες τὰ δάχτυλα–φτερά.
Ἀνάμεσα σὲ ὑδρατμοὺς ὁμίχλης, κοιλιὰ καὶ πόδια ἑνώθηκαν σὲ ἕνα σωληνωτὸ αἰδοῖο, μυθικοῦ ἐντόμου, γυναίκας ὡστόσο. Ξαφνικὰ πέταξε καὶ ἦρθε ἐπάνω του. Τὴν ἔνιωσε. Μιὰ χνουδωτὴ χρυσαλίδα. Τὰ χείλη της κόλλησαν στὰ δικά του. Μιὰ γλώσσα, ἐλατήριο ρολογιοῦ ποὺ ξετυλίχτηκε, ἔσταζε χυμὸ λουλουδιῶν βαθιὰ στὸ λαρύγγι του. Τὸ κάτω μέρος τοῦ σώματός του ρουφήχτηκε σὲ ὑγρὸ κανάλι. Σπάραξε τὸ σπέρμα του, σ’ ἕναν ὀργασμὸ παράξενο. Τὰ κύματα ἀπανωτά. Σχεδὸν τὸ ἴδιο λεπτὸ τὸ κορμί της χάθηκε ἀπὸ πάνω, ἀπὸ γύρω, ἀπὸ μέσα του. Ἀκόμα ἔνιωθε τὶς δονήσεις της. Αὐτὴ ὅμως δὲν ὑπῆρχε πουθενά.
Ξύπνησε.
Τὸ δωμάτιο ἄδειο.
Παντοῦ, ἀκόμη μιὰ παράξενη μυρωδιὰ ἀπὸ τροπικὰ λουλούδια.
Μόνο ὅταν κοίταξε τὰ χέρια του, τὰ εἶδε βαμμένα. Βελούδινα χρυσοκίτρινα χρώματα σκόνης, ἀπ’ τὰ φτερὰ μιᾶς πεταλούδας, φωσφόριζε στὰ δάχτυλά του.
Πηγή: Πρώτη δημοσίευση.
Γιῶργος Ρωμανός (Θεσσαλονίκη, 1948). Διήγημα, Μυθιστόρημα, Δοκίμο. Διδάσκει Ἀφηγηματολογία σὲ σεμινάρια γραφῆς. Ἐμφανίστηκε στὰ γράμματα τὸ 1977, μὲ τὸ βιβλίο του Ὁ Ἀλέξανδρος κ.ἄ. διηγήματα (Προσπερος). Ἐπιμελητὴς βιβλίων ἀπὸ τὸ 1974, καὶ ἀπὸ τὸ 1997 ἐκδότης τοῦ λογοτεχνικοῦ περιοδικοῦ Πανδώρα καὶ τῶν ὁμώνυμων ἐκδόσεων. Ὡς συγγραφέας εἶναι μέλος τῆς Ἑταιρείας Συγγραφέων. Ὡς ζωγράφος, ἔχει ἐκθέσει σὲ 10 ἀτομικὲς ἐκθέσεις καὶ σὲ 45 ὁμαδικές. Μέλος τοῦ Καλλιτεχνικοῦ Ἐπιμελητηρίου Ἑλλάδος. Τελευταία του βιβλία: Καζαμπλάνκα Καφέ (μυθιστόρημα, Ἄγκυρα, 2008), καὶ Τὸ μαντίλι τοῦ μάγου (διηγήματα, 2009).
Filed under: Ερωτας,Ελληνικά,Ρωμανός Γιώργος,Φανταστικό | Tagged: Έρωτας,Γιώργος Ρωμανός,Διήγημα |