Κριστιάνα Λάρντο (Cristiana Lardo): Ἡ κω­μι­κό­τη­τα, ἡ πα­ρω­δί­α, ἡ εἰ­ρω­νεί­α


11-buzzati-lardo-ikomikotita-mtf-apotaitalikap-fournarisl3354-eikona-01


Κριστιάνα Λάρντο (Cristiana Lardo)


Ἡ κω­μι­κό­τη­τα, ἡ πα­ρω­δί­α, ἡ εἰ­ρω­νεί­α:

οἱ εὔ­θυ­μες ἀ­πο­χρώ­σεις στὸ ὕ­φος τοῦ Ντί­νο Μπου­τζά­τι

(Comico, parodia, ironia: i toni lieti di Dino Buzzati)


02-SigmaΕ ΜΙΑ ΑΝΕΚΔΟΤΗ ΣΚΕΨΗ ποὺ βρί­σκε­ται στὸ ἡ­με­ρο­λό­γιό του —στὶς σε­λί­δες ποὺ γρά­φτη­καν τοὺς τε­λευ­ταί­ους μῆ­νες—, ὁ Μπου­τζά­τι γρά­φει:


Ἴ­σως, βέ­βαι­α, χρει­ά­ζε­ται ἕ­νας ξε­να­γὸς ποὺ θὰ μᾶς ὁ­δη­γεῖ στοὺς τό­πους τοῦ ἀ­πο­χαι­ρε­τι­σμοῦ. Ἕ­να πνεῦ­μα: τὸ πνεῦ­μα τοῦ χρό­νου, ὄ­χι λυ­πη­μέ­νο, ἀν­τι­θέ­τως παι­χνι­δι­ά­ρι­κο, ἀ­λί­μο­νο ἂν δὲν ἀ­στει­ευ­ό­ταν. Ἢ ἕ­νας σκύ­λος. Γιὰ νὰ προ­ω­θη­θοῦν οἱ δι­ά­λο­γοι· ἢ, πιὸ ἁ­πλά, τὰ ἴ­δια τὰ πράγ­μα­τα θὰ μι­λοῦν. Ναί, ἴ­σως αὐ­τὴ ἡ λύ­ση εἶ­ναι ἡ κα­λύ­τε­ρη.(1)


Τὸ νὰ μι­λᾶ κα­νεὶς γιὰ ἀ­στεῖ­ο πνεῦ­μα ἢ γιὰ εὔ­θυ­μες ἀ­πο­χρώ­σεις, ὅ­ταν πρό­κει­ται γιὰ ἕ­να συγ­γρα­φέ­α ποὺ ἐ­θε­ω­ρεῖ­το πάν­τα πρό­τυ­πο τοῦ τρα­γι­κοῦ τὴν πε­ρί­ο­δο τοῦ καλ­λι­τε­χνι­κοῦ κι­νή­μα­τος τοῦ Νovecento, ἀ­κό­μα κι ἂν δώ­σει μιὰ ἰ­δι­αί­τε­ρη ἑρ­μη­νεί­α, στὴν προ­σέγ­γι­σή του μὲ τὸ φαν­τα­στι­κό(2), εἶ­ναι κά­τι ποὺ ἴ­σως προ­κα­λεῖ ἀ­μη­χα­νί­α. Ὁ Μπου­τζά­τι πάν­τα ἦ­ταν ἕ­νας συγ­γρα­φέ­ας ἀ­ναμ­φί­βο­λα τρα­γι­κός: «Ἂν θέ­λει κα­νεὶς νὰ δεί­ξει πιὰ εἶ­ναι τὰ θε­με­λι­ώ­δη χα­ρα­κτη­ρι­στι­κὰ τοῦ ἔρ­γου τοῦ Μπου­τζά­τι, δὲν μπο­ρεῖ νὰ μὴν ἀ­να­φερ­θεῖ στὸ πιὸ ἐμ­φα­νές, ποὺ εἶ­ναι ἡ τρα­γι­κή του πλευ­ρά.»(3) Δὲν μπο­ρεῖ κα­νεὶς νὰ δι­α­φω­νή­σει: προ­φα­νῶς οἱ ἱ­στο­ρί­ες του ἔ­χουν συ­χνὰ τρα­γι­κὸ τέ­λος· οἱ ἥ­ρω­ες ἔ­χουν πάν­τα νὰ κά­νουν μὲ μιὰ πραγ­μα­τι­κό­τη­τα σα­φῶς δύ­σκο­λη καὶ ἀ­κα­τα­νό­η­τη.

       Ὑ­πάρ­χουν, ὡ­στό­σο, πολ­λὰ ση­μεῖ­α στὰ ἔρ­γα τοῦ Μπου­τζά­τι ποὺ κά­νουν τὸν ἀ­να­γνώ­στη του νὰ χα­μο­γε­λᾶ καί, κα­μιὰ φο­ρά, νὰ γε­λά­ει. Λὲς καὶ ἡ τε­λευ­ταί­α λέ­ξη κα­θὼς καὶ ἡ ἀ­τμό­σφαι­ρα ποὺ δι­α­πο­τί­ζει κά­θε του ἀ­φή­γη­μα νὰ προ­σπερ­νοῦν, νὰ βλέ­πουν πιὸ πέ­ρα, νὰ μὴν συμ­πί­πτουν που­θε­νὰ μὲ κεῖ­νον τὸν συ­νε­χῶς δυ­σά­ρε­στο ὁ­ρί­ζον­τα.

       Ὁ ἴ­διος ὁ Μπου­τζά­τι μι­λά­ει γιὰ αὐ­τὸ στὴν «Αὐ­το­βι­ο­γρα­φί­α»: ἕ­ναν δι­ά­λο­γο μὲ τὴν κρι­τι­κὸ Yves Panafieu, λί­γους μῆ­νες πρὶν πε­θά­νει —δη­μο­σι­εύ­τη­κε τὸ 1971 ἀ­πὸ τὶς ἐκ­δό­σεις Mondadori— καὶ ποὺ εἶ­ναι «ὀ­ρυ­χεῖ­ο» πλη­ρο­φο­ρι­ῶν —κυ­ρι­ο­λε­κτι­κά, με­ρι­κὲς φο­ρές— γιὰ τὸν ἀ­να­γνώ­στη.(4) Στὴν ἐ­ρώ­τη­ση: «Στὰ παι­δι­κά σας χρό­νια ἤ­σα­στε ἐ­σω­στρε­φὴς ἢ ἐ­ξω­στρε­φής;», ὁ Μπου­τζά­τι ἀ­παν­τᾶ: «θά ΄λε­γα, μᾶλ­λον ἐ­ξω­στρε­φής… ἤ­μουν χα­ρού­με­νος. Δὲν ἤ­μουν κα­τσού­φης… Ἀν­τι­θέ­τως, ἤ­μουν, μᾶλ­λον, ὅ­λο ζων­τά­νια…»· κι ὅ­ταν ἡ Panafieu τὸν ρω­τᾶ: «Ὅ­ταν βρί­σκε­στε τώ­ρα μὲ παι­διά, τί εἶ­ναι αὐ­τὸ ποὺ προ­σπα­θεῖ­τε νὰ τοὺς δώ­σε­τε ἢ νὰ τοὺς πεῖ­τε;», ἡ ἀ­πάν­τη­ση εἶ­ναι: «Προ­σπα­θῶ νὰ τοὺς “προ­κα­λέ­σω­”, ὅ­πως λέ­με ἐ­δῶ στὸ Βέ­νε­το,­ νὰ τοὺς ἐμ­πνεύ­σω τὴ δι­ά­θε­ση γιὰ τὰ πιὸ φο­βε­ρὰ ἀ­στεῖ­α.» «Σοῦ ἀ­ρέ­σουν πο­λύ τα ἀ­στεῖ­α;» «Ναί, σί­γου­ρα στὰ σχο­λεῖ­α θά ΄πρε­πε τὸ ἀ­στεῖ­ο νὰ δι­δά­σκε­ται ὡς μά­θη­μα. Ὁ κό­σμος μας, τώ­ρα πιά, εἶ­ναι τό­σο στε­ρη­μέ­νος ἀ­πὸ αὐ­τὴ τὴν ψυ­χι­κὴ δι­ά­θε­ση!… Ἀρ­κεῖ τὸ ἀ­στεῖ­ο νὰ μὴν κά­νει κα­κὸ σὲ κα­νέ­ναν, ἐν­νο­εῖ­ται…»(5)

