Χουὰν Ἐδουάρδο Θούνιγα ( Juan Eduardo Z úñ iga )
Παράθυρα τῶν τελευταίων στιγμῶν
(Ventanas de los últimos instantes)
ΥΟ ΑΝΤΡΕΣ ΠΥΡΟΒΟΛΟΥΝ ἀπὸ μιὰ γωνία μὲ τοίχους καὶ μπάζα. Ἀόρατα θραύσματα βλημάτων αἰωροῦνται γύρω τους· τοὺς κυκλώνει μιὰ δίνη ἀπὸ σφαῖρες ποὺ ἀναπηδοῦν, ἀπὸ ἀπροσδιόριστους θορύβους, ἀπὸ χιόνι καὶ βροχή, ἀπὸ βροντὲς ἀντιαρματικῶν. Πότε-πότε ἕνα ἀπειλητικὸ τρίξιμο, καὶ κομμάτια μεσοτοιχίας καταρρέουν κοντά τους: μιὰ κόκκινη σκόνη ἀπὸ σπασμένα τοῦβλα σηκώνεται σὰν ματωμένη γάζα. Τὴ νύχτα καὶ ὅλο το πρωὶ ὑπερασπίζονται τὴ θέση, ἕνα μικροσκοπικὸ τετράγωνο γῆς κάτω ἀπὸ τὰ πόδια τους, ἕνα ἔδαφος βρωμισμένο ἀπὸ νερὸ καὶ οὖρα, χαρτιὰ καὶ ὑπολείμματα τροφῆς.
Μετὰ ἀπὸ τὸν δεύτερο βομβαρδισμὸ ἀκολουθοῦν μερικὰ λεπτὰ ἠρεμίας. Κοιτάζονται.
«Ἐπανάλαβέ μου αὐτὸ ποὺ εἶπε. Πές το μου ἐσύ.»
«Γιατί θὲς νὰ τὸ ἀκούσεις; Δὲν τὸ ξέρεις;»
«… εἶναι λὲς κι ἔχουν περάσει αἰῶνες ἀπὸ τότε ποὺ τὸ ἄκουσα. Δὲν θυμᾶμαι καλά.»
«Τὸ θυμᾶσαι ὅσο καλὰ τὸ θυμᾶμαι κι ἐγώ, γιατὶ δὲν ἔχεις σκεφτεῖ τίποτε ἄλλο.»
«Εἶναι δυνατὸν νὰ σκεφτόμουν κάτι τέτοιο, ἐνῶ μᾶς γυρόφερνε ὁ θάνατος;»
«Ναί, δὲν ὑπάρχει λόγος νὰ λὲς ψέματα, ὅπως κι ἐγώ: καὶ οἱ δύο δὲν σκεφτόμαστε τίποτε ἄλλο ἀπὸ τότε ποὺ αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος μᾶς μετέδωσε τὸ δηλητήριό του.»
«Τὸ εἶπε, ναί. Τώρα πιὰ δὲν θὰ τὸ ξαναπεῖ» – καὶ κάνει μιὰ χειρονομία πρὸς τὸ ἕνα ἀπὸ τὰ σώματα ποὺ τὸ πρόσωπό τους ἔχει συνθλιβεῖ στὸν διάτρητο τοῖχο.
«Δὲν ἔχει σημασία. Θὰ τὸ συζητήσουμε οἱ δυό μας καὶ δὲν θὰ μπορέσουμε νὰ τὸ βγάλουμε ἀπ’ τὸ μυαλό μας. Γιατὶ κι ἐγώ…»
«Εἶναι πολὺ δύσκολο σὲ μιὰ ἄδεια συνοικία, ἐντελῶς ἐκκενωμένη, χωρὶς νερό, χωρὶς φῶς.»
«Πρέπει νὰ εἶναι ὄνειρο, ψέμα: ἐγὼ προτιμάω νὰ πιστεύω κάτι τέτοιο.»
«Ἦταν ξεκάθαρος.»
