Τένεσι Οὐίλιαμς (Tennessee Williams): Πιτυοκάμπιες

 

 

Τένεσι Οὐίλιαμς (Tennessee Williams)

 

Πι­τυ­ο­κάμ­πι­ες

(Tent Worms)

 

ΔΩ ΚΑΙ ΜΕΡΕΣ ὁ Μπίλυ Φόξ­γου­ορθ γκρί­νια­ζε γιὰ τὶς πι­τυ­ο­κάμ­πι­ες ποὺ ἔ­χτι­ζαν με­γά­λα, καμ­πυ­λω­τά, βα­ριὰ κου­κού­λια δι­α­φα­νοῦς γκρὶ ἱ­στοῦ ἀ­νά­με­σα στὶς πυ­κνὲς μου­ρι­ὲς ποὺ ἦ­ταν φυ­τε­μέ­νες ὁ­λό­γυ­ρα στὸ ἐ­ξο­χι­κὸ σπί­τι τους στὸ ἀ­κρω­τή­ρι. Ἡ σύ­ζυ­γός του, ἡ Κλά­ρα, εἶ­χε δι­κά της ὄ­νει­ρα καὶ ἀ­σχο­λί­ες, καὶ τὸν ἄ­κου­γε χω­ρὶς νὰ δί­νει προ­σο­χὴ στὴν γκρί­νια του. Κά­που-κά­που τὸν κοί­τα­ζε βα­θιὰ καὶ σκε­φτό­ταν, Ἂχ καὶ νά ‘ξε­ρε! Ἔ­χει νὰ σκε­φτεῖ πε­ρισ­σό­τε­ρα ἀ­π’ αὐ­τὲς τὶς πι­τυ­ο­κάμ­πι­ες! «Πι­τυ­ο­κάμ­πι­ες; Τί εἶ­ναι πι­τυ­ο­κάμ­πι­ες;» μουρ­μού­ρι­σε μιὰ φο­ρὰ μι­σο­νυ­σταγ­μέ­να, ἀλ­λά, ὅ­σο ἐ­κεῖ­νος τῆς ἔ­δι­νε τὸν ὁ­ρι­σμό, τὸ μυα­λό της τα­ξί­δε­ψε ἀλ­λοῦ. Μᾶλ­λον θὰ τῆς ἀ­παν­τοῦ­σε γιὰ ἀρ­κε­τὴ ὥ­ρα, ἀλ­λὰ τὸ μυα­λό της δι­έ­γρα­ψε μιὰ πλα­τιὰ τρο­χιὰ ἀ­νά­με­σα στὶς προ­σω­πι­κές της σκέ­ψεις, πρὶν ἐ­κεῖ­νος ἐ­πα­να­φέ­ρει προ­σω­ρι­νὰ τὴν προ­σο­χή της κο­πα­νών­τας τὸ φλυ­τζά­νι τοῦ κα­φὲ στὸ πι­α­τά­κι καὶ δη­λώ­νον­τας νευ­ρι­α­σμέ­να, «Πά­ψε νὰ λὲς Ναί, Ναί, Ναί, ἐ­νῶ δὲν ἀ­κοῦς οὔ­τε μί­α ἀ­να­θε­μα­τι­σμέ­νη λέ­ξη!»

       «Σὲ ἄ­κου­σα», δι­α­μαρ­τυ­ρή­θη­κε ἐ­κεί­νη θυ­μω­μέ­να. «Πα­ρα­λη­ροῦ­σες γιὰ κάμ­πι­ες λὲς κι εἶ­σαι κα­μιὰ γριά! Τί θές; Νὰ εἶ­μαι σὰν κι ἐ­σέ­να, μὲ μά­τια γουρ­λω­μέ­να ἀ­π’ τὸν ἐν­θου­σια­σμό, ἐ­νῶ ἐ­σύ–»

       «Ἐν­τά­ξει», εἶ­πε ἐ­κεῖ­νος. «Μὲ ρώ­τη­σες τί εἶ­ναι, καὶ προ­σπα­θοῦ­σα νὰ σοῦ πῶ.»