       Νὰ ἀ­στει­ευ­ό­μα­στε, λοι­πόν· ποὺ δὲ ση­μαί­νει ὅ­τι στε­ροῦ­με ἀ­πὸ τὸ ἀ­φη­γη­μα­τι­κὸ σύμ­παν καὶ τὰ πράγ­μα­τα τὴ ση­μα­σί­α καὶ τὴ βα­ρύ­τη­τά τους. Ἀν­τι­θέ­τως, ἴ­σως, με­τα­ξύ του ἱ­λα­ροῦ τό­νου καὶ τὸ γοῦ­στο τοῦ εὐ­φη­μι­σμοῦ, ἡ λέ­ξη ἀ­στεῖ­ο γιὰ τὸν Μπου­τζά­τι νὰ εἶ­ναι σὰν ἕ­να ση­μά­δι ὅ­τι τὸ γε­γο­νὸς χρει­ά­ζε­ται με­γα­λύ­τε­ρη προ­σο­χή, ὅ­τι αὐ­τὸ ποὺ λέ­ει εἶ­ναι πιὸ ἀ­λη­θι­νὸ ἀ­κό­μα· καὶ ὁ ἀ­να­γνώ­στης φτά­νει σὲ ἕνα σημαντικὸ ἐρώτημα:


Κα­τὰ ποι­ά ἔν­νοι­α ἡ τέ­χνη σοῦ κα­λυ­τε­ρεύ­ει τὴ ζω­ή;

       Μὲ χα­ρο­ποι­εῖ. Ὄ­χι… αὐ­τὴ δὲν εἶ­ναι ἡ ἀ­κρι­βὴς λέ­ξη. Μὲ κά­νει νὰ ζῶ σ΄ἕ­να κό­σμο ὅ­που τὰ πά­ω κα­λά. Γιὰ μέ­να ἀ­νώ­τε­ρη εἶ­ναι ἡ λο­γο­τε­χνί­α ποὺ μὲ συγ­κι­νεῖ, ἀλ­λὰ μὲ ἕ­ναν εὐ­γε­νι­κὸ τρό­πο, ὄ­χι μὲ γε­λοῖ­α μα­σκα­ρέ­μα­τα. Οἱ συγ­γρα­φεῖς ποὺ σέ­βο­μαι πά­ρα πο­λὺ εἶ­ναι ἐ­κεῖ­νοι ποὺ μὲ ἔ­χουν συγ­κι­νή­σει. Ὁ κύ­ριος σκο­πὸς τῆς ἀ­φη­γη­μα­τι­κῆς λο­γο­τε­χνί­ας εἶ­ναι νὰ δί­νει χα­ρὰ στὸν ἀ­να­γνώ­στη.

Συ­νε­πῶς ἡ ἀν­τί­λη­ψη μιᾶς λο­γο­τε­χνί­ας μὲ ποι­κί­λες μορ­φές, ὅ­που κά­θε ἀ­να­γνώ­στης ἔ­χει τὸ δι­κό του τρό­πο νὰ βρί­σκει χα­ρὰ κι εὐ­χα­ρί­στη­ση;

       Πραγ­μα­τι­κά, ναί. Τὸ ἀ­να­γνω­ρί­ζω. Μὰ σὰν γε­νι­κὴ ἀρ­χή, ὡ­στό­σο, πρέ­πει κα­τὰ τὴ γνώ­μη μου, νὰ δι­α­σκε­δά­ζει καί, ἐν­δε­χο­μέ­νως, νὰ συγ­κι­νεῖ.(6)


«Δὲν ὑ­πάρ­χει χει­ρό­τε­ρο πράγ­μα ἀ­πὸ τὰ νὰ σὲ παίρ­νουν στὰ σο­βα­ρά.»(7) Γιὰ τὸ «ἀ­στεῖ­ο» μι­λά­ει καὶ ὁ Indro Montanelli στὴν εἰ­σα­γω­γὴ τῆς πρώ­της ἔκ­δο­σης τοῦ βι­βλί­ου I Miracoli di Val Morel(8)· καὶ πολ­λὰ ἀ­πὸ τὰ δι­η­γή­μα­τά του προ­δι­α­θέ­τουν καὶ δι­α­τη­ροῦν ἕ­να χα­ρού­με­νο καὶ δι­α­σκε­δα­στι­κὸ τό­νο, ποὺ γιὰ αὐ­τὸ ἀ­κρι­βῶς τὸ λό­γο συγ­κι­νεῖ ἀ­κό­μα πε­ρισ­σό­τε­ρο. […]

       Τὸ ἀ­στεῖ­ο, ἡ εἰ­ρω­νεί­α, ἡ σά­τι­ρα, τὸ κω­μι­κὸ στοι­χεῖ­ο: ὅ­λα εἶ­ναι ἐμ­μο­νὲς ποὺ δὲν ἀλ­λοι­ώ­νουν τὸ ὕ­φος. Ἀ­ξί­ζει, λοι­πόν, τὸν κό­πο νὰ δοῦ­με ποι­ές εἶ­ναι οἱ ἀ­πο­χρώ­σεις τοῦ ὕ­φους ποὺ προ­τι­μᾶ.

       «Σᾶς ἀ­ρέ­σει νὰ εἰ­ρω­νεύ­ε­στε;». «Ἄ!, θε­ω­ρη­τι­κὰ μι­λών­τας θά ΄θε­λα νὰ εἰ­ρω­νεύ­ο­μαι συ­νε­χῶς· καὶ στὶς κη­δεῖ­ες, ἂν ἦ­ταν δυ­να­τόν»(9): Ὁ Μπου­τζά­τι, ἀ­νά­με­σα στὶς ἀ­πο­χρώ­σεις τοῦ ὕ­φους του, δὲν ἔ­χει πο­τὲ ἐ­ξαι­ρέ­σει τὴν εἰ­ρω­νεί­α: ὁ­δη­γών­τας την σὲ πολ­λὲς ἀ­πὸ τὶς πι­θα­νὲς μορ­φές της.(10) Ἡ κρι­τι­κὴ τώ­ρα, ἐ­νι­σχυ­μέ­νη ἀ­πὸ τὶς με­λέ­τες ποὺ ἀ­φο­ροῦν στὸ ἔρ­γο του ἀ­πο­κα­θι­στᾶ τὸ ἀ­νά­στη­μά του καὶ μπο­ρεῖ, πλέ­ον, νὰ μι­λᾶ γιὰ τὴν «ἐ­λα­φριὰ» πλευ­ρά, τὴν ἱ­λα­ρή, χω­ρὶς ἄλ­λο τὴν κω­μι­κή, καί, ὁ­πωσ­δή­πο­τε, πάν­τα τὴν εἰ­ρω­νι­κὴ στὸ γρά­ψι­μό του. Συμ­βι­ώ­νουν δί­πλα-δί­πλα ἡ τρα­γι­κό­τη­τα καὶ τὸ χι­οῦ­μορ, ἡ γο­η­τεί­α καὶ ἡ συγ­κί­νη­ση, τὸ δά­κρυ καὶ τὸ γέ­λιο, χω­ρὶς κα­νέ­να ἀπ΄αὐ­τὰ τὰ συ­στα­τι­κὰ νὰ ἐ­πι­κρα­τεῖ ἢ νὰ ὑ­πάρ­χει εἰς βά­ρος τοῦ ἄλ­λου.