Βάζει στὸ στόμα ἕνα κομμάτι χιόνι καὶ τὸ μασουλάει.
«Ὑπάρχουν ξεκάθαρα ὄνειρα.»
«Αὐτοὺς τοὺς μῆνες τὰ πάντα εἶναι πιθανὰ ἐδῶ· μοιάζουμε μὲ τρελούς.»
Ἀκούγονται πάλι πυροβολισμοὶ ἀπέναντί τους καὶ ξανὰ ὅλος ὁ ὀρυμαγδὸς μιᾶς ἐπίθεσης τοὺς συγκλονίζει καὶ τὸ ἔδαφος σείεται. Μερικὲς φορὲς νομίζουν πὼς εἶναι μόνοι καὶ φωνάζουν ἀπὸ φόβο καὶ ὀργὴ καὶ ἄλλες ἀκοῦνε τρεξίματα ἐκεῖ κοντὰ καὶ τὴν ἐσπευσμένη ἀποχώρηση ἑνὸς παρακείμενου πολυβόλου. Δίπλα τους, συρρικνωμένα σὰν παλιόρουχα, ὑπάρχουν ἀκίνητα σώματα. Πάνω τους γέρνουν οἱ δυὸ στρατιῶτες καὶ δὲν σταματᾶνε νὰ παίρνουν ἀπὸ τὶς φυσιγγιοθῆκες τους τὰ πυρομαχικὰ ποὺ τοὺς λείπουν. Βγάζουν τὰ τουφέκια ἀπὸ τὶς πολεμίστρες καὶ στοχεύουν βιαστικὰ τὰ δασύλλια τοῦ Δυτικοῦ Πάρκου καὶ τὸ ἔδαφος ὅπου οἱ κανονιοβολισμοὶ κάνουν κομμάτια σκούρου χώματος νὰ πετάγονται.
Τὸ σούρουπο ἀτονεῖ ἡ ἐπίθεση καὶ ἐπικρατεῖ λίγη ἡσυχία. Οἱ δύο ἄντρες ἐπίσης ἠρεμοῦν, βήχουν, κάνουν χειρονομίες ὁ ἕνας στὸν ἄλλον, χαϊδεύουν μὲ τὰ χέρια τὰ ἀξύριστα μάγουλα, ξύνονται κάτω ἀπὸ τὸ κράνος.
«Θὰ πρέπει νὰ μείνουμε κι ἄλλη νύχτα;»
Ἀκούγεται κοντὰ μιὰ σφυρίχτρα. Στὴ θέση μπαίνουν τρεῖς στρατιῶτες καὶ αὐτοὶ ὀπισθοχωροῦν καὶ ἑνώνονται μὲ μιὰ ὁμάδα τῆς ἴδιας ταξιαρχίας. Στὸ ἡμίφως μετὰ βίας φαίνονται τὰ πρόσωπα, δὲν ἀναγνωρίζονται. Βήχουν, κλείνουν τὶς χλαῖνες καὶ τὰ κασκὸλ στὸν λαιμό, ἀνάβουν τσιγάρο. Ἕνας ἀξιωματικὸς μὲ τὸ κεφάλι ἐπιδεμένο θέλει νὰ τοὺς μιλήσει, τραυλίζει λόγια ποὺ κανεὶς δὲν καταλαβαίνει.
«Θὰ κάνει φοβερὸ κρύο τὴ νύχτα» – ἀναφωνοῦν. Ἡ ὁμάδα φαίνεται ἕτοιμη νὰ φύγει· πλησιάζουν ἕνα ἄνοιγμα σ’ ἕναν τοῖχο, κοιτάζουν ἀπὸ μέσα, χώνονται στὸ σκοτάδι του περιμένοντας κάτι ποὺ θὰ τοὺς ἔρθει ἀπὸ τὴν ἀντίθετη πλευρὰ τῆς μάχης. Οἱ δυὸ στρατιῶτες ἔχουν μείνει τελευταῖοι καὶ διασταυρώνουν τὰ βλέμματά τους. Ὁ πιὸ νέος βάζει τὸ χέρι του στὰ μάτια.