       «Δὲ μὲ νοιά­ζει τί εἶ­ναι», εἶ­πε ἐ­κεί­νη. «Μπο­ρεῖ νὰ ἐ­νο­χλοῦν ἐ­σέ­να, ἀλ­λὰ δὲν ἐ­νο­χλοῦν ἐ­μέ­να.»

       «Κό­ψε τὰ παι­δι­α­ρί­σμα­τα!­», τσαν­τί­στη­κε ἐ­κεῖ­νος.

       Εἶ­χαν ἕ­να λι­α­κω­τὸ στὴν πί­σω πλευ­ρὰ τοῦ ἐ­ξο­χι­κοῦ, ὅ­που ὅ­λο το ἀ­πό­γευ­μα ἡ Κλά­ρα ξά­πλω­νε σὲ μιὰ σεζ­λόνγκ, ἀ­πο­λαμ­βά­νον­τας τὶς ὁ­λο­δι­κές της σκέ­ψεις, ἐ­νῶ στὴ δι­πλα­νή, τὴν κλει­σμέ­νη μὲ σί­τα βε­ράν­τα κα­θό­ταν ὁ Μπί­λυ κι ἔ­γρα­φε στὴ γρα­φο­μη­χα­νή. Ἐ­πὶ πέν­τε χρό­νια ἡ Κλά­ρα δὲν εἶ­χε σκε­φτεῖ σχε­τι­κὰ μὲ τὸ μέλ­λον. Τὸ σκε­φτό­ταν τώ­ρα. Γιὰ μί­α ἀ­κό­μη φο­ρὰ τὸ μέλ­λον εἶ­χε γί­νει ἁ­πτό, λό­γῳ τῆς πλη­ρο­φο­ρί­ας ποὺ γνώ­ρι­ζε, ἡ ὁ­ποί­α ἦ­ταν ἄ­γνω­στη στὸν Μπί­λυ, πα­ρὰ τὸ γε­γο­νὸς ὅ­τι ἀ­φο­ροῦ­σε τὸν Μπί­λυ πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­πὸ τὴν ἴ­δια, για­τί ἀ­φο­ροῦ­σε ἐ­κεῖ­νο ποὺ συ­νέ­βαι­νε στὸν Μπί­λυ, τὸ ὁ­ποῖ­ο ὁ Μπί­λυ δὲν ἤ­ξε­ρε ἢ ὑ­πο­τί­θε­ται ὅ­τι δὲν ἤ­ξε­ρε. Ὄ­χι, δὲν τὸ ἤ­ξε­ρε, ἦ­ταν σχε­δὸν σί­γου­ρη, ἢ ἂν τὸ ἤ­ξε­ρε, τὸ ἤ­ξε­ρε ἀ­συ­νεί­δη­τα, κρυ­φά – ὁ Μπί­λυ δὲν ἤ­θε­λε νὰ τὸ δε­χτεῖ ἢ ἴ­σως νὰ μὴν τολ­μοῦ­σε κὰν νὰ τὸ ὑ­πο­ψια­στεῖ. Γι’ αὐ­τὸ εἶ­χε γί­νει τό­σο παι­δα­ρι­ώ­δης αὐ­τὸ τὸ κα­λο­καί­ρι, πα­ρα­λη­ρών­τας σὰν βλά­κας γιὰ κάμ­πι­ες, τὴ στιγ­μὴ ποὺ ἦ­ταν Αὔ­γου­στος καὶ σύν­το­μα θὰ ἔ­φευ­γαν, θὰ ἐ­πέ­στρε­φαν στὴ Νέ­α Ὑ­όρ­κη, καὶ σί­γου­ρα ὁ Μπί­λυ δὲν θὰ ξα­να­ερ­χό­ταν ἐ­δῶ καὶ ἐ­κεί­νη, ἕ­νας Θε­ὸς ξέ­ρει – δὲν τὴν ἔ­νοια­ζε, κι ἂν οἱ κάμ­πι­ες τρώ­γα­νε ὁ­λό­κλη­ρο τὸ σπί­τι, ἂν τρώ­γα­νε τὰ δέν­τρα καὶ τὴν πα­ρα­λί­α καὶ τὸν ἴ­διο τὸν ὠ­κε­α­νό!

