Κριστιάνα Λάρντο (Cristiana Lardo)
Ἡ κωμικότητα, ἡ παρωδία, ἡ εἰρωνεία:
οἱ εὔθυμες ἀποχρώσεις στὸ ὕφος τοῦ Ντίνο Μπουτζάτι
(Comico, parodia, ironia: i toni lieti di Dino Buzzati)
Ε ΜΙΑ ΑΝΕΚΔΟΤΗ ΣΚΕΨΗ ποὺ βρίσκεται στὸ ἡμερολόγιό του —στὶς σελίδες ποὺ γράφτηκαν τοὺς τελευταίους μῆνες—, ὁ Μπουτζάτι γράφει:
Ἴσως, βέβαια, χρειάζεται ἕνας ξεναγὸς ποὺ θὰ μᾶς ὁδηγεῖ στοὺς τόπους τοῦ ἀποχαιρετισμοῦ. Ἕνα πνεῦμα: τὸ πνεῦμα τοῦ χρόνου, ὄχι λυπημένο, ἀντιθέτως παιχνιδιάρικο, ἀλίμονο ἂν δὲν ἀστειευόταν. Ἢ ἕνας σκύλος. Γιὰ νὰ προωθηθοῦν οἱ διάλογοι· ἢ, πιὸ ἁπλά, τὰ ἴδια τὰ πράγματα θὰ μιλοῦν. Ναί, ἴσως αὐτὴ ἡ λύση εἶναι ἡ καλύτερη.(1)
Τὸ νὰ μιλᾶ κανεὶς γιὰ ἀστεῖο πνεῦμα ἢ γιὰ εὔθυμες ἀποχρώσεις, ὅταν πρόκειται γιὰ ἕνα συγγραφέα ποὺ ἐθεωρεῖτο πάντα πρότυπο τοῦ τραγικοῦ τὴν περίοδο τοῦ καλλιτεχνικοῦ κινήματος τοῦ Νovecento, ἀκόμα κι ἂν δώσει μιὰ ἰδιαίτερη ἑρμηνεία, στὴν προσέγγισή του μὲ τὸ φανταστικό(2), εἶναι κάτι ποὺ ἴσως προκαλεῖ ἀμηχανία. Ὁ Μπουτζάτι πάντα ἦταν ἕνας συγγραφέας ἀναμφίβολα τραγικός: «Ἂν θέλει κανεὶς νὰ δείξει πιὰ εἶναι τὰ θεμελιώδη χαρακτηριστικὰ τοῦ ἔργου τοῦ Μπουτζάτι, δὲν μπορεῖ νὰ μὴν ἀναφερθεῖ στὸ πιὸ ἐμφανές, ποὺ εἶναι ἡ τραγική του πλευρά.»(3) Δὲν μπορεῖ κανεὶς νὰ διαφωνήσει: προφανῶς οἱ ἱστορίες του ἔχουν συχνὰ τραγικὸ τέλος· οἱ ἥρωες ἔχουν πάντα νὰ κάνουν μὲ μιὰ πραγματικότητα σαφῶς δύσκολη καὶ ἀκατανόητη.
Ὑπάρχουν, ὡστόσο, πολλὰ σημεῖα στὰ ἔργα τοῦ Μπουτζάτι ποὺ κάνουν τὸν ἀναγνώστη του νὰ χαμογελᾶ καί, καμιὰ φορά, νὰ γελάει. Λὲς καὶ ἡ τελευταία λέξη καθὼς καὶ ἡ ἀτμόσφαιρα ποὺ διαποτίζει κάθε του ἀφήγημα νὰ προσπερνοῦν, νὰ βλέπουν πιὸ πέρα, νὰ μὴν συμπίπτουν πουθενὰ μὲ κεῖνον τὸν συνεχῶς δυσάρεστο ὁρίζοντα.
Ὁ ἴδιος ὁ Μπουτζάτι μιλάει γιὰ αὐτὸ στὴν «Αὐτοβιογραφία»: ἕναν διάλογο μὲ τὴν κριτικὸ Yves Panafieu, λίγους μῆνες πρὶν πεθάνει —δημοσιεύτηκε τὸ 1971 ἀπὸ τὶς ἐκδόσεις Mondadori— καὶ ποὺ εἶναι «ὀρυχεῖο» πληροφοριῶν —κυριολεκτικά, μερικὲς φορές— γιὰ τὸν ἀναγνώστη.(4) Στὴν ἐρώτηση: «Στὰ παιδικά σας χρόνια ἤσαστε ἐσωστρεφὴς ἢ ἐξωστρεφής;», ὁ Μπουτζάτι ἀπαντᾶ: «θά ΄λεγα, μᾶλλον ἐξωστρεφής… ἤμουν χαρούμενος. Δὲν ἤμουν κατσούφης… Ἀντιθέτως, ἤμουν, μᾶλλον, ὅλο ζωντάνια…»· κι ὅταν ἡ Panafieu τὸν ρωτᾶ: «Ὅταν βρίσκεστε τώρα μὲ παιδιά, τί εἶναι αὐτὸ ποὺ προσπαθεῖτε νὰ τοὺς δώσετε ἢ νὰ τοὺς πεῖτε;», ἡ ἀπάντηση εἶναι: «Προσπαθῶ νὰ τοὺς “προκαλέσω”, ὅπως λέμε ἐδῶ στὸ Βένετο, νὰ τοὺς ἐμπνεύσω τὴ διάθεση γιὰ τὰ πιὸ φοβερὰ ἀστεῖα.» «Σοῦ ἀρέσουν πολύ τα ἀστεῖα;» «Ναί, σίγουρα στὰ σχολεῖα θά ΄πρεπε τὸ ἀστεῖο νὰ διδάσκεται ὡς μάθημα. Ὁ κόσμος μας, τώρα πιά, εἶναι τόσο στερημένος ἀπὸ αὐτὴ τὴν ψυχικὴ διάθεση!… Ἀρκεῖ τὸ ἀστεῖο νὰ μὴν κάνει κακὸ σὲ κανέναν, ἐννοεῖται…»(5)
Νὰ ἀστειευόμαστε, λοιπόν· ποὺ δὲ σημαίνει ὅτι στεροῦμε ἀπὸ τὸ ἀφηγηματικὸ σύμπαν καὶ τὰ πράγματα τὴ σημασία καὶ τὴ βαρύτητά τους. Ἀντιθέτως, ἴσως, μεταξύ του ἱλαροῦ τόνου καὶ τὸ γοῦστο τοῦ εὐφημισμοῦ, ἡ λέξη ἀστεῖο γιὰ τὸν Μπουτζάτι νὰ εἶναι σὰν ἕνα σημάδι ὅτι τὸ γεγονὸς χρειάζεται μεγαλύτερη προσοχή, ὅτι αὐτὸ ποὺ λέει εἶναι πιὸ ἀληθινὸ ἀκόμα· καὶ ὁ ἀναγνώστης φτάνει σὲ ἕνα σημαντικὸ ἐρώτημα:
Κατὰ ποιά ἔννοια ἡ τέχνη σοῦ καλυτερεύει τὴ ζωή;
Μὲ χαροποιεῖ. Ὄχι… αὐτὴ δὲν εἶναι ἡ ἀκριβὴς λέξη. Μὲ κάνει νὰ ζῶ σ΄ἕνα κόσμο ὅπου τὰ πάω καλά. Γιὰ μένα ἀνώτερη εἶναι ἡ λογοτεχνία ποὺ μὲ συγκινεῖ, ἀλλὰ μὲ ἕναν εὐγενικὸ τρόπο, ὄχι μὲ γελοῖα μασκαρέματα. Οἱ συγγραφεῖς ποὺ σέβομαι πάρα πολὺ εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ μὲ ἔχουν συγκινήσει. Ὁ κύριος σκοπὸς τῆς ἀφηγηματικῆς λογοτεχνίας εἶναι νὰ δίνει χαρὰ στὸν ἀναγνώστη.