«Πονάει τὸ κεφάλι μου, νοιώθω σὰν νὰ ἔχω ἕνα καρφὶ στὸ κούτελο, παρ’ ὅλα αὐτὰ ὅμως... θὰ πήγαινα στὸ κόκκινο σπίτι» – καὶ λέγοντας αὐτό, κάνει μιὰ γκριμάτσα μὲ τὰ χείλη σὰν χαμόγελο. Ὁ ἄλλος μοιάζει νὰ σκέφτεται καρφωμένος στὸ ἔδαφος.
«Ναί, κι ἐγώ. Μόνο αὐτὸ θὰ μᾶς ἀποζημίωνε γιὰ τούτη τὴ φρίκη ποὺ ζοῦμε τώρα, γιὰ τούτη τὴν κούραση, ἂν εἶναι ἀλήθεια αὐτὸ ποὺ μᾶς εἶπε.»
Ἀκοῦνε θόρυβο ἀπὸ κατσαρόλες ποὺ φέρνουν δύο σιτιστές. Ὅλοι στριμώχνονται, ἀκουμπᾶνε τὰ τουφέκια στοὺς τοίχους, τείνουν τὰ ποτήρια πρὸς μιὰ νταμιτζάνα ποὺ μοιράζει κρασί, βουβοί, τρέμοντας μὴν ξυπνήσουν μὲ τὶς φωνές τους τοὺς κινδύνους ποὺ τώρα ἔχουν πνιγεῖ. Περιμένουν ἀκίνητοι τὸ συσσίτιο.
«Τὸ ἔλεγε μὲ μεγάλη σιγουριά, φαινόταν πεπεισμένος.»
«Ἀκόμα κι ἂν εἶναι ὄνειρο, μοῦ ἀρέσει νὰ τὸ πιστεύω. Πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ πεῖ ψέματα ἕνας ἄνθρωπος λίγο πρὶν πεθάνει;»
«Θὰ μπορούσαμε νὰ εἴμαστε τώρα κι ἐμεῖς σὰν κι αὐτόν, κι ὅμως ζοῦμε. Θὰ πᾶμε στὸ κόκκινο σπίτι καὶ θὰ ψάξουμε.»
«Ἐγὼ μπορῶ νὰ πάω τώρα, ἐσὺ πήγαινε μετά. Ἂν δὲν τὴν βρῶ, θὰ σ’ τὸ πῶ.»
«Καὶ γιατί νὰ πᾶς ἐσύ;»
«Γιατί ἐγώ... ἔχω ἀνάγκη νὰ ἀγγίξω τὸ δέρμα της καὶ νὰ τὴ φιλήσω, εἶναι πολὺ ὄμορφη, τὸ εἶπε καὶ τὸν πιστεύω.»
«Κι ἐγώ; Σὲ μένα τὸ εἶπε, σὲ μένα μιλοῦσε, ἤμασταν κοντὰ καὶ ἔβλεπε ὅτι τὸν ἄκουγα καὶ τὸν πίστευα.»
«Μιλοῦσε σὲ ὅλους, δὲν ἀπευθύνθηκε σὲ κάποιον ξεχωριστά, ἤθελε νὰ τὸ ξέρουμε μήπως μᾶς προσφέρει μιὰ νότα αἰσιοδοξίας, κι ὅταν ὅλο αὐτὸ θὰ τελείωνε, νὰ βρισκόμασταν μαζί της καὶ νὰ διαπιστώναμε πῶς εἶναι μιὰ γυναίκα.»
Κάποιος τοὺς φωνάζει νὰ πλησιάσουν στὴν ὁμάδα καὶ νὰ βάλουν τὰ πιάτα γιὰ νὰ τοὺς ρίξουν ζεστὸ συσσίτιο. Σιωπηλοί, χωρὶς νὰ κοιτάζονται, περιμένουν τὴ σειρά τους καὶ ἔπειτα χωρίζονται καὶ τὸ τρῶνε ρουφηχτά.