       Γύ­ρω στὶς τρεῖς τὸ με­ση­μέ­ρι μύ­ρι­σε κα­πνό. Ἔ­ψα­ξε τρι­γύ­ρω καὶ εἶ­δε τὸν Μπί­λυ μὲ ἕ­να δα­δὶ ἀ­πὸ πα­λι­ὲς ἐ­φη­με­ρί­δες, νὰ βά­ζει φω­τιὰ στὰ γκρὶ κου­κού­λια ποὺ εἶ­χαν φτιά­ξει οἱ πυ­τι­ο­κάμ­πι­ες. Νά τος! Φο­ρά­ει τὴ χα­κὶ βερ­μού­δα του καὶ κρα­τά­ει τὸ ἀ­ναμ­μέ­νο δα­δὶ ἀ­πὸ ἐ­φη­με­ρί­δες στὰ πά­νω-πά­νω κλα­διὰ τῶν μι­κρῶν κα­τσι­α­σμέ­νων δέν­τρων, ὅ­που οἱ πυ­τι­ο­κάμ­πι­ες εἶ­χαν κα­τα­σκευά­σει τὰ σπί­τια τους.

       Τοὺς ἔ­βα­ζε φω­τιά, παι­δι­ά­στι­κα, ἀ­νό­η­τα, πα­ρὰ τὸ γε­γο­νὸς ὅ­τι ὑ­πῆρ­χαν χι­λιά­δες κου­κού­λια. Ναί, κοι­τά­ζον­τας ἀ­πὸ τὸ λι­α­κω­τὸ πά­νω ἀ­πὸ τὰ δέν­τρα μπο­ροῦ­σε νὰ δεῖ ὅ­τι οἱ πι­τυ­ο­κάμ­πι­ες εἶ­χαν ἁ­πλώ­σει τὸ βα­σί­λει­ό τους ἀ­πὸ δέν­τρο σὲ δέν­τρο μέ­χρι ποὺ τώ­ρα, ἐ­πι­τέ­λους, κον­τὰ στὸ τέ­λος τοῦ κα­λο­και­ριοῦ, δὲν ὑ­πῆρ­χε σχε­δὸν κα­νέ­να δέν­τρο χω­ρὶς ἕ­να ἢ πα­ρα­πά­νω γκρὶ κου­κού­λια μὲ κάμ­πι­ες νὰ τρῶ­νε τὰ φύλ­λα. Ὡ­στό­σο ὁ Μπί­λυ προ­σπα­θοῦ­σε νὰ τὰ βά­λει μα­ζί τους μο­να­χός του, κρα­δαί­νον­τας τὶς γε­λοῖ­ες, χάρ­τι­νες δά­δες του.

       Ἡ Κλά­ρα ση­κώ­θη­κε καὶ ἔ­βγα­λε μιὰ δυ­να­τὴ χλευ­α­στι­κὴ φω­νή.

       «Τί στὸ δι­ά­ο­λο νο­μί­ζεις ὅ­τι κά­νεις!»

       «Καί­ω τὶς πι­τυ­ο­κάμ­πι­ες», ἀ­πάν­τη­σε μὲ σο­βα­ρό­τη­τα.

       «Τρε­λά­θη­κες; Εἶ­ναι ἑ­κα­τομ­μύ­ρια!»

       «Δὲν πει­ρά­ζει. Πρὶν φύ­γου­με θὰ τὶς ἔ­χω κά­ψει ὅ­λες!»

       Ἡ Κλά­ρα τὰ πα­ρά­τη­σε. Γύ­ρι­σε πί­σω καὶ βυ­θί­στη­κε ξα­νὰ στὴ σεζ­λόνγκ της.

