
Κὶμ Μουνζό (Quim Monzó)
Ρωσικὲς κοῦκλες
(Nines russes)
ΙΑΣΧΙΖΕΙ ΤΡΕΧΟΝΤΑΣ τὰ λιβάδια, κρύβεται ἀνάμεσα στὰ ψηλὰ χόρτα, πίσω ἀπὸ τοὺς κίονες. Τὸ σπίτι βρίσκεται κάθε φορὰ καὶ πιὸ μακριά. Στὰ δεξιὰ τοῦ δρόμου, δέντρα κατὰ μῆκος τῆς λίμνης καί, κάπου κάπου, μιὰ πινακίδα ἀπὸ ἄσπρο ξύλο μὲ μαῦρα γράμματα: BADEN VERBOTEN. Ὅλα τὰ μικρὰ μονοπάτια, κάθετα στὸ κεντρικό, τελειώνουν σὲ σκάλες ποὺ βυθίζονται στὴ λίμνη, μὲ κουπαστὲς διακοσμημένες μὲ πέτρινα βάζα καὶ λουλούδια. Ἀγκομαχεῖ. Ἱδρώνει. Εἶναι πολὺ κουρασμένος. Στηρίζεται στὴν κουπαστή. Κοιτᾶ πρὸς τὰ πίσω καὶ πρὸς τὸ νερό, ἐναλλὰξ καὶ ἀνήσυχα. Τώρα περπατᾶ, πηγαίνοντας γύρω ἀπὸ τὴ λίμνη μέχρι τὴν προβλήτα ποὺ εἶναι ἔρημη. Παρατηρεῖ τὸν ὁρίζοντα. Ξέρει ὅτι, ἂν ἀργήσουν πολύ, θὰ τὸν πιάσουν. Γυρνᾶ πίσω πρὸς τὶς σκάλες. Πηδάει τὴν κουπαστή. Κρύβεται μέσα στὰ δέντρα. Ἀπὸ κεῖ διακρίνει τὴ λίμνη. Εἶναι ἀνυπόμονος. Κοιτάει συνεχῶς τὸ ρολόι. Δὲν ἔχει περάσει πολλὴ ὥρα, ὅταν ἀκούει ἕνα θόρυβο ποὺ ἐξαπλώνεται: στὸ βάθος, μεταξὺ τῶν σκούρων μπλὲ τοῦ οὐρανοῦ καὶ τοῦ νεροῦ, ἐμφανίζεται μιὰ ἐξωλέμβιος. Ἕνα πουλὶ σχίζει τὸν ἀέρα. Σηκώνεται ἀπὸ τὸ ἔδαφος. Μὲ πολλὴ προσοχή, παραμερίζει τὰ κλαδιά, κοιτᾶ πρὸς τὸν δρόμο, πηδᾶ τὴν κουπαστή. Καθὼς κατεβαίνει τὴν πέτρινη σκάλα ποὺ μᾶλλον ὁδηγεῖ στὴν προβλήτα, ἀκούει πίσω του ἕνα θόρυβο. Γυρνᾶ τὸ κεφάλι: ἡ μελαχρινὴ κοπέλα, μὲ τὰ σκοῦρα γυαλιά, τὸν σημαδεύει μὲ ἕνα πιστόλι. Ἡ μουσικὴ δυναμώνει. Ἐκεῖνος ἀρχίζει νὰ τρέχει πρὸς τὸ νερό.