«Πάω, δὲν μπορῶ νὰ περιμένω ἄλλο· θὰ εἴμαστε ἐδῶ ὅλη νύχτα, ἔχουμε πολὺ χρόνο.»
«Μὴν πᾶς, θέλω νὰ πάω ἐγὼ πρῶτος, ἄσε ἐμένα.»
«Περίμενε, θὰ δῶ ἐγὼ ἂν εἶναι ἀλήθεια, ξέρω τὴν περιοχή, δὲν θὰ ἀργήσω καθόλου νὰ γυρίσω.»
«Αὐτὸς ποὺ θὰ πάει εἶμαι ἐγώ, ἐσὺ θὰ περιμένεις, ἐγὼ θὰ πάω πρῶτος.»
«Γιὰ ποιὸν λόγο; Τί ἔχεις ἐσὺ παραπάνω ἀπὸ μένα; Τὰ ἴδια σκατὰ εἴμαστε, ὁ ἕνας ἀντίγραφο τοῦ ἄλλου, αὔριο μεθαύριο θὰ μᾶς ἔχουν ξεπαστρέψει, δὲν πρόκειται νὰ τὴ βγάλουμε καθαρή.»
Ἐντείνονται οἱ πυροβολισμοί, φαίνονται ἐκρήξεις πολὺ κοντὰ καὶ στὸ σημεῖο ὅπου βρίσκονται φτάνει μιὰ ἀνησυχητικὴ βροχὴ ποὺ χτυπάει τοὺς τοίχους καὶ ξεριζώνει κομμάτια σοβά. Οἱ ἄντρες συγκεντρώνονται στὸ βάθος τοῦ ὀχυρώματος.
«Ἐντάξει, θὰ τὸ παίξουμε κορώνα-γράμματα» —βγάζει ἕνα νόμισμα, τὸ βάζει στὴν παλάμη τοῦ χεριοῦ του— «Διαλέγω γράμματα».
«Ἐγὼ κορώνα.»
Τὸ νόμισμα ὑψώνεται στὸν ἀέρα καὶ πέφτει στὸ ἔδαφος. Οἱ δυό τους γονατίζουν καὶ τὸ φωτίζουν μὲ τὴν φλόγα ἑνὸς ἀναπτήρα.
«Κορώνα! Πηγαίνω ἀμέσως, περίμενέ με ἐδῶ.»
Θὰ ἔβγαινε στὸν δρόμο ποὺ εἶχε κλείσει ἀπὸ σωροὺς ἐρειπίων, ἀπὸ τὴν ἀδιάκοπη πτώση τῶν μικροσκοπικῶν νιφάδων. Θὰ ἀμφιταλαντευόταν μιὰ στιγμή, κοιτάζοντας ἀπὸ δῶ κι ἀπὸ κεῖ, θὰ πάταγε στὸ χιόνι ποὺ ἔτριζε, θὰ ἀφουγκραζόταν μὲ προσοχή. Δὲν ἀκουγόταν οὔτε ἕνας πυροβολισμός, οὔτε μιὰ φωνή, οὔτε ἕνα αὐτοκίνητο... Ὁ στρατιώτης θὰ προχωροῦσε σὲ ἔρημους δρόμους, κολλημένος στὸν τοῖχο, ἀποφεύγοντας μεγάλες τρύπες στὸ ἔδαφος. Σὲ μιὰ διασταύρωση θὰ ἔστρεφε τὸ βλέμμα του πρὸς τὰ ἀριστερά: ἡ διάτρητη ἐπιφάνεια μιᾶς ἀπέραντης πρόσοψης θὰ τὸν ἔκανε νὰ σταματήσει, νὰ σηκώσει τὰ μάτια μέχρι τοὺς τελευταίους ὀρόφους: ἕνα πελώριο πλέγμα ἀπὸ μαῦρα παράθυρα, ἐκτεινόμενο πρὸς κάθε κατεύθυνση, νὰ τὸν ζαλίζει μὲ τὴν ἐπαναλαμβανόμενη ὁμοιομορφία του. Γιὰ πρώτη φορὰ θὰ παρατηροῦσε ὅτι μπαλκονόπορτες καὶ παράθυρα ἦταν ἀνοιχτά, εὐθυγραμμισμένα, διαθέσιμα γιὰ μιὰ ἀκατανόητη ψευδαίσθηση ποὺ θὰ μεγάλωνε τὴ μοναξιὰ τῆς ἀκατοίκητης συνοικίας: θὰ ξεπρόβαλλε τὸ χέρι ἢ τὸ κεφάλι κάποιου ποὺ εἶχε σκύψει γιὰ νὰ τὸν δεῖ νὰ περπατάει στὸ χιόνι.
Πατώντας μὲ προφύλαξη, θὰ συνέχιζε μέχρι τὸ ἀρχοντικὸ καὶ δίπλα του τὸ κόκκινο σπίτι, τόσο ψηλὸ ποὺ βυθιζόταν στὴν ὁμίχλη. Φτάνοντας μπροστά του, θὰ ἀντάμωνε μὲ τὸν σκοτεινὸ προθάλαμο καὶ θὰ τὸν ἐπίανε φόβος. Προσεκτικά, μὲ τὰ χέρια ἁπλωμένα καὶ τσιτωμένα, ὅπως ἕνας ὑπνοβάτης ποὺ ἐπιμένει νὰ περπατάει καταμεσῆς τοῦ ὕπνου, θὰ ἔμπαινε, θὰ κατέβαινε μερικὰ σκαλιὰ ψηλαφώντας τὸν τοῖχο. Θὰ ἔριχνε τὸ κεφάλι πίσω καὶ θὰ φώναζε μὲ δύναμη: «Ποῦ εἶσαι;»
Ἡ φωνὴ θὰ χανόταν στὰ τέσσερα σημεῖα τοῦ ὁρίζοντα καὶ θὰ ἔφτανε μακριά, ὅμως δὲν θὰ ἀπαντοῦσε κανείς. Κι ἄλλες φωνὲς θὰ εἶχαν διαπεράσει ἐκεῖνο τὸ σπίτι καὶ θὰ εἶχαν λάβει τὶς ἀπαντήσεις τους μέσα ἀπὸ τὴν τρύπα τῆς σκάλας ἢ πίσω ἀπὸ κλειστὲς πόρτες, τώρα ὅμως ὁ στρατιώτης δὲν θὰ ἄκουγε οὔτε μία μακρινὴ φωνὴ οὔτε ἕναν ψίθυρο κοντά του. Ἀπόλυτη σιωπή.
Θὰ ἔκανε μερικὰ βήματα, θὰ ἔστριβε δεξιὰ καὶ θὰ κατέληγε σὲ μιὰ μεσαυλὴ πιὸ σκοτεινὴ ἀκόμα κι ἀπὸ τὸν δρόμο, ὅπου ἡ ὑγρασία, τὰ σκουπίδια, τὰ σάπια ἀπομεινάρια, ἐπέσπευδαν τὴ νύχτα. «Ποῦ εἶσαι;» θὰ ξαναφώναζε.
Στὸ βάθος θὰ ἔβλεπε ἕνα ἀδιόρατο σημεῖο φωτὸς στὸ ὕψος τοῦ ἐδάφους. Θὰ πλησίαζε ἐκεῖ ἀργά, θὰ ἔσκυβε καὶ θὰ κοίταζε μέσα ἀπὸ ἕνα παραθυράκι. Γονατισμένος ἐκεῖ θὰ σταματοῦσε νὰ ἀναπνέει γιὰ ἀρκετὴ ὥρα· τὸ φῶς προερχόταν ἀπὸ ἕνα κερὶ τοποθετημένο πάνω σ’ ἕνα τραπέζι. Δίπλα του καθόταν μιὰ ἡλικιωμένη γυναίκα ποὺ ἔγερνε ἐπικεντρωμένη στὴ δουλειά της, τὴν ὁποία τὰ χέρια, μικρὰ καὶ ἀδύνατα, διεκπεραίωναν μὲ σβελτάδα. Θὰ ἔβλεπε τὸ σχεδὸν ἄσπρο κεφάλι της καὶ τὴν ἔκφραση προσήλωσης, τὰ χαμηλωμένα μάτια ποὺ περιστοιχίζονταν ἀπὸ ρυτίδες καὶ σκιὲς τὶς ὁποῖες ἔριχνε τὸ κερὶ πάνω στὴν γερόντισσα ποὺ ἔραβε ἀμίλητη.
«Ἔι, μάνα» —θὰ ἔλεγε μὲ βεβιασμένη φωνή, τεντωμένος καὶ βυθισμένος σὲ μιὰ ἀτέρμονη ἀγωνία—. «Ἐγὼ εἶμαι» – καὶ μὲ τὰ δάχτυλα ξυλιασμένα θὰ τυμπάνιζε τὰ τζάμια τοῦ παράθυρου, ὅμως σὲ αὐτὸ τὸ κάλεσμα ἡ μητέρα δὲν θὰ ἀπαντοῦσε οὔτε θὰ ἔπαιρνε εἴδηση καὶ ὅλη της ἡ προσοχὴ θὰ ἀφιερωνόταν στὴν κίνηση τῆς βελόνας. «Τί κάνεις ἐκεῖ; Δὲν μ’ ἀκοῦς;» Θὰ νόμιζε ὅτι μιλοῦσε, ἀλλὰ μᾶλλον δὲν θὰ ἔφτανε κὰν στὸ σημεῖο νὰ προφέρει αὐτὰ τὰ λόγια καὶ θὰ ἔνιωθε νὰ τὸν διαπερνάει ὑγρὸς ἀέρας καὶ μοναξιά. Θὰ ἔκλεινε τὰ μάτια, θὰ σηκωνόταν καὶ θὰ σκεφτόταν νὰ ψάξει γιὰ τὴν πόρτα ἐκείνου τοῦ δωματίου, ἀμέσως ὅμως θὰ συνειδητοποιοῦσε ὅτι ἦταν μάταιο, ὅτι δὲν θὰ κατάφερνε ποτὲ πιὰ νὰ ξαναμιλήσει μὲ τὴ μάνα του, οὔτε ἐκεῖ οὔτε πουθενὰ ἀλλοῦ, καὶ θὰ ἄγγιζε τὸν τοῖχο σὰν νὰ ἦταν τὸ μοναδικό του στήριγμα. Θὰ ἔκανε μερικὰ βήματα καὶ θὰ ἀντιλαμβανόταν μιὰ ἄλλη μικρὴ λάμψη, καὶ θὰ γονάτιζε καὶ θὰ κοίταζε ξανὰ μὲ λαχτάρα: δύο γυναῖκες, ἡ μία ἀπέναντι στὴν ἄλλη, κουβέντιαζαν καὶ χειρονομοῦσαν σὲ μιὰ συζήτηση ποὺ δὲν μποροῦσε νὰ ἀκούσει. Αὐτὴ τὴ φορὰ θὰ καθόταν ἐκεῖ πολὺ περισσότερη ὥρα, προσπαθώντας νὰ καταλάβει κάτι, νὰ συλλάβει τὸν διάλογο τῶν δύο ξαδελφῶν του, τὶς ὁποῖες ἀναγνώριζε καθαρά, ὅπως τὶς εἶδε τὴν τελευταία φορά, ἀλλὰ στ’ αὐτιά του δὲν θὰ ἔφτανε καμία ἀπὸ τὶς φωνές τους, τὸ τζάμι τοῦ παράθυρου ἔμοιαζε μὲ τυφλὸ τοῖχο. Ναί, ἐκεῖ θὰ ξεχνοῦσε τὶς σφαῖρες ποὺ χόρευαν πάνω ἀπὸ τὸ κεφάλι του σὰν νὰ ἦταν κάτι ποὺ εἶχε συμβεῖ πολλὰ χρόνια πρίν, καὶ γιὰ πολλὴ ὥρα θὰ παρακολουθοῦσε τὴν αὐθόρμητη κουβέντα τῶν δυὸ γυναικῶν ποὺ κάθονταν καταπρόσωπο. Μόνο το νερὸ μιᾶς ὑδρορροῆς ἔσταζε σὲ κάποιο σημεῖο τῆς μεσαυλῆς.
«Κασίλντα, Κασίλντα!» θὰ φώναζε ἀκούγοντας τὴν ἴδια του τὴ φωνὴ σ’ ἐκείνη τὴ μεσαυλὴ τοῦ θανάτου, παρ’ ὅλο ποὺ ἤξερε ὅτι ἦταν ἀνώφελο νὰ φωνάζει αὐτοὺς ποὺ δὲν εἶχαν κανένα ὄνομα.
Θὰ καταλάβαινε ὅτι ἔπρεπε νὰ ἀπομακρυνθεῖ ἀπὸ ἐκεῖ καὶ νὰ ἀναζητήσει τὴν ἄλλη γυναίκα, αὐτὴν γιὰ τὴν ὁποία εἶχε ἔρθει, μιὰ γυναίκα ὄμορφη, εὔσωμη, καὶ μὲ κόπο θὰ ἔριχνε μιὰ ματιὰ τριγύρω καὶ θὰ πλησίαζε σ’ ἕνα ἄλλο παραθυράκι ἑρμητικὰ κλειστὸ καὶ κατόπιν σὲ ἄλλο καὶ σὲ ἄλλο, καὶ στὸ τρίτο θὰ ὑπῆρχε μιὰ φωτισμένη σχισμὴ καὶ ἀπὸ μέσα της θὰ ἀνακάλυπτε τὴ μορφὴ μιᾶς νέας γυναίκας ποὺ χτένιζε μὲ ζῆλο τὶς μακριές της μποῦκλες ποὺ ἔπεφταν στοὺς ὤμους της. Μιὰ χτένα γλιστροῦσε ξανὰ καὶ ξανὰ κατὰ μῆκος ἐκείνων τῶν σκούρων μαλλιῶν, καὶ τὸ λευκὸ χέρι, τὸ μοναδικὸ ποὺ διακρινόταν στὸ ἡμίφως, ἀνεβοκατέβαινε ἀκούραστα κάνοντας αὐτὸ ποὺ εἶχε δεῖ νὰ κάνει ἐπὶ μέρες ἡ ἀδερφή του, ἀπὸ παιδί, μὲ κινήσεις ποὺ ἐπαναλαμβάνονταν ἀμέτρητες φορές.
Θὰ κοίταζε ἐκεῖνο τὸ δυσδιάκριτο πρόσωπο καὶ θὰ ἤθελε νὰ μάθει γιατί ἡ ἀδερφή του ἦταν ἐκεῖ, τί δουλειὰ εἶχε μπροστά του, τί ἤθελε νὰ τοῦ πεῖ, ἀλλὰ ἐκείνη τὴ νύχτα δὲν θὰ ξεκαθαριζόταν τίποτα. Θὰ ἀπέστρεφε τὸ βλέμμα, πρῶτα πρὸς τὸ σκοτάδι τοῦ δωματίου, ἔπειτα πρὸς τὸ πλαίσιο τοῦ παράθυρου, στὸν τοῖχο, στὸ ἔδαφος μὲ τὸ βρώμικο χιόνι, καὶ θὰ ἀποφάσιζε νὰ γυρίσει στὸν δρόμο. Ὅμως μὲ πάσα βεβαιότητα θὰ τοῦ ἦταν ἀδύνατον νὰ θυμηθεῖ τὴ διαδρομή.