       Ὅ­λο ἐ­κεῖ­νο τὸ ἀ­πό­γευ­μα συ­νε­χί­στη­κε τὸ κά­ψι­μο. Δὲν εἶ­χε νό­η­μα νὰ δι­α­μαρ­τύ­ρε­ται, πα­ρό­λο ποὺ ὁ κα­πνὸς καὶ ἡ μυ­ρω­διὰ ἦ­ταν μᾶλ­λον ἐ­κνευ­ρι­στι­κά. Τὸ κα­λύ­τε­ρο ποὺ μπο­ροῦ­σε νὰ κά­νει ἦ­ταν νὰ πι­εῖ, κι αὐ­τὸ ἔ­κα­νε. Ἑ­τοί­μα­σε μιὰ κα­νά­τα τζὶν μὲ λε­μό­νι, κι ἔ­πι­νε ὅ­λο το ἀ­πό­γευ­μα ἐ­νῶ ὁ σύ­ζυ­γός της ἔ­κα­νε ἐ­πί­θε­ση στὰ ἔν­το­μα μὲ τὰ χάρ­τι­να δα­διά του. Κα­τὰ τὶς πέν­τε, ἡ Κλά­ρα Φόξ­γου­ορθ ἄρ­χι­σε νὰ νι­ώ­θει χα­ρού­με­νη καὶ ξέ­γνοια­στη. Τὰ ὄ­νει­ρά της χρω­μα­τί­στη­καν μὲ πορ­το­κα­λὶ αἰ­σι­ο­δο­ξί­α. Φαν­τά­στη­κε τὸν ἑ­αυ­τό της τὸν ἐρ­χό­με­νο χει­μώ­να, κα­λυμ­μέ­νο ἀ­πὸ πο­λυ­τε­λὲς πέν­θος, μὲ κα­λο­ραμ­μέ­να μαῦ­ρα κο­στού­μια, μι­κρά, αὐ­στη­ρὰ κο­σμή­μα­τα κι ἕ­να μαῦ­ρο γού­νι­νο παλ­τό, καὶ φαν­τά­στη­κε δι­ά­φο­ρους συ­νο­δούς, τῶν ὁ­ποί­ων τὰ χα­ρα­κτη­ρι­στι­κὰ δὲν ἦ­ταν ἀ­κό­μα ξε­κά­θα­ρα, σὲ λι­μου­ζί­νες ποὺ γουρ­γού­ρι­ζαν γε­μά­τες ἄ­νε­ση δι­α­σχί­ζον­τας πα­γω­μέ­νους δρό­μους ἀ­πὸ ἕ­να ἑ­στι­α­τό­ριο σὲ κά­ποι­ο θέ­α­τρο, με­τὰ τὸ θέ­α­τρο σὲ κά­ποι­ο δι­α­μέ­ρι­σμα, ὄ­χι ἀ­κό­μα σὲ νυ­χτε­ρι­νὰ μπάρ, ὄ­χι τό­σο σύν­το­μα με­τά τό–

       Ἄ! Ἡ στά­ση της ἦ­ταν ὑ­γι­ής, δὲν ἦ­ταν ὑ­πο­κρί­τρια νὰ προ­σποι­εῖ­ται ὅ­τι νι­ώ­θει κά­τι ποὺ δὲν νι­ώ­θει. Οἶ­κτο; Ναί, λυ­πό­ταν γι’ αὐ­τόν, ἀλ­λὰ ἀ­φοῦ ἐ­δῶ καὶ πέν­τε-ἕ­ξι χρό­νια ἡ ἀ­γά­πη εἶ­χε πά­ψει νὰ ὑ­πάρ­χει, για­τί νὰ προ­σπα­θή­σει νὰ πει­σθεῖ πὼς θὰ πρό­κει­ται γιὰ ἀ­πώ­λεια;

       Εἶ­χε ἀρ­χί­σει νὰ δύ­ει ὁ ἥ­λιος ὅ­ταν χτύ­πη­σε τὸ τη­λέ­φω­νο.