Ἡ ὀθόνη γίνεται μαύρη, ἔπειτα λευκή. Ὁ κόσμος σφυρίζει. Κάποιοι φωνάζουν. Ἀνάβουν τὰ φῶτα. Γιὰ λίγη ὥρα χαμηλώνει ὁ θόρυβος. Ἔπειτα περνοῦν δέκα ἀργὰ λεπτά, κατὰ τὰ ὁποῖα τὸ κοινὸ γλιστρᾶ ἀπὸ τὴν σχετικὰ ὑπομονετικὴ ἀναμονὴ στὴν ἐνόχληση: χτυπᾶ τὰ πόδια καὶ ζητᾶ ἐξηγήσεις. Σύγχυση δημιουργεῖται ὅταν ἐπιτέλους ἕνας ἀντιπρόσωπος κατεβαίνει νὰ δικαιολογηθεῖ, σαστισμένος, καὶ ἐξηγεῖ πὼς συνέβη κάτι παράξενο: τὸ τέλος τῆς ταινίας δὲν ὑπάρχει. Καὶ δὲν φαίνεται, προσθέτει, νὰ τὸ ἔχει κόψει κάποιος, γιατὶ, χωρὶς κανένα ρακόρ, μετὰ ἀπὸ τὶς τελευταῖες εἰκόνες ποὺ προβλήθηκαν, ὑπάρχει ἕνα μεγάλο κομμάτι μαύρου φίλμ. Ζητᾶ εἰλικρινὰ συγγνώμη γιὰ τὴν ἐνόχληση, κυρίως γιατὶ κατανοεῖ ὅτι γεγονότα ὅπως αὐτὸ εἶναι δυσάρεστα, ἰδιαίτερα τὴν ἡμέρα τῆς πρώτης προβολῆς. Καταλήγει ὅτι τὸ καλύτερο ποὺ ἔχει νὰ κάνει κάτω ἀπὸ αὐτὲς τὶς συνθῆκες εἶναι νὰ ἐπιστρέψει τὰ χρήματα τοῦ εἰσιτηρίου, γιὰ τὸ ὁποῖο παρακαλεῖ τὸ κοινὸ νὰ ἐγκαταλείψει τὴν αἴθουσα μὲ σειρὰ καὶ νὰ περάσει ἀπὸ τὰ ἐκδοτήρια. Προσθέτει πὼς μίλησαν μὲ τὴν ἑταιρεία διανομῆς, ἡ ὁποία διαβεβαιώνει ὅτι δὲν γνωρίζει τίποτα καὶ ὑπόσχεται νὰ ἐπικοινωνήσει μὲ τὴν ἑταιρεία παραγωγῆς μὲ τὴν πρώτη εὐκαιρία. Ὁ ἀντιπρόσωπος τῆς ἑταιρείας κάνει στὸ τέλος μία χειρονομία ἀπόγνωσης καὶ φεύγει. Μετὰ ἀπὸ μιὰ ἔκρηξη παραπόνων, τὸ κοινὸ βγαίνει ἀργά. Ὁ θεατὴς (ἕνας ἀπ’ ὅλους: ἕνας ὁποιοσδήποτε) χασμουριέται, σηκώνεται νωθρά, βγαίνει στὴν εἴσοδο. Ἡ οὐρὰ γιὰ τὸ ἀντίτιμο τοῦ εἰσιτηρίου στὰ ἐκδοτήρια μπλέκεται μὲ ἐκείνη ὅσων περίμεναν γιὰ τὴν ἑπόμενη προβολὴ καὶ ποὺ τώρα, μπερδεμένοι, δὲν ἀποφασίζουν νὰ ἐγκαταλείψουν τὴν προνομιούχα θέση ποὺ τοὺς ἐξασφάλισε ἡ ἀναμονή τους. Ὁ ἄνθρωπός μας δὲν ἔχει ὄρεξη νὰ περιμένει: θεωρεῖ τὰ χρήματά του χαμένα καὶ ἀνηφορίζει τὸ δρόμο. Στὰ μισὰ τῆς οὐρᾶς ἀκούει πὼς τὰ νέα φτάνουν διαστρεβλωμένα: λένε πὼς κάποιος ἔκλεψε τὸ φὶλμ μὲ τὴν πρόθεση νὰ καταφέρει νὰ προωθήσει ἕνα κινηματογραφικὸ πρότζεκτ ποὺ δὲν εἶχε βρεῖ στήριξη ἀπὸ καμία ἑταιρεία παραγωγῆς. Στὸ τέλος τῆς οὐρᾶς τὰ νέα κυκλοφοροῦν τελείως ἀλλοιωμένα: λένε πὼς κάποιος τηλεφώνησε στὸν κινηματογράφο γιὰ νὰ πεῖ ὅτι στὸ κτίριο εἶχε τοποθετηθεῖ βόμβα. Ὁ κόσμος διαλύεται στοὺς παράπλευρους δρόμους, διακριτικὰ ἀναστατωμένος. Ἐκεῖνος μπαίνει στὸ αὐτοκίνητο, βάζει μπροστά. Ἀπὸ τὸ ραδιόφωνο ἀκούγεται ὁ Dizzy Gillespie. Ἐπιλέγει δρόμους τῶν προαστίων, καλυμμένους μὲ μία ἀδιαπέραστη λευκὴ ὁμίχλη. Τώρα, ἀπὸ τὸ ραδιόφωνο, ἕνας τραυλὸς δημοσιογράφος παίρνει συνέντευξη ἀπὸ μιὰ γυναίκα χωρὶς χέρια ποὺ γέννησε ἕνα παιδὶ χωρὶς πόδια. Ὁ ὁμιλητὴς συμπεραίνει ξαφνιασμένος ὅτι δὲν ὑπάρχει Πέμπτη χωρὶς Παρασκευή, κι ἀμέσως, βάζει ξανὰ Gillespie, τὸ Russian Lullaby, τραγούδι ποὺ ὁ ἄντρας ἀκούει ἐπίσης (καὶ ξαφνιάζεται) ὡς μουσικὴ ὑπόκρουση στὸ ἑστιατόριο ποὺ μόλις μπαίνει. Μόλις κάθεται στὸ τραπέζι, παραγγέλνει ἕνα γαστρονομικὸ παλίνδρομο (γιὰ πρῶτο πιάτο, πεπόνι μὲ προσοῦτο· γιὰ δεύτερο, ζαμπόν· γιὰ ἐπιδόρπιο, πεπόνι) μὲ τὴν ἐλπίδα νὰ καταπλήξει τὸν μέτρ, ὁ ὁποῖος ὡστόσο δὲν φαίνεται διατεθειμένος νὰ ἀφήσει νὰ τὸν ἐκπλήξουν τόσο εὔκολα. Σὲ ἕνα διπλανὸ τραπέζι, κάποιος μιλᾶ γιὰ μιὰ Αὐστραλὴ ποὺ ἀσκεῖ τηλεπάθεια καὶ πού, τρομοκρατημένη, ξύπνησε ἀπὸ ἕνα ὄνειρο τὴν ἴδια στιγμὴ ποὺ ἕνας συνάδελφός της, Ἐλβετός, ἔπαιρνε μιὰ μεγάλη τρομάρα ἀπὸ μιὰ παιχνιδιάρα ἀνιψιὰ ποὺ ἀρεσκόταν σὲ ἀκραῖες μεταμφιέσεις. Ὁ ἄνθρωπός μας γελᾶ καὶ τὸ γέλιο δυναμώνει ὅση ὥρα δειπνεῖ, μέχρι πού, στὸ ἐπιδόρπιο, εἶναι ἕνας πίδακας ἀπὸ κουδουνίσματα καὶ κύμβαλα ποὺ ἀντηχοῦν σὲ ὅλα τα μπουντρούμια τοῦ κάστρου.
Τὸ ξυπνητήρι. Σηκώνεται μὲ νωθρότητα, πλένεται, ξυρίζεται, ντύνεται. Παίρνει τὸ πρωινό του στὸ μπὰρ ἀπέναντι. Ἔπειτα μπαίνει στὸ αὐτοκίνητο: ἡ πόλη σύντομα μένει πίσω καὶ γιὰ δέκα λεπτὰ ὁ αὐτοκινητόδρομος εἶναι ἄδειος. Βλέπει τὸ σπίτι στὸ βάθος. Σταθμεύει καλὰ στὴν ἄκρη. Στὰ δεξιὰ τοῦ δρόμου, δέντρα κατὰ μῆκος τῆς λίμνης. Στὶς ὄχθες της, προβολεῖς, καλώδια καὶ πίνακες μὲ πρίζες.
Τὸν περίμεναν ἐδῶ καὶ κάποια ὥρα. Ἀλλάζει στὴ στιγμή. Τὸν μακιγιάρουν. Ὁ σκηνοθέτης δίνει ἐντολὴ νὰ ἀρχίσουν τὸ γύρισμα. Ἐκεῖνος κρύβεται μέσα στὰ δέντρα. Γυρίζουν διάφορα πλάνα. Ἔπειτα πηδᾶ τὴν κουπαστή. Τὸ ἐπαναλαμβάνει δύο φορές. Καθὼς κατεβαίνει τὴν πέτρινη σκάλα, ἀκούει ἕνα θόρυβο πίσω του· γυρνᾶ τὸ κεφάλι: ἡ μελαχρινὴ κοπέλα, μὲ τὰ σκοῦρα γυαλιά, τὸν σημαδεύει μὲ ἕνα πιστόλι. Ἐκεῖνος ἀρχίζει νὰ τρέχει πρὸς τὸ νερό. Ἐπαναλαμβάνουν τὴ σκηνή: δύο φορὲς ἡ κοπέλα σημαδεύει μὲ τὸ πιστόλι κι ἐκεῖνος ἀρχίζει νὰ τρέχει. Ὁ σκηνοθέτης δὲν μένει ἱκανοποιημένος. Τὸ ἐπαναλαμβάνουν γιὰ τρίτη φορά: ἡ κοπέλα τὸν σημαδεύει μὲ τὸ πιστόλι, ἐκεῖνος ἀρχίζει νὰ τρέχει πρὸς τὸ νερό. Ὁ σκηνοθέτης δὲν διακόπτει τὸ γύρισμα. Ἡ κοπέλα πυροβολεῖ. Ὁ ἠθοποιὸς πέφτει στὸ ἔδαφος.