Συνεπῶς ἡ ἀντίληψη μιᾶς λογοτεχνίας μὲ ποικίλες μορφές, ὅπου κάθε ἀναγνώστης ἔχει τὸ δικό του τρόπο νὰ βρίσκει χαρὰ κι εὐχαρίστηση;
Πραγματικά, ναί. Τὸ ἀναγνωρίζω. Μὰ σὰν γενικὴ ἀρχή, ὡστόσο, πρέπει κατὰ τὴ γνώμη μου, νὰ διασκεδάζει καί, ἐνδεχομένως, νὰ συγκινεῖ.(6)
«Δὲν ὑπάρχει χειρότερο πράγμα ἀπὸ τὰ νὰ σὲ παίρνουν στὰ σοβαρά.»(7) Γιὰ τὸ «ἀστεῖο» μιλάει καὶ ὁ Indro Montanelli στὴν εἰσαγωγὴ τῆς πρώτης ἔκδοσης τοῦ βιβλίου I Miracoli di Val Morel(8)· καὶ πολλὰ ἀπὸ τὰ διηγήματά του προδιαθέτουν καὶ διατηροῦν ἕνα χαρούμενο καὶ διασκεδαστικὸ τόνο, ποὺ γιὰ αὐτὸ ἀκριβῶς τὸ λόγο συγκινεῖ ἀκόμα περισσότερο. […]
Τὸ ἀστεῖο, ἡ εἰρωνεία, ἡ σάτιρα, τὸ κωμικὸ στοιχεῖο: ὅλα εἶναι ἐμμονὲς ποὺ δὲν ἀλλοιώνουν τὸ ὕφος. Ἀξίζει, λοιπόν, τὸν κόπο νὰ δοῦμε ποιές εἶναι οἱ ἀποχρώσεις τοῦ ὕφους ποὺ προτιμᾶ.
«Σᾶς ἀρέσει νὰ εἰρωνεύεστε;». «Ἄ!, θεωρητικὰ μιλώντας θά ΄θελα νὰ εἰρωνεύομαι συνεχῶς· καὶ στὶς κηδεῖες, ἂν ἦταν δυνατόν»(9): Ὁ Μπουτζάτι, ἀνάμεσα στὶς ἀποχρώσεις τοῦ ὕφους του, δὲν ἔχει ποτὲ ἐξαιρέσει τὴν εἰρωνεία: ὁδηγώντας την σὲ πολλὲς ἀπὸ τὶς πιθανὲς μορφές της.(10) Ἡ κριτικὴ τώρα, ἐνισχυμένη ἀπὸ τὶς μελέτες ποὺ ἀφοροῦν στὸ ἔργο του ἀποκαθιστᾶ τὸ ἀνάστημά του καὶ μπορεῖ, πλέον, νὰ μιλᾶ γιὰ τὴν «ἐλαφριὰ» πλευρά, τὴν ἱλαρή, χωρὶς ἄλλο τὴν κωμική, καί, ὁπωσδήποτε, πάντα τὴν εἰρωνικὴ στὸ γράψιμό του. Συμβιώνουν δίπλα-δίπλα ἡ τραγικότητα καὶ τὸ χιοῦμορ, ἡ γοητεία καὶ ἡ συγκίνηση, τὸ δάκρυ καὶ τὸ γέλιο, χωρὶς κανένα ἀπ΄αὐτὰ τὰ συστατικὰ νὰ ἐπικρατεῖ ἢ νὰ ὑπάρχει εἰς βάρος τοῦ ἄλλου.
Πρέπει ὡστόσο, νὰ λάβουμε ὑπ΄ὄψιν μας μιὰ θεώρηση —ἐπιβεβαιωμένη μὲ πλάγιο τρόπο ἀπὸ διάφορα κριτικὰ κείμενα τοῦ παρελθόντος— ποὺ ἀντλεῖται ἀπὸ τὴν κατάσταση τῆς λογοτεχνίας ἐκείνης τῆς ἐποχῆς, δηλαδὴ τῆς ἐποχῆς ποὺ ὁ Μπουτζάτι δημιούργησε τὸ ἔργο του· μιὰ θεώρηση ποὺ ἀφορᾶ στὴν ὑποψία μὲ τὴν ὁποία ἡ κριτικὴ τῆς δεκαετίας τοῦ ΄40, ΄50 καὶ ΄60 βλέπει τὴν χιουμοριστικὴ ἀφήγηση, ἢ τουλάχιστον, ἐὰν εἶναι δόκιμος ὁ ὅρος, τὴν «μὴ-σοβαρὴ» λογοτεχνία(11): ἐὰν ἡ λογοτεχνία σὲ κάνει νὰ γελᾶς, τότε κατατάσσεται, ἀναγκαστικά, σὲ ἕνα κατώτερο εἶδος, λὲς καὶ ἡ «συγκίνηση» τοῦ ἀναγνώστη δὲν περιέχει στὰ συστατικά της τὴν «διασκέδασή» του. Ἡ εἰρωνεία τοῦ Μπουτζάτι ἐκτονώνεται ἀβίαστα στὰ διηγήματά του, στὶς ἐπιφυλλίδες του, στὰ θεατρικά του· σὲ ἔργα του, ἐν κατακλείδι, ποὺ θὰ μποροῦσαν νὰ χαρακτηρισθοῦν «κατώτερα» καὶ παραβαίνουν τοὺς κανόνες ποὺ τὸν καθιέρωσαν ὡς συγγραφέα, ἐνῶ στὰ μυθιστορήματά του, καὶ σὲ πολλὰ διηγήματα, ἡ εἰρωνεία ἔχει δευτερεύοντα ρόλο. Μένει, λοιπόν, νὰ ἀποσαφηνίσουμε ἂν αὐτὸ ποὺ θεωροῦμε «κατώτερο» —καὶ πιὸ ἐλεύθερο στὺλ γραφῆς— ἐπέτρεψε στὸν συγγραφέα νὰ ἐκτονώσει τὴν κωμική του δύναμη ἤ, ἀντιθέτως, περιόρισε —ἀναγκαστικά— τὸ παιχνιδιάρικο πνεῦμα του, σὲ χώρους ὅπου ἡ κριτικὴ δὲν θὰ τὸ πρόσεχε – ἀφοῦ ἐπρόκειτο γιὰ συλλογές, ἐσκεμμένα, λιγότερο σημαντικές. Σὰν νὰ λέμε: ἡ θέση τοῦ τραγικοῦ εἶναι «ἀνώτερη», ἐνῶ ἡ θέση τοῦ κωμικοῦ εἶναι ἐκείνη ποὺ συγκεντρώνει λιγότερους στοχαστές.