       Χτυ­ποῦ­σε πιὰ τό­σο σπά­νια ποὺ ὁ ἦ­χος του τὴν ἐ­ξέ­πλη­ξε. Ὄ­χι μο­νά­χα αὐ­τὴ ἡ ἴ­δια, ἀλ­λὰ καὶ ὁ στε­νὸς κύ­κλος τῶν – φί­λων; – εἶ­χε ἀ­πο­μα­κρυν­θεῖ, γιὰ νὰ κλει­στεῖ στὶς δι­κές του ἀ­νη­συ­χί­ες, ὅ­πως οἱ ἠ­θο­ποι­οὶ ποὺ δι­α­σκορ­πί­ζον­ται ὅ­ταν ἡ αὐ­λαί­α κλεί­νει, καὶ ἐ­πι­στρέ­φουν στὶς ἐ­κτὸς σκη­νῆς ζω­ές τους, ἀ­παλ­λαγ­μέ­νοι ἀ­πὸ τὰ κα­θή­κον­τα τῆς πα­ρά­στα­σης.

       Ἄρ­γη­σε νὰ ἀ­παν­τή­σει, ἔ­χον­τας ἤ­δη ὑ­πο­θέ­σει ὅ­τι αὐ­τὸς ποὺ τη­λε­φω­νοῦ­σε θὰ ἦ­ταν ὁ για­τρός τους, καὶ πράγ­μα­τι ἦ­ταν.

       Τὸ ἐ­παγ­γελ­μα­τι­κὸ δό­σι­μο κου­ρά­γιου δὲν δί­νει κου­ρά­γιο.

       «Πῶς πά­ει, γλυ­κιά μου;»

       «Πῶς πά­ει τί;»

       «Ἡ ἀ­πό­δρα­σή σας ἀ­πὸ τὰ δη­λη­τη­ρι­ώ­δη νέ­φη τῆς μη­τρο­πό­λε­ως.»

       «Ἂν ρω­τᾶ­τε σο­βα­ρά, για­τρέ, θὰ σᾶς ἀ­παν­τή­σω σο­βα­ρά. Ὁ ἀ­σθε­νής σας νο­σταλ­γεῖ τὰ δη­λη­τη­ρι­ώ­δη νέ­φη κι ἔ­τσι τὰ δη­μι­ουρ­γεῖ ἐ­δῶ.»

       «Τί εἶ­πες;»

       «Εἶ­ναι κα­κὴ ἡ σύν­δε­ση;»

       «Ὄ­χι, ἁ­πλῶς ἀ­να­ρω­τή­θη­κα τί ἐν­νο­εῖς;»

       «Εὐ­χα­ρί­στως θὰ σᾶς δι­α­φω­τί­σω. Ὁ Μπί­λυ, ὁ ἀ­σθε­νής σας, μο­λύ­νει τὸν ἀ­έ­ρα στὸ κα­λο­και­ρι­νό μας κα­τα­φύ­γιο βά­ζον­τας φω­τιὰ σὲ κά­τι ποὺ λέ­γε­ται πι­τυ­ο­κάμ­πια. Ὁ κα­πνὸς προ­κα­λεῖ ἀ­σφυ­ξί­α, χει­ρό­τε­ρη ἀ­πὸ τὸ μο­νο­ξεί­διο τοῦ ἄν­θρα­κα σὲ μπο­τι­λι­ά­ρι­σμα μέ­σα σὲ τοῦ­νελ. Βή­χω καὶ πνί­γο­μαι κι ὡ­στό­σο συ­νε­χί­ζει νὰ βά­ζει φω­τιά.»

       «Του­λά­χι­στον δὲν βρί­σκε­ται σὲ ἀ­δρά­νεια.»

       «Ἄ, ναί. Δὲν εἶ­ναι σὲ ἀ­δρά­νεια. Θέ­λε­τε νὰ τὸν φω­νά­ξω στὸ τη­λέ­φω­νο;»

       «Ὄ­χι, ἁ­πλῶς πές του ὅ­τι – ὄ­χι, μὴν τοῦ πεῖς ὅ­τι τη­λε­φώ­νη­σα· θ’ ἀ­να­ρω­τη­θεῖ για­τί.»