Ὁ στρατιώτης ποὺ ἔχει ἀκόμα στὸ χέρι του τὸ νόμισμα, ψιθυρίζει:
«Δὲν ἤθελες νὰ πᾶς; Τώρα ἔχεις τὴν εὐκαιρία. Κάν΄ το.»
Ἀλλὰ δὲν παίρνει ἀπάντηση. Ταρακουνάει τὸν σύντροφό του, τὸν πιάνει ἀπὸ τὴ χλαίνη καὶ διαισθάνεται τὸ βάρος τοῦ παραδομένου χεριοῦ. Κάνει νὰ τὸν φωτίσει μὲ τὸν ἀναπτήρα, ἀλλὰ συγκρατεῖται: καταλαβαίνει ὅτι ἔχει ἔρθει ἡ σειρά του, πρέπει τώρα νὰ πάει ὁ ἴδιος στὸ κόκκινο σπίτι, νὰ περάσει ἀπὸ τὸ ἄνοιγμα τοῦ τοίχου καὶ νὰ βγεῖ στὸν δρόμο ποὺ ἔχει κλείσει ἀπὸ σωροὺς ἐρειπίων, ἀπὸ τὴν ἀδιάκοπη πτώση μικροσκοπικῶν χιονονιφάδων.
Viva la Quinta Brigada!
Ay Carmela!
VIDEO
Πηγή: Ἀπὸ τὸν τόμο διηγημάτων Largo noviembre de Madrid (ἐκδόσεις Bruguera, 1980).
Χουὰν Ἐδουάρδο Θούνιγα ( Juan Eduardo Zúñiga ) . (Μαδρίτη, 1929). Σπούδασε φιλοσοφία καὶ σλαβικὴ λογοτεχνία. Ἀπὸ τὰ ἔργα του ξεχωρίζει μιὰ βιογραφία τοῦ Τουργκένιεφ με τίτλο Los imposibles afectos de Ivan Turgueniev καὶ ἡ τριλογία διηγημάτων Largo noviembre de Madrid , La tierra será un paraíso & Capital de la gloria . Μὲ τὸ Capital de la gloria κέρδισε τὸ Ἐθνικὸ Βραβεῖο Κριτικῶν καὶ τὸ Βραβεῖο Salambó. Γιὰ περισσότερα βλ. τὴν εἰσαγωγὴ τοῦ μεταφραστῆ ἐδῶ .
Μετάφραση ἀπὸ τὰ ἰσπανικά:
Τάσος Ψάρρης (Ἀθήνα, 1975) . Σπούδασε Οἰκονομικὰ στὸ Πανεπιστήμιο Πειραιᾶ καὶ Μετάφραση στὸ Εὐρωπαϊκὸ Κέντρο Μετάφρασης, ὅπου παρακολούθησε καὶ μαθήματα δημιουργικῆς γραφῆς. Τὸ 2004 συμμετεῖχε καὶ βραβεύτηκε στὴν Ὀλυμπιάδα Γραμμάτων. Ποιήματά του ἔχουν δημοσιευτεῖ σὲ περιοδικὰ καὶ ἄρθρα του σὲ ἐφημερίδες. Ἐργάζεται ὡς μεταφραστής.
Filed under: Αισθήματα-Πάθη ,Ισπανικά ,Ιστορία ,Ρεαλισμός ,Συγκρούσεις ,Ψυχογραφία ,Ψάρρης Τάσος ,Zuniga Juan Eduardo | Tagged: Ισπανόγραπτο διήγημα ,Λογοτεχνία ,Τάσος Ψάρρης ,Juan EduardoZúñiga | Τὰ σχόλια στὸ Χουὰν Ἐδουάρδο Θούνιγα (Juan Eduardo Zúñiga): Παράθυρα τῶν τελευταίων στιγμῶν ἔχουν κλείσει