Μιὰ παραγωγή, δηλαδή, διαφορετική, ποὺ καταγράφει μὲ μεγαλύτερη συχνότητα λογοτεχνικὰ «παιχνιδίσματα», καὶ ποὺ μποροῦμε νὰ τὴ βροῦμε στὰ πιὸ «περιφερειακὰ» ἔργα τοῦ Μπουτζάτι, σύμφωνα, τουλάχιστον, μὲ τὴν ἑδραιωμένη, ἐλάχιστα εὐνοϊκὴ κριτικὴ τῆς ἐποχῆς. Ἡ Anna Pozzi γράφει:
Διαβάζοντας καὶ μελετώντας μὲ προσοχὴ καὶ χωρὶς προκαταλήψεις τὸ ἔργο τοῦ Ντίνο Μπουτζάτι, μποροῦμε νὰ υἱοθετήσουμε μιὰ νέα ἑρμηνευτικὴ καὶ κριτικὴ προσέγγιση: Ὁ ἀφηγητὴς-δημοσιογράφος παρατηρεῖ, ἐρευνᾶ καὶ διηγεῖται τὶς ἐμπειρίες του ἀπὸ τὴν πραγματικότητα χρησιμοποιώντας τὴν εὔθυμη ἀνατροπὴ τῆς παρωδίας. Γιὰ αὐτὴ τὴν διασκεδαστικὴ ἀνατροπὴ τῆς παρωδίας ἀπαιτεῖται πρῶτα ἕνα σύστημα ἀντίληψης τοῦ κόσμου, ὥστε ἀκολούθως νὰ τὸν ἀφηγηθεῖς μέσῳ τῆς γραφῆς, δηλαδὴ μὲ τὴ λογοτεχνία. Ἔτσι καταλήγει κανεὶς στὴν μεταμόρφωση τῆς βαθειᾶς συνείδησης τοῦ πραγματικοῦ, ἀποκτώντας τὸ πικρὸ χαμόγελο τῆς ὕπαρξης, τὸν πόνο τῆς ζωῆς, τὴν ψυχικὴ κατάσταση τῆς αἰώνιας ἀναμονῆς, ποὺ ἀνανεώνεται συνεχῶς μέσα ἀπὸ τὴν κατανόηση τοῦ ἀναπόφευκτου τέλους: τοῦ θανάτου, μὲ τὸν ὁποῖο καὶ συμφιλιώνεται ἀπὸ τὴν ἀρχή· ἀπὸ τὴν γέννηση(12).
Ὅμοια φαίνεται νὰ εἶναι καὶ ἡ ἀνάλυση τοῦ Renzo Pavese: «Στὸν Μπουτζάτι ὑπάρχει τὸ εἰρωνικὸ παράδοξο τοῦ πραγματικοῦ ἤ, ἀλλιῶς, ἡ πραγματικότητα τοῦ ἀπίθανου ἐνδεδυμένη τὴν εἰρωνεία, ἤ, ἂν θέλει κανείς, τὸ ἀπίθανο τῆς πραγματικότητας ἐνδεδυμένο τὴν εἰρωνεία.»(13) Πολλὲς εἶναι οἱ ἀφηγήσεις ὅπου φαίνεται νὰ ἐπικρατεῖ τὸ εἰρωνικὸ ὕφος σὲ ὅλες του τὶς ἀποχρώσεις: ἡ διακριτικὴ εἰρωνεία μερικῶν διηγημάτων ὅπως «Οἱ πειρασμοὶ τοῦ Ἁγίου Ἀντωνίου» («Le tentazioni di Sant’Antonio»), συνυπάρχει μὲ τὴν καυστικὴ σάτιρα ἄλλων ὅπως στὸ «Ὁ κριτικὸς τέχνης» («Il criticο d’arte») καὶ μὲ τὸ εἶδος ποὺ ὀνομάζουμε μαῦρο χιοῦμορ ὅπως στὸ «Κι ἂν εἶμαι χοντρός, τί πειράζει..» («Se sono grasso che male c’è»).