       «Για­τί γα­μῶ­το δὲν τοῦ εἴ­πα­τε τί συμ­βαί­νει ὥ­στε νὰ ξέ­ρει καὶ νά– »

       Δὲν ἤ­ξε­ρε πῶς νὰ ὁ­λο­κλη­ρώ­σει τὴ δι­α­μαρ­τυ­ρί­α της γι’ αὐ­τὸ καὶ φώ­να­ξε στὸ ἀ­κου­στι­κό: «Δὲν ἀν­τέ­χω· εἶ­ναι πιὸ πο­λὺ ἀ­π’ ὅ,τι μπο­ρῶ ν’ ἀν­τέ­ξω. Τὸ μυα­λό μου εἶ­ναι γε­μά­το ἀ­πὸ φρι­κτές, φρι­κτὲς σκέ­ψεις, ὑ­πο­θέ­σεις σχε­τι­κὰ μὲ τὸ πό­σο θὰ πρέ­πει νὰ τὸ ἀν­τέ­ξω, πό­τε θὰ ἔ­χει τε­λει­ώ­σει.»

       «Χα­λά­ρω­σε, γλυ­κιά μου.»

       «Ἐ­σεῖς νὰ χα­λα­ρώ­σε­τε, ὄ­χι ἐ­γώ. Καὶ μὴ μὲ λέ­τε γλυ­κιά μου. Δὲν εἶ­μαι γλυ­κιά, δὲν ἔ­χω τί­πο­τε γλυ­κὸ μέ­σα μου. Ἔ­χω γί­νει ἄ­γρια. Ἂν δὲν στα­μα­τή­σει νὰ καί­ει τὶς κάμ­πι­ες, θὰ φύ­γω μό­νη μου, πί­σω στὴν πό­λη. Του­λά­χι­στον ἐ­κεῖ δὲν ὑ­πάρ­χουν ἄρ­ρω­στα φυ­τὰ καὶ χάρ­τι­να δα­διὰ κι αὐ­τὸς νὰ πα­ρα­φυ­λά­ει ἔ­ξω. Πρέ­πει νὰ κλεί­σω. Ἔρ­χε­ται πρὸς τὸ σπί­τι.»

       «Κλά­ρα, εἶ­ναι δύ­σκο­λο νὰ εἶ­σαι ἄν­θρω­πος, ἀλ­λὰ γιὰ τ’ ὄ­νο­μα τοῦ Θε­οῦ, προ­σπά­θη­σε.»

       «Μπο­ρεῖ­τε νὰ μοῦ πεῖ­τε πῶς; Γράψ­τε μου μιὰ συν­τα­γή, δῶ­στε μου φάρ­μα­κα γιὰ νὰ μπο­ρέ­σω.»

       Ἔ­ρι­ξε μιὰ μα­τιὰ ἔ­ξω ἀ­π’ τὸ πα­ρά­θυ­ρο, ἀ­νά­με­σα στὸ τη­λέ­φω­νο καὶ τὴν ἀρ­γή, ἐ­ξαν­τλη­μέ­νη ἐ­πι­στρο­φὴ τοῦ Μπί­λυ πρὸς τὸ λι­α­κω­τό, τὸ ὁ­ποῖ­ο τώ­ρα ἐγ­κα­τέ­λει­πε ὁ ἥ­λιος.

       «Κλά­ρα, ἡ ἀ­γά­πη παίρ­νει δι­ά­φο­ρες μορ­φές. Τὸ μυα­λό σου εἶ­ναι πι­θα­νό­τα­τα γε­μά­το φαν­τα­σι­ώ­σεις ποὺ μὲ ντρο­πὴ θὰ ἀ­πορ­ρί­ψεις, ὅ­ταν θὰ ἔ­χει τε­λει­ώ­σει αὐ­τὴ ἡ δο­κι­μα­σί­α.»

       «Πέ­σα­τε διά­να. Εἶ­μαι γε­μά­τη φαν­τα­σι­ώ­σεις γιὰ ἕ­να κομ­μά­τι μέλ­λον.»

       «Κά­τι εἶ­πες γιὰ συν­τα­γὴ φαρ­μά­κων.»

