Δη­μή­τρης Μι­χε­λου­δά­κης: Τὰ ἀ­πο­τύ­πω­μα­τα



Δη­μή­τρης Μι­χε­λου­δά­κης


Τὰ ἀ­πο­τύ­πω­μα­τα


Ε ΛΕΝΕ… τέ­λος πάν­των, δὲν ἔ­χει ση­μα­σί­α πῶς μὲ λέ­νε, αὐ­τὸ συ­νέ­βη χθὲς τὸ βρά­δυ: Ὅ­ταν τε­λεί­ω­σα τὴ συγ­γρα­φὴ τοῦ βι­βλί­ου (πό­σους μῆ­νες μοῦ πῆ­ρε; μή­πως ἦ­ταν χρό­νια;.. δὲν θυ­μᾶ­μαι), ἔ­πλυ­να τὰ χέ­ρια μου, κλεί­δω­σα τὴν πόρ­τα τοῦ κει­με­νουρ­γεί­ου ἀ­πὸ μέ­σα κι ἀ­πο­κοι­μή­θη­κα στὸ γρα­φεῖ­ο κοι­τά­ζον­τας τὸν πί­να­κα τοῦ J. Pollock Ἡ λύ­και­να ποὺ εἶ­χα στὸν τοῖ­χο ἀν­τὶ πα­ρα­θύ­ρου. Εἶ­χαν πέ­σει κάμ­πο­σα φύλ­λα πά­νω στὸ φθι­νό­πω­ρο καί­τοι γυ­ά­λι­ζε ἀ­κό­μα ἀ­πὸ τὸ φεγ­γα­ρό­φω­το.

       Ὅ­σο κοι­μό­μουν ἡ φω­νὴ τῆς λύ­και­νας —ἀ­φοῦ κα­τέ­βη­κε ἀ­πὸ τὸν πί­να­κα, ἔ­βγα­λε τὴ στο­λή της καὶ μὲ σκέ­πα­σε μ’ αὐ­τὴ— πέ­ρα­σε κά­τω ἀ­πὸ τὴ χα­ρα­μά­δα τῆς πόρ­τας κι ἔ­φυ­γε. Τὸ πρω­ὶ ποὺ ξύ­πνη­σα ἔ­ψα­ξα παν­τοῦ… Που­θε­νὰ δὲ βρῆ­κα τ’ ὄ­νο­μά μου.



Πη­γή. Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση.

Δη­μή­τρης Μι­χε­λου­δά­κης (Ἀ­θή­να 1983) κα­τά­γε­ται ἀ­πὸ τὴν Λευ­κά­δα. Ἔ­χει συ­νερ­γα­στεῖ μὲ δι­ά­φο­ρα ἔν­τυ­πα καὶ ἠ­λε­κτρο­νι­κὰ λο­γο­τε­χνι­κὰ πε­ρι­ο­δι­κά.

Ἔ­χει ἐκ­δώ­σει τρεῖς ποι­η­τι­κὲς συλ­λο­γὲς (τὶς δύ­ο πρῶ­τες μὲ τὸ ψευ­δώ­νυ­μο Ε. Μύ­ρων): Γράμ­μα στὴ μη­τέ­ρα, (ἐκδ. Ἀρ­μί­δα, 2019), Ὀ­ρι­ο­βά­της, (ἐκδ. Ἀρ­μί­δα, 2021) καὶ Συν­τη­ρη­τὴς οὐ­ρά­νι­ων τό­ξων, (ἐκδ. Στί­ξις, 2022).

Εικόνα: «Λύκαινα» του Τζάκσον Πόλοκ, 1934.



		

	

Χρῖστος Δάλκος: Οἱ ἀνακρίσεις γιὰ τὸν θάνατο τῆς Κοκκινοσκουφίτσας καὶ τῆς γιαγιᾶς της


Χρῖ­στος Δάλ­κος


Οἱ ἀ­να­κρί­σεις γιὰ τὸν θά­να­το τῆς Κοκ­κι­νο­σκου­φί­τσας

καὶ τῆς για­γιᾶς της


ΤΑΝ ΑΡΧΙΣΑΝ ΟΙ ΑΝΑΚΡΙΣΕΙΣ γιὰ τὸν θά­να­το τῆς Κοκ­κι­νο­σκου­φί­τσας καὶ τῆς για­γιᾶς της, ὅ­λοι ἐλ­πί­σα­με ὅ­τι τὸ μα­χαί­ρι θὰ ἔ­φτα­νε ὣς τὸ κόκ­κα­λο καὶ ὅ­τι δὲν θὰ συγ­κα­λύ­πτον­ταν οἱ τε­ρά­στι­ες εὐ­θύ­νες τῆς μη­τέ­ρας ἢ καὶ τοῦ (ἀ­νύ­παρ­κτου) πα­τέ­ρα, καὶ δὲν θὰ φορ­τώ­νον­ταν μο­νο­με­ρῶς στὸν με­γά­λο κα­κὸ λύ­κο.

        Ἐ­ξη­γοῦ­μαι ἀπ᾿ τὴν ἀρ­χή, γιὰ νὰ μὴν ὑ­πάρ­χῃ καμ­μί­α πα­ρε­ξή­γη­ση: Δὲν ἀρ­νοῦ­μαι ὅ­τι ὁ λύ­κος κα­τά­πι­ε τὴν Κοκ­κι­νο­σκου­φί­τσα καὶ τὴν για­γιά της — ἐξ ἄλ­λου αὐ­τὴ εἶ­ναι ἡ φύ­ση του καὶ ἡ δου­λειά του — δι­ε­ρω­τῶ­μαι ἁ­πλῶς ποι­ά ἦ­ταν ἐ­κεῖ­να τὰ μέ­τρα ποὺ ἐ­λή­φθη­σαν ὥ­στε νὰ μὴν δι­ευ­κο­λυν­θῇ ἡ ἀν­θρω­πο­βό­ρα δρα­στη­ρι­ό­τη­τά του.

        Ἀπ᾿ αὐ­τὴν τὴν ἄ­πο­ψη, κά­νει ἰ­δι­αί­τε­ρη ἐν­τύ­πω­ση τὸ γε­γο­νὸς ὅ­τι οἱ ἀ­να­κρι­τι­κὲς ἀρ­χὲς δὲν ἐ­πι­χει­ροῦν οὔ­τε κατ᾿ ἐ­λά­χι­στον νὰ δώ­σουν ἀ­πάν­τη­ση σὲ δύ­ο εὔ­λο­γα ἐ­ρω­τή­μα­τα:

        α) Για­τί ἡ για­γιὰ μέ­νει στὸ δά­σος καὶ δὲν εἶ­ναι ἐγ­κα­τε­στη­μέ­νη στὸ σπί­τι μα­ζὶ μὲ τὴν κό­ρη καὶ τὴν ἐγ­γό­να της;

        β) Για­τί ἡ Κοκ­κι­νο­σκου­φί­τσα, μὲ τὴν ἀ­πο­στο­λή της στὸ δά­σος, ἐ­κτί­θε­ται στὸν προ­φα­νῆ κίν­δυ­νο νὰ φα­γω­θῇ ἀ­πὸ τὸν λύ­κο;

        Ἡ ἀ­πάν­τη­ση καὶ στὰ δύ­ο ἐ­ρω­τή­μα­τα ἀ­να­δει­κνύ­ει τὶς τε­ρά­στι­ες ἕ­ως ἐγ­κλη­μα­τι­κὲς εὐ­θύ­νες τῆς μη­τέ­ρας καὶ ἐμ­βάλ­λει σὲ ὑ­πο­ψί­ες γιὰ ἐν­δε­χό­με­νο δό­λο, ἤ­τοι γιὰ πρό­θε­σή της νὰ ἀ­παλ­λα­γῇ ὄ­χι μό­νο ἀ­πὸ τὴν για­γιὰ ἀλ­λὰ καὶ ἀ­πὸ τὴν Κοκ­κι­νο­σκου­φί­τσα.

        Ἡ ἄρ­νη­ση τῶν ἀ­να­κρι­τι­κῶν ἀρ­χῶν νὰ θέ­σουν — πό­σῳ μᾶλ­λον νὰ ἀ­παν­τή­σουν — τὰ ἀ­μεί­λι­κτα ἐ­ρω­τή­μα­τα προ­ϊ­δε­ά­ζει γιὰ μιὰ ἐ­πι­χεί­ρη­ση συγ­κά­λυ­ψης τῆς ἀ­λή­θειας ἐκ μέ­ρους τους, κά­τι πού, εἰ­ρή­σθω ἐν πα­ρό­δῳ, δὲν συμ­βαί­νει γιὰ πρώ­τη φο­ρά. Νω­πὴ εἶ­ναι ἡ ἀ­πό­φα­ση γιὰ τὴν πε­ρί­πτω­ση Κον­το­ρε­βι­θού­λη, ὅ­που κα­τα­βλή­θη­κε προ­σπά­θεια  — καὶ τε­λι­κῶς ἐ­πι­τεύ­χθη­κε — νὰ ἀ­πο­σι­ω­πη­θῇ ἐν­τε­λῶς ὁ ἐγ­κλη­μα­τι­κὸς ρό­λος τῶν γο­νέ­ων στὴν ἐγ­κα­τά­λει­ψη τῶν παι­δι­ῶν τους στὸ δά­σος.

        Τὰ πα­ρα­μύ­θια πε­ρὶ τε­λι­κῆς σω­τη­ρί­ας τοῦ Κον­το­ρε­βι­θού­λη καὶ τῶν ἀ­δελ­φῶν του ἢ πε­ρὶ συρ­ρα­φῆς τῆς γε­μά­της μὲ πέ­τρες κοι­λιᾶς τοῦ λύ­κου (!) καὶ συ­να­κό­λου­θης κα­τα­βα­ρά­θρω­σής του δὲν πεί­θουν κα­νέ­να, καὶ ἐν πά­σῃ πε­ρι­πτώ­σει δὲν εἶ­ναι ἱ­κα­νὰ ἀ­πὸ μό­να τους νὰ ἀ­θω­ώ­σουν τοὺς βα­σι­κοὺς ὑ­πεύ­θυ­νους αὐ­τῆς τῆς συγ­κε­κα­λυμ­μέ­νης ἀν­θρω­πο­κτο­νί­ας.



Πηγή: Πρώτη δημοσίευση.

Χρῖ­στος Δάλ­κος (Τρό­παι­α Ἀρ­κα­δί­ας, 1951). Σπού­δα­σε στὴ Φι­λο­σο­φι­κὴ Σχο­λὴ Ἀ­θη­νῶν καὶ ἐρ­γά­στη­κε ὡς φι­λό­λο­γος στὴ Μέ­ση Δη­μό­σια Ἐκ­παί­δευ­ση. Δη­μο­σί­ευ­σε: Μι­κρὲς βι­ο­μη­χα­νι­κὲς ἱ­στο­ρί­ες (Δι­η­γή­μα­τα, Ἀ­θή­να, 1987), Τὰ ἰ­δε­ο­λο­γή­μα­τα τῆς νέ­ας γλωσ­σο­λο­γί­ας (Δί­αυ­λος, 1995), Νευ­ρό­σπα­στο τη­λε­χει­ρι­στη­ρί­ου (Ποι­ή­μα­τα, Πλα­νό­διον, 2007) κ.ἄ. Τε­λευ­ταῖ­α του βι­βλία τὸ πεζό Με­λαν­θώ (Μελάνι, 2016) καὶ τὸ δο­κί­μιο Γλωσ­σικὴ δι­δα­σκα­λία: μή­πως ἦρ­θε και­ρὸς νὰ δι­ορ­θώ­σου­με τὰ λάθη μας; (Παρα­σκή­νιο/Δί­θυ­ρον, 2019).


Βαγ­γέ­λης Μυ­λω­νᾶς: Πῶς πέ­ρα­σα τὰ Χρι­στού­γεν­να



Βαγ­γέ­λης Μυ­λω­νᾶς


Πῶς πέ­ρα­σα τὰ Χρι­στού­γεν­να


Α ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΜΟΥ ἦ­ταν πο­λὺ ὄ­μορ­φα, τὰ πέ­ρα­σα στὸ χω­ριό. Ὁ ἅ­γιος Βα­σί­λης μοῦ ἔ­φε­ρε τὸ δῶ­ρο ποὺ τοῦ εἶ­χα ζη­τή­σει κα­θώς, ὅ­πως εἶ­πε, ἤ­μουν κα­λὸ παι­δί. Γιὰ ἀ­κό­μη μί­α φο­ρὰ δὲν κα­τά­λα­βα πό­τε ἦρ­θε.

       Ἡ για­γιά μου ἕ­να βρά­δυ μὲ ἀ­γρί­ε­ψε μὲ τοὺς κα­λι­κάν­τζα­ρους, τό­σο ποὺ δὲν μπο­ροῦ­σα νὰ κοι­μη­θῶ. Πῆ­γα καὶ τὸ εἶ­πα στὴν μα­μὰ καὶ μά­λω­σε μὲ τὸν μπαμ­πά. Τοῦ φώ­να­ζε πὼς ἡ για­γιὰ μᾶς βά­ζει ται­νί­ες τρό­μου καὶ μᾶς λέ­ει τρο­μα­χτι­κὲς ἱ­στο­ρί­ες καὶ ὅ­τι εἶ­μαι εἰ­δι­κὰ ἐ­γὼ “ὁ μι­κρός”, πο­λὺ μι­κρὸς γιὰ τέ­τοι­α.

       Τέ­λο­σπαν­των τὶς ἑ­πό­με­νες μέ­ρες εἴ­δα­με ται­νί­ες τῆς Dis­ney μό­νο, ἂν καὶ ὁ ἀ­δερ­φός μου εἶ­μαι σί­γου­ρος ὅ­τι εἶ­δε ται­νί­α τρό­μου. Ἕ­να βρά­δυ εἶ­δε μιὰ ται­νί­α ποὺ ἤ­ξε­ρα ποι­ά εἶ­ναι, για­τὶ μι­λᾶ­με γιὰ αὐ­τὴν στὸ σχο­λεῖ­ο. Τὸ Alien, εἶ­ναι μιὰ ται­νί­α μὲ ἕ­να τέ­ρας στὸ δι­ά­στη­μα. Ἔ­τσι λοι­πὸν ὅ­ταν τὴν ἔ­βλε­πε, ἐ­γὼ ποὺ ἔ­πρε­πε νὰ κοι­μᾶ­μαι, κοί­τα­ζα πί­σω ἀ­πὸ τὴν πόρ­τα κρυ­φά, ἀλ­λὰ μό­νο ὁ ἦ­χος μὲ τρό­μα­ζε.

       Ἀ­γα­πη­μέ­νη μου Χρι­στου­γεν­νι­ά­τι­κη ται­νί­α εἶ­ναι τε­λι­κά τὸ Μό­νος στὸ σπί­τι. Νο­μί­ζω ὅ­τι εἶ­ναι φο­βε­ρὴ κω­μω­δί­α καὶ ἀ­ρέ­σει σὲ ὅ­λους. Βέ­βαι­α τὸ δεί­χνει κά­θε χρό­νο, φέ­τος τὸ ἔ­δει­ξε πιὸ νω­ρὶς καὶ ἀ­πὸ τὴν δι­α­φή­μι­ση τῶν Jumbo. Νὰ δεῖ­τε τὸ “Μιὰ χρι­στου­γεν­νι­ά­τι­κη ἱ­στο­ρί­α”, αὐ­τὸ τοῦ 2022 στὸ Netflix, ὁ πα­τέ­ρας μου λέ­ει πὼς εἶ­ναι ἀ­ρι­στούρ­γη­μα.

       Συ­γνώ­μη ποὺ μι­λά­ω συ­νέ­χεια γιὰ ται­νί­ες, ἀλ­λὰ ἔ­τσι εἶ­ναι οἱ γι­ορ­τές.

       Καὶ τὸ Χρι­στου­γεν­νι­ά­τι­κο δέν­τρο ἦ­ταν πο­λὺ ὡ­ραῖ­ο, ὅ­πως μου εἶ­πε ὁ μπαμ­πάς, τὰ στο­λί­δια ἦ­ταν λέ­ει βίν­ταζ, τέ­λος πάν­των ἦ­ταν πα­λιά, τὸ δέν­τρο ἦ­ταν με­γα­λύ­τε­ρο ἀ­πὸ ὅ­λα τα ἄλ­λα δέν­τρα ποὺ εἶ­δα φέ­τος, ἂν καὶ αὐ­τὸ ἦ­ταν πα­λιό. Ὁ μπαμ­πὰς ἀ­να­ρω­τι­έ­ται, λέ­ει, πῶς δὲν ἔ­χει με­γα­λώ­σει τό­σα χρό­νια.

       Μιὰ μέ­ρα χι­ό­νι­σε καὶ φτι­ά­ξα­με χι­ο­νάν­θρω­πο, ἡ για­γιὰ φώ­να­ζε συ­νέ­χεια, ὅ­τι ἔ­πρε­πε νὰ ντυ­θοῦ­με κα­λύ­τε­ρα καὶ εἶ­χε δί­κιο. Ὁ μπαμ­πὰς πέ­τα­ξε μιὰ χι­ο­νόμ­πα­λα στὴν μα­μά, ποὺ δὲν ἤ­θε­λε νὰ παί­ξει μα­ζί μας χι­ο­νο­πό­λε­μο, ἡ μα­μὰ δὲν φο­ροῦ­σε κα­σκόλ, ἡ μπά­λα τὴ βρῆ­κε στὸν λαι­μὸ καὶ πέ­ρα­σε μέ­σα ἀ­πὸ τὴν μπλού­ζα κι ἔ­τσι ἡ μα­μὰ κρύ­ω­σε γιὰ τρεῖς μέ­ρες καὶ ὅ­λο ἔ­λε­γε στὸν μπαμ­πά, πό­τε θὰ στα­μα­τή­σει νὰ κά­νει σὰν μι­κρὸ παι­δί.

       Ἐ­πί­σης κά­να­με βόλ­τα στὸ βου­νὸ καὶ συ­ναν­τή­σα­με καὶ ἄλ­λα παι­διά, ποὺ δὲν ξέ­ρα­με, παί­ξα­με γιὰ πολ­λὲς ὧ­ρες, ἐ­μέ­να μοῦ ἀ­ρέ­σει μιὰ φί­λη μου καὶ μᾶλ­λον θὰ τὴν παν­τρευ­τῶ, τὴν ξέ­ρω ἀ­πὸ τό­τε ποὺ ἤ­μου­να μι­κρός.

       Εἴ­δα­με ἀ­κό­μα στὴν ἀ­γο­ρὰ ἕ­ναν ἅ­ι Βα­σί­λη, μὰ τοῦ τρά­βη­ξα τὰ γέ­νια καὶ ἦ­ταν ψεύ­τι­κα καὶ σὰν νὰ μὴν φτά­ναν ὅ­λα αὐ­τά, ὁ μπαμ­πὰς τὸν ἤ­ξε­ρε καὶ πι­ά­σα­νε συ­ζή­τη­ση. Μᾶλ­λον δὲν ἦ­ταν ὁ πραγ­μα­τι­κὸς ἅ­γιος Βα­σί­λης.

       Φά­γα­με ἕ­να σω­ρὸ ὡ­ραῖ­α πράγ­μα­τα, μὰ μοῦ ἄ­ρε­σε πε­ρισ­σό­τε­ρο ἡ βα­σι­λό­πι­τα, για­τὶ κέρ­δι­σα τὸ φλου­ρὶ καὶ ἡ για­γιὰ μοῦ ἔ­δω­σε 50 εὐ­ρώ. Βέ­βαι­α οἱ ἄλ­λοι, δὲν ξέ­ρω για­τί, ἀλ­λὰ πῆ­ραν ἀ­πὸ ἕ­να μό­νο κομ­μά­τι καὶ ἀ­φή­σα­νε ὁ­λό­κλη­ρη πί­τα γιὰ ἐ­μέ­να. Δὲν πει­νά­γα­νε μᾶλ­λον.

       Βέ­βαι­α εἴ­πα­με τὰ κά­λαν­τα στὴν για­γιὰ καὶ ἔ­τσι μά­ζε­ψα ἄλ­λα 50 εὐ­ρώ, γε­νι­κὰ τὰ Χρι­στού­γεν­να ὅ­λοι δί­νουν λε­φτά, πο­λὺ ὡ­ραί­α γι­ορ­τή. Θὰ μπο­ροῦ­σα νὰ λέ­ω τὰ κά­λαν­τα γιὰ μί­α ζω­ή.

       Παι­χνί­δια στὸ κι­νη­τὸ δὲν παί­ξα­με πο­λύ, θὰ ἤ­θε­λα νὰ μᾶς ἀ­φή­σουν πε­ρισ­σό­τε­ρο χρό­νο. Με­ρι­κὲς φο­ρὲς οἱ με­γά­λοι δὲν ξέ­ρουν τί τοὺς γί­νε­ται. Για­τί εἶ­ναι τὸ Λού­κυ Λοὺκ κα­λύ­τε­ρο ἀ­πὸ τὰ παι­χνί­δια καὶ ποι­ός εἶ­ναι αὐ­τὸς ὁ Γκο­σι­νί; Κά­ποι­ος φί­λος τοῦ πα­τέ­ρα μου μᾶλ­λον.

       Τὶς τε­λευ­ταῖ­ες μέ­ρες ἔ­πρε­πε δυ­στυ­χῶς νὰ δι­α­βά­σου­με καὶ νὰ γρά­ψω αὐ­τὴν τὴν ἔκ­θε­ση, ἐλ­πί­ζω νὰ μὴν ἔ­χει ὀρ­θο­γρα­φι­κὰ λά­θη, ἀλ­λὰ θὰ τὴν ἐ­λέγ­ξει φαν­τά­ζο­μαι κά­ποι­ος.

       Τέ­λος, πα­ρα­μο­νὴ Πρω­το­χρο­νιᾶς, ξύ­πνη­σα τὸ βρά­δυ καὶ κοί­τα­ξα ἔ­ξω ἀ­πὸ τὸ πα­ρά­θυ­ρο, μή­πως δῶ τὸν ἅ­γιο Βα­σί­λη, καὶ εὐ­χή­θη­κα νὰ εἶ­ναι ὅ­λος ὁ κό­σμος κα­λά, νὰ ὑ­πάρ­χει εἰ­ρή­νη καὶ εὐ­τυ­χί­α καὶ ἐ­κεί­νη τὴν στιγ­μὴ εἶ­δα ἕ­να πε­φτα­στέ­ρι.

       Αὐ­τὲς ἦ­ταν οἱ Χρι­στου­γεν­νι­ά­τι­κες δι­α­κο­πές μου.



Πη­γή. Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση.

Ὁ Βαγ­γέ­λης Μυ­λω­νᾶς γεν­νή­θη­κε στὸ Νέ­ο Ἡ­ρά­κλει­ο Ἀτ­τι­κῆς. Ἐ­κεῖ τε­λεί­ω­σε τὸ λύ­κει­ο. Με­τὰ φοί­τη­σε στὴν σχο­λὴ σκη­νο­θε­σί­ας Λυ­κούρ­γου Σταυ­ρά­κου. Ἔ­κα­νε μί­α μι­κροῦ μή­κους ται­νί­α σὲ συν-σκη­νο­θε­σί­α, ποὺ συμ­με­τεῖ­χε σὲ δι­ά­φο­ρα φε­στι­βάλ. Ἔ­χει ἐκ­δώ­σει τρεῖς ποι­η­τι­κὲς συλ­λο­γές. Μί­α μὲ τί­τλο Ἀποσχισμένα Ποιήματα ἀ­πὸ τὶς ἐκδό­σεις Πλα­νό­διον καὶ δύ­ο ἀ­πὸ τὶς ἐκ­δό­σεις Συμ­παν­τι­κὲς Δι­α­δρο­μές: Μί­α ἱ­στο­ρί­α καὶ με­τά καὶ Ἡ ἀ­γά­πη ἔρ­χε­ται πρώ­τη. Τὰ τε­λευ­ταῖ­α χρό­νια ζεῖ στὸ Ἀ­λι­βέ­ρι Εὐ­βοί­ας.



		

	

Σω­τή­ρης Δη­μη­τρί­ου: Ἀπών



Σω­τή­ρης Δη­μη­τρί­ου


Ἀ­πών


ΙΑ ΤΗ ΓΕΡΜΑΝΙΑ ξε­κί­νη­σε καὶ βρέ­θη­κε νὰ σκου­πί­ζει τήν Τούσα Μπό­τσα­ρη, Νό­τη καὶ Μάρ­κου Μπό­τσα­ρη καὶ κά­τι Ἀνδρού­τσους στὸ Κου­κά­κι. Ὁ πρό­ε­δρος τοῦ χω­ριοῦ τοῦ ‘­πε «εἶ­σαι ἐ­θνι­κό­φρων, θὰ σὲ πά­ρουν». Πα­ρου­σι­ά­στη­κε στὴν ἐ­πι­τρο­πή, ξε­βρα­κώ­θη­κε καὶ κά­τι ξέ­νοι τοῦ ἄ­νοι­ξαν μὲ χά­ρα­κα τὸ στό­μα καὶ κοί­τα­ξαν τὰ δόν­τια του. Ἄ­κου­σαν τὴν καρ­διά του, τὸν πέ­ρα­σαν ἀ­πὸ ἀ­κτί­νες καὶ τέ­λος τὸν ἀ­πέρ­ρι­ψαν.

     Ἦ­ταν τσί­μα-τσί­μα καὶ στὴν ἡ­λι­κί­α.

     «Εἶ­μαι ἐ­θνι­κό­φρων» τόλ­μη­σε νὰ ψελ­λί­σει καὶ πῆ­ρε κα­τσού­φης τοὺς δρό­μους.

     Πῶς νὰ γυ­ρί­σει πί­σω! Ἐ­κεῖ, μό­λις νύ­χτω­νε, ἔ­πε­φταν τὰ βου­νὰ κι ἡ βου­βα­μά­ρα νὰ σὲ πλα­κώ­σουν.

     Τὰ λαμ­πό­γυα­λα γι­ό­μι­ζαν τὰ πρό­σω­πα ἴ­σκιους καὶ λύ­πη.

     Τὸ κα­φε­νεῖ­ο καὶ τὸ οὖ­ζο τὸν πε­ρί­με­ναν. Με­ρο­κά­μα­το στὴ χά­ση καὶ στὴ φέ­ξη, ὅ­ταν κά­νας ὁ­μο­γε­νὴς ἀ­π’ τὴν Ἀ­με­ρι­κὴ ἔ­φτια­χνε, στὰ γύ­ρω χω­ριά, ἐκ­κλη­σί­α γιὰ τὴν ψυ­χή του.

     Καὶ ποι­ός ἀ­κού­ει τὶς κο­ρο­ϊ­δί­ες, ποὺ τὸν ἔ­βγα­λαν ἄ­χρη­στο οἱ Γερ­μα­να­ρά­δες!

     Πῆ­γε στὸ βου­λευ­τή. Εἶ­χαν κοι­νοὺς γνω­στούς, τοῦ ‘­πε πὼς εἶ­ναι καὶ ἐ­θνι­κό­φρων.

     Βρέ­θη­κε δου­λειὰ στὸ Δῆ­μο. Ὁ­δο­κα­θα­ρι­στής. Δὲν τοῦ ‘ρ­θε κα­λὰ ἀλ­λά, ὅ­πως τοῦ ‘­πε καὶ τὸ τσι­ρά­κι τοῦ βου­λευ­τῆ, «μή­νας μπαί­νει, μή­νας βγαί­νει…» Τοῦ ‘­δω­σε καὶ συγ­χαρ­τή­ρια κι­ό­λας. Ἄκου πρά­μα­τα. Συγ­χαρ­τή­ρια γιὰ σκου­πι­διά­ρης.

     Τὴν πρώ­τη μέ­ρα, ν’ ἀ­νοί­ξει ἡ γῆ νὰ τὸν κα­τα­πι­εῖ. Ποῦ ἀ­κού­στη­κε, ἄν­τρας μὲ σκού­πα, στοὺς δρό­μους! Λού­φα­ξε σ’ ἕ­να παρ­κά­κι τοῦ Δή­μου.

     «Ἐ­δῶ ‘­σαι, ρὲ πα­λι­ο­μα­λά­κα; Ὧ­ρες σὲ ψά­χνω. Για­τί δὲ σκου­πί­ζεις, ρέ;» Ἦ­ταν ὁ ἐ­πι­στά­της του.

     «Δὲν εἶ­μαι κα­λά, ἀ­φεν­τι­κό.»

     «Νὰ πᾶς σπί­τι σου, ρέ! Στὰ τσα­κί­δια! Ἢ σκου­πί­ζεις καὶ κά­νεις τοὺς δρό­μους ἀ­ε­ρο­δρό­μιο ἢ λέ­ω καὶ σ’ ἀ­πο­λύ­ουν. Στὸ δι­ά­ο­λο, πρω­ῒ-πρωΐ, κα­ρι­ό­λια!»

     Κι ἔ­φυ­γε ἀ­πει­λη­τι­κός. Πα­ρα­κά­τω κον­το­στά­θη­κε.

     «Θὰ ξα­να­πε­ρά­σω. Πά­νω ἀ­π’ τὸ κε­φά­λι σου θά ‘­μαι. Μα­λά­κα, ἔ μα­λα­κά!»

     Τί νὰ κά­νει. Λύσ­σα­γε, μὰ τί νὰ κά­νει!