Τελευταῖα, ἡ κριτικὴ ποὺ ἀφορᾶ τὸν Μπουτζάτι ἔδειξε κάτι σημαντικό:
Ὁ Μπουτζάτι εἶναι ἕνας συγγραφέας ποὺ ἔχει ἐπίγνωση τοῦ γλωσσικοῦ ἰδιώματος ποὺ χρησιμοποιεῖ γιὰ νὰ ἐκφραστεῖ, καθὼς καὶ τῶν ἰδεολογικῶν συνεπειῶν, ὅταν δημιουργεῖ κανεὶς λογοτεχνία: κι αὐτὸ παρὰ τὴ θρυλικὴ λιτότητα ποὺ τὸν χαρακτήριζε, τὸν ἔβλαψαν κάποιοι κριτικοὶ ποὺ ἦταν διατεθειμένοι νὰ παίρνουν κατὰ γράμμα τὶς προκλητικὲς δηλώσεις του. Ὅμως, δὲν εἶναι ὁ βαρετὸς τεχνίτης τῶν χιλίων ὁμοίων ἱστοριῶν ποὺ ὑπακούει συνεχῶς στὰ ἴδια στοιχειώδη κατασκευαστικὰ μοτίβα, ἀλλὰ ἕνας ἐκλεπτυσμένος πειραματιστὴς τῆς ἀφηγηματικῆς φόρμας, καὶ γενικότερα μιᾶς ἐκφραστικῆς «ὑβριδικῆς» φόρμας ποὺ στέκει στὸ ὅριο ἀνάμεσα στὴ λογοτεχνία καὶ τὶς εἰκαστικὲς τέχνες.(14)
Δὲν εἶναι μόνο στὴν «Αὐτοβιογραφία» ὅπου μποροῦμε νὰ καταλάβουμε τὴν ἱκανότητα καὶ τὶς λογοτεχνικὲς συγγένειες τοῦ Ντίνο Μπουτζάτι. Ἀπὸ τὸ 1947 μέχρι τὸ 1971, ὁ Μπουτζάτι ἔγραφε, ἐπίσης, κριτικὲς γιὰ βιβλία(15). […] Ἀρνιόταν, ὡστόσο, κατηγορηματικὰ τὸν τίτλο τοῦ «κριτικοῦ». […] Τὰ βιβλία αὐτὰ μποροῦσαν νὰ εἶναι βιβλία σχετικὰ μὲ τὴν πρόσφατη ἱστορία, τὸν πόλεμο, βιβλία ποὺ μιλοῦσαν γιὰ τὸν ἀλπινισμό —δεδομένης τῆς ἄμεσης ἐμπειρίας του καὶ ἐπειδὴ ἤξερε καλὰ τὰ ἀντικείμενο—, τὰ ζῶα —ἰδιαίτερά τα σκυλιά, ποὺ ἦταν πραγματικὸ πάθος γιὰ ἐκεῖνον(16)—, ἀκόμα καὶ βιβλία γιὰ ἑστιατόρια καὶ ἀξιοθέατα τῆς πόλης τοῦ Μιλάνου.
Ὑπάρχει ἕνα χρονογράφημα-βιβλιοκρισία, ὡστόσο, ποὺ εἶναι ἰδιαίτερα σημαντικό. Πρόκειται γιὰ ἕνα χρονογράφημα ὑπὸ μορφὴν μικροῦ διηγήματος, ποὺ ἀναφέρεται σὲ μιὰ ἀνθολογία ἡ ὁποία ἐκδόθηκε ἀπὸ τὸν Garzanti τὸ Δεκέμβριο τοῦ 1959 κι εἶχε τίτλο: «Εὐθυμογράφοι τὴν περίοδο τοῦ Novecento». Ἡ βιβλιοκρισία ἢ μικρὸ διήγημα ἢ χρονογράφημα, ἔχει τίτλο: «Ὀγδόντα ἐννέα καὶ ἕνας, ἐνδεχομένως, γέλωτες».(17)
Γράφει ὁ Μπουτζάτι:
Διάβαζα τρία βράδια ἕνα πολὺ ὀγκῶδες βιβλίο μὲ τίτλο: «Εὐθυμογράφοι τὴν περίοδο τοῦ Novecento», ποὺ ἐκδόθηκε τελευταῖα ἀπὸ τὸν Garzanti. Τρία βράδια καὶ δὲν τό ΄χα τελειώσει, ἂν καὶ εἶχα διαβάσει τὸ μεγαλύτερο μέρος, παραλείποντας μερικὰ σημεῖα. Κατὰ κάποιο τρόπο ἤμουν πολὺ ἐνθουσιασμένος. Πραγματικά, δὲν εἶναι εὔκολο πράγμα νὰ βρεῖ κανεὶς ἕνα τόσο διασκεδαστικὸ βιβλίο. Σκεπτόμουν νὰ μιλήσω γι’ αὐτὸ στὴν ἐφημερίδα.
Τὸ τρίτο βράδυ, μᾶλλον βαθιὰ νύχτα ἤτανε παρὰ βράδυ —δύο καὶ μισή, τρεῖς παρὰ τέταρτο—, σηκώνω τὰ μάτια ἀπὸ τὸ βιβλίο καί, στὴ σκιὰ τοῦ δωματίου —γιατί ὅλο το φῶς ἦταν συγκεντρωμένο στὸ κρεβάτι μου—, βλέπω ἕνα πλῆθος ἀπὸ ἀνθρώπους.
Πόσοι νά ΄τανε; Ἐκείνη τὴ στιγμὴ δὲν μποροῦσα νὰ καταλάβω […]. Μερικοὶ ἦταν καθισμένοι, ἄλλοι στέκονταν ὄρθιοι, ἄλλοι σταυροπόδι στὸ πάτωμα κι ἄλλοι εἶχαν κάτσει στὰ ψηλότερα ράφια τῶν βιβλιοθηκῶν.Τότε κατάλαβα ὅτι ἦταν ὀγδόντα ἐννέα ἀκριβῶς, ἀνάμεσά τους καὶ μιὰ γυναίκα. Μερικοὶ ἦταν γέροι, ἀλλὰ στὴν πλειονότητά τους ἦταν ὥριμης ἡλικίας, εὐπρεπῶς ντυμένοι. Μερικοὶ εἶχαν γενειάδα, ἄλλοι μουστάκια καὶ φοροῦσαν ροῦχα μιᾶς ἄλλης ἐποχῆς.
Δύο καὶ μισὴ μετὰ τὰ μεσάνυχτα, ἐκπλήξεις σὰν κι αὐτὴ δὲν μοῦ κάνουν ἰδιαίτερη ἐντύπωση, τουλάχιστον σὲ μένα· μοῦ ἔχουν συμβεῖ καὶ χειρότερα. Ἀναρωτιόμουν, βέβαια, ποιοί ἦταν καὶ τί θέλανε ἀπὸ μένα. Ἀνασήκωσα τὸ ἀμπαζοὺρ γιὰ νὰ φωτίσω τὰ πρόσωπά τους κι ἀμέσως κατάλαβα.
Εἶχαν βγεῖ, ἁπλῶς, ἀπὸ τὸ βιβλίο: οἱ ὀγδόντα ἐννέα εὐθυμογράφοι τῆς περιόδου τοῦ Novecento, ποὺ περιεῖχε ἡ ἀνθολογία —μὲ τὸν ἀνάξιο ὑπογράφοντα ἦταν ἐνενήντα. […] Πρῶτα ἀναγνώρισα τὸν Campanile, ποὺ μὲ κάρφωνε, πραγματικά, μὲ μάτια ἀγαθὰ καὶ μελαγχολικά, μετὰ εἶδα τὸν Petrolini, τὸν Marotta, τὸν Calvino, τὸν Guareschi, τὸν Mosca, τὸν Ζavattini· φυσικὸ εἶναι ποὺ εἶδα πρῶτα τοὺς συντοπίτες μου.
Στὴ συνέχεια αὐτῆς τῆς ταραγμένης νύχτας, ὅλοι οἱ εὐθυμογράφοι κάνουν τὴν ἴδια ἐρώτηση στὸ χρονογράφο: «Εἶναι ἀλήθεια ὅτι σκοπεύετε νὰ κάνετε κριτικὴ στὸ βιβλίο;» Ἡ ἀπάντηση εἶναι καταφατικὴ καὶ ἀκολουθεῖ ἡ δεύτερη ἐρώτηση: «Λοιπόν, τελικά, σᾶς διασκεδάσαμε;» Τελικὰ ἀκόμη καὶ οἱ εὐθυμογράφοι βασανίζονται ἀπὸ τὴν ἀγωνία τοῦ συγγραφέα…
Συγχωρέστε με, εἶπα. Μὰ ἐγώ […] σκεπτόμουν ὅτι ἐσεῖς, οἱ διάσημοι πρίγκιπες τοῦ παγκόσμιου εὐθυμογραφήματος, εἶστε οἱ μεγαλύτεροι θεματοφύλακες τῆς ἔννοιας τοῦ χιοῦμορ —τῆς ἱκανότητας, δηλαδή, νὰ μὴν παίρνετε στὰ σοβαρὰ οὔτε τοὺς ἴδιους τοὺς ἑαυτούς σας— ποὺ εἶναι μιὰ ἀπὸ τὶς πιὸ εὐγενεῖς ἐκφάνσεις, ἡ πιὸ εὐγενής, ὑποθέτω, τῆς ἀνθρώπινης νοημοσύνης.
«Ἄ, ὄχι, ἀγαπητέ μου κύριε. Ἐπέκρινα ἕναν τύπο, μᾶλλον συμπαθητικό, ποὺ λίγο πολὺ θὰ μποροῦσε νὰ εἶναι ὁ Jerome K. Jerome. Ἄλλο τὸ γραπτὸ κι ἄλλο ἡ ζωή. Ἐπιπλέον, κύριε, μοῦ φαίνεσθαι ἐλλιπῶς πληροφορημένος. Γιὰ τὴν ἔννοια τοῦ χιοῦμορ στὴν καθημερινὴ πρακτικὴ μπορεῖτε νὰ ρωτήσετε τοὺς πολιτικούς, τοὺς ἐπισκόπους, τοὺς καλλιγράφους, τοὺς χασάπηδες. Νὰ τὸ ἀπαιτεῖτε ἀπὸ μᾶς, ποὺ τὸ ρίχνουμε ξανὰ στὸ χαρτί, πάει πολύ.»
«Ξεχάστε το», εἶπα καὶ σώπασα.
Ἀκόμα κι ἐκεῖνοι, λοιπόν; Οἱ ἄνθρωποι τοῦ πνεύματος, ποὺ γράφοντας, κατὰ κάποιον τρόπο ὑπερίπτανται, περιγελώντας τὴν ἀξιολύπητη ἀνθρωπότητα, ἀκόμα κι αὐτοί, ἐξαιτίας ἑνὸς ἀπατηλοῦ ὀνείρου γιὰ μιὰ βιβλιοκρισία στὴν ἐφημερίδα, εἶχαν θορυβηθεῖ, τόσο ποὺ εἴχανε βγεῖ ἀπὸ τὸν τάφο τους;
Οἱ συγγραφεῖς ποὺ ἀνθολογήθηκαν τελικὰ στὴν ἔκδοση εἶναι ἐνενήντα, γιατὶ ὁ ἐπιμελητὴς τῆς ἔκδοσης, Giambattista Vicari, συμπεριέλαβε καὶ τὸν μεγάλο τραγικὸ Ντίνο Μπουτζάτι, θεωρώντας ὅτι ὁ συγγραφέας στὴ βιβλιοκρισία του ἀξίωνε, κατὰ κάποιο τρόπο, νὰ παρευρίσκεται κι αὐτὸς στὴν «παρέα» τῶν εὐθυμογράφων: ὁ Μπουτζάτι παραδεχόταν τὴν «συστράτευσή του μὲ τὸ γέλιο», ἀλλὰ ποτὲ δὲν θὰ ἔκανε ἀπὸ μόνος του κάτι παρόμοιο, θεωρώντας το ὡς «αὐτὸ-βιβλιοκρισία» (Ἡ βιβλιοκρισία ἔχει τίτλο: «Ὀγδόντα ἐννέα καὶ ἕνας, ἐνδεχομένως, γέλωτες»). Στὸν Μπουτζάτι, λοιπόν, ἐνδεχομένως, ἀρέσει νὰ κάνει τοὺς ἄλλους νὰ γελᾶνε. Οἱ σύγχρονοί του εὐθυμογράφοι ἀποδίδουν στὸ ἀφηγηματικό του ἔργο ἕνα τέτοιο ἐνδεχόμενο. Ἀπὸ τὴν ἄλλη ἡ εἰρωνεία εἶναι σίγουρα ἕνας ἀπὸ τοὺς τόνους ποὺ διαποτίζει ὅλα του τὰ ἔργα. «Ἕνα πνεῦμα παιχνιδιάρικο, ἀλλοίμονο ἂν δὲν ἀστειευόταν.»
Ἀλλὰ τὸ χιοῦμορ τοῦ Μπουτζάτι ἔχει συγκεκριμένες ἀναφορές, ποὺ ἐνδεχομένως εἶναι ἐλάχιστα ἰταλικές, ὅπως ὁ ἴδιος δηλώνει στὴν «Αὐτοβιογραφία»:
Ἂν σὲ ρωτοῦσα νὰ μοῦ πεῖς τί θεωρεῖς —κατὰ τὴ γνώμη σου— κωμικό, τί θὰ ἀπαντοῦσες; Θά ΄λεγες ὅτι εἶναι ὅ,τι σὲ κάνει νὰ γελᾶς. Βλέπεις, στὴν Ἰταλία ἂν κάποιος ἀνέβει στὴ θεατρικὴ σκηνὴ καὶ πεῖ τὴ λέξη «κῶλος», ὁ κόσμος θὰ ἀρχίσει νὰ γελάει. Ὅλη ἡ ἰταλικὴ κωμικότητα κατὰ κανόνα δὲν ἔχει σχέση μὲ τὸ χιοῦμορ, ἔχει νὰ κάνει περισσότερο μὲ τὴ φάρσα καὶ τὴν εὐχαρίστηση ποὺ παίρνεις ὅταν βλέπεις κάποιον νὰ ἐξευτελίζεται. Ἂν κλοτσήσουν κάποιον στὰ πισινά, στὴν Ἰταλία ὁ κόσμος γελάει.
Προσωπικά, αἰσθάνεσαι τὸ ἀντίθετο;
Χωρὶς ἀμφιβολία, τὸ δικό μου χιοῦμορ μοιάζει περισσότερο μὲ τὸ ἐγγλέζικο χιοῦμορ, ποὺ ἐγὼ τὸ θεωρῶ τὸ καλύτερο.
Δηλαδή, μόνο οἱ Ἐγγλέζοι; Ὁ Jerome, ὁ Chesterton, ὁ Wodehouse, ὁ Carroll καὶ ὅλοι οἱ ἄλλοι Ἐγγλέζοι χιουμορίστες συγγραφεῖς δὲν λείπουν ἀπὸ τὴν βιβλιοκρισία τοῦ βιβλίου τοῦ Garzanti γιὰ τὸ ὁποῖο γίνεται λόγος. Μὰ εἴμαστε σίγουροι ὅτι ἡ κωμικότητα καὶ τὸ ἰταλικὸ χιοῦμορ πρέπει νὰ ἐξαιρεθοῦν ἀπὸ τὸν ὁρίζοντά μας, ὡς παραγεμισμένο περισσότερο μὲ χυδαιότητα καὶ εὐφυολογήματα; […]
Ἀναφορὲς στοὺς Ἰταλοὺς χιουμορίστες, ἀπεναντίας, ὑπάρχουν πολλές. Ἂς πάρουμε γιὰ παράδειγμα ἕνα ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ θεατρικό του Ἦρθε μιὰ νέα… (Una ragazza arrivò…), γραμμένο γιὰ τὸ ραδιόφωνο, ἕνα ἀπὸ τὰ κείμενά του ποὺ δὲν ὑπακοῦνε στὸ «πρότυπο Μπουτζάτι», ὅπως μᾶς παρουσιάζεται μέχρι τώρα. Μεταδόθηκε γιὰ πρώτη φορὰ ἀπὸ τὸ ραδιόφωνο, ποὺ ἦταν μόνο τὸ RAI, στὶς 28 Ἀπριλίου τοῦ 1959, μὲ μουσικὴ τοῦ Gino Negri, Τὸ Ἦρθε μιὰ νέα… εἶναι ἡ ἱστορία τῆς Λεονέλλα Ντομινέντο, μιᾶς φιλόδοξης κοπέλας «ἡττημένης ἀπὸ τὸν ἔρωτα».
Ἡ πρώτη σκηνὴ διαδραματίζεται σὲ ἕνα κάστρο, κάπου στὸ μέλλον, ὅπου ἕνας ξεναγὸς δείχνει στοὺς ἐπισκέπτες μερικὲς χαρακτηριστικὲς συνήθειες τῆς κοινωνίας τοῦ εἰκοστοῦ αἰώνα – μεταξὺ τῶν ὁποίων καὶ οἱ κοινωνικὲς βαθμίδες τῶν ἀνθρώπων της, ποὺ στὸ ἔργο συμβολίζονται μὲ μιὰ σκάλα μέσα στὸ κάστρο. Μεταξὺ τῶν ἄλλων, ἡ προσοχὴ ἐπικεντρώνεται στὴν κοπέλα, ἀσκημούλα, ἀπὸ σεμνὴ οἰκογένεια, ἱκανότατη στὶς σπουδές της, πού, ἐν τούτοις, σιγὰ-σιγά, καταβάλλοντας μεγάλη προσπάθεια, γίνεται πανέμορφη, ὕστερα σοπράνο στὸ θέατρο τῆς Ὄπερας καὶ μετὰ κάτι σὰν ἀδιαμφισβήτητη βασίλισσα τοῦ κόσμου, τὴν ὁποία θαυμάζουν καὶ οἱ πιὸ ἰσχυροί… Ἀλλά, ἡ Λεονέλλα ἐρωτεύεται ἕναν ταπεινὸ λογιστή, τὸν παντρεύεται, γίνεται μιὰ ὑπέροχη μητέρα καὶ περνάει τὴ ζωή της στὴν οἰκογενειακὴ ἑστία, ὄμορφα κι εὐτυχισμένα. Ἡ κόρη τῆς Λεονέλλας εἶναι κι αὐτὴ ἄσκημη, ἱκανότατη στὶς σπουδές της καὶ ἡ ἱστορίας τῆς νεαρῆς ποὺ φτάνει στὴν ἀνώτατη κοινωνικὴ βαθμίδα ἐπαναλαμβάνεται.
Τὸ ἔργο εἶναι πολὺ διασκεδαστικό, ἐντελῶς θετικό, καθὼς μεταβαίνει ἀπὸ τὴν κοινωνικὴ παρωδία —ἄλλο ἕνα πρωτεῦον θέμα τοῦ εἴρωνα Μπουτζάτι— […] στὴν ἁπλῆ κωμικότητα χωρὶς νὰ γελοιοποιεῖ, ὅπως ἀκριβῶς στὴν ἀρχή του:
Η ΕΝΡΙΝΗ ΦΩΝΗ ΤΟΥ ΞΕΝΑΓΟΥ: Ἀπὸ δῶ, παρακαλῶ, Κυρίες καὶ Κύριοι, προσοχὴ στὸ σκαλοπάτι ποὺ λείπει. Ὄπα! (Θόρυβος ἀπὸ πατήματα). Σὲ κάθε πέντε σκαλοπάτια λείπει τὸ ἕνα: ἔχει ἀποδειχθεῖ ἐπιστημονικά.
ΦΩΝΗ ΕΝΟΣ ΑΝΤΡΑ ΤΟΥΡΙΣΤΑ: Μὰ ἐδῶ μέσα εἶναι τὸ ἀπόλυτο σκοτάδι […].Δὲν φαίνεται τίποτα.
ΞΕΝΑΓΟΣ: Κάθε πέντε σκαλιὰ λείπει ἕνα. Εἶναι ὑπολογισμένα. Γιὰ νὰ μὴν κουτρουβαλήσετε, ἂς μετρᾶμε ὅλοι μαζί.
ΧΟΡΟΣ: (Κρατώντας τὸ ρυθμὸ μὲ τὰ βήματα): Σὲ κάθε πέντε σκαλιά, δηλαδὴ στὴν προτελευταία συλλαβὴ τοῦ στίχου, πηδᾶμε. ὉΓεροντοκόρηΚόζιμο εἶχε ἕναν ὑπέροχο σά-κο.
ΑΝΤΡΑΣ: Σταματῆστε ὅλοι.
ΞΕΝΑΓΟΣ: Τί τρέχει;
ΑΝΤΡΑΣ: Δὲν μποροῦμε νὰ συνεχίσουμε ἔτσι, ὑπάρχει κάποιο λάθος. Ὁ Κόζιμο, προφανῶς, ἦταν ἄγαμος κι ὄχι γεροντοκόρη.
Η ΣΥΖΥΓΟΣ ΤΟΥ: Ἠλίθιε, Γεροντοκόρη εἶναι τὸ ἐπώνυμο.
ΣΑΡΚΑΣΤΙΚΗ ΦΩΝΗ: Τί νούμερο ποὺ εἶναι αὐτός! τί νούμερο!
Η ΣΥΖΥΓΟΣ: Συγχωρῆστέ τον, ἀπὸ τότε ποὺ πέθανε τὸ καναρίνι ὁ σύζυγός μου πάσχει ἀπὸ κατάθλιψη.
ΕΝΑΣ ΤΟΥΡΙΣΤΑΣ: (Δείχνει ζωηρὸ ἐνδιαφέρον) Πότε συνέβη, Κυρία, τὸ δυσάρεστο γεγονός;
Η ΣΥΖΥΓΟΣ: Ἐδῶ καὶ δώδεκα χρόνια, ἀλλὰ ὁ σύζυγός μου εἶναι ἀπαρηγόρητος.
Ἡ χαρούμενη διάθεση, ἢ καλύτερα ἡ κωμική, εἶναι τὸ χαρακτηριστικὸ στοιχεῖο ἀπὸ ἀποσπάσματα καὶ διηγήματα ποὺ ὀλισθαίνουν στὸ γέλιο, χωρὶς ὡστόσο νὰ γίνονται ἄκομψα καὶ χυδαῖα. Τὸ διακριτικὸ γνώρισμα στὸ χιοῦμορ τοῦ Μπουτζάτι —πιὸ συχνὸ ἀπ΄ ὅ,τι θὰ περίμενε κανεὶς ἀπὸ ἕνα μεγάλο «τραγικό», ἀκριβῶς ἐδῶ εἶναι τὸ μυστικό—, φαίνεται πὼς εἶναι ἡ αὐξομειούμενη κύμανση τοῦ κωμικοῦ στοιχείου: ἀπὸ τὸ παράλογο στὴν παρωδία, ἀπὸ τὴν καλοπροαίρετη εἰρωνεία στὸν πικρὸ σαρκασμὸ ἐναντίων μερικῶν κοινωνικῶν ὁμάδων καὶ προσώπων ποὺ ἀνήκουν περισσότερο στὸ χῶρο τῆς λογοτεχνίας καὶ τῆς δημοσιογραφίας.(18)
Ἡ κωμικότητα τοῦ Μπουτζάτι ἔρχεται μὲ πλάγιους τρόπους: προτιμᾶ τὶς χορωδιακὲς σκηνές (Ὁ ξεναγὸς καὶ οἱ τουρίστες), τὸν γρήγορο διάλογο, τὰ λογοπαίγνια, καὶ λέξεις ποὺ τὸ νόημά τους δημιουργεῖ τὸ γέλιο. (Γεροντοκόρης εἶναι τὸ ἐπίθετο)[…]
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
(1) Ἀναφέρει ἡ Lucia Bellaspiga στὸ δοκίμιό της: Dio che non esisti, Ti prego [Θεὲ ποὺ δὲν ὑπάρχεις, Σὲ παρακαλῶ], Ancora, Milano 2006, σελ. 182.
(2) Σημειώνει ἡ Antonia Arslan: «Ἀνάμεσα στὴν ἐπέκταση τοῦ πραγματικοῦ βάθους, προσθέστε μιὰ διάσταση στὸν κόσμο ποὺ ξερουμε” (Antonia Arslan, Dino Buzzati tra fantastico e realistico [Ὁ Ντίνο Μπουτζάτι μεταξὺ φανταστικοῦ καὶ πραγματικοῦ], Modena, Mucchi 1993).
(3) Annalisa Carbone, Φανταστικὲς ἀποκλίσεις τοῦ τραγικοῦ, στὸ «Ὅλα εἶναι ἄξια γέλιου». Declinazioni del tragico nella letteratura italiana tra ottocento e Novecento [Ἀποκλίσεις τοῦ τραγικοῦ στὴν ἰταλικὴ λογοτεχνία τοῦ Δέκατου ἔνατου καὶ Εἰκοστοῦ αἰώνα], ἐπιμέλεια Antonio Saccone,Liguori, Νάπολη 2012, σελ. 116
(4) Yves Panafeu, Dino Buzzati: un autoritratto [Ντίνο Μπουτζάτι: μιὰ αὐτοπροσωπογραφία], Mondadori, Milano 1971.
(5) Yves Panafeu, σελ. 69.
(6) Yves Panafeu, σελ. 207.
(7) Yves Panafeu, σελ. 209.
(8) «Εἶχε τὴν πρόθεση νὰ φτιάξει ἕνα ἄλμπουμ μὲ ἀστεῖα, καὶ ἀντὶ γιὰ αὐτὸ ἔγραψε μὲ τὸ πινέλο τὸ πιὸ ὄμορφο ποίημά του. Ἐξήγησε ὅτι ἤθελε νὰ κάνει ἕνα ἀστεῖο, ἀλλὰ ἀντιθέτως, εἶναι ἀπὸ τὰ μαγικά του διηγήματα» (στὸ Dino Buzzati, I miracoli di Val Morel [Στὸν Ντίνο Μπουτζάτι, Τὰ θαύματα τῆς Val morel], Mondadori, Milano 2012, σελ. 5).
(9) Yves Panafeu, op. cit, σελ. 69.
(10) Ἐπὶ τούτου, μιὰ ὑπόθεση: ὁ ἀφηγητὴς στὰ Θαύματα εἶναι κάποιος ποὺ ὀνομάζεται Toni Della Santa. Κι ἄν, ὁ Μπουτζάτι, μὲ τὴν προτίμησή του γιὰ τὸ παράδοξο εἶχε δώσει στὸ ὄνομα διπλὸ νόημα; Ἂν ἦταν «ἦχοι τῆς Ἁγίας», κυριολεκτώντας;
(11) «Ἦταν τότε ποὺ ἔπεισα τὸν ἑαυτό μου ὅτι ὑποφέρω ἀπὸ μιὰ μορφὴ ψυχικοῦ παλιμπαιδισμοῦ. Μοῦ παρουσιαζόταν ἕνα εἶδος διχασμοῦ τῆς προσωπικότητας, σχεδὸν σχιζοφρενικῆς. Ὡς ἐπιμελὴς μαθητευόμενος, στὸ ξεκίνημα τῆς ἀκαδημαϊκῆς μου καριέρας, ὄφειλα νὰ ἀσχολοῦμαι μὲ συγγραφεῖς καὶ ἔργα δείχνοντας τὸν ἀπαιτούμενο σεβασμό. Ἀντιθέτως, ἐξακολουθοῦσαν νὰ μοῦ ἀρέσουν τὰ εἰκονογραφημένα, τὰ χιουμοριστικὰ βιβλία, τὰ μυθιστορήματα περιπέτειας. Ἕνα εἶδος μοναχικῆς καὶ κακῆς συνήθειας.» (Vittorio Spinazzola, L’immaginazione divertente [Ἡ φαντασία ποὺ σὲ διασκεδάζει], Rizzoli, Milano 1995, σελ. 12)
(12) Anna Pozzi, Il divertito sovvertimento parodico di Dino Buzzati: «Il libro delle Pipe» e «Egregio signore, siamo spiacenti di…» [Ἡ διασκεδαστικὴ ἀνατροπὴ τῆς παρωδίας τοῦ Ντίνο Μπουτζάτι: «Τὸ βιβλίο γιὰ τὶς πίπες» καὶ «Ἀξιότιμε κύριε, μετὰ λύπης μας…»], στὸ Sinestesieonline, n.10, Δεκέμβρης 2014,
http://www.rivistasinestesie.it/sinestesieonline.html
(13) Renzo Pavese, Il bozzetto ironico di Dino Buzzati, στὸ AA. VV., La forma breve nella cultura del Novecento – Scritture ironiche [Τὸ εἰρωνικὸ σκίτσο τοῦ Ντίνο Μπουτζάτι, στὸ AA. VV., Ἡ σύντομη φόρμα στὴν κουλτούρα τοῦ Νοβετσέντο – Εἰρωνικὰ κείμενα], Edizioni Scientifiche italiane, Napoli 2000, σελ. 170.
(14) Stefano Lazzarin, Il Buzzati “secondo”. Saggio sui fattori di letterarieta nell’opera buzzatiana [Μπουτζάτι ὁ “ἐλάσσων”. Δοκίμιο σχετικὰ μὲ τοὺς λογοτεχνικοὺς παράγοντες στὸ ἔργο τοῦ Μπουτζάτι], Vecchiarelli, Manziana 2008, σελ. 7.
(15) Cfr Giulio Carnazzi, Ὁ κριτικὸς Μπουτζάτι: διαβάζοντας τὰ βιβλία τῶν ἄλλων, στὸ Buzzati giornalista Atti del Convegno internazionale [Ὁ Δημοσιογράφος Μπουτζάτι. Πρακτικὰ τοῦ διεθνοῦς Συνεδρίου], ἐπιμέλεια Nella Giannetto, Mondadori, Milano 2000, σελ. 261.
(16) Ἀναφορικὰ μὲ αὐτό: ἐκείνη τὴν ἐποχὴ ἦταν ἕνας παθιασμένος ὑπερασπιστὴς τῶν δικαιωμάτων τῶν ζώων (ἕνας φιλόζωος ante litteram) μαζὶ μὲ τὸν Guglielmo Bonuzzi, ἠθολόγο καὶ συγγραφέα ποὺ ξεκίνησε γιὰ πρώτη φορὰ καμπάνια ὑπὲρ τῶν δικαιωμάτων τῶν ζώων.
(17) Στὴν Corriere della Sera, 23 Δεκεμβρίου 1959.
(18) Ὅπως στὴν περίπτωση τοῦ ἀκαταμάχητου διηγήματος «Il critico d’arte» [«Ὁ κριτικὸς τέχνης»], πολὺ ἐκτενὲς γιὰ νὰ τὸ ἀναφέρουμε ἐδῶ.
Πηγή: Τὸ ἀπόσπασμα εἶναι ἀπὸ ἀφιέρωμα στὸν Μπουτζάτι ποὺ ἔκανε τὸ ἰταλόγραπτο βραζιλιάνικο λογοτεχνικὸ περιοδικὸ Μosaico Italiano τὸν Φεβρουάριο τοῦ 2016. (Speciale Buzzati, 2, a cura di Antonio R. Daniele, Mosaico Italiano, Anno XIII, no 145, Febbraio 2016.)
Κριστιάνα Λάρντο (Cristiana Lardo). Καθηγήτρια Ἰταλικῆς Λογοτεχνίας στὸ Πανεπιστήμιο Tor Vergata στὴ Ρώμη.
Μετάφραση ἀπὸ τὰ ἰταλικά:
Πέτρος Φούρναρης (Ἀθήνα, 1963). Διήγημα, μετάφραση. Σπούδασε στὴν Ἀνωτάτη Γεωπονικὴ Σχολὴ Ἀθηνῶν. Ζεῖ μὲ τὴν οἰκογένειά του στὴ Λέρο, τὸ νησὶ τῆς καταγωγῆς του, ὅπου ἐργάζεται ὡς γεωπόνος στὸ Κρατικὸ Θεραπευτήριο Λέρου καὶ τὶς ἐλεύθερες ὧρες του γράφει διηγήματα. Πεζά του ἔχουν δημοσιευτεῖ στὸ περιοδικὸ Ἔκφραση Λόγου καὶ Τέχνης, στὸ περιοδικὸ Πλανόδιον (ἀρ. 37, Δεκέμβριος 2004) καὶ στὸ Ἱστολόγιο Ἱστορίες Μπονζάι («Συμφιλίωση» καὶ «100%»), ἐνῶ μεταφράσεις του στὴν Ἐπιθεώρηση Λεριακῶν Μελετῶν τοῦ Ἱστορικοῦ Ἀρχείου Λέρου.
Filed under: Buzzati Dino,ΑΝΑΦΟΡΕΣ,Φούρναρης Π.,Lardo Cristiana | Tagged: Cristiana Lardo,Dino Buzzati,Διήγημα. Λογοτεχνία,Πέτρος Φούρναρης | Τὰ σχόλια στὸ Κριστιάνα Λάρντο (Cristiana Lardo): Ἡ κωμικότητα, ἡ παρωδία, ἡ εἰρωνεία ἔχουν κλείσει