       «Ναί. Τί;»

       «Σκέ­ψου πῶς ἦ­ταν πρίν.»

       «Μοιά­ζει νὰ μὴν ὑ­πῆρ­ξε πο­τὲ τὸ πρίν.»

       «Ναί, τώ­ρα ἴ­σως νὰ εἶ­ναι ἔ­τσι, ἀλ­λὰ προ­σπά­θη­σε.»

       «Εὐ­χα­ρι­στῶ. Θὰ προ­σπα­θή­σω νὰ ἀ­να­σά­νω. Του­λά­χι­στον νὰ φυ­σοῦ­σε ὁ θα­λασ­σι­νὸς ἀ­έ­ρας καὶ νά ’­δι­ω­χνε τὸν κα­πνὸ μα­κριά.­.­.»

       Ὅ­ταν γύ­ρι­σε στὸ λι­α­κω­τὸ ἐ­κεῖ­νος εἶ­χε ὁ­λο­κλη­ρώ­σει τὴν ἐ­ξαν­τλη­μέ­νη ἐ­πι­στρο­φή του. Εἶ­χε ἡτ­τη­μέ­νο ὕ­φος, ἦ­ταν καμ­μέ­νος σὲ δι­ά­φο­ρα ση­μεῖ­α κι ἔ­βα­ζε κα­τα­πλά­σμα­τα ὑ­γρῆς σό­δας, ποὺ βρω­μοῦ­σαν. Πῆ­ρε τὴν ἄλ­λη σεζ­λὸνγκ καὶ τὴν ἔ­συ­ρε λί­γο πιὸ μα­κριὰ ἀ­πὸ τὴ συ­ζυ­γό του καὶ τὴν ἔ­στρε­ψε ὥ­στε ἐ­κεί­νη νὰ μὴν μπο­ρεῖ νὰ δεῖ τὸ πρό­σω­πό του.

       «Τὰ πα­ρά­τη­σες;» μουρ­μού­ρι­σε ἐ­κεί­νη.

       «Τέ­λει­ω­σαν τὸ χαρ­τὶ καὶ τὰ σπίρ­τα», ἀ­πάν­τη­σε μι­σο­λι­πό­θυ­μος.

       Δὲν εἶ­παν τί­πο­τε ἄλ­λο. Ἡ πα­λίρ­ροι­α γυρ­νοῦ­σε πρὸς τὴν ἀ­κτή. Τὸ  ἤ­ρε­μο νε­ρὸ κυ­μά­τι­ζε ἁ­πα­λὰ κον­τά τους.

       Πι­τυ­ο­κάμ­πι­ες, εἶ­πε μέ­σα της.

       Καὶ με­τὰ φω­να­χτά: «Πι­τυ­ο­κάμ­πι­ες!»

       «Για­τί φω­νά­ζεις; Δὲν ὑ­πάρ­χει λό­γος νὰ φω­νά­ζεις. Ἕ­να πλῆγ­μα στὰ φυ­τὰ εἶ­ναι ὅ­πως ἕ­να πλῆγ­μα στὸ σῶ­μα.»

       «Αὐ­τὸ τὸ σπί­τι τὸ νοι­κι­ά­σα­με γιὰ τὸ κα­λο­καί­ρι καὶ δὲν θὰ ξα­νάρ­θου­με ἐ­δῶ.»

       «Ἕ­νας νέ­ος ἄν­τρας εἶ­ναι σὰν αὐ­τὸ τὸ ἐ­ξο­χι­κὸ σπί­τι­», εἶ­πε μὲ τό­σο μα­λα­κή, κου­ρα­σμέ­νη φω­νὴ ποὺ ἐ­κεί­νη δὲν τὸν ἄ­κου­σε.

       «Τί εἶ­πες;»

       Τὸ ἐ­πα­νέ­λα­βε λί­γο πιὸ δυ­να­τά.

       Τό­τε ἐ­κεί­νη ἤ­ξε­ρε ὅ­τι ἐ­κεῖ­νος ἤ­ξε­ρε. Οἱ κα­ρέ­κλες τους πα­ρέ­μει­ναν χώ­ρια στὸ λι­α­κω­τὸ ὅ­σο ὁ ἥ­λιος ἐ­ξα­φα­νι­ζό­ταν.

       Ὅ­ταν πέ­φτει τὸ σκο­τά­δι, οἱ πα­λιοὶ σύν­τρο­φοι ἀν­τα­πο­κρί­νον­ται στὸ ἔν­στι­κτο ποὺ τοὺς φέρ­νει πιὸ κον­τά.

       Προ­σε­κτι­κά, σχε­δὸν τρε­μά­με­νη, ση­κώ­θη­κε ἀ­πὸ τὴ σεζ­λόνγκ της καὶ τὴν τρά­βη­ξε πιὸ κον­τὰ στὴ δι­κή του. Τὸ κα­ψα­λι­σμέ­νο χέ­ρι του ξε­κου­ρα­ζό­ταν στὸ χε­ρού­λι τῆς κα­ρέ­κλας. Με­τὰ ἀ­πὸ λί­γο, ἐ­νῶ τὸ εὐ­συγ­κί­νη­το φεγ­γά­ρι ἀ­νέ­τει­λε ἀ­π’ τὸν ὁ­ρί­ζον­τα γιὰ ν’ ἀν­τι­κα­τα­στή­σει τὴν ἀ­γρύ­πνια τοῦ ἥ­λιου, ἀ­κούμ­πη­σε τὸ χέ­ρι της πά­νω στὸ δι­κό του.

       Στὸ φεγ­γα­ρο­φώ­τι­στο λι­α­κω­τὸ φύ­ση­ξε ὁ πα­γω­μέ­νος ἄ­νε­μος τοῦ ἑ­νὸς κοι­νοῦ μυ­στι­κοῦ, μιᾶς κοι­νῆς γνώ­σης.  Τὰ δά­χτυ­λά τους πλέ­χτη­καν. Μα­ζί. Ἐ­κεί­νη σκέ­φτη­κε τὸ πρῶ­το τους πά­θος καὶ πῶς ὁ χρό­νος τὸ εἶ­χε κά­νει στά­χτη, ἀ­κρι­βῶς ὅ­πως ἐ­κεῖ­νος εἶ­χε προ­σπα­θή­σει νὰ κά­νει στά­χτη τὶς πι­τυ­ο­κάμ­πι­ες, νὰ τὶς δι­ώ­ξει ἀ­π’ τὸ κα­λο­και­ρι­νό τους σπί­τι, στὸ ὁ­ποῖ­ο, ὄ­χι, δὲν θὰ ἐ­πέ­στρε­φαν πο­τέ, χώ­ρια ἢ μα­ζί.

  

 

Πηγή: Ἀ­πὸ τὴ συλ­λο­γὴ δι­η­γη­μά­των Sha­pard, Ro­bert and Ja­mes Tho­mas, eds. Sud­den Fi­ction, A­me­ri­can Short-Short Sto­ri­es, Salt La­ke Ci­ty: Gibbs-Smith pu­bli­sher, 1986. Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση: στὸ Πλα­νό­δι­ον ἀρ. 50 (Ἰού­νι­ος, 2011) ποὺ κυ­κλο­φο­ρεῖ: βλ. ἐδῶ.

 

Τένεσι Οὐίλιαμς (Tennessee Williams) (Κολόμπους, Μισισίπι, 1911-Νιοὺ Γιὸρκ Σίτι, 1983). Ἀ­πὸ τοὺς σπου­δαι­ό­τε­ρους Ἀ­με­ρι­κα­νοὺς θε­α­τρι­κοὺς συγ­γρα­φεῖς τοῦ 20οῦ αἰ­ώ­να. Ἔζη­σε τὴν πε­ρισ­σό­τε­ρη ζω­ή του στὴ Νέ­α Ὀρ­λε­ά­νη. Κέρ­δι­σε δύο βρα­βεῖ­α Πού­λι­τζερ καὶ πολ­λὰ ἀ­κό­μα βρα­βεῖ­α γιὰ τὰ θε­α­τρι­κά του ