Κων­σταν­τῖ­νος Παλαιολόγος: Ὁ αἰ­ω­νό­βιος


Κων­σταν­τῖ­νος Πα­λαι­ο­λό­γος


αἰ­ω­νό­βιος


ΤΑΝ ΠΗΡΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ νὰ γρά­ψει τὰ ἀ­πο­μνη­μο­νεύ­μα­τά του, τὸ ἔ­κα­νε με­τὰ ἀ­πὸ ὥ­ρι­μη σκέ­ψη, ἄλ­λω­στε σὲ λί­γους μῆ­νες θὰ ἔ­κλει­νε τὰ 70 καὶ αἰ­σθα­νό­ταν ὅ­τι δὲν εἶ­χε και­ρὸ γιὰ χά­σι­μο. Οἱ ἱ­στο­ρί­ες μιᾶς ζω­ῆς ἄρ­χι­σαν νὰ ξε­πη­δοῦν σὰν χεί­μαρ­ρος πά­νω στὸ χαρ­τί· ἔ­γρα­φε μὲ τέ­τοι­ο ρυθ­μὸ ὥ­στε μέ­σα σὲ τρεῖς μῆ­νες ἔ­φτα­σε στὸ πα­ρόν (του).

        Ὁ κύ­ριος Βα­σί­λης, ὅ­μως, εἶ­χε γλυ­κα­θεῖ ἀ­πὸ τὸ ἐ­θι­στι­κὸ με­θύ­σι τῆς αὐ­το­μυ­θο­πλα­σί­ας. Οἱ τρεῖς μῆ­νες τοῦ εἶ­χαν φα­νεῖ λί­γοι· τὸ χέ­ρι του δὲν μπο­ροῦ­σε νὰ ἀ­φή­σει τὸ μπλὲ Bic στυ­λό. Ἄρ­χι­σε, λοι­πόν, νὰ γρά­φει γιὰ τὰ μελ­λού­με­νά του, ὄ­χι ὅ­μως ἐν εἴ­δει προ­φη­τεί­ας, πα­ρὰ ἐν εἴ­δει βι­ώ­μα­τος.

        Συ­νέ­χι­σε μὲ τὸν ἴ­διο φρε­νή­ρη ρυθ­μὸ γιὰ ἄλ­λους τρεῖς μῆ­νες, ὅ­ταν καὶ πέ­θα­νε (πολ­λοὶ εἶ­παν ὅ­τι τὸν ἐ­ξάν­τλη­σε ἡ πυ­ρε­τώ­δης συγ­γρα­φή), κα­τα­φέρ­νον­τας νὰ γί­νει, ἔ­τσι, ὁ πρῶ­τος ἄν­θρω­πος ποὺ ἔ­ζη­σε 101 χρό­νια ἂν καὶ πέ­θα­νε στὰ 70 του.



Πη­γή: Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση.

Κων­σταν­τῖ­νος Πα­λαι­ο­λό­γο­ς (Ἀ­θή­να 1963). Κα­θη­γη­τὴς Με­τα­φρα­σε­ο­λο­γί­ας στὸ Ἀ­ρι­στο­τέ­λει­ο Πα­νε­πι­στή­μιο Θεσ­σα­λο­νί­κης. Δι­δά­σκει, ἐ­πί­σης, Ἰ­σπα­νι­κὴ Λο­γο­τε­χνί­α στὸ Ἑλ­λη­νι­κὸ Ἀ­νοι­κτὸ Πα­νε­πι­στή­μιο. Ἔ­χει με­τα­φρά­σει ἀ­πὸ τὰ ἰ­σπα­νι­κὰ στὰ ἑλ­λη­νι­κὰ ἔρ­γα τῶν Ἐ. Σάμ­πα­το, Μ. Ἀλ­το­λαγ­κί­ρε, Ἰ. Ἀλ­δε­κό­α, Μ. Βάθ­κεθ Μον­ταλ­μπάν, Χ. Γι­α­μα­θά­ρες, Ρ. Τσίρ­μπες, Χ. Ἀ­γέ­στα, Λ.Μ. Πα­νέ­ρο, Σ. δὲ Τό­ρο, Ἀ. Μπρά­ις Ἐ­τσε­νί­κε, Ἀ. Τρα­πι­έ­γιο, Ἀ. Γκα­μο­νέ­δα, Σ. Πά­μι­ες καὶ Ἀ. Κου­έ­το με­τα­ξὺ ἄλ­λων.



		

	

Βάνια Σύρμου: Γυναίκα στὴ σκάλα


Βά­νια Σύρ­μου


Γυ­ναί­κα στὴ σκά­λα


ΝΟΙΓΩ ΤΑ ΠΑΡΑΘΥΡΑ νὰ μπεῖ τὸ φῶς τῆς μέ­ρας κι ἐ­κεῖ­νο περ­νᾶ δι­στα­κτι­κὰ μέ­σα ἀ­πὸ μι­κροὺς ἱ­στοὺς ἀ­ρά­χνης ποὺ ἔ­χουν ἀγ­κι­στρω­θεῖ στὰ παν­τζού­ρια. Πάν­τα προ­τι­μοῦ­σα τὸ φυ­σι­κὸ φῶς. Μὲ βο­η­θᾶ νὰ βλέ­πω τὰ πράγ­μα­τα πιὸ ζων­τα­νά. Ἀ­φή­νω τὴ μα­τιά μου νὰ γλι­στρή­σει στὸ ἀν­τι­κρι­νὸ μπαλ­κό­νι μὲ τὰ πο­λύ­χρω­μα γε­ρά­νια στὶς γλά­στρες. Μῆ­νες ἔ­χω νὰ πα­τή­σω τὸ πό­δι μου ἐ­δῶ μέ­σα. Ἂπ΄ τὴν πρώ­τη κι­ό­λας στιγ­μὴ ποὺ μπῆ­κα,  νι­ώ­θω πὼς πα­ρα­κο­λου­θεῖ κά­θε μου κί­νη­ση. Γι’ αὐ­τὴν ἔ­χω ἔρ­θει. Φέρ­νω ἀ­μή­χα­να ἕ­να γύ­ρο στὸ χῶ­ρο κι ἔ­πει­τα παίρ­νω τὴν ἀ­πό­φα­ση νὰ τὴν πλη­σιά­σω.  Εἶ­ναι ἐ­κεῖ, ὅ­πως τὴν ἄ­φη­σα.

        Κα­θι­σμέ­νη στὰ τε­λευ­ταῖ­α σκα­λο­πά­τια τῆς μαρ­μά­ρι­νης σκά­λας, ἔ­ξω ἀπ΄ τὴν μι­σά­νοι­χτη εἴ­σο­δο τοῦ δι­α­με­ρί­σμα­τος. Σκυμ­μέ­νη ἐ­λα­φρῶς μπρο­στά, στη­ρί­ζει τὸ κε­φά­λι της μὲ τὴ δε­ξιά της πα­λά­μη. Φο­ρᾶ μαῦ­ρο παν­τε­λό­νι καὶ μπλού­ζα μπλὲ μα­κρυ­μά­νι­κη, ροῦ­χα τῆς δου­λειᾶς. Μιὰ μι­κρὴ τού­φα ἀ­πὸ τὰ γκρί­ζα μαλ­λιά της ἔ­χει δρα­πε­τεύ­σει ἀπ΄ τὸ σφι­χτο­δε­μέ­νο κό­τσο της καὶ στο­λί­ζει τὸ μέ­τω­πό της, ἀ­πο­μει­νά­ρι μιᾶς πρὸ πολ­λοῦ ξε­χα­σμέ­νης ἀ­νέ­με­λης νι­ό­της. Πάν­τα τῆς ἄ­ρε­σε νὰ παίρ­νει μί­αν ἀ­νά­σα στὰ σκα­λιὰ πρὶν μπεῖ στὸ σπί­τι, ὅ­ταν ἐ­πέ­στρε­φε ξη­με­ρώ­μα­τα. Εἶ­χε συ­νη­θί­σει τὴν ἡ­συ­χί­α τῶν  ἄ­δει­ων χώ­ρων στὴ βρα­δι­νὴ βάρ­δια. Ἦ­ταν ἡ ὥ­ρα ποὺ ἔ­βα­ζε τὶς σκέ­ψεις της σὲ σει­ρά. Ἡ δι­κή της ὥ­ρα. Τὰ χέ­ρια της μὲ δέρ­μα θαμ­πὸ καὶ δά­χτυ­λα πρη­σμέ­να, μαρ­τυ­ροῦν πὼς ἡ ἀ­νάγ­κη τά ‘χε κά­νει νὰ δου­λεύ­ουν σκλη­ρὰ ἀν­τὶ νὰ κεν­τοῦν σο­νά­τες καὶ μα­ζοῦρ­κες στὸ πιά­νο τοῦ Κρα­τι­κοῦ Ὠ­δεί­ου τῆς Τι­φλί­δας, ὅ­πως ἦ­ταν μα­θη­μέ­να. Ἐγ­κλω­βι­σμέ­νη στὴν ὤ­χρα τῶν τοί­χων τοῦ κλι­μα­κο­στα­σί­ου ποὺ το­νί­ζει τὴ χλω­μά­δα τοῦ ξε­νυ­χτι­σμέ­νου προ­σώ­που της, ἀ­να­ζη­τᾶ δι­έ­ξο­δο στὶς χα­ραγ­μα­τι­ὲς καὶ τὰ ξε­φλου­δί­σμα­τα τῶν τοί­χων, μὲ τὸ σκοῦ­ρο βλέμ­μα της νὰ τὰ δι­α­περ­νᾶ καὶ νὰ τα­ξι­δεύ­ει πά­λι ἐ­λεύ­θε­ρο στὶς κορ­φὲς τοῦ Καυ­κά­σου.  Ἕ­να ἀ­νο­μο­λό­γη­το πα­ρά­πο­νο θαρ­ρεῖς πὼς δι­α­γρά­φε­ται στὸ ἐ­λα­φρὸ κύρ­τω­μα τῶν στε­νῶν χει­λι­ῶν της.

      Ἀπ΄ τὴ μι­σά­νοι­χτη πόρ­τα πί­σω της, βλέ­πω ξα­νὰ τὸν ἑ­αυ­τό μου μι­κρὸ παι­δί, νὰ κά­θε­ται μπρο­στὰ στὸ μο­να­δι­κὸ τρα­πέ­ζι τοῦ δω­μα­τί­ου καὶ νὰ τὴν πε­ρι­μέ­νει ζω­γρα­φί­ζον­τας στὸ χαρ­τὶ κά­τω ἀπ΄ τὸ κί­τρι­νο φῶς τῆς λάμ­πας. Πα­ρελ­θὸν καὶ πα­ρὸν συ­ναν­τι­οῦν­ται ξα­νά.

        «Ἐ­δῶ, στὴ σκά­λα νὰ μὲ ζω­γρα­φί­σεις. Ἀ­πὸ δῶ πέ­ρα­σε ἡ ζω­ή μου, ἡ ζω­ή μας.»  Ὁ τό­νος της, ἀ­πο­φα­σι­στι­κὸς καὶ σί­γου­ρος δὲν μοῦ εἶ­χε ἀ­φή­σει πε­ρι­θώ­ρια ἐ­πι­λο­γῆς, ὅ­ταν ἕ­να χρό­νο πρὶν τῆς ζή­τη­σα νὰ φτιά­ξω τὸ πορ­τρέ­το της γιὰ τὴν τε­λευ­ταί­α μου ἔκ­θε­ση. «Ὅ­πως θὲς ἐ­σύ, Μά­σεν­κα.» Χα­μο­γε­λοῦ­σε πάν­τα ὅ­ταν τὴ φώ­να­ζα μὲ τὸ χα­ϊ­δευ­τι­κό της. Τῆς θύ­μι­ζε τὸ νε­α­ρὸ δά­σκα­λό της στὸ πιά­νο, ὅ­ταν τὴν ἐ­πι­βρά­βευ­ε γιὰ τὸ παί­ξι­μό της. Εἶ­χε στα­μα­τή­σει ἀ­πὸ και­ρὸ νὰ δου­λεύ­ει. Τὰ πό­δια της δὲν τὴν βα­στοῦ­σαν πιά. Ἦ­ταν ἡ σει­ρά μου νὰ τὴ φρον­τί­ζω. Τῆς ἄ­ρε­σε ὡ­στό­σο νὰ κά­θε­ται ἀ­κό­μα ποῦ καὶ ποῦ στὶς σκά­λες τοῦ σπι­τιοῦ, κι ἄς μὴν μέ­να­με πιὰ στὸ μι­κρὸ δι­α­μέ­ρι­σμα τῆς Καλ­λι­θέ­ας. Τὴν ἄ­κου­γα τό­τε νὰ σι­γο­μουρ­μου­ρί­ζει τρα­γού­δια τῆς μα­κρι­νῆς πα­τρί­δας της κι ἔ­βλε­πα στὰ μά­τια της βου­νά. Ἕ­να πρω­ϊ­νό, λί­γες μέ­ρες με­τὰ τὴν ὁ­λο­κλή­ρω­ση τοῦ πί­να­κα, δὲν ξύ­πνη­σε. Τὸ ἀ­τε­λι­ὲ ἔ­μει­νε κλει­στὸ γιὰ μῆ­νες. Τὸ πορ­τρέ­το ὅ­μως μὲ πε­ρί­με­νε ὑ­πο­μο­νε­τι­κὰ σὲ μί­αν ἄ­κρη ἄ­γρυ­πνο.

        Βρί­σκω τὸ θάρ­ρος καὶ τὴν κοι­τῶ στὰ μά­τια. Τὸ βλέμ­μα μου γί­νε­ται ἕ­να μὲ τὶς πυ­κνὲς κα­φε­τι­ὲς πι­νε­λι­ὲς τοῦ δι­κοῦ της.  Τὰ μά­τια μου γε­μί­ζουν βου­νά.



Πηγή: Πρώτη δημοσίευση.

Βά­νια Σύρ­μου (Ρί­ο ντὲ Τζα­νέ­ι­ρο, 1967). Σπού­δα­σε κλασ­σι­κὴ φι­λο­λο­γί­α στὴ Φι­λο­σο­φι­κὴ Σχο­λὴ Ἀ­θη­νῶν καὶ ἐρ­γά­ζε­ται ὡς ἐκ­παι­δευ­τι­κὸς στὴ δευ­τε­ρο­βάθ­μια ἐκ­παί­δευ­ση. Ὁ­λο­κλή­ρω­σε με­τα­πτυ­χια­κὲς σπου­δὲς στὸ πρό­γραμ­μα «Φύ­λο καὶ νέ­α Ἐκ­παι­δευ­τι­κὰ καὶ Ἐρ­γα­σια­κὰ Πε­ρι­βάλ­λον­τα στὴν Κοι­νω­νί­α τῆς Πλη­ρο­φο­ρί­ας» στὸ Πα­νε­πι­στη­μί­ο τοῦ Αἰ­γαί­ου. Οἱ με­τα­φρά­σεις της ἀ­πὸ τὴν ἀγ­γλό­φω­νη λο­γο­τε­χνί­α κυ­κλο­φο­ροῦν ἀ­πὸ τὶς ἐκ­δό­σεις Μπι­λι­έ­το. Ἔ­χουν δη­μο­σι­ευ­θεῖ δι­η­γή­μα­τά της στὰ λο­γο­τε­χνι­κὰ ἱ­στο­λό­για Fractal, Πλα­νό­διον – Ἱ­στο­ρί­ες Μπον­ζά­ιΦρέ­α­ρ κα­θὼς καὶ στὴν «Ἀν­θο­λο­γί­α μι­κροῦ δι­η­γή­μα­τος γιὰ τὴ νύ­χτα» ἀ­πὸ τὶς ἐκ­δό­σεις «κύ­μα».


Ἀλεξάνδρα Μυλωνᾶ: (Φανταστικὲς ἱστορίες) “Τὸ φλαμίγκο”


Ἀ­λε­ξάν­δρα Μυ­λω­νᾶ


(Φαν­τα­στι­κὲς ἱ­στο­ρί­ες)

Τὸ «φλα­μίγ­κο»

 

ΥΣΟΥΣΕ ἕ­να μι­­κρὸ ἀ­ε­ρά­κι ἐ­κεί­νη τὴν ὥ­ρα τοῦ με­ση­με­ριοῦ καὶ τὸ ρὸζ «φλα­μίγ­κο» ὅ­λο καὶ ξε­μά­κραι­νε. Κα­νεὶς δὲν νοι­α­ζό­ταν ὅ­μως. Μο­χί­το καὶ μπί­ρες, μου­σι­κὴ δυ­να­τὴ ἀ­πὸ τὰ ἠ­χεῖ­α, γέ­λια καὶ φω­νές, ἡ ζω­ὴ στὴν πα­ρα­λί­α συ­νε­χι­ζό­ταν στὸν ξέ­φρε­νο ρυθ­μὸ τοῦ κα­λο­και­ριοῦ φο­ρών­τας μαῦ­ρα γυα­λιὰ ἡ­λί­ου. Ποι­ός θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ δεῖ πραγ­μα­τι­κά τὸ φου­σκω­τὸ παι­χνί­δι νὰ ξα­νοί­γε­ται στὴ θά­λασ­σα κι ἀ­κό­μα πε­ρισ­σό­τε­ρο, νὰ κά­νει κά­τι γιὰ νὰ ἀ­να­κό­ψει τὴν πο­ρεί­α του;

        Ἡ μι­κρὴ Ἀ­λί­α ὅ­μως ἤ­ξε­ρε πὼς εἶ­χε γλι­τώ­σει τὸ «φλα­μίγ­κο» ἀ­πὸ τὸν θό­ρυ­βο τοῦ beach bar καὶ τὴν ἐ­νο­χλη­τι­κὴ βρεγ­μέ­νη ἄμ­μο ποὺ κολ­λοῦ­σε στὴν κοι­λιά. Κι ἀ­κό­μα πε­ρισ­σό­τε­ρο, πὼς εἶ­χε κα­τα­φέ­ρει κου­λου­ρι­α­σμέ­νη στὸν λαι­μό του νὰ ξε­κι­νή­σει μα­ζί του τὸ με­γά­λο τα­ξί­δι πα­ρὰ τὸν φό­βο ποὺ εἶ­χε πὼς οἱ τω­ρι­νοὶ σύμ­μα­χοί τους, ὁ ἀ­έ­ρας, ὁ ἥ­λιος καὶ τὸ θα­λασ­σι­νὸ νε­ρὸ ἀρ­γὰ ἢ γρή­γο­ρα θὰ γί­νον­ταν θα­νά­σι­μοι ἐ­χθροί. Τὸ μό­νο ποὺ ἤ­θε­λε ἦ­ταν νὰ συ­νε­χι­στεῖ αὐ­τὸ τὸ ἡ­δο­νι­κὸ λί­κνι­σμα στὸ κύ­μα μέ­χρι τέ­λους· μέ­χρι νὰ φτά­σουν στὸν ὁ­ρί­ζον­τα…

        «Κα­λέ, μή­πως εἴ­δα­τε που­θε­νά τὸ παι­δί;», ρώ­τη­σε κά­ποι­α στιγ­μὴ κά­ποι­ος ἀ­πὸ τὴν πα­ρέ­α πα­ρα­πα­τών­τας.

        (Γιὰ τὸ «φλα­μίγ­κο» κα­μιὰ ἐ­ρώ­τη­ση – ποι­ὸς με­γά­λος νοι­ά­ζε­ται γιὰ ἕ­να παι­χνί­δι;)



Πη­γή: Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση.

Ἀ­λε­ξάν­δρα Μυ­λω­νᾶ (Θεσ­σα­λο­νί­κη). Σπού­δα­σε φι­λο­σο­φί­α καὶ θέ­α­τρο (ΜΑ Θε­α­τρο­λο­γί­ας ΑΠΘ,  Φι­λο­σο­φι­κὴ Σχο­λὴ ΑΠΘ, Ἀ­νώ­τε­ρη Σχο­λὴ Δρα­μα­τι­κῆς Τέ­χνης ΚΘΒΕ). Μέ­λος τῆς Ἐ­ται­ρί­ας Λο­γο­τε­χνῶν Θεσ­σα­λο­νί­κης, τῆς Ἑ­ται­ρεί­ας Ἑλ­λή­νων Σκη­νο­θε­τῶν, τοῦ Σω­μα­τεί­ου Ἑλ­λή­νων Ἠ­θο­ποι­ῶν. Ἰ­δρυ­τι­κὸ μέ­λος Ἄ­χθος-Artis3, συ­νερ­γά­τις φο­ρέ­ων πο­λι­τι­σμοῦ (ΕΡΤ, ΚΘΒΕ). Ἐργάζεται ὡς φι­λό­λο­γος (Πει­ρα­μα­τι­κὸ Σχο­λεῖ­ο ΑΠΘ, Καλ­λι­τε­χνι­κὸ Σχο­λεῖ­ο Θεσ­σα­λο­νί­κης). Ἐ­ρευ­νη­τι­κὸ ἔρ­γο: Ἡ χάρ­τι­νη Ἀν­τι­γό­νη – ἀ­πὸ τὸ ἀρ­χαῖ­ο θέ­α­τρο στὰ κα­ρὲ τῆς εἰ­κο­να­φή­γη­σης (Γρά­φη­μα 2013). Γρά­φει πε­ζο­γρα­φί­α καὶ θέ­α­τρο. Τελευταῖο της βιβλίο Ντε­λι­κὰλτ – Ἐ­γὼ καὶ με­ρι­κὲς φί­λες μου, ν. 2 (Γρά­φη­μα 2020),

(http://alexandramylonaaroni.blogspot.com/ )

Δημήτρης Μιχελουδάκης: Ἡ συντήρηση


Δη­μή­τρης Μι­χε­λου­δά­κης


Ἡ συν­τή­ρη­ση


Ο ΠΡΩΪΝΟ ἔμοιαζε με ψηφοδέλτιο. Ὁ Δη­μι­ουρ­γὸς δὲν εἶ­χε δη­μι­ουρ­γι­κὲς ἀ­νη­συ­χί­ες κι εἶ­χε κά­νει πά­λι copy-paste τὴ μέ­ρα.

        «Τί θὰ θέ­λα­τε;» ρώ­τη­σε ὁ φύ­λα­κας καὶ χα­μο­γέ­λα­σε. «Ἐ­πι­βί­ω­ση» τοῦ ἀ­πάν­τη­σε δι­στα­κτι­κὰ ὁ Feldgrau. Μὲ ἐ­πί­ση­μο ὕ­φος καὶ  κα­λο­σι­δε­ρω­μέ­νο ὁ φύ­λα­κας μὲ τὰ μα­νι­κι­ου­ρι­σμέ­να νύ­χια τὸν σκούν­τη­ξε φι­λι­κὰ στὸν ὦ­μο καὶ ἀ­να­φώ­νη­σε: «Εἶ­στε τυ­χε­ρός, ἀ­γα­πη­τὲ κύ­ρι­ε! Σή­με­ρα δί­νου­με καὶ voucher δι­α­κο­πῶν! Λοι­πόν, μὴν ἀ­νη­συ­χεῖ­τε κα­θό­λου. Θὰ πά­ρε­τε ὅ­λο εὐ­θεί­α αὐ­τὸν τὸν δι­ά­δρο­μο. Στὸ τέ­λος του θὰ δεῖ­τε μιὰ με­γά­λη λευ­κὴ πόρ­τα ποὺ γρά­φει Βα­θειὰ Κα­τά­ψυ­ξη. Ἐ­κεῖ θὰ ἀ­φή­σε­τε τὴ συ­νεί­δη­σή σας. Τὰ ὑ­πό­λοι­πα θὰ τὰ ἀ­να­λά­βου­με ἐ­μεῖς.»


Πη­γή: Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση.

Δη­μή­τρης Μι­χε­λου­δά­κης (Ἀ­θή­να 1983) κα­τά­γε­ται ἀ­πὸ τὴν Λευ­κά­δα. Ἔ­χει συ­νερ­γα­στεῖ μὲ δι­ά­φο­ρα ἔν­τυ­πα καὶ ἠ­λε­κτρο­νι­κὰ λο­γο­τε­χνι­κὰ πε­ρι­ο­δι­κά.

Ἔ­χει ἐκ­δώ­σει τρεῖς ποι­η­τι­κὲς συλ­λο­γὲς (τὶς δύ­ο πρῶ­τες μὲ τὸ ψευ­δώ­νυ­μο Ε. Μύ­ρων): Γράμ­μα στὴ μη­τέ­ρα, (ἐκδ. Ἀρ­μί­δα, 2019), Ὀ­ρι­ο­βά­της, (ἐκδ. Ἀρ­μί­δα, 2021) καὶ Συν­τη­ρη­τὴς οὐ­ρά­νι­ων τό­ξων, (ἐκδ. Στί­ξις, 2022).


Εἰκόνα: Ἔργο τῆς ἀμερικαδίδας σουρ­ρε­α­λί­στριας  Ka­theri­ne Linn Sa­ge  συ­νή­θως γνω­στῆς ὡς Kay Sage ποὺ δρα­στηριο­ποιή­θηκε μετα­ξὺ τοῦ 1936 καὶ 1963.

Ἀρχοντούλα Διαβάτη: Κινητό


Ἀρ­χον­τού­λα Δι­α­βά­τη


Κι­νη­τό


ΤΥΠΗΣΕ τὸ κι­νη­τό σου καὶ ἀ­πάν­τη­σα. Θέ­λω τὸν Νί­κο, εἶ­μαι ὁ κ. Π., ἀ­κού­στη­κε ὁ ἡ­λι­κι­ω­μέ­νος κα­θη­γη­τὴς ποὺ σᾶς ἔ­κα­νε, νο­μί­ζω, σε­μι­νά­ρια πα­λιά. Τοῦ ἄ­ρε­σε νὰ σᾶς συγ­κεν­τρώ­νει ἀ­ριὰ καὶ ποὺ γιὰ κα­μιὰ συ­νε­στί­α­ση, ἀ­πὸ ἀ­νάγ­κη νὰ ἀ­να­ζω­πυ­ρώ­νει τὸ πα­λιό του κύ­ρος στὰ πλαί­σια τῆς πα­λιᾶς συ­να­δερ­φι­κῆς σχέ­σης.

        Εἶ­μαι ἡ γυ­ναί­κα του, εἶ­πα, τρε­νά­ρον­τας τὴν ὀ­χλη­ρὴ ἀ­πάν­τη­ση ποὺ ὄ­φει­λα, πε­ρί­ερ­γα τα­ραγ­μέ­νη, σχε­δὸν χα­ρού­με­νη. Σὲ ζη­τοῦ­σαν, σὰν νὰ ὑ­πῆρ­χες κά­που καὶ ἐ­γὼ θὰ ὅ­ρι­ζα μιὰ συ­νάν­τη­ση. Συγ­χά­ρη­κα τὸν ἑ­αυ­τό μου ποὺ δὲν ἀ­πο­σύ­ρα­με τὸ ἀ­νώ­φε­λο κι­νη­τό. Ἴ­σα-ἴ­σα ποὺ τὸ φορ­τί­ζα­με τα­κτι­κά. Λοι­πόν, ἀ­νυ­πο­μο­νοῦ­σε ἀ­πὸ τὴν ἄλ­λη με­ριὰ ὁ κ. Π.  Ξέ­ρε­τε, ἀ­ναγ­κά­στη­κα νὰ τοῦ ἐ­ξη­γή­σω. Δὲν ἤ­ξε­ρε, ἀλ­λὰ τὸ ἔ­μα­θε.

        Με­τὰ ἐ­πα­νήλ­θα­με στὴν κα­νο­νι­κό­τη­τα.



Πη­γή: Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση.

Ἀρ­χον­τού­λα Δι­α­βά­τη (Θεσ­σα­λο­νί­κη). Σπού­δα­σε Νο­μι­κὰ καὶ Νε­ο­ελ­λη­νι­κὴ Φι­λο­λο­γί­α στὸ Ἀ­ρι­στο­τέ­λει­ο Πα­νε­πι­στή­μιο καὶ ἐρ­γά­στη­κε ὡς κα­θη­γή­τρια νο­μι­κὸς στὴ Δευ­τε­ρο­βάθ­μια ἐκ­παί­δευ­ση. Ἔ­χει ἐκ­δώ­σει τὰ βι­βλί­α Στὴ μά­να τοῦ νε­ροῦ (Χρο­νι­κό, ἔκδ. Ρο­δα­κιό), Τὸ ἀ­λο­γά­κι τῆς Πα­να­γί­α­ς (Μυ­θι­στο­ρί­ες, Νη­σί­δες, 2012) κ.ἄ. Τε­λευ­ταῖ­ο της βι­βλί­ο: Κι­νη­τὴ γι­ορ­τή (δι­η­γή­μα­τα, Νη­σί­δες, 2018).



		

	

Ζωὴ Κωνσταντίνου: Γκόγιο Χασιγκούτσι – Γυναίκα στὸ μπάνιο


Ζω­ὴ Κων­σταν­τί­νου


Γκό­γιο Χα­σιγ­κού­τσι – Γυ­ναί­κα στὸ μπά­νιο


ΗΡΑ ΜΙΑ ΓΚΕΪΣΑ καὶ τὴν ἀ­φι­σο­κόλ­λη­σα, για­τὶ σὲ σκέ­φτο­μαι καὶ ἤ­θε­λα κά­τι γυ­μνό, πρό­στυ­χο καὶ λε­πτε­πί­λε­πτο νὰ σὲ θυ­μί­ζει. Δυ­ὸ μέ­ρες με­τὰ τὰ γε­νέ­θλια σου, βλέ­πω τὴν ἁ­πα­λή της πλά­τη ποὺ σπά­ει ὅ­ταν μοῦ ρί­χνει μιὰ  κλε­φτὴ μα­τιά, καὶ μοῦ ‘ρχε­ται τὸ λο­ξὸ βλέμ­μα πού ‘χεις με­ρι­κὲς φο­ρὲς ὅ­ταν μι­λᾶ­με.

        Ὄ­χι, ἐ­σὺ δὲν εἶ­σαι γκέ­ϊ­σα. Τώ­ρα σὲ βλέ­πω στὸν δι­ά­δρο­μο, τὴν ὥ­ρα ποὺ γυ­ρί­ζω στὸ γρα­φεῖ­ο. Στα­μα­τῶ καὶ κοι­τά­ζω πρὸς τὰ πί­σω. Πε­ρί­με­να πὼς εἶ­χες μπεῖ στὴν αἴ­θου­σα καὶ σὲ βλέ­πω ἀ­πέ­ξω, νὰ γέρ­νεις πλά­για μὲ τὸ ἕ­να χέ­ρι στὸ χε­ρού­λι, νὰ σταυ­ρώ­νεις τὰ πό­δια καὶ νὰ μὲ κοι­τᾶς. Κά­τι εἶ­πες καὶ τὸ ξέ­χα­σα.

        Ἔ­χω τὴν ἴ­δια γκέ­ϊ­σα δυ­ὸ φο­ρές. Ἡ πρώ­τη εἶ­ναι σὲ τε­τρά­διο. Ἔ­ψα­χνα ἀ­φί­σα καὶ νό­μι­ζα ὅ­τι τὴν βρῆ­κα πιὸ φτη­νή. Τώ­ρα ἔ­χω δύ­ο στὸ σπί­τι. Μί­α γιὰ νὰ γρά­φω καὶ μί­α γιὰ νὰ κοι­τῶ. Βλέ­πω τὰ ἰ­δε­ο­γράμ­μα­τα στὸ ἐ­ξώ­φυλ­λο τοῦ τε­τρα­δί­ου καὶ μοῦ ἦρ­θε τό­τε πού μοῦ ‘λε­γες πὼς θὰ εἶ­χε πλά­κα νὰ γι­νό­σουν Γι­α­πω­νέ­ζος. Νὰ μά­θαι­νες καλ­λι­γρα­φί­α καὶ γι­α­πω­νέ­ζι­κα. Με­τὰ βέ­βαι­α πρό­σθε­σες, πὼς αὐ­τὸ δὲν θὰ γι­νό­τα­νε πο­τέ. Πὼς ὅ,τι καὶ νὰ ἔ­κα­νες δὲν θὰ ἔ­φτα­νε νὰ γί­νεις Γι­α­πω­νέ­ζος. Ἐ­γὼ σκε­φτό­μουν πὼς ἤ­θε­λα νὰ μά­θω Κο­ρε­ά­τι­κα καὶ νὰ τα­ξι­δέ­ψω μα­ζί σου στὴν Τα­ϊ­βάν. Νὰ σὲ δῶ στοὺς δρό­μους μὲ τὰ γυα­λιὰ ἡ­λί­ου ποὺ σὲ ἔ­χω δεῖ νὰ φο­ρᾶς μό­νο στὸ ἁ­μά­ξι.

        Ἐ­κεί­νη τὴ μέ­ρα μι­λά­γα­με δυ­ὸ ὧ­ρες κι ἐ­σὺ ὅ­πως πάν­τα ἔ­φυ­γες νω­ρίς. Ὅ­σο μί­λα­γες, μὲ χτύ­πα­γε τὸ κλι­μα­τι­στι­κὸ για­τί κα­θό­μουν στὸ κα­τώ­φλι, καὶ τὸ κε­φά­λι μου βά­ραι­νε σὰν νὰ εἶ­χα πυ­ρε­τό. Τό­τε θυ­μή­θη­κα πὼς ἤ­μουν ἄρ­ρω­στη καὶ δὲν μπο­ροῦ­σα νὰ δου­λέ­ψω ἄλ­λο. Γύ­ρι­σα σπί­τι γε­μά­τη ἀ­πὸ σέ­να καὶ ἄ­δεια πά­λι. Μπο­ροῦ­σε νὰ μὲ ἠ­ρε­μή­σει μό­νο ὁ σπὸρ fm.  Ἔ­ψα­χνα τὶς ἐκ­πομ­πὲς ποὺ ἀ­κοῦν οἱ τα­ξι­τζῆ­δες, ὅ­ταν γύρ­να­γα σπί­τι τρεῖς- τέσ­σε­ρις ἡ ὥ­ρα τὸ πρω­ὶ καὶ πέ­τυ­χα σ ’­ἐ­πα­νά­λη­ψη Led Zeppelin καὶ Janice Joplin. Δὲν ἦ­ταν αὐ­τὸ ποὺ ἔ­ψα­χνα ἀλ­λά μοῦ ‘κα­νε. Δυ­νά­μω­σα τὸ ἠ­χεῖ­ο κι ἄ­να­ψα τὸ πρῶ­το μου τσι­γά­ρο. Κα­τά­λα­βα πὼς γιὰ λί­γες ὧ­ρες γι­νό­μου­να κα­λά.



Πη­γή: Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση.

Ζω­ὴ Κων­σταν­τί­νου. Σπού­δα­σε Δι­ε­θνεῖς Σχέ­σεις στὸ Πα­νε­πι­στή­μιο τοῦ Ἐ­διμ­βούρ­γου καὶ ζεῖ κι ἐρ­γά­ζε­ται στὸν Πα­να­μᾶ. Δη­μο­σι­εύ­ει ποί­η­ση στὸ ἱ­στο­λό­γιο Los Innuendos,  ποί­η­μα­τα καὶ πε­ζά της ἔ­χουν ἐ­πί­σης δη­μο­σι­ευ­τεῖ σὲ ἀγ­γλό­φω­να πε­ρι­ο­δι­κὰ ὅ­πως τὸ Ink, Sweat & Tears, the Litro Magazine and the Selkie.


Εικόνα: https://en.wikipedia.org/wiki/Goy%C5%8D_Hashiguchi

 

Σάιμον Βαν Μπόυ (Simon Van Booy): Γαλλίδα εἰκαστικὸς ἀπὸ τὸν Κυριακάτικο σεισμό


Σά­ι­μον Βὰν Μπό­υ (Simon Van Booy)


Γαλ­λί­δα εἰ­κα­στι­κὸς

νε­κρὴ ἀ­π’ τὸν Κυ­ρι­α­κά­τι­κο σει­σμὸ

(French Artist Killed in Sunday’s Earthquake)


Ι ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ στιγμὲς τῆς ζω­ῆς της. Ἡ Μα­ρὶ-Φραν­σου­ὰζ κα­τα­πλα­κω­μέ­νη ἀ­πὸ τό­νους μπά­ζα.

Τὸ ψά­ρι ποὺ ἔ­τρω­γε εἶ­ναι ἀ­κό­μα στὸ στό­μα της.

 Τὰ μά­τια της εἶ­ναι κλει­στά.

        Νι­ώ­θει τὸ σκο­τά­δι ποὺ τὴν πε­ρι­έ­χει. Δὲν αἰ­σθά­νε­ται τὸ σῶ­μα της, λὲς κι ἡ ψυ­χὴ της ξε­γλί­στρη­σε κα­τὰ τὴν πτώ­ση καὶ πε­ρι­μέ­νει τὴν κα­τάλ­λη­λη στιγ­μὴ γιὰ νὰ τὸ σκά­σει ἀ­π’ τὸν κό­σμο.

        Ὕ­στε­ρα ἡ ζω­ή της σὰν σύν­νε­φο ἀ­νοί­γει στὴ μέ­ση κι ἐ­κεί­νη, κα­θη­λω­μέ­νη, δέ­χε­ται μιὰ βρο­χὴ ἀ­πὸ στιγ­μές.

        Ἡ πρά­σι­νη συ­σκευ­ὴ τη­λε­φώ­νου στὴν κου­ζί­να τοῦ παπ­ποῦ καὶ τῆς για­γιᾶς, πλά­ι στὴ γλά­στρα.

        Ἡ δρο­σιὰ ἀ­πὸ τὸ πλα­στι­κὸ ἀ­κου­στι­κό, ἡ αἴ­σθη­ση νὰ τὸ κρα­τᾶ δί­πλα στ’ αὐ­τί. Στὴν ἄλ­λη ἄ­κρη τῆς γραμ­μῆς ἀ­κού­γε­ται μιὰ φω­νὴ γνώ­ρι­μη – ἡ δι­κή της φω­νή.

        Τὸ βά­ρος ἀ­π’ τὰ πα­πού­τσια τῆς μη­τέ­ρας της κα­θὼς τὰ με­τα­φέ­ρει στὸ ὑ­πνο­δω­μά­τιο.

        Ἡ σκέ­ψη ὅ­τι κά­πο­τε θὰ με­γα­λώ­σει καὶ θὰ ἔ­χει πα­ρό­μοι­α.

        Ἡ τυ­χαί­α συ­νάν­τη­ση μὲ μιὰ φί­λη.

        Ὅ­λα αὐ­τὰ εἶ­ναι πί­σω της.

       Κι ὕ­στε­ρα ἡ βρο­χὴ τῆς ζω­ῆς της δι­α­κό­πτε­ται, κι ἐ­κεί­νη μέ­νει στὸ σκο­τά­δι, μὲ τὴν καρ­διά της νὰ πι­έ­ζει σι­γα­νά τὰ πλευ­ρά. Θό­ρυ­βοι ὑ­πό­κω­φοι, λὲς κι εἶ­ναι βυ­θι­σμέ­νη σὲ νε­ρό.

        Σὲ λί­γο ἡ βρο­χὴ τῶν στιγ­μῶν ξα­ναρ­χί­ζει, γιὰ νὰ τὴ δι­α­πο­τί­σει μὲ τὴν ἐ­σω­τε­ρι­κό­τη­τα με­μο­νω­μέ­νων λε­πτο­με­ρει­ῶν.

        Τὸ πρω­ι­νὸ φῶς πί­σω ἀ­π’ τὴν κουρ­τί­να.

        Ἡ μυ­ρω­διὰ τῆς σχο­λι­κῆς αἴ­θου­σας.

        Ἕ­να πο­τή­ρι γά­λα.

        Ἡ εὐ­χὴ γιὰ ἕ­ναν πα­τέ­ρα, ἡ φαν­τα­σί­ω­ση τῶν χε­ρι­ῶν του ποὺ τὴν ἀγ­κα­λιά­ζουν.

        Τὸ κε­φά­λι της ποὺ γέρ­νει στὴ δρο­σε­ρὴ πλά­τη τοῦ και­νούρ­γιου της φί­λου κά­ποι­ο πρω­ι­νό.

        Τό ‘χει κά­νει δύ­ο φο­ρές. Ἡ ση­μα­σί­α τῆς στιγ­μῆς, ἐ­φά­μιλ­λη τῆς γέν­νη­σης.

       Ξα­νὰ ὁ παπ­ποὺς μὲ τὴ για­γιά, μὰ τώ­ρα ὡς χα­ρα­κτῆ­ρες στὶς δι­κὲς τους ἱ­στο­ρί­ες – περ­πα­τοῦν ξυ­πό­λη­τοι στὸ λα­σπω­μέ­νο χι­ό­νι καὶ πα­τοῦν ἕ­να θαμ­μέ­νο χέ­ρι.

        Τὸ τέ­λος τοῦ πο­λέ­μου.

        Ἕ­να σπι­τά­κι στὴ Γαλ­λί­α.

        Μιὰ κό­ρη.

        Μιὰ ἐγ­γο­νή.

        Οἱ ἀγ­κῶ­νες τῆς μη­τέ­ρας της, κα­θὼς ὁ­δη­γεῖ τὸ πα­λιὸ κα­φε­τὶ Ρε­νώ.

        Ἡ Μα­ρὶ-Φραν­σου­ὰζ δὲν αἰ­σθά­νε­ται τὸ σῶ­μα της κι εἶ­ναι ἀ­νήμ­πο­ρη νὰ φω­νά­ξει.

        Τί­πο­τα δὲν ἀ­κού­γε­ται, τί­πο­τα δὲν σα­λεύ­ει, μο­νά­χα οἱ βου­βὲς ται­νί­ες ποὺ προ­βάλ­λον­ται στὸ ἐ­σω­τε­ρι­κό τοῦ κρα­νί­ου της.

        Ἔ­χει συ­ναί­σθη­ση ὄ­χι τό­σο τοῦ ὅ­τι πε­θαί­νει, ὅ­σο τοῦ ὅ­τι εἶ­ναι ἀ­κό­μα ζων­τα­νή. Ἂν ὑ­πῆρ­χε κι ἄλ­λος χρό­νος, ἴ­σως καὶ νὰ ἔ­τρε­φε μιὰ κά­ποι­α ἐλ­πί­δα σω­τη­ρί­ας. Ἀντ’ αὐ­τοῦ, τὴν πλημ­μυ­ρί­ζουν οἱ ἀ­να­μνή­σεις.

        Κε­ρά­κια ποὺ τὰ φυ­σᾶς μὰ δὲν σβή­νουν – δὲν ἔ­χουν ση­μα­σί­α τὰ χρό­νια, μό­νο ἡ μυ­ρω­διὰ τοῦ κα­πνοῦ τὴ στιγ­μὴ ποὺ ἀ­μυ­δρὰ φυ­σή­μα­τα συν­δρά­μουν στὸ σβή­σι­μο μι­κρῶν ἑ­στι­ῶν φω­τιᾶς.

        Ὁ ἦ­χος ἀ­πὸ βή­μα­τα στὸ χόλ, ὕ­στε­ρα τὰ γυ­μνά της πό­δια ποὺ βη­μα­τί­ζουν ἀ­θό­ρυ­βα κι ἐ­κεῖ, στὸ τρα­πέ­ζι τῆς κου­ζί­νας, ὁ παπ­ποὺς νε­κρός· τὸ ψυ­γεῖ­ο ὀρ­θά­νοι­χτο.

        Ἕ­να ἀ­βγὸ ἄ­θι­κτο στὸ πά­τω­μα.

        Οἱ τσι­ρί­δες τῆς για­γιᾶς.

        Ἡ ἀ­νά­μνη­ση τώ­ρα δὲν φέρ­νει πό­νο. Ἡ ζω­ή της εἶ­ναι πα­ρά­θυ­ρο ἀ­νοι­χτὸ κι ἐ­κεί­νη μιὰ πε­τα­λού­δα.

        Ἐ­ὰν δὲν ἐ­πέ­στρε­φε κά­θε τό­σο στὸ σκο­τά­δι —αὐ­τὸ τὸ σῶ­μα ποὺ ἐ­πι­μέ­νει νὰ ζή­σει— θὰ ‘ταν σὰν σὲ δι­α­κο­πές, μιὰ κα­τά­δυ­ση σὲ δρο­σε­ρὸ νε­ρό, κά­θε κί­νη­ση τῶν χε­ρι­ῶν ὁ­λό­κλη­ρη φι­λο­σο­φί­α.

        Κι ἔ­πει­τα ἡ μυ­ρω­διὰ ἀ­πὸ τὸ παλ­τὸ τῆς για­γιᾶς, ὅ­πως κρέ­με­ται μὲ ἀ­φο­σί­ω­ση πί­σω ἀ­π’ τὴν πόρ­τα τῆς κου­ζί­νας μα­ζὶ μὲ τὴ σκού­πα καὶ τὴν τσάν­τα μὲ τὶς σα­κοῦ­λες.

        Ἀ­να­ρω­τι­έ­ται μή­πως ἔ­ζη­σε μιὰ ὁ­λό­κλη­ρη ζω­ὴ κά­τω ἀ­π’ τὰ συν­τρίμ­μια. Μή­πως τὴ ζω­ή της τὴ φαν­τά­στη­κε ἕ­νας ἐ­αυ­τὸς ποὺ πο­τὲ δὲν γνώ­ρι­σε πραγ­μα­τι­κά.

        Κι ὕ­στε­ρα με­μιᾶς, μὲ τὴν ἰ­δι­ο­τέ­λεια ποὺ νι­ώ­θουν οἱ ἑ­τοι­μο­θά­να­τοι, ἐ­ρω­τεύ­ε­ται τὸ σκο­τά­δι καὶ τὰ ὀ­κτὼ δευ­τε­ρό­λε­πτα ποὺ τῆς ἀ­πο­μέ­νουν – κά­θε δευ­τε­ρό­λε­πτο καὶ μιὰ μπου­κιὰ σὲ πει­να­σμέ­νο.



Πη­γή: Simon Van Booy, The Se­cret Li­ves of Peo­ple in Lo­ve, New York, Harper Pe­ren­nial, 2010.

Σά­ι­μον Βν Μπό­υ (Simon Van Booy) (Λον­δί­νο, 1975). Βρε­τα­νὸς συγ­γρα­φέ­ας. Με­γά­λω­σε στὴν ὕ­παι­θρο τῆς Οὐ­α­λί­ας καὶ ζεῖ στὴ Νέ­α Ὑ­όρ­κη. Ἔ­χει γρά­ψει τὰ βι­βλί­α The Secret Lives of People in Love, Love Begins in Winter (δι­ε­θνὲς βρα­βεῖ­ο δι­η­γή­μα­τος Φρὰνκ Ὁ’Κόνορ), Everything Beautiful Began After (Ὅ­λα τὰ ὡ­ραῖ­α ἄρ­χι­σαν με­τά, Πα­τά­κης 2016), The Illusion of Separateness (Ἡ ψευ­δαί­σθη­ση τῆς μο­να­ξιᾶς, Πα­τά­κης 2019), Tales of Accidental Genius, Fathers Day, The Sadness of Beautiful Things καὶ Night Came with Many Stars. Ἔ­χει ἐ­πι­με­λη­θεῖ τρί­α βι­βλί­α φι­λο­σο­φί­ας (Why We Fight, Why We Need Love καὶ Why Our Decisions Don’t Matter). Κεί­με­νά του ἔ­χουν δη­μο­σι­ευ­θεῖ, με­τα­ξὺ ἄλ­λων, στὶς ἐ­φη­με­ρί­δες The New York Times, The Telegraph καὶ The Guardian.

Με­τά­φρα­ση ἀ­πὸ τὰ ἀγ­γλι­κά:

Χρι­στί­να Γ. Πα­πα­δο­πού­λου (Θεσ­σα­λο­νί­κη, 1981). Σπού­δα­σε ἀρ­χι­τε­κτο­νι­κὴ στὴ Θεσ­σα­λο­νί­κη, design στὸ Λον­δί­νο καὶ ἀ­κο­λού­θη­σε με­τα­πτυ­χια­κὲς σπου­δὲς στὶς γρα­φι­κὲς τέ­χνες. Ἐρ­γά­στη­κε γιὰ μί­α δε­κα­ε­τί­α ὡς ἀρ­χι­τέ­κτο­νας. Τὰ τε­λευ­ταῖ­α χρό­νια ἀ­σχο­λεῖ­ται ἐ­παγ­γελ­μα­τι­κὰ μὲ τὴ με­τά­φρα­ση καὶ τὴν ἐ­πι­μέ­λεια κει­μέ­νων.



		

	

Ἱωάννα Γαλανάκη: ὅ,τι κι ἄν ἔπαθες


Ἰ­ω­άν­να Γα­λα­νά­κη


ὅ,τι κιν ἔ­πα­θες


ΤΑΣΑΜΕ ΣΤΟ ΜΠΑΛΟΥΚΛΙ βα­ρὺ ἕ­να αὐ­γου­στι­ά­τι­κο ἀ­πο­με­σή­με­ρο. Προ­σκυ­νή­σα­με, ἤ­πια­με ἁ­γί­α­σμα ἀ­πὸ τὴν πη­γή. Κά­θι­σα ἔ­πει­τα πα­ρά­με­ρα σὲ μιὰ δρο­σιὰ κι ἐ­κεί­νη ἄρ­χι­σε νὰ τρα­βᾶ φω­το­γρα­φί­ες. Φω­το­γρά­φι­σε τὴν δε­ξα­με­νὴ μὲ τὰ μι­σο­τη­γα­νι­σμέ­να ψά­ρια, τὸ τέμ­πλο τοῦ να­οῦ, τὴν ἐ­σω­τε­ρι­κὴ αὐ­λὴ μὲ τοὺς τά­φους τῶν Πα­τρια­ρχῶν κι ἄλ­λων ἐ­πι­φα­νῶν, τὸν με­γά­λο πλά­τα­νο, τὰ παγ­κά­κια μὲ τὴν ἐ­πι­γρα­φὴ «Zeytinburnu», τὶς στρω­μέ­νες στὴν μπρο­στι­νὴ αὐ­λὴ τα­φό­πλα­κες μὲ λα­ξευ­μέ­να πά­νω τους ἕ­να-ἕ­να ὅ­λα τὰ σύ­νερ­γα τοῦ ἐ­παγ­γέλ­μα­τος τῶν νε­κρῶν ποὺ κά­πο­τε προ­στά­τευ­αν, τὸ φτε­ρω­τὸ ἄ­γαλ­μα ποὺ στό­λι­ζε τὸν τά­φο ἑ­νὸς νε­α­ροῦ κο­ρι­τσιοῦ ποὺ εἶ­χε ἄ­δι­κα χα­θεῖ, τὰ δυ­ὸ πα­πα­γα­λά­κια στὰ κρε­μα­σμέ­να κλου­βιὰ στὸν τοῖ­χο δί­πλα ἀ­π’ τὴν κου­ζί­να τοῦ μο­να­στη­ριοῦ.

        Πά­νω ποὺ νό­μι­σα πὼς ἡ μα­νί­α της ἐ­κεί­νη ποὺ ὧ­ρες-ὧ­ρες μὲ πε­ρί­ζω­νε ἀ­κό­μη πιὸ πο­λὺ κι ἀ­πὸ τὴν πνι­γε­ρὴ ὑ­γρα­σί­α τῆς πο­λί­τι­κης ζέ­στης εἶ­χε ἐ­πι­τέ­λους χορ­τά­σει, τὴν εἶ­δα νὰ γυρ­νά­ει πρὸς τὰ πί­σω. Λὲς καὶ θυ­μή­θη­κε ἀ­πό­το­μα πὼς κά­που εἶ­χε ξε­χά­σει κά­τι ἐ­ξαι­ρε­τι­κὰ πο­λύ­τι­μο. Ἴ­σως τὸ κι­νη­τό της. Στὴν πί­σω αὐ­λὴ ἕ­να σχοι­νὶ πε­ρα­σμέ­νο σὲ με­ταλ­λι­κὸ κρί­κο ἔ­φρα­ζε ἐμ­πο­δί­ζον­τας τὴν δι­έ­λευ­ση τῶν ἐ­πι­σκε­πτῶν πρὸς μιὰ μαρ­μά­ρι­νη σκά­λα. Ἀ­πὸ μα­κριὰ τὴν εἶ­δα νὰ ἀ­φαι­ρεῖ τὴν θη­λιὰ τοῦ σχοι­νιοῦ ἀ­πὸ τὸν κρί­κο. Ὁ φύ­λα­κας τῆς φώ­να­ξε αὐ­στη­ρὰ «ἀ­πα­γο­ρεύ­ε­ται ἀ­πὸ κεῖ καὶ πά­νω». «Και για­τί;» ἀν­τέ­τει­νε ἐ­κεί­νη ἐ­κνευ­ρι­σμέ­νη. «Ἀ­πα­γο­ρεύ­ε­ται! Ἀ­πὸ κεῖ εἶ­ν’ τὰ κε­λιά!»

        Δι­ά­βα­σα τὸ θυ­μὸ ἀ­νά­με­σα στὰ φρύ­δια της ποὺ ἔ­σμι­ξαν ἀ­στρα­πια­ῖα τὶς ρη­χὲς ρυ­τί­δες τους, γύ­ρω ἀ­π’ τὸ στό­μα της ποὺ βί­αι­α συγ­κρά­τη­σε τὰ λό­για ποὺ τό­σο ἤ­θε­λε νὰ τοῦ ἐ­κτο­ξεύ­σει. Προ­σποι­ή­θη­κε τὴν ἀ­δι­ά­φο­ρη. Κι ὅ­ταν λί­γο ἀρ­γό­τε­ρα ὁ φύ­λα­κας ἀ­πορ­ρο­φή­θη­κε σὲ μιὰ κου­βέν­τα του μὲ τὸν πα­πὰ ἐ­κεί­νη ἐκ­δι­κη­τι­κὰ τοῦ ξε­γλί­στρη­σε. Κι ἀ­νέ­βη­κε τὴν ἀ­πα­γο­ρευ­μέ­νη σκά­λα.

        Εἶ­χε ξε­κρε­μά­σει τὸ λου­ρὶ τῆς Nikon ἀ­πὸ τὸ λαι­μό της καὶ εἶ­χε σκύ­ψει πά­νω σὲ κά­τι γλά­στρες μὲ τρι­αν­τά­φυλ­λα νὰ τὰ φω­το­γρα­φί­σει ἀ­πὸ κον­τά. Τὸ λου­ρὶ πι­ά­στη­κε στὰ ἀγ­κά­θια μιᾶς τρι­αν­τα­φυλ­λιᾶς, καὶ μό­λις πῆ­γε νὰ ἀ­να­ση­κω­θεῖ ἡ μη­χα­νὴ τρα­βή­χτη­κε ἀ­πό­το­μα ἀ­π’ τὰ χέ­ρια της καὶ ἔ­πε­σε στὶς πλά­κες κά­τω ἀ­πὸ τὴν σκά­λα. Χω­ρί­στη­κε στὰ δυ­ό, τὸ ἕ­να κομ­μά­τι ἔ­κα­νε γκὲλ καὶ προ­σγει­ώ­θη­κε μὲς στὸν κου­βὰ μὲ τὸ νε­ρὸ ποὺ εἶ­χαν ἀ­φή­σει γιὰ τὸ πό­τι­σμα. Τὸ μπλοὺμ ἀ­πὸ τὸ βά­πτι­σμα τῆς μη­χα­νῆς ἀ­κού­στη­κε δυ­να­τά, τρέ­ξα­με ὅ­λοι καὶ ἀ­κο­λού­θη­σε κα­βγὰς τρι­κού­βερ­τος.

        Τὸ βρά­δυ μοῦ ’­πε παν­τε­λῶς ἀ­πελ­πι­σμέ­νη: «καὶ νὰ φαν­τα­στεῖς τό ’­ξε­ρα, τὸ ’­ξε­ρα πὼς δὲν θά ’­χε τί­πο­τα νὰ δεῖς ἐ­κεῖ ἐ­πά­νω… Ὅ­μως ἐ­κεῖ­νο τὸ σκοι­νὶ ποὺ ἔ­φρα­ζε τὴ σκά­λα τὸ ἔ­νοι­ω­σα σὰ νὰ τυ­λί­γε­ται τρι­γύ­ρω ἀ­π’ τὸ λαι­μό μου κι ἔ­πρε­πε νὰ ἐ­λευ­θε­ρω­θῶ πά­σῃ θυ­σίᾳ.» Ὕ­στε­ρα ἄρ­χι­σε νὰ κλαί­ει γιὰ ὅ­λες τὶς χα­μέ­νες πιὰ φω­το­γρα­φί­ες τοῦ τα­ξι­διοῦ, γιὰ τὴν κα­τε­στραμ­μέ­νη μη­χα­νή, γιὰ τὶς προ­σβο­λὲς ποὺ ἀ­ναγ­κά­στη­κε νὰ ὑ­πο­στεῖ σι­ω­πη­λά, γιὰ ὅ­σα θλι­βε­ρὰ τῆς εἶ­χαν συμ­βεῖ ὣς τώ­ρα στὴ ζω­ή της ποὺ ὅ­που κι ἂν τα­ξί­δευ­ε τὴν ἀ­κο­λου­θοῦ­σαν. Καὶ δὲν τῆς ἄ­φη­ναν χα­ρά.

        Γιὰ νὰ τὴν πα­ρη­γο­ρή­σω σκέ­φτη­κα νὰ τῆς πῶ μιὰ ἱ­στο­ρί­α ποὺ εἶ­χα ἠ­χο­γρα­φή­σει ἀ­πὸ ἕ­να γη­ραι­ὸ Πο­λί­τη στὸ προ­η­γού­με­νο τα­ξί­δι μου στὴν Ἴ­σταν­μπουλ:

        «Πο­λύ πα­λιά, στὸν τό­πο ποὺ τώ­ρα λέ­νε Μπα­λου­κλὶ βρέ­θη­κε λέ­νε κά­ποι­ος ποὺ εἶ­χε χά­σει τὴν ὅ­ρα­σή του. Ξέ­πλυ­νε τὰ μά­τια του στὸ νε­ρὸ τῆς πη­γῆς καὶ λί­γο με­τὰ γι­α­τρεύ­τη­κε. Αὐ­τὸ τὸ ἄ­κου­σε ὁ βα­σι­λιὰς Ἰ­ου­στι­νια­νὸς καὶ πί­στε­ψε πὼς ἦ­ταν θαῦ­μα ἐ­νῶ οἱ πε­ρισ­σό­τε­ροι ἂν καὶ μι­λοῦ­σαν μὲ εὐ­λά­βεια θε­ω­ροῦ­σαν αὐ­τὴν τὴν ἱ­στο­ρί­α ἕ­ναν ἀ­κό­μη πα­λιὸ θρύ­λο. Ἔ­τσι ἐ­πει­δὴ πί­στε­ψε στὴν ἁ­γι­ό­τη­τα τοῦ τό­που ὁ βα­σι­λιὰς ὅ,τι ὑ­λι­κὰ πε­ρίσ­σε­ψαν ἀ­πὸ τὸ χτί­σι­μο τῆς Ἁ­γιὰ Σο­φιᾶς δι­έ­τα­ξε νὰ τὰ με­τα­φέ­ρουν ὅ­λα ἐ­κεῖ, ἔ­ξω ἀ­πὸ τὰ στε­ρε­ὰ τεί­χη τῆς Πό­λης, στὸ κα­τά­φυ­το ἐ­κεῖ­νο μέ­ρος μὲ τὶς πη­γές, τὰ ψη­λὰ κυ­πα­ρίσ­σια, τὰ συμ­με­τρι­κὰ πλα­τά­νια, τὰ ἄν­θη καὶ τὸν κα­λὸ ἀ­έ­ρα ποὺ ἔ­κα­νε τοὺς ἀν­θρώ­πους τό­σο πο­λὺ νὰ ξε­χνοῦν τὶς φρον­τί­δες τους ὥ­σπου στὸ τέ­λος θε­ρα­πεύ­ον­ταν ἀ­π’ τὸ κά­θε τί ποὺ τοὺς βα­σά­νι­ζε. Κά­πο­τε ἀ­κό­μη κι ἀ­πὸ τὶς ἀρ­ρώ­στι­ες. Ἐ­κεῖ ὁ Ἰ­ου­στι­νια­νὸς ἔ­φτια­ξε ἐκ­κλη­σί­α καὶ κα­θώς μοῦ ’­λε­γε ὁ ἡ­λι­κι­ω­μέ­νος ἐ­κεῖ­νος Πο­λί­της μπο­ρεῖ νὰ ἦ­ταν βέ­βαι­α ὁ βα­σι­λιὰς πε­ρή­φα­νος γιὰ τὴν Ἁ­γιὰ Σο­φιὰ μὰ ἀ­γα­ποῦ­σε πε­ρισ­σό­τε­ρο αὐ­τὸν τὸν μι­κρὸ να­ὸ τῆς Ζω­ο­δό­χου Πη­γῆς. Ἐ­κεῖ λέ­ει ἔ­νοι­ω­θε ἐ­λευ­θε­ρω­μέ­νος ἀ­π’ τὶς ἔ­γνοι­ες του, ἐ­κεῖ ἔ­νοι­ω­θε σὰν νὰ ἦ­ταν πά­λι παι­δὶ καὶ ὄ­χι ὁ βα­σι­λιάς. Τὰ βα­σί­λεια ἄλ­λω­στε στὰ παι­διὰ ἀ­νή­κουν, κα­τέ­λη­ξε ὁ ἡ­λι­κι­ω­μέ­νος ἐ­κεῖ­νος Πο­λί­της. Κι ἦ­ταν ἀ­κλό­νη­τος στὴν πε­ποί­θη­σή του πὼς ἔ­ξω ἀ­π’ αὐ­τὴν τὴν Πό­λη δὲν ὑ­πάρ­χουν καὶ πολ­λὲς ἀ­λή­θει­ες γι’ αὐ­τὸ κι ἀ­ξί­ζει νὰ θυ­μό­μα­στε τὸ κά­θε της κομ­μά­τι.»


Κι ἀ­φοῦ τῆς τέ­λει­ω­σα τὴν ἱ­στο­ρί­α τῆς εἶ­πα: Νὰ ξέ­ρεις κα­λύ­τε­ρα ποὺ δὲν ἄ­φη­σες ἐ­κεῖ­νο τὸ σχοι­νὶ νὰ σὲ στα­μα­τή­σει. Ἄ­ξι­ζε ὅ,τι κι ἂν ἔ­πα­θες.



Πη­γή: Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση.

Ἰ­ω­άν­να Γα­λα­νά­κη (Χα­νιά). Σπού­δα­σε Ἱ­στο­ρί­α καὶ Ἀρ­χαι­ο­λο­γί­α στὸ Πα­νε­πι­στή­μιο Ἀ­θη­νῶν καὶ μὲ ὑ­πο­τρο­φί­ες στὸ Πα­νε­πι­στή­μιο τοῦ Durham (Ἀγ­γλί­α). Εἶ­ναι ὑ­πο­ψή­φια δι­δά­κτωρ στὸ Πα­νε­πι­στή­μιο τοῦ Leiden (Ὀλ­λαν­δί­α). Ποι­ή­μα­τά της ἔ­χουν δη­μο­σι­ευ­τεῖ στὴ Νέ­α Εὐ­θύ­νη, ἐ­πί­σης κεί­με­νά της ἔ­χουν δη­μο­σι­ευ­τεῖ στὸ πε­ρι­ο­δι­κό Monumenta, στὸ μπλὸγκ Σταυ­ρο­δρό­μι καὶ ἀλ­λοῦ. Πρῶ­το της βι­βλί­ο Ἀ­ρα­δή­ν (ποί­η­ση, Publibook 2010).

Ἰάσονας Μικρώνης: Ἡ ποινὴ


Ἰ­ά­σο­νας Μι­κρώνης


Ἡ ποι­νὴ


ΑΞΙΔΕΥΩ μὲ τὸ ὑ­πε­ρω­κε­ά­νιο «Βι­κτω­ρί­α». Εἶ­μαι κά­τι πα­ρα­πά­νω ἀ­πὸ χα­ρού­με­νος, πλέ­ω σὲ πε­λά­γη εὐ­τυ­χί­ας, για­τί κα­τά­φε­ρα ἐ­πι­τέ­λους ν’ ἀ­φή­σω πί­σω τὴν πα­λιά μου ζω­ή, νὰ ξε­φύ­γω ἀ­π’ ὅ­λους κι ἀ­π’ ὅ­λα, νὰ βά­λω πλώ­ρη γιὰ μιὰ νέ­α ἀρ­χή. Οὔ­τε ποὺ ξέ­ρω σὲ ποι­ό λι­μά­νι θὰ κα­τα­λή­ξου­με, μὰ οὔ­τε ποὺ ρώ­τη­σα κι οὔ­τε καὶ ποὺ μὲ νοιά­ζει. Μοῦ ἀρ­κεῖ ν’ ἀ­να­κου­φί­ζο­μαι στὴ σκέ­ψη πὼς θὰ πά­ψει πιὰ νὰ ἠ­χεῖ στ’ αὐ­τιά μου ἡ γλώσ­σα μου· ὅ­λα τὰ λό­για θὰ μέ­νουν στὸ νέ­ο τό­πο με­τέ­ω­ρα, ἀ­κω­δι­κο­ποί­η­τα, κε­νά· κα­μιὰ κα­κεν­τρέ­χεια, κα­νέ­νας ψό­γος καὶ κα­νεὶς ψι­θυ­ρι­σμὸς πιὰ δὲ θὰ μ’ ἀγ­γί­ζει.

        Οἱ μέ­ρες μου ἐν πλῶ εἶ­ναι μα­κά­ρι­ες κι ἀ­νέ­φε­λες. Ὁ­ρι­ζον­τι­ω­μέ­νος τὶς πε­ρισ­σό­τε­ρες ὧ­ρες στὸ στε­νὸ κρε­βά­τι τῆς ἰ­δι­ω­τι­κῆς μου καμ­πί­νας, δι­α­βά­ζω καὶ ξα­να­δι­α­βά­ζω τὰ ἀ­γα­πη­μέ­να μου ἀ­να­γνώ­σμα­τα κρα­τών­τας στὸ πλά­ι ση­μει­ώ­σεις κι ὑ­πο­γραμ­μί­ζον­τας τὰ πιὸ ση­μαν­τι­κά. Τὸ με­ση­με­ρά­κι ἀ­νε­βαί­νω μὲ τὸ πά­σο μου στὸ ἑ­στι­α­τό­ριο: ἔ­χω ἐ­ξα­σκή­σει τὸ στο­μά­χι μου ἔ­τσι ποὺ νὰ μὴ ζη­τά­ει πα­ρα­πά­νω ἀ­πὸ ἕ­να γεῦ­μα ἡ­με­ρη­σί­ως. Ἂν καὶ τὸ πλή­ρω­μα με­τρᾶ με­ρι­κὲς δε­κά­δες ἀν­θρώ­πους, ἐ­γὼ ἔ­χω κα­τα­φέ­ρει μέ­σα σὲ ὅ­λο ἐ­τοῦ­το τὸ δι­ά­στη­μα νὰ τοὺς μά­θω ὅ­λους τους μὲ τὰ μι­κρά. Κι εἶ­ναι μά­λι­στα ὅ­λοι τους πρό­θυ­μοι, ἴ­σως ἐ­πει­δὴ ξέ­ρουν πὼς οἱ δρό­μοι μας ἀρ­γὰ ἢ γρή­γο­ρα θὰ χω­ρί­σουν, νὰ μοῦ μι­λή­σουν μὲ τὸ κα­λη­μέ­ρα γιὰ τοὺς κα­η­μοὺς καὶ γιὰ τὰ ὄ­νει­ρα ποὺ πνί­γουν στὴ στε­ριά.

        Ὅ­ταν τὸ μυα­λό μου θο­λώ­νει ἀ­π’ τὴν πολ­λὴ με­λέ­τη, ξε­πορ­τί­ζω ὣς τὸ κα­τά­στρω­μα γιὰ νὰ ξε­μου­διά­σουν τὰ ἄ­κρα μου καὶ γιὰ νὰ τα­ΐ­σω μὲ τὶς χοῦ­φτες μου ἀ­πο­φά­για τὰ γλα­ρο­πού­λια.

        Μιὰ τέ­τοι­α μέ­ρα ἔρ­χε­ται ὁ Στέρ­γιος —ἕ­να ὀρ­φα­νὸ πού ‘χει ἐ­πι­φορ­τι­σθεῖ μὲ ἕ­να καὶ μο­να­δι­κὸ κα­θῆ­κον, νὰ τρί­βει ἀ­δι­α­κό­πως, μὲ μιὰ εἰ­δι­κὴ βούρ­τσα, ὅ­λες τὶς κου­πα­στὲς— καί, τρα­βών­τας με ἀ­π’ τὸ μα­νί­κι, μοῦ λέ­ει:

        «Μπάρ­μπα, ἐ­κεῖ­νος ἐ­κεῖ ὁ μπάρ­μπας εἶ­ναι ἀ­π’ τὰ μέ­ρη σου. Τό­νε ξέ­ρεις;»

        Εἶ­ναι ἕ­νας ἄν­τρας τῆς ἡ­λι­κί­ας μου: ψη­λός, βλο­συ­ρός, εὐ­ρύ­στερ­νος καὶ σμι­χτο­φρύ­δης. Μὲ κοι­τᾶ κι ἐ­κεῖ­νος ἐ­τα­στι­κὰ ἀ­π’ τὴν ἄλ­λη ἄ­κρη τοῦ κα­τα­στρώ­μα­τος.

        «Μὰ πῶς δὲν τὸν ξέ­ρω», λέ­ω ἀ­μέ­σως τοῦ μι­κροῦ καὶ τοῦ ἀ­φή­νω ἕ­να κέρ­μα στὴν ἁ­πλω­μέ­νη του πα­λά­μη, δι­πλα­σι­ά­ζον­τάς του ἔ­τσι καὶ τὸ μπο­να­μά: στοί­χη­μα τὸ πά­ω πὼς τὸ ὀρ­φα­νό, μ’ αὐ­τὸ τὸ λαν­θά­νον ἐ­πι­χει­ρη­μα­τι­κὸ δαι­μό­νιο ποὺ τὸ δέρ­νει, κα­τά­φε­ρε ν’ ἀ­φαι­μά­ξει πρῶ­τα καὶ τὸν συν­το­πί­τη μου τσιμ­πών­τας κι ἀ­πὸ ‘κεῖ τὸ εὐ­ρου­λά­κι του.

        Χω­ρὶς νὰ χά­νω χρό­νο, κι­νῶ πρὸς τὸ με­ριὰ τοῦ ἄν­τρα, ὁ ὁ­ποῖ­ος φαί­νε­ται πάν­τως νὰ δυ­σκο­λεύ­ε­ται ἀ­κό­μα στὴν ἀ­να­γνώ­ρι­ση καὶ νὰ τὰ ἔ­χει ὀ­λί­γον τί χα­μέ­να.

        «Ἀρ­γύ­ρη», τοῦ λέ­ω, ἀ­φοῦ μει­ώ­σω τὴ με­τα­ξὺ μας ἀ­πό­στα­ση ἀρ­κε­τά.

        «Ρὲ σύ», μοῦ φω­νά­ζει κι αὐ­τός, «ἐ­σὺ δὲν εἶ­σαι;». Ἡ φω­νή του, ἔ­τσι τσα­κι­σμέ­νη καὶ σπη­λαι­ώ­δης ποὺ εἶ­ναι, σὲ τί­πο­τα δὲ θυ­μί­ζει ἐ­κεῖ­νο τὸ ἀ­πεί­θαρ­χο καὶ ζω­η­ρὸ παι­δί: ὑ­πο­κι­νη­τὴς πάν­τα τῶν κα­τα­λή­ψε­ων καὶ κόκ­κι­νο πα­νὶ γιὰ τοὺς κα­θη­γη­τές, κα­κὴ ἐ­πιρ­ρο­ὴ γιὰ τοὺς συ­νο­μη­λί­κους του κι ὄ­νει­δος γιὰ τὴν κοι­νω­νί­α. Ἡ πιὸ χα­ρα­κτη­ρι­στι­κὴ ἀ­νά­μνη­ση ποὺ κρα­τῶ ὡς τὰ σή­με­ρα ἀ­πὸ αὐ­τὸν εἶ­ναι πού, γιὰ νὰ δι­α­σκε­δά­σει κα­τὰ τὴ διά­ρκεια τοῦ μα­θή­μα­τος τὴν ἀ­νί­α του, μᾶς μοί­ρα­ζε ἐ­μᾶς τῶν συμ­μα­θη­τῶν του ρα­βα­σά­κια ποὺ ‘κρυ­βαν μέ­σα τὶς τρί­χες ποὺ εἶ­χε στὸ με­τα­ξὺ ἀ­πο­ψι­λώ­σει ἀ­π’ τὴ βου­βω­νι­κή του χώ­ρα.

        Πι­ά­νου­με πα­ρευ­θὺς τὴν κου­βέν­τα. Στὴν ἀρ­χὴ τὰ πα­ρα­φου­σκώ­νου­με ἀμ­φό­τε­ροι, καυ­χι­ό­μα­στε γιὰ ἐ­πι­τεύγ­μα­τα ποὺ φέ­ρα­με σὲ πέ­ρας, γιὰ λε­φτὰ ποὺ κά­να­με, γιὰ γυ­ναῖ­κες ποὺ κα­τα­φέ­ρα­με. Ἀλ­λὰ σὲ λί­γο σπᾶ­με κι οἱ δύ­ο, λυ­γί­ζου­με, κι ἀγ­κα­λι­α­σμέ­νοι ἀ­να­λυ­ό­μα­στε σὲ δά­κρυ­α: τί­πο­τα δὲν κα­τορ­θώ­σα­με, ἡ μιὰ ἀ­πο­τυ­χί­α ἔ­φε­ρε τὴν ἄλ­λη κι ὅ­λες μα­ζί μᾶς ἔ­φε­ραν ὣς ἐ­δῶ.

        «…ἄ­σε, ἀ­δερ­φέ, ἔμ­πλε­ξα», κλεί­νει τὴν ἐ­ξο­μο­λό­γη­σή του ὁ Ἀρ­γύ­ρης, «κι ἔ­κτο­τε ἐ­κτί­ω τὴν ποι­νή».

        Καί, με­τὰ κι ἀ­π’ αὐ­τό, χω­ρί­ζου­με.

        Τὸ ἴ­διο βρά­δυ, κα­θὼς ἀ­να­θυ­μᾶ­μαι τὴν ἀ­κρο­τε­λεύ­τια φρά­ση τοῦ πα­λαι­οῦ μου συμ­μα­θη­τῆ καὶ πα­σχί­ζω νὰ τὴν ἀ­πο­κρυ­πτο­γρα­φή­σω, μί­α ψι­λὴ φω­νὴ ἔρ­χε­ται καὶ μ’ ἐ­πι­σκέ­πτε­ται τρυ­πώ­νον­τας ἀ­πὸ τὸ φι­νι­στρί­νι.

        «Χα­ζέ», μοῦ λέ­ει ἡ φω­νή, «ἀ­κό­μα νὰ τὸ κα­τα­λά­βεις; Δὲν πη­γαί­νου­με, ἐρ­χό­μα­στε».



Πη­γή: Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση.

Ἰ­ά­σο­νας Μι­κρώ­νης (Ἀ­θή­να, 1990). Σπού­δα­σε Ἀγ­γλι­κὴ Γλώσ­σα καὶ Φι­λο­λο­γί­α στὸ ΕΚΠΑ καὶ κλα­σι­κὴ κι­θά­ρα στὸ Ὠ­δεῖ­ο Ἀ­θη­νῶν.


Ἡρὼ Νικοπούλου: Πρόβα


Ἡρὼ Νι­κο­πού­λου


Πρό­βα

 

ΑΤΑΛΑΒΑ, εἶ­πε τὸ παι­δὶ ξε­καρ­δι­σμέ­νο στὰ γέ­λια καὶ ση­κώ­θη­κε μὲ δύ­να­μη ἀ­π’ τὸν μι­κρό του νε­ρό­λακ­κο τινάζοντας ὅπως μποροῦσε ἀπό πάνω του τὴν ὑγρὴ ἄμμο. Πλη­σί­α­ζε με­ση­μέ­ρι κι ὁ ἥ­λιος ἔ­και­γε ἀ­νε­λέ­η­τα.

          Πῆ­ρε τὸ πλα­στι­κὸ κόκ­κι­νο φτυ­α­ρά­κι του κι ἄρ­χι­σε νὰ θά­βει ἀρ­γά, με­θο­δι­κὰ τὸν πα­τέ­ρα του στὴν ἄμ­μο.



Πηγή: Πρώτη δημοσίευση.

Νι­κο­πού­λου, Ἡ­ρώ. (Ἀ­θή­να, 1958). Σπού­δα­σε ζω­γρα­φι­κὴ καὶ σκη­νο­γρα­φί­α στὴν Ἀ­νω­τά­τη Σχο­λὴ Κα­λῶν Τε­χνῶν. Ἔ­χει κά­νει πολ­λὲς ἀ­το­μι­κὲς καὶ ὁ­μα­δι­κὲς ἐκ­θέ­σεις στὴν Ἑλ­λά­δα καὶ τὸ ἐ­ξω­τε­ρι­κό. Ἔ­χει ἐκ­δώ­σει πέντε ποι­η­τι­κὲς συλ­λο­γές, ἕ­να μυ­θι­στό­ρη­μα καὶ τέσσερις συλ­λο­γὲς δι­η­γη­μά­των. Τε­λευ­ταῖ­ο της βι­βλί­ο: Ἡρώ Νικολοπούλου καὶ ἄλλες συνταχνιακές ἱστορίες (διη­γήματα, Γα­βρι­η­λί­δης, 2020). Συν­δι­ευ­θύ­νει μὲ τὸν Γιά­ννη Πα­τί­λη τὴν ἱ­στο­σε­λί­δα γιὰ τὸ μι­κρὸ δι­ή­γη­μα Πλα­νό­διον-Ἱ­στο­ρί­ες Μπον­ζά­ι καὶ ἐ­πι­με­λή­θη­κε μα­ζί του τὶς ἀν­θο­λο­γί­ες μι­κροῦ δι­η­γή­μα­τος Ἱ­στο­ρί­ες Μπον­ζά­ι ’14Ἱ­στο­ρί­ες Μπον­ζά­ι ’15 καὶ Ἱ­στο­ρί­ες Μπον­ζά­ι ’16 (Γα­βρι­η­λί­δης). Ποι­ή­μα­τα, δι­η­γή­μα­τα καὶ ἄρ­θρα της ἔ­χουν δη­μο­σι­ευ­θεῖ σὲ λογοτεχνικὰ πε­ρι­ο­δι­κὰ καὶ στὸν ἡ­με­ρή­σιο τύ­πο καὶ ἔχουν μεταφραστεῖ στὰ ἀγ­γλι­κά, γαλλικά, ιταλικά, ρω­σι­κά, ἱσπανικά, βουλγαρικά, τουρ­κι­κὰ καὶ σέρ­βι­κα.

Στά Ἰσπανικὰ κυκλοφορεῖ ἡ ἀνθολογία ποιημάτων της μέ τὸν τίτλο Aceptiones de la Miranda σὲ μετάφραση Jose Antonio Moreno Jurado (2019, El Arbol de la Luz, Sevilla). Εἶ­ναι μέ­λος τοῦ Εἰ­κα­στι­κοῦ Ἐ­πι­με­λη­τη­ρί­ου Ἑλ­λά­δας, τῆς Ἑ­ται­ρεί­ας Συγ­γρα­φέ­ων καὶ τοῦ Κύ­κλου Ποι­η­τῶν. Δι­α­τη­ρεῖ τὴν ἱ­στο­σε­λί­δα:

www.ironikopoulou.gr