       Πρέ­πει ὡ­στό­σο, νὰ λά­βου­με ὑπ΄ὄ­ψιν μας μιὰ θε­ώ­ρη­ση —ἐ­πι­βε­βαι­ω­μέ­νη μὲ πλά­γιο τρό­πο ἀ­πὸ δι­ά­φο­ρα κρι­τι­κὰ κεί­με­να τοῦ πα­ρελ­θόν­τος— ποὺ ἀν­τλεῖ­ται ἀ­πὸ τὴν κα­τά­στα­ση τῆς λο­γο­τε­χνί­ας ἐ­κεί­νης τῆς ἐ­πο­χῆς, δη­λα­δὴ τῆς ἐ­πο­χῆς ποὺ ὁ Μπου­τζά­τι δη­μι­ούρ­γη­σε τὸ ἔρ­γο του· μιὰ θε­ώ­ρη­ση ποὺ ἀ­φο­ρᾶ στὴν ὑ­πο­ψί­α μὲ τὴν ὁ­ποί­α ἡ κρι­τι­κὴ τῆς δε­κα­ε­τί­ας τοῦ ΄40, ΄50 καὶ ΄60 βλέ­πει τὴν χι­ου­μο­ρι­στι­κὴ ἀ­φή­γη­ση, ἢ του­λά­χι­στον, ἐ­ὰν εἶ­ναι δό­κι­μος ὁ ὅ­ρος, τὴν «μὴ-σο­βα­ρὴ» λο­γο­τε­χνί­α(11): ἐ­ὰν ἡ λο­γο­τε­χνί­α σὲ κά­νει νὰ γε­λᾶς, τό­τε κα­τα­τάσ­σε­ται, ἀ­ναγ­κα­στι­κά, σὲ ἕ­να κα­τώ­τε­ρο εἶ­δος, λὲς καὶ ἡ «συγ­κί­νη­ση» τοῦ ἀ­να­γνώ­στη δὲν πε­ρι­έ­χει στὰ συ­στα­τι­κά της τὴν «δι­α­σκέ­δα­σή» του. Ἡ εἰ­ρω­νεί­α τοῦ Μπου­τζά­τι ἐ­κτο­νώ­νε­ται ἀ­βί­α­στα στὰ δι­η­γή­μα­τά του, στὶς ἐ­πι­φυλ­λί­δες του, στὰ θε­α­τρι­κά του· σὲ ἔρ­γα του, ἐν κα­τα­κλεί­δι, ποὺ θὰ μπο­ροῦ­σαν νὰ χα­ρα­κτη­ρι­σθοῦν «κα­τώ­τε­ρα» καὶ πα­ρα­βαί­νουν τοὺς κα­νό­νες ποὺ τὸν κα­θι­έ­ρω­σαν ὡς συγ­γρα­φέ­α, ἐ­νῶ στὰ μυ­θι­στο­ρή­μα­τά του, καὶ σὲ πολ­λὰ δι­η­γή­μα­τα, ἡ εἰ­ρω­νεί­α ἔ­χει δευ­τε­ρεύ­ον­τα ρό­λο. Μέ­νει, λοι­πόν, νὰ ἀ­πο­σα­φη­νί­σου­με ἂν αὐ­τὸ ποὺ θε­ω­ροῦ­με «κα­τώ­τε­ρο» —καὶ πιὸ ἐ­λεύ­θε­ρο στὺλ γρα­φῆς— ἐ­πέ­τρε­ψε στὸν συγ­γρα­φέ­α νὰ ἐ­κτο­νώ­σει τὴν κω­μι­κή του δύ­να­μη ἤ, ἀν­τι­θέ­τως, πε­ρι­ό­ρι­σε —ἀ­ναγ­κα­στι­κά— τὸ παι­χνι­δι­ά­ρι­κο πνεῦ­μα του, σὲ χώ­ρους ὅ­που ἡ κρι­τι­κὴ δὲν θὰ τὸ πρό­σε­χε – ἀ­φοῦ ἐ­πρό­κει­το γιὰ συλ­λο­γές, ἐ­σκεμ­μέ­να, λι­γό­τε­ρο ση­μαν­τι­κές. Σὰν νὰ λέ­με: ἡ θέ­ση τοῦ τρα­γι­κοῦ εἶ­ναι «ἀ­νώ­τε­ρη», ἐ­νῶ ἡ θέ­ση τοῦ κω­μι­κοῦ εἶ­ναι ἐ­κεί­νη ποὺ συγ­κεν­τρώ­νει λι­γό­τε­ρους στο­χα­στές.

       Μιὰ πα­ρα­γω­γή, δη­λα­δή, δι­α­φο­ρε­τι­κή, ποὺ κα­τα­γρά­φει μὲ με­γα­λύ­τε­ρη συ­χνό­τη­τα λο­γο­τε­χνι­κὰ «παι­χνι­δί­σμα­τα», καὶ ποὺ μπο­ροῦ­με νὰ τὴ βροῦ­με στὰ πιὸ «πε­ρι­φε­ρεια­κὰ» ἔρ­γα τοῦ Μπου­τζά­τι, σύμ­φω­να, του­λά­χι­στον, μὲ τὴν ἑ­δραι­ω­μέ­νη, ἐ­λά­χι­στα εὐ­νοϊ­­κὴ κρι­τι­κὴ τῆς ἐ­πο­χῆς. Ἡ Anna Pozzi γρά­φει:


Δι­α­βά­ζον­τας καὶ με­λε­τών­τας μὲ προ­σο­χὴ καὶ χω­ρὶς προ­κα­τα­λή­ψεις τὸ ἔρ­γο τοῦ Ντί­νο Μπου­τζά­τι, μπο­ροῦ­με νὰ υἱ­ο­θε­τή­σου­με μιὰ νέ­α ἑρ­μη­νευ­τι­κὴ καὶ κρι­τι­κὴ προ­σέγ­γι­ση: Ὁ ἀ­φη­γη­τὴς-δη­μο­σι­ο­γρά­φος πα­ρα­τη­ρεῖ, ἐ­ρευ­νᾶ καὶ δι­η­γεῖ­ται τὶς ἐμ­πει­ρί­ες του ἀ­πὸ τὴν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα χρη­σι­μο­ποι­ώντας τὴν εὔ­θυ­μη ἀ­να­τρο­πὴ τῆς πα­ρω­δί­ας. Γιὰ αὐ­τὴ τὴν δι­α­σκε­δα­στι­κὴ ἀ­να­τρο­πὴ τῆς πα­ρω­δί­ας ἀ­παι­τεῖ­ται πρῶ­τα ἕ­να σύ­στη­μα ἀν­τί­λη­ψης τοῦ κό­σμου, ὥστε ἀ­κο­λού­θως νὰ τὸν ἀ­φη­γη­θεῖς μέ­σῳ τῆς γρα­φῆς, δη­λα­δὴ μὲ τὴ λο­γο­τε­χνί­α. Ἔ­τσι κα­τα­λή­γει κα­νεὶς στὴν με­τα­μόρ­φω­ση τῆς βα­θειᾶς συ­νεί­δη­σης τοῦ πραγ­μα­τι­κοῦ, ἀ­πο­κτών­τας τὸ πι­κρὸ χα­μό­γε­λο τῆς ὕ­παρ­ξης, τὸν πό­νο τῆς ζω­ῆς, τὴν ψυ­χι­κὴ κα­τά­στα­ση τῆς αἰ­ώ­νιας ἀ­να­μο­νῆς, ποὺ ἀ­να­νε­ώ­νε­ται συ­νε­χῶς μέ­σα ἀ­πὸ τὴν κα­τα­νό­η­ση τοῦ ἀ­να­πό­φευ­κτου τέ­λους: τοῦ θα­νά­του, μὲ τὸν ὁ­ποῖ­ο καὶ συμ­φι­λι­ώ­νε­ται ἀ­πὸ τὴν ἀρ­χή· ἀ­πὸ τὴν γέν­νη­ση(12).


Ὅ­μοι­α φαί­νε­ται νὰ εἶ­ναι καὶ ἡ ἀ­νά­λυ­ση τοῦ Renzo Pavese: «Στὸν Μπου­τζά­τι ὑ­πάρ­χει τὸ εἰ­ρω­νι­κὸ πα­ρά­δο­ξο τοῦ πραγ­μα­τι­κοῦ ἤ, ἀλ­λι­ῶς, ἡ πραγ­μα­τι­κό­τη­τα τοῦ ἀ­πί­θα­νου ἐν­δε­δυ­μέ­νη τὴν εἰ­ρω­νεί­α, ἤ, ἂν θέ­λει κα­νείς, τὸ ἀ­πί­θα­νο τῆς πραγ­μα­τι­κό­τη­τας ἐν­δε­δυ­μέ­νο τὴν εἰ­ρω­νεί­α.»(13) Πολ­λὲς εἶ­ναι οἱ ἀ­φη­γή­σεις ὅ­που φαί­νε­ται νὰ ἐ­πι­κρα­τεῖ τὸ εἰ­ρω­νι­κὸ ὕ­φος σὲ ὅ­λες του τὶς ἀ­πο­χρώ­σεις: ἡ δι­α­κρι­τι­κὴ εἰ­ρω­νεί­α με­ρι­κῶν δι­η­γη­μά­των ὅ­πως «Οἱ πει­ρα­σμοὶ τοῦ Ἁ­γί­ου Ἀν­τω­νί­ου» («Le tentazioni di Sant’Antonio»), συ­νυ­πάρ­χει μὲ τὴν καυ­στι­κὴ σά­τι­ρα ἄλ­λων ὅ­πως στὸ «Ὁ κρι­τι­κὸς τέ­χνης» («Il criticο d’arte») καὶ μὲ τὸ εἶ­δος ποὺ ὀ­νο­μά­ζου­με μαῦ­ρο χι­οῦ­μορ ὅ­πως στὸ «Κι ἂν εἶ­μαι χον­τρός, τί πει­ρά­ζει..» («Se sono grasso che male c’è»).

       Τε­λευ­ταῖα, ἡ κρι­τι­κὴ ποὺ ἀ­φο­ρᾶ τὸν Μπου­τζά­τι ἔ­δει­ξε κά­τι ση­μαν­τι­κό:

Ὁ Μπου­τζά­τι εἶ­ναι ἕ­νας συγ­γρα­φέ­ας ποὺ ἔ­χει ἐ­πί­γνω­ση τοῦ γλωσ­σι­κοῦ ἰ­δι­ώ­μα­τος ποὺ χρη­σι­μο­ποι­εῖ γιὰ νὰ ἐκ­φρα­στεῖ, κα­θὼς καὶ τῶν ἰ­δε­ο­λο­γι­κῶν συ­νε­πει­ῶν, ὅ­ταν δη­μι­ουρ­γεῖ κα­νεὶς λο­γο­τε­χνί­α: κι αὐ­τὸ πα­ρὰ τὴ θρυ­λι­κὴ λι­τό­τη­τα ποὺ τὸν χα­ρα­κτή­ρι­ζε, τὸν ἔ­βλα­ψαν κά­ποι­οι κρι­τι­κοὶ ποὺ ἦ­ταν δι­α­τε­θει­μέ­νοι νὰ παίρ­νουν κα­τὰ γράμ­μα τὶς προ­κλη­τι­κὲς δη­λώ­σεις του. Ὅ­μως, δὲν εἶ­ναι ὁ βα­ρε­τὸς τε­χνί­της τῶν χι­λί­ων ὁ­μοί­ων ἱ­στο­ρι­ῶν ποὺ ὑ­πα­κού­ει συ­νε­χῶς στὰ ἴ­δια στοι­χει­ώ­δη κα­τα­σκευ­α­στι­κὰ μο­τί­βα, ἀλ­λὰ ἕ­νας ἐ­κλε­πτυ­σμέ­νος πει­ρα­μα­τι­στὴς τῆς ἀ­φη­γη­μα­τι­κῆς φόρ­μας, καὶ γε­νι­κό­τε­ρα μιᾶς ἐκ­φρα­στι­κῆς «ὑ­βρι­δι­κῆς» φόρ­μας ποὺ στέ­κει στὸ ὅ­ριο ἀ­νά­με­σα στὴ λο­γο­τε­χνί­α καὶ τὶς εἰ­κα­στι­κὲς τέ­χνες.(14)


Δὲν εἶ­ναι μό­νο στὴν «Αὐ­το­βι­ο­γρα­φί­α» ὅ­που μπο­ροῦ­με νὰ κα­τα­λά­βου­με τὴν ἱ­κα­νό­τη­τα καὶ τὶς λο­γο­τε­χνι­κὲς συγ­γένειες τοῦ Ντί­νο Μπου­τζά­τι. Ἀ­πὸ τὸ 1947 μέ­χρι τὸ 1971, ὁ Μπου­τζά­τι ἔ­γρα­φε, ἐ­πί­σης, κρι­τι­κὲς γιὰ βι­βλία(15). […] Ἀρ­νι­ό­ταν, ὡ­στό­σο, κα­τη­γο­ρη­μα­τι­κὰ τὸν τί­τλο τοῦ «κρι­τι­κοῦ». […] Τὰ βι­βλί­α αὐ­τὰ μπο­ροῦ­σαν νὰ εἶ­ναι βι­βλί­α σχε­τι­κὰ μὲ τὴν πρό­σφα­τη ἱ­στο­ρί­α, τὸν πό­λε­μο, βι­βλία ποὺ μι­λοῦ­σαν γιὰ τὸν ἀλ­πι­νι­σμό —δε­δο­μέ­νης τῆς ἄ­με­σης ἐμ­πει­ρί­ας του καὶ ἐ­πει­δὴ ἤ­ξε­ρε κα­λὰ τὰ ἀν­τι­κεί­με­νο—, τὰ ζῶ­α —ἰ­δι­αί­τε­ρά τα σκυ­λιά, ποὺ ἦ­ταν πραγ­μα­τι­κὸ πά­θος γιὰ ἐ­κεῖ­νον(16)—, ἀ­κό­μα καὶ βι­βλί­α γιὰ ἑ­στι­α­τό­ρια καὶ ἀ­ξι­ο­θέ­α­τα τῆς πό­λης τοῦ Μι­λά­νου.

       Ὑ­πάρ­χει ἕ­να χρο­νο­γρά­φη­μα-βι­βλι­ο­κρι­σί­α, ὡ­στό­σο, ποὺ εἶ­ναι ἰ­δι­αί­τε­ρα ση­μαν­τι­κό. Πρό­κει­ται γιὰ ἕ­να χρο­νο­γρά­φη­μα ὑ­πὸ μορ­φὴν μι­κροῦ δι­η­γή­μα­τος, ποὺ ἀ­να­φέ­ρε­ται σὲ μιὰ ἀνθολογία ἡ ὁποία ἐκ­δό­θη­κε ἀ­πὸ τὸν Garzanti τὸ Δε­κέμ­βριο τοῦ 1959 κι εἶ­χε τί­τλο: «Εὐ­θυ­μο­γρά­φοι τὴν πε­ρί­ο­δο τοῦ Novecento». Ἡ βι­βλι­ο­κρι­σί­α ἢ μι­κρὸ δι­ή­γη­μα ἢ χρο­νο­γρά­φη­μα, ἔ­χει τί­τλο: «Ὀ­γδόν­τα ἐν­νέ­α καὶ ἕ­νας, ἐν­δε­χο­μέ­νως, γέ­λω­τες».(17)

       Γρά­φει ὁ Μπου­τζά­τι:


Δι­ά­βα­ζα τρί­α βρά­δια ἕ­να πο­λὺ ὀγ­κῶ­δες βι­βλί­ο μὲ τί­τλο: «Εὐ­θυ­μο­γρά­φοι τὴν πε­ρί­ο­δο τοῦ Novecento», ποὺ ἐκ­δό­θη­κε τε­λευ­ταῖ­α ἀ­πὸ τὸν Garzanti. Τρί­α βρά­δια καὶ δὲν τό ΄χα τε­λει­ώ­σει, ἂν καὶ εἶ­χα δι­α­βά­σει τὸ με­γα­λύ­τε­ρο μέ­ρος, πα­ρα­λεί­πον­τας με­ρι­κὰ ση­μεῖ­α. Κα­τὰ κά­ποι­ο τρό­πο ἤ­μουν πο­λὺ ἐν­θου­σι­α­σμέ­νος. Πραγ­μα­τι­κά, δὲν εἶ­ναι εὔ­κο­λο πράγ­μα νὰ βρεῖ κα­νεὶς ἕ­να τό­σο δι­α­σκε­δα­στι­κὸ βι­βλί­ο. Σκε­πτό­μουν νὰ μι­λή­σω γι’ αὐ­τὸ στὴν ἐ­φη­με­ρί­δα.

       Τὸ τρί­το βρά­δυ, μᾶλ­λον βα­θιὰ νύ­χτα ἤ­τα­νε πα­ρὰ βρά­δυ —δύ­ο καὶ μι­σή, τρεῖς πα­ρὰ τέ­ταρ­το—, ση­κώ­νω τὰ μά­τια ἀ­πὸ τὸ βι­βλί­ο καί, στὴ σκιὰ τοῦ δω­μα­τί­ου —για­τί ὅ­λο το φῶς ἦ­ταν συγ­κεν­τρω­μέ­νο στὸ κρε­βά­τι μου—, βλέ­πω ἕ­να πλῆ­θος ἀ­πὸ ἀν­θρώ­πους.

       Πό­σοι νά ΄τα­νε; Ἐ­κεί­νη τὴ στιγ­μὴ δὲν μπο­ροῦ­σα νὰ κα­τα­λά­βω […]. Με­ρι­κοὶ ἦ­ταν κα­θι­σμέ­νοι, ἄλ­λοι στέ­κον­ταν ὄρ­θιοι, ἄλ­λοι σταυ­ρο­πό­δι στὸ πά­τω­μα κι ἄλ­λοι εἶ­χαν κά­τσει στὰ ψη­λό­τε­ρα ρά­φια τῶν βι­βλι­ο­θη­κῶν.Τό­τε κα­τά­λα­βα ὅ­τι ἦ­ταν ὀ­γδόν­τα ἐν­νέ­α ἀ­κρι­βῶς, ἀ­νά­με­σά τους καὶ μιὰ γυ­ναί­κα. Με­ρι­κοὶ ἦ­ταν γέ­ροι, ἀλ­λὰ στὴν πλει­ο­νό­τη­τά τους ἦ­ταν ὥ­ρι­μης ἡ­λι­κί­ας, εὐ­πρε­πῶς ντυ­μέ­νοι. Με­ρι­κοὶ εἶ­χαν γε­νειά­δα, ἄλ­λοι μου­στά­κια καὶ φο­ροῦ­σαν ροῦ­χα μιᾶς ἄλ­λης ἐ­πο­χῆς.

       Δύ­ο καὶ μι­σὴ με­τὰ τὰ με­σά­νυ­χτα, ἐκ­πλή­ξεις σὰν κι αὐ­τὴ δὲν μοῦ κά­νουν ἰ­δι­αί­τε­ρη ἐν­τύ­πω­ση, του­λά­χι­στον σὲ μέ­να· μοῦ ἔ­χουν συμ­βεῖ καὶ χει­ρό­τε­ρα. Ἀ­να­ρω­τι­ό­μουν, βέ­βαι­α, ποι­οί ἦ­ταν καὶ τί θέ­λα­νε ἀ­πὸ μέ­να. Ἀ­να­σή­κω­σα τὸ ἀμ­πα­ζοὺρ γιὰ νὰ φω­τί­σω τὰ πρό­σω­πά τους κι ἀ­μέ­σως κα­τά­λα­βα.

       Εἶ­χαν βγεῖ, ἁ­πλῶς, ἀ­πὸ τὸ βι­βλί­ο: οἱ ὀ­γδόν­τα ἐν­νέ­α εὐ­θυ­μο­γρά­φοι τῆς πε­ρι­ό­δου τοῦ Novecento, ποὺ πε­ρι­εῖ­χε ἡ ἀνθολογία —μὲ τὸν ἀ­νά­ξιο ὑ­πο­γρά­φον­τα ἦ­ταν ἐ­νε­νήν­τα. […] Πρῶ­τα ἀ­να­γνώ­ρι­σα τὸν Campanile, ποὺ μὲ κάρ­φω­νε, πραγ­μα­τι­κά, μὲ μά­τια ἀ­γα­θὰ καὶ με­λαγ­χο­λι­κά, με­τὰ εἶ­δα τὸν Petrolini, τὸν Marotta, τὸν Calvino, τὸν Guareschi, τὸν Mosca, τὸν Ζavattini· φυ­σι­κὸ εἶ­ναι ποὺ εἶ­δα πρῶ­τα τοὺς συν­το­πί­τες μου.


Στὴ συ­νέ­χεια αὐ­τῆς τῆς τα­ραγ­μέ­νης νύ­χτας, ὅ­λοι οἱ εὐ­θυ­μο­γρά­φοι κά­νουν τὴν ἴ­δια ἐ­ρώ­τη­ση στὸ χρο­νο­γρά­φο: «Εἶ­ναι ἀ­λή­θεια ὅ­τι σκο­πεύ­ε­τε νὰ κά­νε­τε κρι­τι­κὴ στὸ βι­βλί­ο;» Ἡ ἀ­πάν­τη­ση εἶ­ναι κα­τα­φα­τι­κὴ καὶ ἀ­κο­λου­θεῖ ἡ δεύ­τε­ρη ἐ­ρώ­τη­ση: «Λοι­πόν, τε­λι­κά, σᾶς δι­α­σκε­δά­σα­με;» Τε­λι­κὰ ἀ­κό­μη καὶ οἱ εὐ­θυ­μο­γρά­φοι βα­σα­νί­ζον­ται ἀ­πὸ τὴν ἀ­γω­νί­α τοῦ συγ­γρα­φέ­α…


Συγ­χω­ρέ­στε με, εἶ­πα. Μὰ ἐ­γώ […] σκε­πτό­μουν ὅ­τι ἐ­σεῖς, οἱ δι­ά­ση­μοι πρίγ­κι­πες τοῦ παγ­κό­σμιου εὐ­θυ­μο­γρα­φή­μα­τος, εἶ­στε οἱ με­γα­λύ­τε­ροι θε­μα­το­φύ­λα­κες τῆς ἔν­νοι­ας τοῦ χι­οῦ­μορ —τῆς ἱ­κα­νό­τη­τας, δη­λα­δή, νὰ μὴν παίρ­νε­τε στὰ σο­βα­ρὰ οὔ­τε τοὺς ἴ­διους τοὺς ἑ­αυ­τούς σας— ποὺ εἶ­ναι μιὰ ἀ­πὸ τὶς πιὸ εὐ­γε­νεῖς ἐκ­φάν­σεις, ἡ πιὸ εὐ­γε­νής, ὑ­πο­θέ­τω, τῆς ἀν­θρώ­πι­νης νο­η­μο­σύ­νης.

       «Ἄ, ὄ­χι, ἀ­γα­πη­τέ μου κύ­ρι­ε. Ἐ­πέ­κρι­να ἕ­ναν τύ­πο, μᾶλ­λον συμ­πα­θη­τι­κό, ποὺ λί­γο πο­λὺ θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ εἶ­ναι ὁ Jerome K. Jerome. Ἄλ­λο τὸ γρα­πτὸ κι ἄλ­λο ἡ ζω­ή. Ἐ­πι­πλέ­ον, κύ­ρι­ε, μοῦ φαί­νε­σθαι ἐλ­λι­πῶς πλη­ρο­φο­ρη­μέ­νος. Γιὰ τὴν ἔν­νοι­α τοῦ χι­οῦ­μορ στὴν κα­θη­με­ρι­νὴ πρα­κτι­κὴ μπο­ρεῖ­τε νὰ ρω­τή­σε­τε τοὺς πο­λι­τι­κούς, τοὺς ἐ­πι­σκό­πους, τοὺς καλ­λι­γρά­φους, τοὺς χα­σά­πη­δες. Νὰ τὸ ἀ­παι­τεῖ­τε ἀ­πὸ μᾶς, ποὺ τὸ ρί­χνου­με ξα­νὰ στὸ χαρ­τί, πά­ει πο­λύ.»

       «Ξε­χά­στε το», εἶ­πα καὶ σώ­πα­σα.

       Ἀ­κό­μα κι ἐ­κεῖ­νοι, λοι­πόν; Οἱ ἄν­θρω­ποι τοῦ πνεύ­μα­τος, ποὺ γρά­φον­τας, κα­τὰ κά­ποι­ον τρό­πο ὑ­πε­ρί­πταν­ται, πε­ρι­γε­λών­τας τὴν ἀ­ξι­ο­λύ­πη­τη ἀν­θρω­πό­τη­τα, ἀ­κό­μα κι αὐ­τοί, ἐ­ξαι­τί­ας ἑ­νὸς ἀ­πα­τη­λοῦ ὀ­νεί­ρου γιὰ μιὰ βι­βλι­ο­κρι­σί­α στὴν ἐ­φη­με­ρί­δα, εἶ­χαν θο­ρυ­βη­θεῖ, τόσο ποὺ εἴ­χα­νε βγεῖ ἀ­πὸ τὸν τά­φο τους;


Οἱ συγ­γρα­φεῖς ποὺ ἀν­θο­λο­γή­θη­καν τε­λι­κὰ στὴν ἔκ­δο­ση εἶ­ναι ἐ­νε­νήν­τα, για­τὶ ὁ ἐ­πι­με­λη­τὴς τῆς ἔκ­δο­σης, Giambattista Vicari, συμ­πε­ρι­έ­λα­βε καὶ τὸν με­γά­λο τρα­γι­κὸ Ντί­νο Μπου­τζά­τι, θε­ω­ρών­τας ὅ­τι ὁ συγ­γρα­φέ­ας στὴ βι­βλι­ο­κρι­σί­α του ἀ­ξί­ω­νε, κα­τὰ κά­ποι­ο τρό­πο, νὰ πα­ρευ­ρί­σκε­ται κι αὐ­τὸς στὴν «πα­ρέ­α» τῶν εὐ­θυ­μο­γρά­φων: ὁ Μπου­τζά­τι πα­ρα­δε­χό­ταν τὴν «συ­στρά­τευ­σή του μὲ τὸ γέ­λιο», ἀλ­λὰ πο­τὲ δὲν θὰ ἔ­κα­νε ἀ­πὸ μό­νος του κά­τι πα­ρό­μοι­ο, θε­ω­ρών­τας το ὡς «αὐ­τὸ-βι­βλι­ο­κρι­σί­α» (Ἡ βι­βλι­ο­κρι­σί­α ἔ­χει τί­τλο: «Ὀ­γδόν­τα ἐν­νέ­α καὶ ἕ­νας, ἐν­δε­χο­μέ­νως, γέ­λω­τες»). Στὸν Μπου­τζά­τι, λοι­πόν, ἐν­δε­χο­μέ­νως, ἀ­ρέ­σει νὰ κά­νει τοὺς ἄλ­λους νὰ γε­λᾶ­νε. Οἱ σύγ­χρο­νοί του εὐ­θυ­μο­γρά­φοι ἀ­πο­δί­δουν στὸ ἀ­φη­γη­μα­τι­κό του ἔρ­γο ἕ­να τέ­τοι­ο ἐν­δε­χό­με­νο. Ἀ­πὸ τὴν ἄλ­λη ἡ εἰ­ρω­νεί­α εἶ­ναι σί­γου­ρα ἕ­νας ἀ­πὸ τοὺς τό­νους ποὺ δι­α­πο­τί­ζει ὅ­λα του τὰ ἔρ­γα. «Ἕ­να πνεῦ­μα παι­χνι­δι­ά­ρι­κο, ἀλ­λοί­μο­νο ἂν δὲν ἀ­στει­ευ­ό­ταν.»

       Ἀλ­λὰ τὸ χι­οῦ­μορ τοῦ Μπου­τζά­τι ἔ­χει συγ­κε­κρι­μέ­νες ἀ­να­φο­ρές, ποὺ ἐν­δε­χο­μέ­νως εἶ­ναι ἐ­λά­χι­στα ἰ­τα­λι­κές, ὅ­πως ὁ ἴ­διος δη­λώ­νει στὴν «Αὐ­το­βι­ο­γρα­φί­α»:


Ἂν σὲ ρω­τοῦ­σα νὰ μοῦ πεῖς τί θε­ω­ρεῖς —κα­τὰ τὴ γνώ­μη σου— κω­μι­κό, τί θὰ ἀ­παν­τοῦ­σες; Θά ΄λε­γες ὅ­τι εἶ­ναι ὅ,τι σὲ κά­νει νὰ γε­λᾶς. Βλέ­πεις, στὴν Ἰ­τα­λί­α ἂν κά­ποι­ος ἀ­νέ­βει στὴ θε­α­τρι­κὴ σκη­νὴ καὶ πεῖ τὴ λέ­ξη «κῶ­λος», ὁ κό­σμος θὰ ἀρ­χί­σει νὰ γε­λά­ει. Ὅ­λη ἡ ἰ­τα­λι­κὴ κω­μι­κό­τη­τα κα­τὰ κα­νό­να δὲν ἔ­χει σχέ­ση μὲ τὸ χι­οῦ­μορ, ἔ­χει νὰ κά­νει πε­ρισ­σό­τε­ρο μὲ τὴ φάρ­σα καὶ τὴν εὐ­χα­ρί­στη­ση ποὺ παίρ­νεις ὅ­ταν βλέ­πεις κά­ποι­ον νὰ ἐ­ξευ­τε­λί­ζε­ται. Ἂν κλο­τσή­σουν κά­ποι­ον στὰ πι­σι­νά, στὴν Ἰ­τα­λί­α ὁ κό­σμος γε­λά­ει.

Προ­σω­πι­κά, αἰ­σθά­νε­σαι τὸ ἀν­τί­θε­το;

       Χω­ρὶς ἀμ­φι­βο­λί­α, τὸ δι­κό μου χι­οῦ­μορ μοιά­ζει πε­ρισ­σό­τε­ρο μὲ τὸ ἐγ­γλέ­ζι­κο χι­οῦ­μορ, ποὺ ἐ­γὼ τὸ θε­ω­ρῶ τὸ κα­λύ­τε­ρο.


Δη­λα­δή, μό­νο οἱ Ἐγ­γλέ­ζοι; Ὁ Jerome, ὁ Chesterton, ὁ Wodehouse, ὁ Carroll καὶ ὅ­λοι οἱ ἄλ­λοι Ἐγ­γλέ­ζοι χι­ου­μο­ρί­στες συγ­γρα­φεῖς δὲν λεί­πουν ἀπὸ τὴν βι­βλι­ο­κρι­σί­α τοῦ βι­βλί­ου τοῦ Garzanti γιὰ τὸ ὁ­ποῖ­ο γί­νε­ται λό­γος. Μὰ εἴ­μα­στε σί­γου­ροι ὅ­τι ἡ κω­μι­κό­τη­τα καὶ τὸ ἰ­τα­λι­κὸ χι­οῦ­μορ πρέ­πει νὰ ἐ­ξαι­ρε­θοῦν ἀ­πὸ τὸν ὁ­ρί­ζον­τά μας, ὡς πα­ρα­γε­μι­σμέ­νο πε­ρισ­σό­τε­ρο μὲ χυ­δαι­ό­τη­τα καὶ εὐ­φυ­ο­λο­γή­μα­τα; […]

       Ἀ­να­φο­ρὲς στοὺς Ἰ­τα­λοὺς χι­ου­μο­ρί­στες, ἀ­πε­ναν­τί­ας, ὑ­πάρ­χουν πολ­λές. Ἂς πά­ρου­με γιὰ πα­ρά­δειγ­μα ἕ­να ἀ­πό­σπα­σμα ἀ­πὸ τὸ θε­α­τρι­κό του Ἦρ­θε μιὰ νέ­α… (U­na ra­gaz­za ar­ri­vò…), γραμ­μέ­νο γιὰ τὸ ρα­δι­ό­φω­νο, ἕ­να ἀ­πὸ τὰ κεί­με­νά του ποὺ δὲν ὑ­πα­κοῦ­νε στὸ «πρό­τυ­πο Μπου­τζά­τι», ὅ­πως μᾶς πα­ρου­σι­ά­ζε­ται μέ­χρι τώ­ρα. Με­τα­δό­θη­κε γιὰ πρώ­τη φο­ρὰ ἀ­πὸ τὸ ρα­δι­ό­φω­νο, ποὺ ἦ­ταν μό­νο τὸ RAI, στὶς 28 Ἀ­πρι­λί­ου τοῦ 1959, μὲ μου­σι­κὴ τοῦ Gino Negri, Τὸ Ἦρ­θε μιὰ νέ­α… εἶ­ναι ἡ ἱ­στο­ρί­α τῆς Λε­ο­νέλ­λα Ντο­μι­νέν­το, μιᾶς φι­λό­δο­ξης κο­πέ­λας «ἡτ­τη­μέ­νης ἀ­πὸ τὸν ἔ­ρω­τα».

       Ἡ πρώ­τη σκη­νὴ δι­α­δρα­μα­τί­ζε­ται σὲ ἕ­να κά­στρο, κά­που στὸ μέλ­λον, ὅ­που ἕ­νας ξε­να­γὸς δεί­χνει στοὺς ἐ­πι­σκέ­πτες με­ρι­κὲς χα­ρα­κτη­ρι­στι­κὲς συ­νή­θει­ες τῆς κοι­νω­νί­ας τοῦ εἰ­κο­στοῦ αἰ­ώ­να – με­τα­ξὺ τῶν ὁ­ποί­ων καὶ οἱ κοι­νω­νι­κὲς βαθ­μί­δες τῶν ἀν­θρώ­πων της, ποὺ στὸ ἔρ­γο συμ­βο­λί­ζον­ται μὲ μιὰ σκά­λα μέ­σα στὸ κά­στρο. Με­τα­ξὺ τῶν ἄλ­λων, ἡ προ­σο­χὴ ἐ­πι­κεν­τρώ­νε­ται στὴν κο­πέ­λα, ἀ­σκη­μού­λα, ἀ­πὸ σε­μνὴ οἰ­κο­γέ­νεια, ἱ­κα­νό­τα­τη στὶς σπου­δές της, πού, ἐν τού­τοις, σι­γὰ-σι­γά, κα­τα­βάλ­λον­τας με­γά­λη προ­σπά­θεια, γί­νε­ται πα­νέ­μορ­φη, ὕ­στε­ρα σο­πρά­νο στὸ θέ­α­τρο τῆς Ὄ­πε­ρας καὶ με­τὰ κά­τι σὰν ἀ­δι­αμ­φι­σβή­τη­τη βα­σί­λισ­σα τοῦ κό­σμου, τὴν ὁποία θαυ­μά­ζουν καὶ οἱ πιὸ ἰ­σχυ­ροί… Ἀλ­λά, ἡ Λε­ο­νέλ­λα ἐ­ρω­τεύ­ε­ται ἕ­ναν τα­πει­νὸ λο­γι­στή, τὸν παν­τρεύ­ε­ται, γί­νε­ται μιὰ ὑ­πέ­ρο­χη μη­τέ­ρα καὶ περ­νά­ει τὴ ζω­ή της στὴν οἰ­κο­γε­νεια­κὴ ἑ­στί­α, ὄ­μορ­φα κι εὐ­τυ­χι­σμέ­να. Ἡ κό­ρη τῆς Λε­ο­νέλ­λας εἶ­ναι κι αὐ­τὴ ἄ­σκη­μη, ἱ­κα­νό­τα­τη στὶς σπου­δές της καὶ ἡ ἱ­στο­ρί­ας τῆς νε­α­ρῆς ποὺ φτά­νει στὴν ἀ­νώ­τα­τη κοι­νω­νι­κὴ βαθ­μί­δα ἐ­πα­να­λαμ­βά­νε­ται.

       Τὸ ἔρ­γο εἶ­ναι πο­λὺ δι­α­σκε­δα­στι­κό, ἐν­τε­λῶς θε­τι­κό, καθὼς με­τα­βαί­νει ἀ­πὸ τὴν κοι­νω­νι­κὴ πα­ρω­δί­α —ἄλ­λο ἕ­να πρω­τεῦ­ον θέ­μα τοῦ εἴ­ρω­να Μπου­τζά­τι— […] στὴν ἁπλῆ κω­μι­κό­τη­τα χω­ρὶς νὰ γε­λοι­ο­ποι­εῖ, ὅ­πως ἀ­κρι­βῶς στὴν ἀρ­χή του:


Η ΕΝΡΙΝΗ ΦΩΝΗ ΤΟΥ ΞΕΝΑΓΟΥ: Ἀ­πὸ δῶ, πα­ρα­κα­λῶ, Κυ­ρί­ες καὶ Κύ­ριοι, προ­σο­χὴ στὸ σκα­λο­πά­τι ποὺ λεί­πει. Ὄ­πα! (Θό­ρυ­βος ἀ­πὸ πα­τή­μα­τα). Σὲ κά­θε πέν­τε σκα­λο­πά­τια λεί­πει τὸ ἕ­να: ἔ­χει ἀ­πο­δει­χθεῖ ἐ­πι­στη­μο­νι­κά.

ΦΩΝΗ ΕΝΟΣ ΑΝΤΡΑ ΤΟΥΡΙΣΤΑ: Μὰ ἐ­δῶ μέ­σα εἶ­ναι τὸ ἀ­πό­λυ­το σκο­τά­δι […].Δὲν φαί­νε­ται τί­πο­τα.

ΞΕΝΑΓΟΣ: Κά­θε πέν­τε σκα­λιὰ λεί­πει ἕ­να. Εἶ­ναι ὑ­πο­λο­γι­σμέ­να. Γιὰ νὰ μὴν κου­τρου­βα­λή­σε­τε, ἂς με­τρᾶ­με ὅ­λοι μα­ζί.

ΧΟΡΟΣ: (Κρα­τών­τας τὸ ρυθ­μὸ μὲ τὰ βή­μα­τα): Σὲ κά­θε πέν­τε σκα­λιά, δη­λα­δὴ στὴν προ­τε­λευ­ταί­α συλ­λα­βὴ τοῦ στί­χου, πη­δᾶ­με. ὉΓεροντοκόρηΚόζιμο εἶχε ἕ­ναν ὑ­πέ­ρο­χο σά-­κο.

ΑΝΤΡΑΣ: Στα­μα­τῆ­στε ὅ­λοι.

ΞΕΝΑΓΟΣ: Τί τρέ­χει;

ΑΝΤΡΑΣ: Δὲν μπο­ροῦ­με νὰ συ­νε­χί­σου­με ἔ­τσι, ὑ­πάρ­χει κά­ποι­ο λά­θος. Ὁ Κό­ζι­μο, προ­φα­νῶς, ἦ­ταν ἄ­γα­μος κι ὄ­χι γε­ρον­το­κό­ρη.

Η ΣΥΖΥΓΟΣ ΤΟΥ: Ἠ­λί­θι­ε, Γε­ρον­το­κό­ρη εἶ­ναι τὸ ἐ­πώ­νυ­μο.

ΣΑΡΚΑΣΤΙΚΗ ΦΩΝΗ: Τί νού­με­ρο ποὺ εἶ­ναι αὐ­τός! τί νού­με­ρο!

Η ΣΥΖΥΓΟΣ: Συγ­χω­ρῆ­στέ τον, ἀ­πὸ τό­τε ποὺ πέ­θα­νε τὸ κα­να­ρί­νι ὁ σύ­ζυ­γός μου πά­σχει ἀ­πὸ κα­τά­θλι­ψη.

ΕΝΑΣ ΤΟΥΡΙΣΤΑΣ: (Δεί­χνει ζω­η­ρὸ ἐν­δι­α­φέ­ρον) Πό­τε συ­νέ­βη, Κυ­ρί­α, τὸ δυ­σά­ρε­στο γε­γο­νός;

Η ΣΥΖΥΓΟΣ: Ἐ­δῶ καὶ δώ­δε­κα χρό­νια, ἀλ­λὰ ὁ σύ­ζυ­γός μου εἶ­ναι ἀ­πα­ρη­γό­ρη­τος.


Ἡ χα­ρού­με­νη δι­ά­θε­ση, ἢ κα­λύ­τε­ρα ἡ κω­μι­κή, εἶ­ναι τὸ χα­ρα­κτη­ρι­στι­κὸ στοι­χεῖ­ο ἀ­πὸ ἀ­πο­σπά­σμα­τα καὶ δι­η­γή­μα­τα ποὺ ὀ­λι­σθαί­νουν στὸ γέ­λιο, χω­ρὶς ὡ­στό­σο νὰ γί­νον­ται ἄ­κομ­ψα καὶ χυ­δαῖ­α. Τὸ δι­α­κρι­τι­κὸ γνώ­ρι­σμα στὸ χι­οῦ­μορ τοῦ Μπου­τζά­τι —πιὸ συ­χνὸ ἀπ΄ ὅ,­τι θὰ πε­ρί­με­νε κα­νεὶς ἀ­πὸ ἕ­να με­γά­λο «τρα­γι­κό», ἀ­κρι­βῶς ἐ­δῶ εἶ­ναι τὸ μυ­στι­κό—, φαί­νε­ται πὼς εἶ­ναι ἡ αὐ­ξο­μει­ού­με­νη κύ­μαν­ση τοῦ κω­μι­κοῦ στοι­χεί­ου: ἀ­πὸ τὸ πα­ρά­λο­γο στὴν πα­ρω­δί­α, ἀ­πὸ τὴν κα­λο­προ­αί­ρε­τη εἰ­ρω­νεί­α στὸν πι­κρὸ σαρ­κα­σμὸ ἐ­ναν­τί­ων με­ρι­κῶν κοι­νω­νι­κῶν ὁ­μά­δων καὶ προ­σώ­πων ποὺ ἀ­νή­κουν πε­ρισ­σό­τε­ρο στὸ χῶ­ρο τῆς λο­γο­τε­χνί­ας καὶ τῆς δη­μο­σι­ο­γρα­φί­ας.(18)

       Ἡ κω­μι­κό­τη­τα τοῦ Μπου­τζά­τι ἔρ­χε­ται μὲ πλά­γιους τρό­πους: προ­τι­μᾶ τὶς χο­ρω­δια­κὲς σκη­νές (Ὁ ξε­να­γὸς καὶ οἱ του­ρί­στες), τὸν γρή­γο­ρο δι­ά­λο­γο, τὰ λο­γο­παί­γνια, καὶ λέ­ξεις ποὺ τὸ νό­η­μά τους δη­μι­ουρ­γεῖ τὸ γέ­λιο. (Γε­ρον­το­κό­ρης εἶ­ναι τὸ ἐ­πί­θε­το)[…]


ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
(1) Ἀ­να­φέ­ρει ἡ Lucia Bellaspiga στὸ δο­κί­μιό της: Dio che non esisti, Ti prego [Θε­ὲ ποὺ δὲν ὑ­πάρ­χεις, Σὲ πα­ρα­κα­λῶ], Ancora, Milano 2006, σελ. 182.
(2) Ση­μει­ώ­νει ἡ Antonia Arslan: «Ἀ­νά­με­σα στὴν ἐ­πέ­κτα­ση τοῦ πραγ­μα­τι­κοῦ βά­θους, προ­σθέ­στε μιὰ δι­ά­στα­ση στὸν κό­σμο ποὺ ξε­ρου­με” (Antonia Arslan, Dino Buzzati tra fantastico e realistico [Ὁ Ντί­νο Μπου­τζά­τι με­τα­ξὺ φαν­τα­στι­κοῦ καὶ πραγ­μα­τι­κοῦ], Modena, Mucchi 1993).
(3) Annalisa Carbone, Φαν­τα­στι­κὲς ἀ­πο­κλί­σεις τοῦ τρα­γι­κοῦ, στὸ «Ὅ­λα εἶ­ναι ἄ­ξια γέ­λιου». Declinazioni del tragico nella letteratura italiana tra ottocento e Novecento [Ἀ­πο­κλί­σεις τοῦ τρα­γι­κοῦ στὴν ἰ­τα­λι­κὴ λο­γο­τε­χνί­α τοῦ Δέ­κα­του ἔ­να­του καὶ Εἰ­κο­στοῦ αἰ­ώ­να], ἐ­πι­μέ­λεια An­to­nio Saccone,Liguori, Νά­πο­λη 2012, σελ. 116
(4) Yves Panafeu, Dino Buzzati: un autoritratto [Ντί­νο Μπου­τζά­τι: μιὰ αὐ­το­προ­σω­πο­γρα­φί­α], Mondadori, Milano 1971.
(5) Yves Panafeu, σελ. 69.
(6) Yves Panafeu, σελ. 207.
(7) Yves Panafeu, σελ. 209.
(8) «Εἶ­χε τὴν πρό­θε­ση νὰ φτιά­ξει ἕ­να ἄλ­μπουμ μὲ ἀ­στεῖ­α, καὶ ἀν­τὶ γιὰ αὐ­τὸ ἔ­γρα­ψε μὲ τὸ πι­νέ­λο τὸ πιὸ ὄ­μορ­φο ποί­η­μά του. Ἐ­ξή­γη­σε ὅ­τι ἤ­θε­λε νὰ κά­νει ἕ­να ἀ­στεῖ­ο, ἀλ­λὰ ἀν­τι­θέ­τως, εἶ­ναι ἀ­πὸ τὰ μα­γι­κά του δι­η­γή­μα­τα» (στὸ Dino Buzzati, I miracoli di Val Morel [Στὸν Ντί­νο Μπου­τζά­τι, Τὰ θαύ­μα­τα τῆς Val morel], Mondadori, Milano 2012, σελ. 5).
(9) Yves Panafeu, op. cit, σελ. 69.
(10) Ἐ­πὶ τού­του, μιὰ ὑ­πό­θε­ση: ὁ ἀ­φη­γη­τὴς στὰ Θαύ­μα­τα εἶ­ναι κά­ποι­ος ποὺ ὀ­νο­μά­ζε­ται Toni Della Santa. Κι ἄν, ὁ Μπου­τζά­τι, μὲ τὴν προ­τί­μη­σή του γιὰ τὸ πα­ρά­δο­ξο εἶ­χε δώ­σει στὸ ὄ­νο­μα δι­πλὸ νό­η­μα; Ἂν ἦ­ταν «ἦ­χοι τῆς Ἁ­γί­ας», κυ­ρι­ο­λε­κτών­τας;
(11) «Ἦ­ταν τό­τε ποὺ ἔ­πει­σα τὸν ἑ­αυ­τό μου ὅ­τι ὑ­πο­φέ­ρω ἀ­πὸ μιὰ μορ­φὴ ψυ­χι­κοῦ πα­λιμ­παι­δι­σμοῦ. Μοῦ πα­ρου­σι­α­ζό­ταν ἕ­να εἶ­δος δι­χα­σμοῦ τῆς προ­σω­πι­κό­τη­τας, σχε­δὸν σχι­ζο­φρε­νι­κῆς. Ὡς ἐ­πι­με­λὴς μα­θη­τευ­ό­με­νος, στὸ ξε­κί­νη­μα τῆς ἀ­κα­δη­μαϊ­κῆς μου κα­ρι­έ­ρας, ὄ­φει­λα νὰ ἀ­σχο­λοῦ­μαι μὲ συγ­γρα­φεῖς καὶ ἔρ­γα δεί­χνον­τας τὸν ἀ­παι­τού­με­νο σε­βα­σμό. Ἀν­τι­θέ­τως, ἐ­ξα­κο­λου­θοῦ­σαν νὰ μοῦ ἀ­ρέ­σουν τὰ εἰ­κο­νο­γρα­φη­μέ­να, τὰ χι­ου­μο­ρι­στι­κὰ βι­βλί­α, τὰ μυ­θι­στο­ρή­μα­τα πε­ρι­πέ­τειας. Ἕ­να εἶ­δος μο­να­χι­κῆς καὶ κα­κῆς συ­νή­θειας.» (Vittorio Spinazzola, Limmaginazione divertente [Ἡ φαν­τα­σί­α ποὺ σὲ δι­α­σκε­δά­ζει], Rizzoli, Milano 1995, σελ. 12)
(12) Anna Pozzi, Il divertito sovvertimento parodico di Dino Buzzati: «Il libro delle Pipe» e «Egregio signore, siamo spiacenti di…» [ δι­α­σκε­δα­στι­κὴ ­να­τρο­πὴ τῆς πα­ρω­δί­ας τοῦ Ντί­νο Μπου­τζά­τι: «Τὸ βι­βλί­ο γιὰ τὶς πί­πες» καὶ «­ξι­ό­τι­με κύ­ρι­ε, με­τὰ λύ­πης μας…»], στὸ Si­ne­ste­si­e­on­line, n.10, Δε­κέμ­βρης 2014,
http://www.rivistasinestesie.it/sinestesieonline.html
(13) Renzo Pavese, Il bozzetto ironico di Dino Buzzati, στὸ AA. VV., La forma breve nella cultura del Novecento – Scritture ironiche [Τὸ εἰ­ρω­νι­κὸ σκί­τσο τοῦ Ντί­νο Μπου­τζά­τι, στὸ AA. VV., Ἡ σύν­το­μη φόρ­μα στὴν κουλ­τού­ρα τοῦ Νο­βε­τσέν­το – Εἰ­ρω­νι­κὰ κεί­με­να], Edizioni Scientifiche italiane, Napoli 2000, σελ. 170.
(14) Stefano Lazzarin, Il Buzzati “secondo”. Saggio sui fattori di letterarieta nel­l’o­pe­ra buzzatiana [Μπου­τζά­τι ὁ “ἐ­λάσ­σων”. Δο­κί­μιο σχε­τι­κὰ μὲ τοὺς λο­γο­τε­χνι­κοὺς πα­ρά­γον­τες στὸ ἔρ­γο τοῦ Μπου­τζά­τι], Vecchiarelli, Manziana 2008, σελ. 7.
(15) Cfr Giulio Carnazzi, Ὁ κρι­τι­κὸς Μπου­τζά­τι: δι­α­βά­ζον­τας τὰ βι­βλί­α τῶν ἄλ­λων, στὸ Buzzati giornalista Atti del Convegno internazionale [Ὁ Δη­μο­σι­ο­γρά­φος Μπου­τζά­τι. Πρα­κτι­κ το δι­ε­θνοῦς Συ­νε­δρί­ου], ἐ­πι­μέ­λεια Nella Giannetto, Mon­da­do­ri, Milano 2000, σελ. 261.
(16) Ἀ­να­φο­ρι­κὰ μὲ αὐ­τό: ἐ­κεί­νη τὴν ἐ­πο­χὴ ἦ­ταν ἕ­νας πα­θι­α­σμέ­νος ὑ­πε­ρα­σπι­στὴς τῶν δι­και­ω­μά­των τῶν ζώ­ων (ἕ­νας φι­λό­ζω­ος ante litteram) μα­ζὶ μὲ τὸν Gu­gliel­mo Bo­nuz­zi, ἠ­θο­λό­γο καὶ συγ­γρα­φέ­α ποὺ ξε­κί­νη­σε γιὰ πρώ­τη φο­ρὰ καμ­πά­νια ὑ­πὲρ τῶν δι­και­ω­μά­των τῶν ζώ­ων.
(17) Στὴν Corriere della Sera, 23 Δε­κεμ­βρί­ου 1959.
(18) Ὅ­πως στὴν πε­ρί­πτω­ση τοῦ ἀ­κα­τα­μά­χη­του δι­η­γή­μα­τος «Il cri­ti­co d’ar­te» [«Ὁ κρι­τι­κὸς τέ­χνης»], πο­λὺ ἐ­κτε­νὲς γιὰ νὰ τὸ ἀ­να­φέ­ρου­με ἐ­δῶ.

Bonsai-03c-GiaIstologio-04


Πηγή: Τὸ ἀ­πό­σπα­σμα εἶ­ναι ἀ­πὸ ἀ­φι­έ­ρω­μα στὸν Μπου­τζά­τι ποὺ ἔ­κα­νε τὸ ἰ­τα­λόγραπτο βραζιλιάνικο λο­γο­τε­χνι­κὸ πε­ρι­ο­δι­κὸ Μosaico Italiano τὸν Φε­βρουά­ριο τοῦ 2016. (Speciale Buz­za­ti, 2, a cura di Antonio R. Daniele, Mosaico Italiano, Anno XIII, no 145, Febbraio 2016.)

Κριστιάνα Λάρντο (Cristiana Lardo). Κα­θη­γή­τρια Ἰ­τα­λι­κῆς Λο­γο­τε­χνί­ας στὸ Πα­νε­πι­στή­μιο Tor Vergata στὴ Ρώ­μη.

Μετάφραση ἀπὸ τὰ ἰταλικά:

Πέ­τρος Φούρ­να­ρη­ς (Ἀ­θή­να, 1963). Δι­ή­γη­μα, με­τά­φρα­ση. Σπού­δα­σε στὴν Ἀ­νω­τά­τη Γε­ω­πο­νι­κὴ Σχο­λὴ Ἀ­θη­νῶν. Ζεῖ μὲ τὴν οἰ­κο­γέ­νειά του στὴ Λέ­ρο, τὸ νη­σὶ τῆς κα­τα­γω­γῆς του, ὅ­που ἐρ­γά­ζε­ται ὡς γε­ω­πό­νος στὸ Κρα­τι­κὸ Θε­ρα­πευ­τή­ριο Λέ­ρου καὶ τὶς ἐ­λεύ­θε­ρες ὧ­ρες του γρά­φει δι­η­γή­μα­τα. Πε­ζά του ἔ­χουν δη­μο­σι­ευ­τεῖ στὸ πε­ρι­ο­δι­κὸ Ἔκ­φρα­ση Λό­γου καὶ Τέ­χνης, στὸ πε­ρι­ο­δι­κὸ Πλα­νό­δι­ο­ν (ἀρ. 37, Δε­κέμ­βριος 2004) καὶ στὸ Ἱ­στο­λό­γιο Ἱ­στο­ρί­ες Μπον­ζά­ι Συμ­φι­λί­ω­ση» καὶ «100%»), ἐ­νῶ με­τα­φρά­σεις του στὴν Ἐ­πι­θε­ώ­ρη­ση Λε­ρια­κῶν Με­λε­τῶν τοῦ Ἱ­στο­ρι­κοῦ Ἀρ­χεί­ου Λέ­ρου.