Στὴν αἴθουσα τοῦ κινηματογράφου κυριαρχεῖ μιὰ στιγμὴ σύγχυσης: ἕνας ἀπὸ τοὺς θεατὲς ἔχει πέσει κι αὐτὸς στὸ ἔδαφος. Τὸν μεταφέρουν καὶ ἡ ταινία τελειώνει ἀμέσως μετά.

Πηγή: Olivetti, Moulinex, Chaffoteaux et Maury (ἔκδ. Crema,1980).
Κὶμ Μουνζὸ (Quim Monzó) (Βαρκελώνη, 1952). Καταλανὸς συγγραφέας μυθιστορημάτων καὶ διηγημάτων, καὶ ἀρθρογράφος. Τὰ ἔργα του ἔχουν μεταφραστεῖ σὲ πάνω ἀπὸ εἴκοσι γλῶσσες. Ὁ ἴδιος ἔχει μεταφράσει ἔργα ἄλλων συγγραφέων, ὅπως οἱ Ἄρθουρ Μίλλερ, Τρούμαν Καπότε καὶ Ἔρνεστ Χέμινγουεϊ, πρὸς τὰ καταλανικά. Ἔχει κερδίσει διάφορα βραβεῖα, μεταξὺ αὐτῶν τὸ Βραβεῖο Κριτικῆς Serra d’ Or τὸ 1981 γιὰ τὸ βιβλίο Olivetti, Moulinex, Chaffoteaux et Maury, τὸ Βραβεῖο Καταλανῶν συγγραφέων καὶ τὸ Ἐθνικὸ Βραβεῖο Λογοτεχνίας τὸ 2000 γιὰ τὴ συλλογὴ διηγημάτων Vuitanta–sis contes. Tὸ 2007 τοῦ ἀνατέθηκε ἡ ἐναρκτήριος ὁμιλία γιὰ τὴν Διεθνῆ Ἔκθεση Βιβλίου τῆς Φρανκφούρτης, τὴν ὁποία ἔγραψε σὲ μορφὴ διηγήματος. Εἶναι τακτικὸς συνεργάτης τῆς ἐφημερίδας La Vanguardia.
Μετάφραση ἀπὸ τὰ καταλανικά:
Δανάη Ταχταρᾶ (Ἀθήνα, 1987). Μεταφράστρια καὶ ὑποψήφια διδάκτωρ Μετάφρασης τοῦ Πανεπιστημίου τῆς Μάλαγα. Σπούδασε Μετάφραση στὸ Ἰόνιο Πανεπιστήμιο καὶ στὸ Πανεπιστήμιο τῆς Μάλαγα (μεταπτυχιακὸ στὴ Μετάφραση γιὰ τὸν Ἐκδοτικὸ Κόσμο). Μεταφράσεις της Ἰσπανῶν ποιητῶν ἔχουν δημοσιευτεῖ στὸ περιοδικό e-poema. Γιὰ τὸ ἱστολόγιό μας ἐπιμελήθηκε τὸ ἀφιέρωμα στὸν Ἰσπανὸ συγγραφέα Μανουὲλ Ἐσπάδα.
Filed under: Θρίλερ,Καταλανικά,Μυστήριο,Πόλη-Χώροι,Περιγραφή,Τέχνη,Ταχταρά Δανάη,Φανταστικό,Monzo Quim | Tagged: ΔανάηΤαχταρά,Καταλανικό διήγημα,Λογοτεχνία,Quim Monzo | Τὰ σχόλια στὸ Κὶμ Μονζό (Quim Monzó): Ρωσικὲς κοῦκλες ἔχουν κλείσει