     Τὸ βρά­δυ ἤ­πι­ε, ἤ­πι­ε, κι ὅ­λη τὴ νύ­χτα ἔ­βλε­πε γουρ­λω­μέ­να τὰ μά­τια τοῦ ἐ­πι­στά­τη. Τὴν ἄλ­λη μέ­ρα ἀ­γό­ρα­σε ἕ­να στρα­τι­ω­τι­κὸ κα­πέ­λο ἀγ­γα­ρεί­ας —ἀ­π’ αὐ­τὰ μὲ τὸ με­γά­λο γεῖ­σο— καὶ τὸ κα­τέ­βα­σε νὰ τοῦ κρύ­ψει τὰ μά­τια, ποὺ τά ‘­χε πιὰ μο­νί­μως καρ­φω­μέ­να στὰ πό­δια του, στὰ σκου­πί­δια. Τό­σο τοῦ ‘­γι­νε συ­νή­θεια πού, κι ἐ­χτὸς δου­λειᾶς, δὲν κοί­τα­ζε τοὺς ἄλ­λους στὰ μά­τια.

     Πά­ει, τοῦ κόλ­λη­σε ἡ ντρο­πή.

     Τρεῖς φο­ρὲς τὴ μέ­ρα πέρ­να­γε ὁ ἐ­πι­στά­της νὰ βά­λει ὑ­πο­γρα­φὴ στὴν κάρ­τα, πὼς εἶ­ναι πα­ρών.

     Δὲν ἤ­ξε­ρε γράμ­μα­τα κι ἔ­βα­ζε πλά­ι στ’ ὄ­νο­μά του σταυ­ρό.

     Ἡ κάρ­τα κι ὁ σταυ­ρός, μὲ τὸν και­ρό, ἀ­πέ­κτη­σαν στὰ μά­τια του μιὰ ἰ­δι­αί­τε­ρη δύ­να­μη. Ἦ­ταν τὸ ἀ­ναγ­κα­στι­κό, ἄ­ρα σπου­δαῖ­ο, ση­μεῖ­ο ἐ­πα­φῆς μὲ τὸν ἐ­πι­στά­τη, μὲ τὴν ὑ­πη­ρε­σί­α. Με­τὰ ἀ­πὸ κά­θε σταυ­ρὸ ποὺ ἔ­βα­ζε, ἔ­νι­ω­θε πιὸ σί­γου­ρος.

     «Ἄιν­τε, στοῦρ­νο! Τέ­λει­ω­νε» τὸν ἀ­πό­παιρ­νε μα­λα­κὰ ὁ ἐ­πι­στά­της. Ὂχ ὀ­ρέ, μό­λις τοῦ ‘­λε­γε κά­να τέ­τοι­ο μι­σο­γλυ­κό­λο­γο! Χτύ­πα­γε ἡ καρ­διά του.

     «Μά­λι­στα, ἀ­φεν­τι­κό. Μά­λι­στα. Μά­λι­στα.»

     «Θὰ κά­νεις καὶ συν­τή­ρη­ση. Σπιρ­τό­ξυ­λο νὰ μὴ μεί­νει. Ἄν­τε, γειά σου.»

     «Χαί­ρε­τε. Οὔ­τε σπίρ­το. Χαί­ρε­τε. Χαί­ρε­τε.»

     Τοῦ ‘­πε καὶ «γειά σου» ὅ­ταν ἔ­φυ­γε. Βρέ, βρὲ πρά­μα­τα. Χα­μο­γε­λοῦ­σε γιὰ πολ­λὴ ὥ­ρα, σκου­πί­ζον­τας μ’ ἐ­πι­μέ­λεια.

     Μιὰ στὸ καρ­φὶ καὶ μιὰ στὸ πέ­τα­λο ὁ ἐ­πι­στά­της.

     Ἀλ­λὰ κι ὅ­ταν τὸν ἔ­βρι­ζε ὅ­μως, δο­κί­μα­ζε μιὰ δι­α­φο­ρε­τι­κὴ τα­ρα­χὴ – πε­ρι­έρ­γως, ὄ­χι δυ­σά­ρε­στη. Ἔ­νι­ω­θε ἕρ­μαι­ο στὰ χέ­ρια του. Τὸ ἀ­φεν­τι­κό. Τὸ κρά­τος.

     Τὸν θαύ­μα­ζε ὅ­ταν τοῦ ‘­βα­ζε τὶς φω­νές, χαι­ρό­ταν ὅ­ταν τοῦ πέ­τα­γε κά­να κό­κα­λο κα­λο­σύ­νης, εὐ­χα­ρι­στι­ό­ταν καὶ τὸ θε­ω­ροῦ­σε δί­και­ο ὅ­ταν τοῦ ‘­παιρ­νε μί­ζα ἀ­π’ τὶς ὑ­πε­ρω­ρί­ες καὶ τὶς Κυ­ρι­α­κά­δες ποὺ δού­λευ­ε.

     Ὅ­λα αὐ­τὰ τὰ συ­ναι­σθή­μα­τα μού­δια­ζαν, ἀ­λά­φια­ζαν, μερ­μήγκια­ζαν, φό­βι­ζαν, γλύ­και­ναν τὸ κορ­μί του. Στὸ σταυ­ρό, ἔ­φτα­ναν στὴν κο­ρύ­φω­σή τους.

     Ὅ,τι ἔ­βγα­ζε πιά, τ’ ἀ­κούμ­πα­γε στὸ οὖ­ζο. Ὅ­ταν πο­τί­στη­κε γιὰ τὰ κα­λά το κορ­μί του, ζή­τα­γε καὶ στὴ δου­λειά. Ἔ­παιρ­νε μα­ζί του, σὲ μπο­τί­λια ἐμ­φι­α­λω­μέ­νου νε­ροῦ, κι ἔ­πι­νε.

     Ὁ ἐ­πι­στά­της τὸν σκυ­λό­βρι­ζε, συ­χνὰ πυ­κνὰ τὸν ἔ­δι­ω­χνε καὶ τοῦ ‘­κο­βε τὸ με­ρο­κά­μα­το, μὰ στὸ τέ­λος τὸν ἄρ­χι­σε στὴν πλά­κα.

     Ποῦ νὰ χά­νει τώ­ρα τὴ μί­ζα του καὶ ποι­ός ξέ­ρει ποι­ό μοῦ­τρο θὰ ‘ρ­θεῖ στὴ θέ­ση του! Ἔ­γι­νε ὁ κα­ραγ­κι­ό­ζης του. «Ἀν­τρί­κο, μα­λα­καν­τρί­κο;»

     «Δι­α­τάξ­τε, ἀ­φεν­τι­κό.»

     «Σοῦ ση­κώ­νε­ται, ρέ; Σοῦ ση­κώ­νε­ται;»

     Ἔ­γι­νε τὸ νού­με­ρο στὴν πε­ρι­ο­χή, για­τὶ τρέ­κλι­ζε καὶ για­τὶ ἀ­π’ τὴν ἀ­φα­γί­α ἔ­μει­νε πε­τσὶ καὶ κό­κα­λο καὶ μο­νά­χα ἡ μύ­τη του φού­σκω­νε, σὰν με­λι­τζά­να.

     Τὰ παι­διὰ πε­τρο­βό­λη­μα, κι οἱ με­γά­λοι: «Σού­ρα; χῶ­μα; λι­ῶ­μα; Πά­λι πορ­το­κα­λά­δα ἤ­πι­ες, ρέ;»

     Μιὰ μέ­ρα ἔ­πε­σε στὸ δρό­μο ἀ­ναί­σθη­τος. Τὸν πῆ­γαν στὸ νο­σο­κο­μεῖ­ο. Συ­κώ­τι. Βα­ριὰ μορ­φή.

     Μό­λις βγῆ­κε, ὁ Δῆ­μος τοῦ ‘­δω­σε σύν­τα­ξη λό­γω ἀ­να­πη­ρί­ας.

     Ἐ­κεῖ γύρ­να­γε, στὸ Κου­κά­κι, ἀ­πὸ κα­φε­νεῖ­ο σὲ κα­φε­νεῖ­ο.

     Ἔ­νι­ω­θε κι ἀ­μυ­δρὰ κά­ποι­α προ­στα­σί­α, ἀ­π’ τὴν ὑ­πη­ρε­σί­α ἀ­π’ τὸν ἐ­πι­στά­τη. Τὸ χω­ριὸ τὸ λη­σμό­νη­σε τε­λεί­ως. Τὸ κορ­μί του ζη­τοῦ­σε μό­νο οὖ­ζο. Οὔ­τε σχέ­δια οὔ­τε ἀ­να­μνή­σεις. Οὖ­ζο.

     Ὁ ἐ­πι­στά­της ἦ­ταν ὑ­πο­χρε­ω­μέ­νος νὰ τὸν περ­νά­ει στὴν κάρ­τα σὰν ἀ­πόν­τα, γιὰ ἕ­να ἑ­ξά­μη­νο ἀ­π’ τὴ δι­α­κο­πὴ τῆς δου­λειᾶς. Μιὰ μέ­ρα συ­ναν­τή­θη­καν.

     «Ἀν­τρί­κο, σοῦ κά­νει νιά­ου, ρέ; Πῶς τὴ βγά­ζεις, ρὲ σού­ρα; Τὴ βα­ρᾶς κα­θό­λου;»

     «Ἀ­φεν­τι­κό, νὰ ὑ­πο­γρά­ψω. Δώ­σ’ μου νὰ ὑ­πο­γρά­ψω.»

     «Για­τί, μὴ χά­σεις τὸ με­ρο­κά­μα­το; Ρὲ τὸ μα­λά­κα! Ξέ­ρεις τί γρά­φει ἐ­δῶ, δί­πλα στ’ ὄ­νο­μά σου; Ἀ­πών.»

     Ἔ­λαμ­ψε τὸ πρό­σω­πό του. Ὥ­στε τὸ ἀ­φεν­τι­κὸ ἔ­γρα­φε τ’ ὄ­νο­μά του καὶ δί­πλα «ἀ­πών»;

     Γι­ό­μι­σε πε­ρη­φά­νια καὶ σι­γου­ριά. Σὰν τό­τε ποὺ τοῦ ‘­πε ὁ πρό­ε­δρος πὼς εἶ­ναι ἐ­θνι­κό­φρων.

     Νὰ ποὺ τὸν νοι­ά­ζον­ται ἀ­κό­μα! Ἀ­πὸ κεί­νη τὴ μέ­ρα πέρ­να­γε ἀ­π’ τὸ γρα­φεῖ­ο τῶν ἐ­πι­στα­τῶν κά­θε πρω­ΐ, ἄ­νοι­γε δει­λὰ τὴν πόρ­τα κι ἔ­λε­γε:

     «Ἀ­φεν­τι­κό, εἶ­μαι σή­με­ρα ἀ­πών;»

     Ἐ­κεῖ­νος τὸν ἔ­λου­ζε, για­τὶ τὸν βα­ρέ­θη­κε.

     Καὶ τί δὲν τοῦ ‘­λε­γε: πο­δο­πα­τη­μέ­νε, ξε­φτι­λι­σμέ­νε, μου­νό­σκυ­λο. Μὰ ὅ­σο τοῦ ‘­λε­γε, τό­σο δὲν κου­νι­ό­ταν καὶ κά­που κά­που ρώ­τα­γε:

     «Ἀ­φεν­τι­κό, εἶ­μαι σή­με­ρα ἀ­πών;»

     «Εἶ­σαι, ρὲ βλά­χο! Εἶ­σαι, ρὲ ἀρ­χί­δι! Ἄ σι­χτίρ!»

     Τό­τε φω­τι­ζό­ταν τὸ πρό­σω­πό του κι ἐ­πα­να­λάμ­βα­νε, το­νί­ζον­τας κι ἀ­πο­λαμ­βά­νον­τας τὶς συλ­λα­βές:

     «Εἶ­μαι ἀ­πών. Εἶ­μαι ἀ­πών.»



Πηγή: Ντι­ά­λιθ’ ἴμ, Χρι­στά­κη (διηγήματα, ἐκδ. Ὕψιλον, 1987).

Σω­τή­ρης Δη­μη­τρί­ου (Πό­βλα Θε­σπρω­τί­ας, 1955). Δι­ή­γη­μα, μυ­θι­στό­ρη­μα. Ζεῖ καὶ ἐρ­γά­ζε­ται στὴν Ἀ­θή­να. Βι­βλί­α: Ψη­λα­φί­σεις (ποι­ή­μα­τα, 1985), Ντι­ά­λι­θ’ ἴμ, Χρι­στά­κη (1987), Ν’ ἀ­κού­ω κα­λὰ τ’ ὄ­νο­μα σου (1993), Ἡ σι­ω­πὴ τοῦ ξε­ρό­χορ­του (2011) κ.ἄ.



		

	

Νι­κό­λας Σε­βα­στά­κης: Τὰ ἄρ­βυ­λα ἢ φο­νέ­ας γο­νέ­ων



Νι­κό­λας Σε­βα­στά­κης


Τὰ ἄρ­βυ­λα ἢ φο­νέ­ας γο­νέ­ων


ΕΝ ΕΙΧΕ ΑΚΟΜΑ ξη­με­ρώ­σει καὶ φο­ρών­τας τὴν ἄ­σπρη φα­νέ­λα βγῆ­κε στὸν κῆ­πο. Τὸ στό­μα του ἦ­ταν τό­σο στυ­φὸ ποὺ δὲν τὸ ἔ­νι­ω­θε, σὰν νὰ τοῦ εἶ­χαν κά­νει το­πι­κὴ ἀ­ναι­σθη­σί­α. Οὔ­τε τὸ κρύ­ο αἰ­σθα­νό­ταν, πα­ρὰ τὸ ὅ­τι φο­ροῦ­σε μό­νο τὴν κά­τω πι­τζά­μα του, τὴ φα­νέ­λα καὶ τὰ ἄρ­βυ­λα τοῦ στρα­τοῦ χω­ρὶς κάλ­τσες. Πρὶν βγεῖ στὸν κῆ­πο, πρὶν φτά­σει μέ­χρι τὴν ἀ­πο­θή­κη μὲ τὰ ἐρ­γα­λεῖ­α καὶ τὰ τσου­βά­λια μὲ τὰ κού­τσου­ρα γιὰ τὴν ξυ­λό­σομ­πα, εἶ­χε φτιά­ξει κα­φέ: σὲ ἕ­να πο­τή­ρι κρύ­ο νε­ρὸ τρεῖς τε­ρά­στι­ες κου­τα­λι­ὲς νὲς κα­φέ. Ἡ κου­ζί­να μύ­ρι­ζε κα­πνὸ καὶ οὖ­ρα. Αὐ­τὴ εἶ­χε φαί­νε­ται ξε­χά­σει πά­λι τὸ δο­χεῖ­ο της ἔ­ξω ἀ­πὸ τὸ ὑ­πνο­δω­μά­τιο.

       Τὴν ὥ­ρα ποὺ ἔ­πι­νε μὲ με­γά­λες γου­λι­ὲς τὸν κα­φέ του, ὁ ἦ­χος ἀ­πὸ τὸ ρο­λό­ϊ τοῦ τοί­χου γλί­στρη­σε μέ­σα ἀ­πὸ τοὺς κρο­τά­φους του καὶ σφη­νώ­θη­κε κά­που στὸ βά­θος τῶν αὐ­τι­ῶν του. Τρεῖς μέ­ρες τώ­ρα τὸν σφυ­ρο­κο­ποῦ­σε ὁ πο­νο­κέ­φα­λος.

       Κά­θε με­ση­μέ­ρι τὸν ἔ­βλε­παν νὰ περ­πα­τά­ει μέ­χρι τὴν ἄ­κρη τῆς πό­λης μὲ τὴ φα­νέ­λα καὶ τὸ τσι­γά­ρο στὸ στό­μα. Μι­λοῦ­σε μέ­σα ἀ­πὸ τὰ δόν­τια του, ἀλ­λὰ τὸ τσι­γά­ρο δὲν ἔ­πε­φτε. Μιὰ φο­ρὰ μό­νο πῆ­γαν νὰ τὸν πει­ρά­ξουν οἱ μι­κροὶ μπά­σταρ­δοι μὲ τὰ πο­δή­λα­τα. Συ­νέ­χι­σε νὰ βα­δί­ζει χω­ρὶς νὰ τοὺς δί­νει ση­μα­σί­α, μέ­χρι ποὺ μιὰ πέ­τρα τὸν βρῆ­κε στὸ πό­δι, πί­σω ἀ­πὸ τὸν ἀ­στρά­γα­λο. Στα­μά­τη­σε στὴ μέ­ση του δρό­μου καὶ ἄρ­χι­σε νὰ βγά­ζει ἀρ­γὰ ἀρ­γὰ τὸ παν­τε­λό­νι καὶ ἔ­πει­τα τὸ ἐ­σώ­ρου­χο. Τὸ δί­πλω­σε προ­σε­κτι­κὰ καὶ τὸ ἔ­βα­λε στὸν ὦ­μο του. Ἔ­τσι ὁ­λό­γυ­μνος βά­δι­σε ἀ­νά­στρο­φα, πρὸς τὴν πλευ­ρὰ τῶν πα­λι­ό­παι­δων ποὺ εἶ­χαν κε­ρώ­σει ἀ­πὸ τὸ φό­βο τους. Τό­τε Ἐ­κεί­νη εἶ­χε ἔλ­θει τρέ­χον­τας νὰ τὸν τυ­λί­ξει μὲ μιὰ κου­βέρ­τα. Ἦ­ταν ἀ­η­δι­α­στι­κή, τὸ στό­μα της εἶ­χε σα­πί­σει ἀ­π’ τὶς πολ­λὲς βρι­σι­ές. Ἔ­βρι­ζε τὶς κό­τες, τὸ γέ­ρο, τὶς πόρ­τες ποὺ εἶ­χαν σκε­βρώ­σει, ἔ­βρι­ζε τὸ χῶ­μα καὶ τὰ δέν­τρα, τοὺς ἀ­ρου­ραί­ους καὶ τὶς γυ­ναῖ­κες στὸ μπα­κά­λη καὶ στὴν ἐκ­κλη­σί­α. Ἔ­βρι­σε καὶ τὰ πα­λι­ό­παι­δα ποὺ εἶ­χαν λου­φά­ξει σὲ ἀ­πό­στα­ση ἀ­σφα­λεί­ας. Μό­νο σὲ αὐ­τὸν δὲν εἶ­χε κα­κο­μι­λή­σει τὰ τε­λευ­ταῖ­α χρό­νια. Τοῦ ἔ­βρε­χε τὸ μέ­τω­πο μὲ ἕ­να κί­τρι­νο πα­νὶ καὶ τοῦ μπά­λω­νε τὶς κάλ­τσες.


Ξέ­χα­σε νὰ βά­λει ζά­χα­ρη στὸν κα­φὲ καὶ εἶ­ναι τὸ στό­μα του ἀ­πὸ θειά­φι καὶ πίσ­σα, σκέ­τη κό­λα­ση. Ὅ­μως γιὰ τὴν κό­λα­ση καὶ τὸ δι­ά­βο­λο μι­λά­ει μό­νο Ἐ­κεί­νη, ἀ­πει­λών­τας τὸ γέ­ρο του ὅ­τι θὰ πά­ει ἄ­λι­ω­τος «ἐ­κεῖ κά­τω».

       Για­τί ἵ­δρω­σε τώ­ρα; Ἱ­δρώ­νει μό­νο ἀ­φοῦ πά­ρει τὰ ἕ­ξι χά­πια του, ἀλ­λὰ τρεῖς μέ­ρες τώ­ρα δὲν πῆ­ρε κα­νέ­να χά­πι. Γι’ αὐ­τὸ καὶ μπο­ρεῖ νὰ ἀ­κού­ει τό­σο κα­λὰ τὶς στα­γό­νες ποὺ πέ­φτουν ἀ­πὸ τὰ φύλ­λα τῆς μαν­τα­ρι­νιᾶς, τὴ γά­τα ποὺ θη­λά­ζει στὴν πί­σω αὐ­λή, τὸ σφύ­ριγ­μα ἀ­πὸ τὰ ρου­θού­νια τοῦ μπάρ­μπα-Σπύ­ρου ποὺ κοι­μᾶ­ται κά­που πε­νήν­τα μέ­τρα μα­κριά, στὸ σπί­τι μὲ τὸ φοί­νι­κα καὶ τὴν τε­ρά­στια σι­δε­ρέ­νια ἐ­ξώ­πορ­τα.

       Πό­τε ἄ­κου­γε τό­σο κα­θα­ρά; Μό­νο τό­τε ποὺ ἔ­βα­ζε ἕ­να πα­νὶ μὲ κα­θα­ρὴ βεν­ζί­νη στὴ μύ­τη καὶ πε­ρί­με­νε νὰ τὸν πιά­σει ἡ τρι­κυ­μί­α, ἡ ἀ­πό­λυ­τη ἐ­γρή­γορ­ση ἀ­πέ­ναν­τι στοὺς μα­κρι­νοὺς ἤ­χους. Τό­τε ἔ­νι­ω­θε τὸν ἴ­διο με­ταλ­λι­κὸ κυ­μα­τι­σμὸ ποὺ κα­θά­ρι­ζε τὸν κό­σμο ἀ­πὸ τὰ πε­ριτ­τὰ βά­ρη, γιὰ νὰ με­του­σι­ώ­σει στὸ στῆ­θος τοῦ βεν­ζι­νό­πληκτου τοὺς ἐ­λά­χι­στους παλ­μι­κοὺς τό­νους ἀ­πὸ ἕ­να κλει­δὶ ποὺ γυ­ρί­ζει ἢ ἀ­πὸ τὸ τα­κού­νι τῆς γει­τό­νισ­σας ποὺ συν­τρί­βει τὸ κοι­μι­σμέ­νο σα­λιγ­κά­ρι.

       Τὸ ὅ­πλο ἦ­ταν κρε­μα­σμέ­νο στὸ πί­σω μέ­ρος τῆς ἀ­πο­θή­κης. Μύ­ρι­ζε γρά­σο καὶ κλει­σού­ρα. Στὸ ξύ­λι­νο κον­τά­κι ὁ γέ­ρος εἶ­χε χα­ρά­ξει μὲ σου­γιὰ τὸ μι­κρό του ὄ­νο­μα. Ἦ­ταν καλ­λι­γρά­φος, ὅ­πως ὅ­λοι σχε­δὸν τῆς γε­νιᾶς τοῦ πα­λιοῦ σχο­λαρ­χεί­ου, ἀ­γρο­τό­παι­δα καὶ γιοὶ οἰ­νο­ποι­ῶν, ρα­φτά­δων καὶ ἐμ­πο­ρο­ϋ­παλ­λή­λων.

       Σὲ λί­γο θὰ ἄ­να­βε τὸ φω­τά­κι τῆς κου­ζί­νας. Δὲν ὑ­πῆρ­χε και­ρός, ἔ­πρε­πε νὰ βια­στεῖ. Τὴ στιγ­μὴ ποὺ ἔμ­παι­νε στὸ σπί­τι πα­ρα­λί­γο νὰ πα­τή­σει ἕ­να ψό­φιο πον­τί­κι. Ἀ­η­δί­α! Για­τί ἦ­ταν ὅ­λα τό­σο βρώ­μι­κα σὲ αὐ­τὸ τὸ μέ­ρος; Ἔ­δω­σε μιὰ δυ­να­τὴ κλω­τσιὰ μὲ τὴν ἀρ­βύ­λα καὶ ση­μά­δε­ψε τὴν ἀ­κα­θό­ρι­στη μά­ζα τῶν γέ­ρων πά­νω στὸ ἀρ­χαῖ­ο κρε­βά­τι.

       Ὅ­ταν τὸν βρῆ­καν ἔ­λει­πε τὸ μι­σό του πρό­σω­πο. Πρὶν βά­λει τὸ ὅ­πλο στὸ στό­μα, εἶ­χε φρον­τί­σει νὰ κά­ψει στὴ σόμ­πα φα­νέ­λα, πι­τζά­μα καὶ ἐ­σώ­ρου­χο. Τὸ κρε­βά­τι τοῦ φό­νου ἦ­ταν στρω­μέ­νο καὶ τὰ πτώ­μα­τα τῶν γέ­ρων το­πο­θε­τη­μέ­να μὲ τά­ξη σὲ ἕ­να με­γά­λο στρῶ­μα στὸ πά­τω­μα. Ὁ ἐ­νω­μο­τάρ­χης ἔ­κα­νε ἕ­να σχό­λιο γιὰ τὰ ἄ­ψο­γα γυ­α­λι­σμέ­να στρα­τι­ω­τι­κὰ ἄρ­βυ­λα ποὺ φο­ροῦ­σε ὁ δο­λο­φό­νος καὶ αὐ­τό­χει­ρας. Τὰ εἶ­χε δέ­σει κα­νο­νι­κὰ πρὶν ἀ­πὸ τὴν τε­λευ­ταί­α πρά­ξη τοῦ δρά­μα­τος. Τὸ κα­κό, σκέ­φτη­κε —ὄ­χι χω­ρὶς κά­ποιο θαυ­μα­σμὸ— ὁ ἐ­νω­μο­τάρ­χης, δὲν εἶ­χε ξε­ρι­ζώ­σει τὰ ὑ­γι­ῆ στοι­χεῖ­α ποὺ κοι­μόν­του­σαν στὴν ψυ­χὴ τοῦ πα­λιοῦ ἔ­φε­δρου ἀν­θυ­πο­λο­χα­γοῦ τῶν τε­θω­ρα­κι­σμέ­νων. Ἂς εἶ­ναι. Μπο­ροῦ­με ἴ­σως νὰ συμ­πε­ρά­νου­με ὅ­τι τὸ σκό­τος καὶ τὸ χά­ος δὲν θὰ ἐ­πι­κρα­τή­σουν πο­τὲ κα­τὰ κρά­τος.



Πη­γή: Γυ­ναί­κα μὲ­ πο­δή­λα­το (μι­κρὰ πε­ζά, δι­η­γή­μα­τα καὶ βι­νι­έ­τες (2014, Πό­λις)

Νι­κό­λας Σε­βα­στά­κης (1964, Καρ­λό­βα­σι τῆς Σά­μου).  Ἀ­σχο­λή­θη­κε μὲ τὴν ποί­η­ση, τὸ φι­λο­σο­φι­κὸ δο­κί­μιο, τὴν κρι­τι­κὴ καὶ τὴν πο­λι­τι­κὴ Θε­ω­ρί­α. Εἶ­ναι κα­θη­γη­τὴς Πο­λι­τι­κῆς Φι­λο­σο­φί­ας στὸ τμῆ­μα Πο­λι­τι­κῶν Ἐ­πι­στη­μῶν τοῦ Ἀ­ρι­στο­τε­λεί­ου Πα­νε­πι­στη­μί­ου Θεσ­σα­λο­νί­κης. Ἔ­χει ἐκ­δώ­σει τὶς με­λέ­τες: Ἡ ψυ­χὴ καὶ τὰ εἴ­δω­λα (Κρι­τι­κή. 1997). Πρὸς τὴ ρο­μαν­τι­κὴ κρί­ση (Ἐ­ρα­σμος, 1998), Ἡ ἀλ­χη­μεί­α τῆς εὐ­τυ­χί­ας (Πό­λις, 2000), Κοι­νό­το­πη χώ­ρα (Σαβ­βά­λας, 2004), Φι­λό­ξε­νος μη­δε­νι­σμὸς (Ἑ­στί­α, 2008), Λα­ϊ­κι­σμός, ἀν­τι­λα­ϊ­κι­σμὸς καὶ κρί­ση (Νε­φέ­λη, 2012), κ.ἄ. Τὶς ποι­η­τι­κὲς συλ­λο­γὲς Οἰ­κεῖ­ο φεγ­γά­ρι (Ἠ­ρι­δα­νός, 1987), Λά­φυ­ρο ἀ­γα­πη­μέ­νων ἡ­με­ρῶν (Νε­φέ­λη, 1993), Βέ­βη­λες σκέ­ψεις (Ἀ­λε­ξάν­δρεια, 1993) καὶ Οἱ χει­μῶ­νες τῆς μνή­μης (Πα­νο­πτι­κόν, 2010).



		

	

Σπύ­ρος Κρόκος: Ἀριάδνη



Σπύ­ρος Κρόκος


Ἀ­ριά­δνη


Η ΣΥΝΑΝΤΗΣΑ ἕ­να πα­γω­μέ­νο βρά­δι, σερ­γι­α­νών­τας, ἔ­πει­τα ἀ­πὸ ἕ­να λυ­τρω­τι­κὸ με­θύ­σι μὲ φί­λους. Κά­πνι­ζε ἔ­ξω ἀ­πὸ ἕ­να ὑ­πό­γει­ο ἀ­π’ ὅ­που ἀ­κού­γον­ταν τὸ Three O’ Clock in the Morning τοῦ Ντέξ­τερ Γκόρ­ντον. Ἕ­νας μάλ­λι­νος πλε­κτὸς σκοῦ­φος, χω­μέ­νος μέ­χρι τ’ αὐ­τιά, ἔ­κρυ­βε μέ­ρος τοῦ προ­σώ­που της. Ἦ­ταν σέ­ξι μ’ ἑλ­κυ­στι­κὸ σῶ­μα, ἂν κι ὄ­χι ἰ­δι­αί­τε­ρα ὄ­μορ­φη. Τί­να­ζε τὶς στά­χτες σὲ μιὰ γλά­στρα-τε­νε­κέ, μέ­σα στὴν ὁ­ποί­α σά­πι­ζε ἕ­να πα­χύ­φυ­το. Τ’ ἀν­θι­σμέ­να νυ­χτο­λού­λου­δα ἀ­πὸ τὸ δι­πλα­νὸ ἀλ­σύλ­λιο ἀ­πε­λευ­θέ­ρω­ναν λε­πτὰ ἀ­ρώ­μα­τα λε­μο­νιοῦ, βα­νί­λιας καὶ με­λιοῦ, ποὺ ἀ­να­κα­τεύ­ον­ταν μὲ τὴν ὑ­γρα­σί­α τῆς νύ­χτας.

       «Ἔ­λα, ἔ­χει βρα­διὰ ἀ­νά­γνω­σης» μὲ πα­ρό­τρυ­νε γέρ­νον­τας ἐ­λα­φρὰ τὸ κε­φά­λι πρὸς τὸ κα­τώ­φλι. Αἰφ­νι­δι­ά­στη­κα. Τῆς χα­μο­γέ­λα­σα ἐν­στι­κτω­δῶς. Ἀν­τα­πέ­δω­σε, κα­θὼς μὲ πα­ρα­τη­ροῦ­σε. Κα­τέ­βη­κα τὰ σκα­λιὰ κι ἔ­σπρω­ξα τὴν τζα­μέ­νια πόρ­τα. Ὁ χῶ­ρος ἔ­φερ­νε σὲ αὐ­το­σχέ­διο μπάρ. Κα­μιὰ τρι­αν­τα­ριὰ ἄ­το­μα ἔ­πι­ναν καὶ κά­πνι­ζαν, μό­νοι ἢ σὲ πα­ρέ­ες. Μύ­ρι­ζε μπά­φο κι ἀλ­κο­όλ. Μιὰ γυ­ναί­κα σ’ ἕ­να μι­κρὸ ξύ­λι­νο βά­θρο κρα­τοῦ­σε στὰ χέ­ρια της με­ρι­κὲς σκι­σμέ­νες σε­λί­δες βι­βλί­ου καὶ δι­ά­βα­ζε δυ­να­τά. Γύ­ρω της εἶ­χαν μα­ζευ­τεῖ κά­ποι­οι ποὺ τὴν ἄ­κου­γαν, γε­λών­τας καὶ σχο­λι­ά­ζον­τας. Τὸ βι­βλίο ἦ­ταν πε­τα­μέ­νο δί­πλα της. Πλη­σί­α­σα καὶ τὸ σή­κω­σα. Οἱ Ση­μει­ώ­σεις ἑ­νὸς Πορ­νό­γε­ρου, τοῦ Μπου­κόφ­σκι. Ἔ­νι­ω­σα στὸ χέ­ρι μου τὸ ἐ­πι­τη­δευ­μέ­νο στρι­φο­γύ­ρι­σμα τῆς κυ­λιν­δρι­κῆς ἐ­πι­φά­νειας μπου­κα­λιοῦ. Κα­τά­λα­βα πὼς ἦ­ταν ἐ­κεί­νη. Μό­λις γύ­ρι­σα μοῦ χα­μο­γέ­λα­σε καὶ ζή­τη­σε κά­νον­τάς μου νό­η­μα, τὸ βι­βλί­ο. Τὸ ἀν­ταλ­λά­ξα­με μὲ τὴν μπύ­ρα, χέ­ρι μὲ χέ­ρι. Τὴν κοι­τοῦ­σα νὰ ἀ­πο­μα­κρύ­νε­ται μέ­σα στὴν τσι­γα­ρί­λα πρὸς μιὰ αὐ­το­σχέ­δια βι­βλι­ο­θή­κη στὸ βά­θος. Ἐ­πέ­στρε­ψε χω­ρὶς τὸ βι­βλί­ο, ἕ­να μὲ δύ­ο λε­πτὰ ἀρ­γό­τε­ρα. Μ’ ἐ­πι­α­σε ἀ­π’ τὸ μπρά­τσο.

       «Ἐλ­πί­ζω νὰ μὴν εἶ­σαι πο­λὺ ξε­νέ­ρω­τος» μου εἶ­πε. Ἦ­ταν πε­ρισ­σό­τε­ρο πεί­ραγ­μα, νο­μί­ζω, ἂν καὶ δὲν ὑ­πῆρ­χε κά­ποι­α ἔν­δει­ξη στὴν ἔκ­φρα­ση καὶ στὸ ὕ­φος της ποὺ νὰ ἐ­πι­βε­βαί­ω­νε ἐ­κεί­νη τὴν ὥ­ρα κά­τι τέ­τοι­ο.

       Σὲ μί­α ἀ­πὸ τὶς πα­ρέ­ες μὲ σύ­στη­σε ὡς Θη­σέ­α. Εἶ­πε πὼς εἶ­μαι φί­λος της καὶ πὼς ἦρ­θα γιὰ νὰ τὴ “μα­ζέ­ψω”.

       Βγαί­νον­τας ἀ­π’ τὸ μπὰρ εἶ­χε ἤ­δη ἀρ­χί­σει νὰ φυ­σά­ει καὶ νὰ ψι­χα­λί­ζει. Περ­πα­τή­σα­με με­ρι­κὰ τε­τρά­γω­να πί­νον­τας ἐ­ναλ­λὰξ μπύ­ρα ἀ­πὸ τὸ μπου­κά­λι. Δὲν κα­τά­λα­βα πό­τε πέ­ρα­σα τὸ χέ­ρι μου γύ­ρω ἀ­πὸ τὴ μέ­ση της καὶ πά­νω στοὺς γο­φούς της. Ἀ­νε­βή­κα­με στὸ δι­α­μέ­ρι­σμά της.

       «Οὐ­ί­σκι;» ρώ­τη­σε.

       «Ναί­».

       «Πά­γο;»

       «Ὄ­χι».

       Δὲν ἔ­βα­λε οὔ­τε ἐ­κεί­νη. Τρά­βη­ξε τὸν σκοῦ­φο ἀ­πο­κα­λύ­πτον­τας τὸ γυ­μνό, ξυ­ρι­σμέ­νο κρα­νί­ο της. Τὰ μαλ­λιὰ της εἶ­χαν πέ­σει. Τὴν κοι­τοῦ­σα ἀ­μή­χα­να.

       «Εἶ­ναι αὐ­τὸ ποὺ σκέ­φτε­σαι.» Τὸ βλέμ­μα της ὁ­δή­γη­σε τὸ δι­κό μου στὸ στῆ­θος της.

       Πα­ρέ­μει­να ἀ­μή­χα­νος, χω­ρὶς νὰ μπο­ρῶ νὰ πῶ κά­τι.

       «Θὲς νὰ δεῖς;»

       Ἔ­γνε­ψα κα­τα­φα­τι­κά. Ἔ­βγα­λε τὴν μπλού­ζα καὶ τὸ φα­νε­λά­κι. Φά­νη­καν δύ­ο ἐ­κτε­νεῖς δι­α­γώ­νι­ες οὐ­λές, μί­α σὲ κά­θε στῆ­θος. Ἄγ­γι­ξα δι­στα­κτι­κά. Τὰ δά­χτυ­λά μου ἀν­τέ­δρα­σαν στὴν τρα­χύ­τη­τα τῆς οὐ­λῆς. Ἀρ­γὰ καὶ τρυ­φε­ρά, πί­ε­σε τὶς πα­λά­μες μου πά­νω της, πλέ­κον­τας τὰ δά­χτυ­λά της ἀ­νά­με­σα στὰ δι­κά μου. Ἡ αἴ­σθη­ση τῆς τρα­χύ­τη­τας ἄρ­χι­σε νὰ ὑ­πο­χω­ρεῖ, μέ­χρι ποὺ ἐ­ξα­λεί­φθη­κε. Φι­λη­θή­κα­με.

       Κά­να­με ἔ­ρω­τα ξα­νὰ καὶ ξα­νὰ ἐ­κεῖ­νο τὸ βρά­δι… Τὸ πρω­ί, μό­λις ἄ­νοι­ξα τὰ μά­τια, ἦ­ταν ἀ­πὸ πά­νω μου καὶ μὲ πα­ρα­τη­ροῦ­σε.

       «Κα­λη­μέ­ρα. Εἶ­μαι ἡ Ἀ­ριά­δνη» εἶ­πε χα­μο­γε­λών­τας. Ρώ­τη­σα ἂν θὰ τὴν ξα­να­έ­βλε­πα.

       «Ἴ­σως», μοῦ ἀ­πάν­τη­σε. «Ξέ­ρεις ποὺ συ­χνά­ζω.»

       Δυ­ὸ βρά­δια ἀρ­γό­τε­ρα κα­τη­φό­ρι­σα πρὸς τὸ αὐ­το­σχέ­διο μπάρ. Ἔ­μοια­ζε ἐγ­κα­τα­λειμ­μέ­νο. Ἡ τζα­μα­ρί­α του ἦ­ταν βαμ­μέ­νη μ’ ἕ­να ἄ­σπρο χρῶ­μα ποὺ τὴν ἔ­κα­νε ἀ­δι­α­φα­νῆ. Κά­ποι­α δι­α­λυ­μέ­να βα­ρέ­λια ποὺ ἔ­παι­ζαν τὸ ρό­λο τρα­πε­ζι­ῶν καὶ πάγ­κων, ἦ­ταν πα­ρα­τη­μέ­να πά­νω στὸ πε­ζο­δρό­μιο. Τὸ βά­θρο ἀ­νά­γνω­σης κι αὐ­τὸ πε­τα­μέ­νο μπρο­στὰ στὴν εἴ­σο­δο. Μαῦ­ρες σα­κοῦ­λες σκου­πι­δι­ῶν ξέ­χει­λες ἀ­πὸ ἄ­δεια μπου­κά­λια, στοι­βά­ζον­ταν δί­πλα στοὺς μπλὲ καὶ πρά­σι­νους κά­δους ἀ­πορ­ριμ­μά­των. Ἀ­πὸ ἕ­να πε­ρί­πτε­ρο λί­γο πα­ρα­κά­τω ἔ­μα­θα πὼς ὁ χῶ­ρος λει­τουρ­γεῖ σὰν πε­ρι­στα­σια­κὸ στέ­κι, κα­τὰ δι­α­στή­μα­τα νοι­κι­ά­ζε­ται καὶ γί­νον­ται δι­ά­φο­ρες ἐκ­δη­λώ­σεις. Ὁ τύ­πος ποὺ ρώ­τη­σα δὲ φά­νη­κε νὰ ἤ­ξε­ρε κά­τι πε­ρισ­σό­τε­ρο.

       Ἐ­πέ­στρε­ψα γιὰ ἕ­να τε­λευ­ταῖ­ο τσι­γά­ρο. Βο­λεύ­τη­κα δί­πλα στὴ γλά­στρα-τε­νε­κέ. Μέ­σα ἀ­πὸ τὸ ἀ­χνὸ φῶς τῆς φλό­γας τοῦ ἀ­να­πτή­ρα δι­έ­κρι­να στὴ βά­ση τῆς γλά­στρας κά­τι ποὺ μοῦ φά­νη­κε γνώ­ρι­μο. Τὸ πῆ­ρα στὰ χέ­ρια μου. Ἀ­συ­ναί­σθη­τα γύ­ρι­σα στὴν πρώ­τη σε­λί­δα. Βα­σι­κά, στὴ σε­λί­δα ποὺ ἐ­κεῖ­νο τὸ βρά­δι εἶ­χε συγ­κυ­ρια­κὰ βρε­θεῖ πρώ­τη. Στὸ ἐ­πά­νω της πε­ρι­θώ­ριο ὑ­πῆρ­χε γραμ­μέ­νο κά­τι: «Τε­λι­κὰ εἶ­σαι τυ­χε­ρός! Ἢ πει­σμα­τά­ρης κι αἰ­σι­ό­δο­ξος… Τὸ ἴ­διο μοῦ κά­νει. Σί­γου­ρα πάν­τως τζέν­τλε­μαν. Τὴ δι­εύ­θυν­ση γιὰ νὰ μοῦ ἐ­πι­στρέ­ψεις ὅ,τι ἀ­πέ­μει­νε ἀ­πὸ τὶς ση­μει­ώ­σεις τοῦ πορ­νό­γε­ρου, τὴ θυ­μᾶ­σαι φαν­τά­ζο­μια.» Ἔ­σβη­σα τὸ τσι­γά­ρο στὴ γλά­στρα-τε­νε­κέ. Ξε­κί­νη­σα, ἔ­χον­τας στὸ μυα­λό μου κα­τὰ τὴν ἐ­πι­στρο­φὴ νὰ πά­ρω τὸν τε­νε­κέ, νὰ τὸν κα­θα­ρί­σω καὶ νὰ τοῦ χα­ρί­σω γιὰ συν­τρο­φιὰ μιὰ ἀ­λο­κά­σια. Ὡς ἰ­δα­νι­κὸ φόν­το τῆς θέ­σης ποὺ θὰ ἔμ­παι­νε σκε­φτό­μουν τὸν λό­φο τοῦ Φι­λο­πάπ­που, ἔ­τσι ὅ­πως αὐ­τὸς φαί­νε­ται ἀ­πὸ τὸ μπαλ­κό­νι της.


Πηγή: Πρώτη δημοσίευση.

Σπύ­ρος Κρό­κος (1973). Σπού­δα­σε μα­θη­μα­τι­κὰ στὸ Πα­νε­πι­στή­μιο Ἰ­ω­αν­νί­νων καὶ ἐρ­γά­ζε­ται ὡς ἐκ­παι­δευ­τι­κὸς στὸ Μου­σι­κὸ Σχο­λεῖ­ο Ἀ­θή­νας. Ἔ­χει ὁ­λο­κλη­ρώ­σει με­τα­πτυ­χια­κὲς σπου­δὲς στὴ Μα­θη­μα­τι­κὴ Ἐκ­παί­δευ­ση (MSc), στὶς Ἐ­πι­στῆ­μες τῆς Ἀ­γω­γῆς (MEd) καὶ στὴ Δη­μι­ουρ­γι­κὴ Γρα­φὴ (MA). Συμ­με­τέ­χει ἐ­πί­σης στὸν πρῶ­το ἐ­τή­σιο κύ­κλο τῆς Σχο­λῆς Πυ­ρο­δό­τη­σης Θε­α­τρι­κῆς Γρα­φῆς τῶν Βαγ­γέ­λη Χα­τζη­γι­αν­νί­δη καὶ Θα­νά­ση Τρι­α­ρί­δη, τοῦ Θε­ά­τρου Πο­ρεί­α. Μι­κρῆς φόρ­μας ἔρ­γα του ἔ­χουν δη­μο­σι­ευ­τεῖ σὲ λο­γο­τε­χνι­κὲς ἰ­στο­σε­λί­δες. Σχε­τι­κὲς ἀ­να­φο­ρές:Τὸ automotrice τοῦ χρό­νου, Southern Point, Chop Chop Square, Ἀ­ριά­δνη στὸν ἱ­στο­χῶ­ρο, Ἱ­στο­ρί­ες Μπον­ζά­ι — Ἡ Αἰ­σθη­τι­κή του Μι­κροῦ· Θραύ­σμα­τα & Ἀ­να­μνή­σεις στὴν ἱ­στο­σε­λί­δα Eyelands· Ὁ Κό­σμος τῆς Λί­μνης στὸν ἱ­στό­το­πο­ Literature. Τὰ δι­η­γή­μα­τά του Ὁ Ἀ­φρι­κά­νι­κος Ζα­κὸ καὶ Τε­λευ­ταῖ­ο Δρο­μο­λό­γιο ἔ­χουν συμ­πε­ρι­λη­φθεῖ στὶς συλ­λο­γὲς δι­η­γη­μά­των «Δώ­μα­τα μὲ Θέ­α» (ἐκδ. Πα­ρά­ξε­νες Μέ­ρες) καὶ «Ἱ­στο­ρί­ες στὶς Ρά­γες» (ἐκδ. Πα­ρά­ξε­νες Μέ­ρες) ἀν­τί­στοι­χα. Ζεῖ στὴν Ἀ­θή­να.

Τζου­λιά­ννα Δα­βά­κη: Ἐπίλογος



Τζου­λιά­ννα Δα­βά­κη


Ἐ­πί­λο­γος


Οἱ με­γά­λες πρά­σι­νες χο­ρεύ­τρι­ες / Ντεγ­κὰ σὲ κάρ­τα
ΟΠΙΣΘΕΝ ΚΑΡΤΑΣ
(σφρα­γί­δα γαλ­λι­κοῦ τα­χυ­δρο­μεί­ου μὲ ἡ­με­ρο­μη­νί­α 08-01-2006)

Dear C.

 

It ΄s been a good time, here in Paris. I wish you could have been here, with me. There were some interesting exhibitions of Art. I am at a fri­ends΄­apar­t­ment now. Αlone. Soon I will be back in the States. When I return, I ΄ll try to change my ticket on the extra days for the weekend so we can have more time together. I have a plan on how to do it. I am waiting to see you but I am also very impatient about this. Being in Paris I have had a lot to reflect on,-to think about. My past, my future but I love you.

 

Love,

J.


* * *


ΑΝΕΠΙΔΟΤΗ ΑΠΑΝΤΗΣΗ (Χω­ρὶς κάρ­τα, 29-01-2006)

J.,

Δύ­ο πρά­σι­νες χο­ρεύ­τρι­ες τοῦ Ντεγ­κὰ ἄρ­γη­σαν εἴ­κο­σι ὁ­λό­κλη­ρες μέ­ρες καὶ νύ­χτες. Καὶ μά­λι­στα, χω­ρὶς τύ­ψεις. Ρου­φά­ω τὸ τε­λευ­ταῖ­ο τσι­γά­ρο τοῦ με­ρό­νυ­χτου. Μό­νο τὸ ψυ­γεῖ­ο σπά­ει τὴ σι­ω­πή. Τ’ ὄ­νο­μά της στὰ αὐ­τιά μου σὰ συ­νοι­κια­κὸ κου­τσομ­πο­λιό. Τυ­χαί­α ἐ­πι­λο­γὴ ἡ κάρ­τα σου ἢ γιὰ νὰ μοῦ θυ­μί­σεις ὅ­τι ἡ πρώ­ην γυ­ναί­κα σου ἦ­ταν πρί­μα μπα­λα­ρί­να; Ἢ τὸ χει­ρό­τε­ρο: τὸ ἔ­πρα­ξες ἀ­σύ­νει­δα ἐ­πει­δὴ ἐ­ξα­κο­λου­θοῦν οἱ μπα­λα­ρί­νες νὰ ἀ­σκοῦν πά­νω σου ἀ­κα­τα­μά­χη­τη ἕλ­ξη; Καὶ τὸ τη­λέ­φω­νο τό­σες μέ­ρες νε­κρό. Ὁ χρό­νος μας ἐ­πα­νῆλ­θε στὸ μη­δὲν κα­θὼς ἤ­ξε­ρα μό­νο πὼς μπο­ρεῖ νὰ πᾶς Χρι­στού­γεν­να στὸ Πα­ρί­σι κι ὄ­χι ἐ­δῶ, μὲ μέ­να. Προ­σκε­κλη­μέ­νος Γάλ­λων φί­λων ποὺ ἐ­γὼ δὲν ἔ­τυ­χε νὰ συ­ναν­τή­σω πο­τέ. Ἐξ ἀ­κο­ῆς μό­νο. Δὲν τοὺς συμ­πά­θη­σα. Δὲν εἶ­χα τὴν πα­ρα­μι­κρὴ ἰ­δέ­α ὅ­μως ὅ­τι τε­λι­κὰ πῆ­γες. Πέ­ρα­σαν οἱ γι­ορ­τὲς κι ἐ­γὼ ἀ­γνο­οῦ­σα ποῦ ἤ­σουν, μὲ ποι­ὸν ἤ­σουν, τί ἔ­κα­νες, τί εὐ­χή­θη­κες, τί δῶ­ρο πῆ­ρες. Οὔ­τε μιὰ εὐ­χὴ γιὰ κα­λὸ νέ­ο ἔ­τος. Ἐ­σεῖς στέλ­νε­τε καὶ κάρ­τες. Σκέ­φτη­κες τὸ πα­ρελ­θὸν καὶ τὸ μέλ­λον, μοῦ γρά­φεις. Ἐ­γὼ πο εἶ­μαι τὸ πα­ρόν σου —ὑ­πο­τί­θε­ται— ποῦ βρί­σκο­μαι; Καὶ μὲ ποι­ά σει­ρά; Θὰ ΄θε­λα νὰ τὴ μά­θω τὴ σει­ρά. Με­τὰ ἀ­πὸ τό­σο και­ρὸ εἶ­ναι γε­λοῖ­ο ἀλ­λὰ θέ­λω νὰ μά­θω σὲ ποι­ὰ σει­ρὰ στέ­κο­μαι καὶ σὲ πε­ρι­μέ­νω. Κι ἐ­σύ; Σὲ ἢ σὰν τα­ξι­δά­κι ἀ­να­ψυ­χῆς; Κα­λο­καί­ρι στὴν Ἑλ­λά­δα;

       Συ­γνώ­μη. Αὐ­τὸ δὲν ἔ­πρε­πε νὰ τὸ γρά­ψω.

       Ἂν ἤ­σουν ἐ­δῶ, δὲν ἔ­πρε­πε νὰ τὸ πῶ. Λά­θος μου. Σὲ ἀ­δι­κεῖ. Κι ἐ­γὼ αὐ­τὴ τὴ στιγ­μὴ δὲ θέ­λω νὰ σ΄ἀ­δι­κή­σω.

       Ἀλ­λὰ δὲν εἶ­σαι ἐ­δῶ. Ἔ­λα ὅ­πως εἶ­χες προ­γραμ­μα­τί­σει ἀλ­λὰ τὰ πράγ­μα­τα ἐ­δῶ μυ­ρί­ζουν βα­ρυ­χει­μω­νιά. Κι οἱ δυ­ὸ πρά­σι­νες χο­ρεύ­τρι­ες τοῦ Ντεγ­κὰ ὁ­δή­γη­σαν τὴ σκέ­ψη μου σὲ ἕ­να ἐν­θύ­μιο ἐ­πι­λό­γου.

 

Ἀ­γά­πη,

Κ.



Πη­γή: Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση.

Τζου­λιά­ννα Δα­βά­κη. Σπού­δα­σε Νο­μι­κά, εἶ­ναι δι­κη­γό­ρος καὶ φοι­τή­τρια στὸ ΜΠΣ Δη­μι­ουρ­γι­κὴ Γρα­φὴ τοῦ ΕΑΠ- Πα­νε­πι­στη­μί­ου Δυ­τι­κῆς Μα­κε­δο­νί­ας. Ἔ­χει δη­μο­σι­εύ­σει δύ­ο ἄρ­θρα στὴν ἐ­φη­με­ρί­δα Ἀ­πο­τυ­πώ­μα­τα μὲ τί­τλο «Συ­νε­πι­μέ­λεια τέ­κνων: Μιὰ ἐ­πι­τα­κτι­κὴ ἀ­νάγ­κη» καὶ «Τὸ τεκ­μή­ριο ἀ­θω­ό­τη­τας: Στοι­χεῖ­ο πο­λι­τι­σμοῦ καὶ ἐγ­γύ­η­ση γιὰ τὴν ἀ­σφά­λεια καὶ τὴ ζω­ή μας». Ἐ­πί­σης τὸ δι­ή­γη­μα «Τὸ πέν­θος» ἔ­χει δη­μο­σι­ευ­τεῖ στὸ πε­ρι­ο­δι­κὸ fractal



		

	

Γρη­γό­ρης Τε­χλε­με­τζῆς: Τὸ τί­μη­μα τῆς ἀ­λή­θειας



Γρη­γό­ρης Τε­χλε­με­τζῆς

 

Τὸ τί­μη­μα τῆς ἀ­λή­θειας


Waiting for Godot

ΙΧΕ ΑΠΟΦΑΣΙΣΤΕΙ. Θὰ μὲ ἐ­κτε­λοῦ­σαν. Ὄ­χι ὅ­τι μὲ ἔ­νοια­ζε ἰ­δι­αί­τε­ρα, ἀλ­λὰ ὅ­πως καὶ νὰ τὸ κά­νεις ἕ­νας θά­να­τος εἶ­ναι θά­να­τος καὶ εἰ­δι­κὰ ὅ­ταν εἶ­ναι βί­αι­ος.

       Ἦρ­θε στὸ κε­λί μου ὁ φρου­ρὸς καὶ μοῦ εἶ­πε ὅ­τι ἦ­ταν ἡ ὥ­ρα νὰ πᾶ­με.

       Τὸ κα­τά­λα­βε καὶ ὁ ἴ­διος ὅ­τι δὲν ὑ­πῆρ­χε λό­γος νὰ μὲ ἁ­λυ­σο­δέ­σει. Δὲν εἶ­χα κα­μί­α ὄ­ρε­ξη νὰ φύ­γω.

       Ἄ­νοι­ξε τὴ με­ταλ­λι­κὴ πόρ­τα καὶ βγή­κα­με στὸ μα­κρο­σκε­λὴ δι­ά­δρο­μο. Περ­πά­τη­σα ἀρ­κε­τὰ μέ­τρα δί­πλα του, σι­ω­πη­ρὸς καὶ βα­ρι­ε­στη­μέ­νος.

       Μπή­κα­με στὸ δω­μά­τιο. Πέν­τε ἄν­τρες ἦ­ταν μα­ζε­μέ­νοι σὲ μιὰ γω­νιὰ συ­ζη­τών­τας ψι­θυ­ρι­στά.

       Εἶ­χαν τό­σο κοι­νὰ πρό­σω­πα ποὺ τοὺς ξέ­χνα­γες τὸ ἑ­πό­με­νο λε­πτὸ ποὺ τοὺς ἔ­βλε­πες.

       Ὅ­ταν μᾶς ἀν­τι­λή­φθη­καν, στα­μά­τη­σαν καὶ ἕ­νας τους ἦρ­θε πρὸς τὸ μέ­ρος μας. Ἦ­ταν ἐ­ξί­σου βα­ρι­ε­στη­μέ­νος μὲ ἐ­μέ­να. Τὸ ἔ­βλε­πα στὸ πρό­σω­πό του καὶ στὰ ὑ­πο­το­νι­κὰ λό­για μὲ τὰ ὁ­ποῖ­α μοῦ μί­λη­σε.

       «Ἄν­τε ἔ­λα, νὰ τε­λει­ώ­νου­με. Ἐ­κεῖ εἶ­ναι ἡ ἠ­λε­κτρι­κὴ κα­ρέ­κλα. Κα­λὸ εἶ­ναι νὰ σὲ δέ­σου­με, για­τὶ ὁ προ­η­γού­με­νος, ποὺ ἐ­πέ­με­νε τὸ ἀν­τί­θε­το, πε­τά­χτη­κε μι­σο­πε­θα­μέ­νος ἀ­πὸ τὴ θέ­ση του κι ἀ­ναγ­κα­στή­κα­με νὰ δι­α­κό­ψου­με καὶ νὰ τὸν ξα­να­κα­θί­σου­με, ἐ­νῶ ἐ­κεῖ­νος οὔρ­λια­ζε ἀ­πὸ τὸν πό­νο. Ἦ­ταν πο­λὺ ἐ­πώ­δυ­νο γιὰ ὅ­λους. Χώ­ρια ὅ­τι κα­τα­λέ­ρω­σε τὸν τό­πο μὲ κα­μέ­νες σάρ­κες καὶ αἵ­μα­τα.»

       Δὲν εἶ­χα ὄ­ρε­ξη νὰ τοῦ ἀ­παν­τή­σω, οὔ­τε ποὺ μὲ συγ­κί­νη­σε ἡ φρι­κι­α­στι­κὴ πε­ρι­γρα­φή του. Μὰ δὲν ξέ­ρω πῶς μοῦ ἦρ­θε.

       «Θὰ ἤ­θε­λα μιὰ χά­ρη κύ­ρι­ε ἐ­κτε­λε­στή.»

       «Ὢχ αὐ­τοὶ οἱ κα­τά­δι­κοι μὲ τὶς χά­ρες τους. Ὅ­λο μπε­λά­δες μᾶς δη­μι­ουρ­γοῦν», σκέ­φτη­κε.

       Εἶ­δα τὶς σκέ­ψεις του στὸ πρό­σω­πό του, ποὺ σφί­χτη­κε ἀ­συ­ναί­σθη­τα, μὰ δὲν εἶ­πα κου­βέν­τα. Ἄλ­λω­στε δὲν ὑ­πῆρ­χε λό­γος.

       «Θὰ ἤ­θε­λα νὰ ἀ­να­βά­λου­με τὴν ἐ­κτέ­λε­ση γιὰ μιὰ ἄλ­λη φο­ρά. Ἴ­σως σὲ λί­γες μέ­ρες. Βα­ρι­έ­μαι ἀ­φό­ρη­τα σή­με­ρα.»

       Ἔ­κα­νε ἕ­ναν μορ­φα­σμὸ ἀ­πο­γο­ή­τευ­σης.

       «Δὲν ἔ­χει νό­η­μα. Κα­λύ­τε­ρα νὰ τε­λει­ώ­νου­με. Τὸ ξέ­ρεις ὅ­τι εἶ­ναι προ­τι­μό­τε­ρο καὶ γιὰ ­σέ­να. Ἂν θε­λή­σεις κά­τι, ἂς ἦ­ταν αὐ­τὸ ποὺ ἐ­πί­μο­να ἀρ­νεῖ­σαι τό­σο και­ρό. Νὰ ζη­τή­σεις χά­ρη καὶ δι­α­γρα­φὴ τῆς ποι­νῆς σου ἀ­πὸ τοὺς ἀ­νω­τέ­ρους. Μπο­ρεῖ καὶ νὰ στὴ δώ­σουν. Ἔ­χει συμ­βεῖ σὲ ἀ­νά­λο­γες πε­ρι­πτώ­σεις.»

       «Δὲ θέ­λω χά­ρη καὶ τὸ ξέ­ρε­τε. Μό­νο λί­γο χρό­νο θὰ χρεια­στῶ.»

       «Τί νὰ τὸν κά­νεις τὸν χρό­νο; Ξέ­ρεις ὅ­τι τί­πο­τα δὲ θὰ συμ­βεῖ καὶ θὰ μεί­νεις κλει­σμέ­νος ὅ­λη τὴν ὥ­ρα στὸ κε­λί σου μό­νος.»

       «Δὲν εἶ­μαι χα­ζός, τὸ κα­τα­λα­βαί­νω. Μπο­ρεῖ νὰ μὲ κα­τη­γο­ρή­σε­τε γιὰ ὁ­τι­δή­πο­τε καὶ νὰ ἔ­χε­τε καὶ δί­κιο, ἀλ­λὰ χα­ζὸς δὲν εἶ­μαι.»

       «Δὲν κα­τα­λα­βαί­νω για­τί δὲν ζη­τᾶς χά­ρη. Τό­σα χρό­νια καὶ πρώ­τη φο­ρὰ συμ­βαί­νει αὐ­τό. Μά­λι­στα τὸ ἀ­φεν­τι­κὸ μοῦ εἶ­πε ὅ­τι μπο­ρεῖ καὶ νὰ στὴ δώ­σει. Ἀρ­κεῖ νὰ τὴ ζη­τή­σεις. Εἶ­ναι πα­ρά­βα­ση κα­θή­κον­τος ποὺ στὸ λέω, ἀλ­λὰ δὲν ἀν­τέ­χω νὰ βλέ­πω αὐ­τὸν τὸν πα­ρα­λο­γι­σμό, πα­ρό­λο ποὺ δὲ μοῦ πέ­φτει λό­γος.»

       «Δὲ θέ­λω χά­ρη, στὸ λέ­ω γιὰ πολ­λο­στὴ φο­ρά. Θέ­λω νὰ πε­θά­νω ὅ­πως ὅ­λοι. Μό­νο νὰ ἀ­να­βλη­θεῖ ἡ ἐ­κτέ­λε­ση ἐ­πι­θυ­μῶ. Του­λά­χι­στον νὰ μὴ γί­νει σή­με­ρα.»

       Δί­στα­σε. «Πε­ρι­μέ­νεις καὶ ­σὺ νά ’ρ­θει. Τὸ βλέ­πω στὰ μά­τια σου. Πε­ρι­μέ­νεις. Εἶ­ναι ἀ­νο­η­σί­α. Πο­τὲ δὲν ἔ­χει συμ­βεῖ μέ­χρι τώ­ρα καὶ εἶ­μαι σί­γου­ρος ὅ­τι δὲ θὰ γί­νει πο­τέ. Καὶ ὅ­λοι αὐ­τοὶ ποὺ κά­πο­τε, λέ­νε, ὅ­τι τὸ βί­ω­σαν, ἦ­ταν μι­σό­τρε­λοι ἢ τό­σο στε­ρη­μέ­νοι ποὺ δὲν ἔ­βλε­παν τὴν τύ­φλα τους. Ἄ­σε ποὺ δὲν ὑ­πάρ­χει πιὰ κα­νέ­νας τους νὰ μᾶς τὸ ἐ­πι­βε­βαι­ώ­σει.

       »Κά­ποι­οι ἄλ­λοι μά­λι­στα εἶ­παν, ὅ­τι μό­λις τὸ ἔ­νοι­ω­σαν, ἔ­πα­ψε νὰ τοὺς συγ­κι­νεῖ καὶ ἦ­ταν ἁ­πλῶς μιὰ τε­τριμ­μέ­νη ἀ­λή­θεια ἢ μιὰ ἀ­νού­σια συ­νή­θεια.

       »Στα­μά­τα λοι­πὸν τὶς χα­ζο­μά­ρες, ἐ­πί­στρε­ψε στὴ ζω­ή, καὶ ζή­τη­σε ἀ­πὸ τοὺς ἰ­θύ­νον­τες χά­ρη. Θὰ στὴ δώ­σουν σί­γου­ρα καὶ θὰ γλι­τώ­σου­με καὶ ἐ­μεῖς τὸν κό­πο.»

       Τὸν κοί­τα­ξα ἀ­δι­ά­φο­ρα. Ἂν μπο­ροῦ­σα νὰ ἐ­κτε­λε­στῶ μό­νος μου καὶ τὸν γλύ­τω­να ἀ­πὸ τὴ δι­α­δι­κα­σί­α εἶ­μαι σί­γου­ρος ὅ­τι δὲν θὰ τὸν ἔ­νοια­ζε κα­θό­λου.

       «Σοῦ ἐ­πα­να­λαμ­βά­νω ὅ­τι δὲν εἶ­μαι χα­ζός. Δὲν πε­ρι­μέ­νω τί­πο­τα. Ἁ­πλῶς ὅ­λα πρέ­πει νὰ γί­νουν ὅ­πως πρέ­πει. Ἡ ἐ­κτέ­λε­ση πρέ­πει νὰ ἀ­να­βλη­θεῖ. Ἄν μοῦ τὸ ἀρ­νη­θεῖς θὰ τὸ ζη­τή­σω ἀ­πὸ τοὺς ἀ­νω­τέ­ρους σου καὶ σί­γου­ρα θὰ δε­χθοῦν.»

       «Ἔμ­πλε­ξα μὲ μουρ­λό», σκέ­φτη­κε.

       Μοῦ γύ­ρι­σε τὴν πλά­τη καὶ κα­τευ­θύν­θη­κε στοὺς ἄλ­λους στὴν ἄ­κρη τοῦ δω­μα­τί­ου. Ξα­νάρ­χι­σαν πά­λι νὰ ψι­θυ­ρί­ζουν.

       Με­τὰ ἀ­πὸ λί­γο ἐ­πέ­στρε­ψε φα­νε­ρὰ μπου­χτι­σμέ­νος.

       «Ἄν­τε, πή­γαι­νε στὸ κε­λί σου. Δὲν ἔ­χει ἐ­κτέ­λε­ση σή­με­ρα. Αὔ­ριο πά­λι.»

       Ὁ φρου­ρὸς μὲ χτύ­πη­σε φι­λι­κὰ στὴν πλά­τη καὶ ξε­κι­νή­σα­με γιὰ τὸ κε­λί.

       Τώ­ρα εἶ­μαι μό­νος καὶ πά­λι. Τὸ ξέ­ρω ὅ­τι θέ­λε­τε νὰ ζη­τή­σω αὐ­τὴν τὴν ἀ­να­θε­μα­τι­σμέ­νη χά­ρη, ἀλ­λὰ δὲ θὰ σᾶς κά­νω τὸ χα­τί­ρι. Μά­λι­στα αὔ­ριο θὰ πά­ρω καὶ ἕ­ναν ἀ­πὸ ­σᾶς μα­ζί μου στὴν ἐ­κτέ­λε­ση γιὰ νὰ πα­ρα­κο­λου­θή­σει. Πρέ­πει νὰ ξέ­ρει, για­τὶ καὶ ­σεῖς ἐ­κεῖ κά­πο­τε θὰ κα­τα­λή­ξε­τε.

       Μπο­ρεῖ νὰ μὴ σᾶς ἐ­κτε­λέ­σουν, ἀλ­λὰ σί­γου­ρα θὰ πε­θά­νε­τε. Ὅ­σο γιὰ ἐ­κεῖ­νο ποὺ ὅ­λοι πε­ρι­μέ­νε­τε, σᾶς πλη­ρο­φο­ρῶ ὅ­τι δὲν ὑ­πάρ­χει. Ἴ­σως ἦ­ταν μιὰ φάρ­σα, καὶ ἐ­γὼ δὲν μπο­ρῶ νὰ σᾶς τὸ πῶ μὲ βε­βαι­ό­τη­τα. Ἄλ­λω­στε ἔ­χει δι­α­φο­ρε­τι­κὸ πε­ρι­ε­χό­με­νο γιὰ τὸν κα­θέ­να σας. Ἐ­γὼ πο­τὲ δὲν τὸ πί­στε­ψα, ἀλ­λὰ ἂν νοι­ώ­θε­τε κα­λύ­τε­ρα ἂς τὸ πε­ρι­μέ­νε­τε νά ’ρ­θει. Ἡ αὐ­τα­πά­τη…

       Σή­με­ρα εἶ­μαι πο­λὺ χα­ρού­με­νος. Ἐ­πι­τέ­λους θὰ πά­ρω μα­ζί μου ἕ­ναν ἀ­πὸ ­σᾶς γιὰ νὰ πα­ρα­κο­λου­θή­σει. Καὶ τὸ πα­ρά­ξε­νο εἶ­ναι ὅ­τι ὑ­πάρ­χουν πολ­λοὶ ἐ­θε­λον­τές. Εἶ­ναι καὶ αὐ­τὸ ἕ­να εἶ­δος δι­καί­ω­σης. Μή, ὄ­χι, μὴ μοῦ κρυ­φο­γε­λᾶ­τε. Μὴ μοῦ λέ­τε ὅ­τι αὐ­τὸ ἔ­χει σχέ­ση μὲ αὐ­τὸ ποὺ ἐ­γὼ πε­ρι­μέ­νω νά ’ρ­θει. Δὲν ἀν­τέ­χω αὐ­τὴ τὴν εἰ­ρω­νεί­α.

       Θὰ σᾶς πῶ τί θὰ γί­νει στὸ μέλ­λον κι ἀ­μέ­σως θὰ στα­μα­τή­σε­τε.

       Με­τὰ ἀ­πὸ αὐ­τὸ θὰ ἀρ­χί­σουν οἱ ὁ­μα­δι­κὲς ἐ­κτε­λέ­σεις ποὺ πάν­τα φο­βό­σα­στε. Μὴν ἀ­να­τρι­χι­ά­ζε­τε, οὔ­τε νὰ λυ­πᾶ­στε. Ἂν συ­νει­δη­το­ποι­ή­σε­τε ὅ­τι ἐ­κεῖ­νο —ξέ­ρε­τε ποι­ό, μὴ κά­νε­τε τοὺς ἀ­νή­ξε­ρους— ποτὲ δὲ θὰ φα­νεῖ, δὲ θὰ σᾶς νοιά­ζει ὅ­πως καὶ ἐ­μέ­να. Μπο­ρεῖ τό­τε νὰ βα­ρι­έ­στε, ἀλ­λὰ αὐ­τὸ εἶ­ναι τὸ τί­μη­μα τῆς ἀ­λή­θειας.



Πηγή: Μυθολογήματα καὶ ἔντεκα πλὴν ἕνα μικρὰ πεζά.

Γρη­γό­ρης Τε­χλε­με­τζῆς (Ἀ­θή­να,1968). Σπού­δα­σε θε­τι­κὲς ἐ­πι­στῆ­μες. Δι­η­γή­μα­τα, δο­κί­μια καὶ σχό­λιά του σὲ ἔρ­γα συ­να­δέλ­φων του ἔ­χουν δη­μο­σι­ευ­τεῖ σὲ πολ­λὰ λο­γο­τε­χνι­κὰ πε­ρι­ο­δι­κά. Τὸ μυ­θι­στό­ρη­μά του μὲ τί­τλο Ἀ­φι­ε­ρω­μέ­νο στὴν Ἔ­λε­να, κυ­κλο­φό­ρη­σε ἀ­πὸ τὶς ἐκ­δό­σεις Ἠ­ρι­δα­νὸς (2007). Ἀ­πὸ τὸ 2011 δι­ευ­θύ­νει τὸ λο­γο­τε­χνι­κὸ πε­ρι­ο­δι­κὸ «Ὁ Σί­συ­φος». Ἔ­χει βρα­βευ­τεῖ σὲ λο­γο­τε­χνι­κοὺς δι­α­γω­νι­σμούς.

Δι­α­τη­ρεῖ τὸ blog: www.tehlemetzis.blogspot.com.



		

	

Γι­ῶρ­γος Πα­λα­βρά­κης: Ἧτ­τες



Γι­ῶρ­γος Πα­λα­βρά­κης


Ἧτ­τες

 

ΑΘΕ ΜΕΡΑ σου­λα­τσά­ρω στὴ Νέ­α Πα­ρα­λί­α μὲ μιὰ τσάν­τα γε­μά­τη βι­βλία. Τί λέ­ω «Νέ­α», λὲς καὶ οἱ πα­ρα­λί­ες ξα­να­νι­ώ­νουν ἢ γερ­νᾶ­νε ὅ­πως οἱ ἄν­θρω­ποι. Ὅ­λα στὰ μέ­τρα μας… Φτά­νω μπρο­στὰ στὸ ΜΙΕΤ καὶ γυ­ρί­ζω τὸ κε­φά­λι μου ἀ­ρι­στε­ρά. Προ­χω­ρῶ λί­γο ἀ­κό­μα καὶ ἀ­κού­ω τὸ σκά­σι­μο τῆς μπά­λας στὸ πλα­στι­κὸ νὰ συμ­πλέ­κε­ται μὲ τὶς φω­νὲς τῶν μα­χη­τι­κῶν ἐ­ρα­σι­τε­χνῶν. Ἐν­στι­κτω­δῶς σκύ­βω νὰ σφί­ξω τὰ κορ­δό­νια μου. Θυ­μᾶ­μαι τὴ γλυ­κιὰ αἴ­σθη­ση τῆς μπά­λας ποὺ κα­τα­λή­γει στὸ κα­λά­θι. Σὰν νὰ ἀ­κού­ω καὶ τὸν δι­α­κρι­τι­κὸ ἦ­χο τοῦ δι­χτυ­οῦ ποὺ ἐ­πι­βε­βαι­ώ­νει τὴν ἐ­πι­τυ­χί­α δύ­ο ἢ τρι­ῶν κου­ρα­στι­κῶν πόν­των. Φτά­νω στὴν πόρ­τα μὲ λα­χτά­ρα, ὅ­πως τό­τε ποὺ μπαί­να­με στὸν τε­λι­κό τοῦ το­πι­κοῦ πρω­τα­θλή­μα­τος κι ὀ­νει­ρευ­ό­μα­σταν νὰ φτά­σου­με στὸ πα­νελ­λή­νιο. Δι­στά­ζω, ὅ­μως, νὰ μπῶ. Δὲν θέ­λω νὰ χά­σει κα­νεὶς σή­με­ρα. Μᾶς φτά­νουν οἱ ἧτ­τες τῆς κα­θη­με­ρι­νῆς ζω­ῆς. Ἄλ­λω­στε, ἡ πα­λιά μου φα­νέ­λα εἶ­ναι κα­λὰ δι­πλω­μέ­νη στὴν ντου­λά­πα μα­ζὶ μὲ κάμ­πο­σες ἀ­νού­σι­ες νί­κες.



Πη­γή: Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση.

Γι­ῶρ­γος Πα­λα­βρά­κης (Τρί­κα­λα, 1992). Εἶ­ναι ὑ­πο­ψή­φιος δι­δά­κτο­ρας Νε­ο­ελ­λη­νι­κῆς Φι­λο­λο­γί­ας ΑΠΘ. Πα­ράλ­λη­λα μὲ τὰ φι­λο­λο­γι­κὰ ἔ­χει ἐρ­γα­στεῖ ἀρ­κε­τὰ χρό­νια ὡς μου­σι­κός. Κεί­με­νά του ἔ­χουν δη­μο­σι­ευ­τεῖ σὲ ἠ­λε­κτρο­νι­κὰ πε­ρι­ο­δι­κά.



		

	

Τε­ὸ Ρόμ­βος: Τὸ κόκ­κι­νo τῆς φω­τιᾶς



Τε­ὸ Ρόμ­βος


Τὸ κόκ­κι­νo τῆς φω­τιᾶς


ΠΑΓΩΝΙΑ ΕΙΝΑΙ ΦΟΒΕΡΗ σὲ κά­θε γω­νιὰ τοῦ τρέ­νου. Οἱ ἀ­νά­σες μου ξε­πη­δᾶ­νε καὶ ὑ­λο­ποι­οῦν­ται σὰν πρά­μα ζων­τα­νὸ καὶ μ’ ἀ­κο­λου­θοῦ­νε κα­θὼς προ­χω­ρῶ στὸ δι­ά­δρο­μο. Βρῶ­μα καὶ μι­ζέ­ρια παν­τοῦ. Στρα­τι­ῶ­τες χα­κί, κου­ρε­μέ­νοι πο­λί­τες, φοι­τη­τές, Πο­μά­κοι, Τοῦρ­κοι τῆς Θρά­κης, Ἕλ­λη­νες. Ἐ­κεῖ ἔ­ξω, τὰ με­λα­νιὰ νε­ρὰ τοῦ Νέ­στου ποὺ κυ­λᾶ­νε δί­πλα μας, ξε­μαλ­λι­α­σμέ­να δά­ση σὲ τουρ­λω­τὰ βου­νὰ καὶ μο­να­ξι­ά­ρη­δες ἀρ­γυ­ρο­πε­λε­κά­νοι ποὺ φτε­ρου­γί­ζου­νε μα­ζί μας. Πα­ρα­νέ­στιον, Σταυ­ρού­πο­λις, Κυ­ψέ­λη, Ἴ­α­σμος, Σώ­στης. Φω­νὲς καὶ βλα­στή­μι­ες. Νυ­χτώ­νει σ’ ἕ­ναν ἐ­πί­πε­δο τό­πο. Μουν­τὰ χρώ­μα­τα, σπάρ­τα καὶ λά­σπη. Ὁ πο­μά­κος δί­πλα μου ξα­πλω­μέ­νος μ’ ἀ­νοι­χτὰ τὰ πό­δια σφίγ­γει καὶ τρί­βει ἡ­δο­νι­κὰ τ’ ἀρ­χί­δια του ἐ­νῶ μουρ­μου­ρά­ει λαγ­γε­μέ­να καὶ λι­γω­μέ­να λό­για. Τὰ φῶ­τα τῆς Κο­μο­τη­νῆς λαμ­πα­δι­ά­ζου­νε στὸ βρω­μι­σμέ­νο τζά­μι τῆς δεύ­τε­ρης θέ­σης. Ἐλ­πί­ζω νὰ μὲ πε­ρι­μέ­νει στὸ σταθ­μό…


*********


Μὲ πε­ρί­με­νε σκο­τει­νὴ καὶ ξε­πα­γι­α­σμέ­νη. Ἀγ­κα­λι­α­στή­κα­με καὶ με­τὰ ἀ­πὸ μιὰ αἰ­ω­νι­ό­τη­τα χω­ρί­σα­με καὶ κοι­τα­χτή­κα­με στὰ μά­τια. Δε­κα­τρεῖς ὧ­ρες τα­ξί­δι. Τὴ βρῆ­κα λί­γο ὠ­χρὴ καὶ ἀ­δυ­να­τι­σμέ­νη. Περ­πα­τή­σα­με στὴν πα­γω­νιά, στὸ θαμ­πὸ φῶς τοῦ δρό­μου, ἐ­νῶ πέ­ρα ἀ­κου­γό­τα­νε τὸ σφύ­ριγ­μα τοῦ τρέ­νου ποὺ ξε­μά­κραι­νε. Πε­ρι­πλα­νη­θή­κα­με γιὰ λί­γο στοὺς λι­θό­στρω­τους δρό­μους τῆς πα­λιᾶς τούρ­κι­κης συ­νοι­κί­ας. Τζα­μιά, μι­να­ρέ­δες, μι­κρο­μά­γα­ζα. Κι ἔ­νι­ω­σα ἐ­πι­τέ­λους κα­λά…


*********


Κά­τσα­με σ’ ἕ­να κα­φε­νὲ μ’ ὅ­λες τὶς φά­τσες τῶν ἀρ­σε­νι­κῶν γυ­ρι­σμέ­νες πά­νω μας καὶ πα­ραγ­γεί­λα­με κά­τι ζε­στό. Εἶ­χα πα­ρα­τη­ρή­σει κά­τι πε­ρί­ερ­γο στὸ βά­δι­σμά της κα­θὼς καὶ κά­ποι­ες μι­κρὲς συ­σπά­σεις στὸ πρό­σω­πό της ποὺ μὲ βά­λα­νε σὲ σκέ­ψεις, γι’ αὐ­τὸ καὶ τὴ ρώ­τη­σα. Ἐ­κεί­νη κοκ­κί­νι­σε καὶ θέ­λη­σε ν’ ἀλ­λά­ξει κου­βέν­τα. Ἐ­πέ­με­να καὶ τὴν πί­ε­σα νὰ μοῦ ὑ­πο­σχε­θεῖ ὅ­τι θὰ μι­λού­σα­με ἀρ­γό­τε­ρα. Γε­λά­σα­με μὲ τὸ γκαρ­σό­νι ποὺ μπερ­δεύ­τη­κε κι ἔ­χυ­σε τὸ κρα­σὶ τοῦ Ἰσ­λὰμ ποὺ μᾶς ἔ­φερ­νε καὶ με­τὰ ἀ­πὸ λί­γο ζε­στα­μέ­νος κι ἐ­ρε­θι­σμέ­νος θέ­λη­σα νὰ πᾶ­με στὸ δω­μά­τιό της. Ξαφ­νι­κὰ ἔ­γι­νε πο­λὺ ἀ­μή­χα­νη, σὰν νὰ μὴν ἤ­ξε­ρε πιὰ νὰ μι­λά­ει καὶ στρι­φο­γύ­ρι­ζε τὰ δά­χτυ­λά της, ἐ­νῶ στε­κό­ταν ὄρ­θια καὶ μὲ κοι­τοῦ­σε, κά­ποι­α στιγ­μή, ἐ­πι­τέ­λους, τὸ ἀ­πο­φά­σι­σε, μοῦ εἶ­πε ὅ­μως ὅ­τι θὰ κοι­μό­μα­σταν σὲ χω­ρι­στὰ κρε­βά­τια.

       Ἡ νύ­χτα ἦ­ταν μιὰ με­γά­λη σκο­τει­νὴ τρύ­πα ποὺ μᾶς ρούφη­ξε καὶ μᾶς στρι­φο­γύ­ρι­σε σὲ τοῦ­νελ ἐ­ρω­τι­κῆς ἔ­ξα­ψης καὶ πα­ρά­κρου­σης. Μα­κριὰ ἀ­κου­γό­τα­νε τὸ σφύ­ριγ­μα τοῦ τρέ­νου.

       Κα­τὰ τὸ πρω­ΐ, γυ­ρι­σμέ­νη μπρού­μυ­τα στὸ κρε­βά­τι, μοῦ πρό­σφε­ρε τὰ ὀ­πί­σθιά της. Ἦ­ταν ἀ­νέν­δο­τη σὲ κά­θε κου­βέν­τα μου γιὰ με­τω­πι­κὴ δι­είσ­δυ­ση, ἀ­κό­μα καὶ γιὰ νὰ τῆς χα­ρί­σω τὸ ἀ­γα­πη­μέ­νο της, πα­λιά, κου­δού­νι­σμα τῆς γλώσ­σας μου πά­νω στὸ σή­μαν­τρο τῆς ἡ­δο­νῆς της. Μὲ κα­νέ­να τρό­πο δὲ μ’ ἄ­φη­νε νὰ τὴ δῶ καὶ νὰ τὴν ἀγ­γί­ξω στὸ μου­νάκι της. Αἰ­σθάν­θη­κα ἀ­πο­γο­η­τευ­μέ­νος, ἀλ­λὰ ὁ­δη­γη­μέ­νος καὶ ἀ­πὸ τὸ ἔν­στι­κτο τὸ γε­νε­σι­ουρ­γὸ πα­σά­λει­ψα τὴν ψω­λή μου μὲ βα­ζε­λί­νη ποὺ μοῦ ἔ­δω­σε ἐ­κεί­νη ἀ­πὸ τὸ κο­μο­δί­νο —κά­τι μι­κρὸ ποὺ μ’ ἔ­κα­νε γιὰ μιὰ στιγ­μὴ νὰ τὰ χά­σω— καὶ γλί­στρη­σα μέ­σα της, ἐ­νῶ ἐ­κεί­νη εἶ­χε τεν­τω­θεῖ στὰ γό­να­τα καὶ ἔ­σκου­ζε, βέ­λα­ζε, γαύ­γι­ζε, ἔ­κρω­ζε, νι­α­ού­ρι­ζε, μουγ­κά­νι­ζε, μέ­χρι ποὺ τῆς χά­ρι­σα τὸν ὕ­στα­το ρόγ­χο θα­νά­του.

       Με­τά, μα­ρα­μέ­νοι κι οἱ δυ­ό μας, ἀ­πο­κοι­μη­θή­κα­με. Τὸ πρω­ϊ­νό, ὁ ἥ­λιος ἐ­πι­τέ­θη­κε πρῶ­τα σ’ ἐ­μέ­να. Κοί­τα­ξα ἔ­ξω ἀ­πὸ τὸ μι­σο­κα­τε­βα­σμέ­νο στό­ρι καὶ εἶ­δα μιὰ ἡ­λι­ό­λου­στη χει­μω­νι­ά­τι­κη μέ­ρα νὰ μὲ χαι­ρε­τά­ει. Γύ­ρι­σα δί­πλα στὴν κο­πέ­λα καὶ χά­ζε­ψα τὸ τρυ­φε­ρὸ κοι­μι­σμέ­νο πρό­σω­πό της. Τρά­βη­ξα λί­γο τὴν κου­βέρ­τα καὶ κοί­τα­ξα τὰ βα­ριά της στή­θια, τὸ ρο­δα­λὸ δέρ­μα καὶ τὶς ἀ­κα­νό­νι­στες κοκ­κι­νί­λες ποὺ τῆς εἶ­χε ἀ­πο­τυ­πώ­σει ἡ σκλη­ρὴ κου­βέρ­τα στὰ πλευ­ρὰ καὶ στὴν κοι­λιά της. Τρά­βη­ξα λί­γο ἀ­κό­μα τὴν κου­βέρ­τα, ἐ­νῶ ἀ­να­ση­κώ­θη­κα καὶ θαύ­μα­σα τὰ δυ­να­τὰ πό­δια της καὶ τὴν τού­φα τὶς τρί­χες ποὺ ξε­πε­τά­γον­ταν ἀ­γρι­ε­μέ­νες καὶ κεῖ πά­γω­σα…

       Τὰ χεί­λη τοῦ κόλ­που της ἦ­ταν κοκ­κι­νι­σμέ­να, φου­σκω­μέ­να καὶ ραμ­μέ­να, ναί, ραμ­μέ­να. Ἔ­σκυ­ψα πιὸ κον­τά, μέ­χρι ποὺ μύ­ρι­σα τὴν ἰ­δι­αί­τε­ρη μυ­ρω­διὰ ἀ­πὸ τὰ κολ­πι­κὰ ὑ­γρά, ζευ­γα­ρω­μέ­να μὲ τὴν ἀμ­μω­νί­α τοῦ κά­του­ρου καὶ κοί­τα­ξα ξα­νά, πιὸ προ­σε­κτι­κά. Μιὰ λε­πτὴ πε­το­νιὰ ἔ­πια­νε καὶ τὶς δυ­ὸ πλευ­ρὲς στὰ χεί­λη τοῦ κόλ­που, σφι­χτὰ ραμ­μέ­νη ἀ­πὸ κά­ποι­ον ποὺ ἤ­ξε­ρε τί ἔ­κα­νε, χω­ρὶς ν’ ἀ­φή­νει κα­μιὰ σχι­σμὴ ἐ­λεύ­θε­ρη. Μοῦ ἦρ­θε ἐ­με­τός. Ἡ τά­ση γιὰ ἐ­με­τό μοῦ προ­κά­λε­σε ἀ­κα­τά­σχε­το βή­χα κι ὁ θό­ρυ­βος ποὺ ἔ­κα­να ξύ­πνη­σε τὴν κο­πέ­λα ποὺ μὲ κοί­τα­ξε, μό­νο γιὰ μιὰ στιγ­μή, κι ἀ­μέ­σως πε­τά­χτη­κε πά­νω κι ἄρ­χι­σε νὰ οὐρ­λιά­ζει πρὶν σω­ρια­στεῖ στὸ πά­τω­μα. Ἔ­πε­σα πά­νω της καὶ τὴν κρά­τη­σα σφι­χτὰ στὴν ἀγ­κα­λιά μου γιὰ ὥ­ρα.

       Μα­κριὰ ἀ­κού­στη­κε τὸ σφύ­ριγ­μα τοῦ τρέ­νου ποὺ ἔμ­παι­νε στὸ σταθ­μό.



Πηγή: Ἀπὸ τὴν συλλογὴ διηγημάτων Ἀσσασίνοι τοῦ Βορρᾶ Δροσουλίτες τοῦ Νότου (ἐκδ. Γόρδιος, Ἀθήνα, 1993· Α’ἔκδοση: Στὸ Βορρᾶ καὶ στὸ Νότο, ἐκδ. Στύγα, 1991).

Τε­ὸ Ρόμ­βος (Ἀ­θή­να, Κου­κά­κι, 1945). Ἔ­ζη­σε κα­τὰ δι­α­στή­μα­τα στὴν Λα­τι­νι­κὴ Ἀ­με­ρι­κή, στὴν Ἰ­α­πω­νί­α, τὶς Ἠ­νω­μέ­νες Πο­λι­τεῖ­ες καὶ στὸ Κογ­κὸ καὶ μό­νι­μα στὴ Γαλ­λί­α καὶ τὴ Γερ­μα­νί­α. Σπού­δα­σε κι­νη­μα­το­γρά­φο. Ἐ­πί­σης σύ­στη­σε τὸ ἀ­ναρ­χι­κὸ βι­βλι­ο­πω­λεῖ­ο Octopus Press, ποὺ ἦ­ταν ση­μεῖ­ο συ­νάν­τη­σης γιὰ πε­ρι­θω­ρια­κούς, καλ­λι­τέ­χνες, ποι­η­τές, συγ­γρα­φεῖς ποὺ συμ­με­τεῖ­χαν σὲ πλῆ­θος πο­λι­τι­κῶν συ­ζη­τή­σε­ων. Βι­βλί­α του: Τρί­α φεγ­γά­ρια στὴν πλα­τεί­αΚεί­με­νο Πά­θοςΓε­ώρ­γιος Νέ­γρος: Ὁ Τί­γρης τοῦ Αἰ­γαί­ου κ.ἄ.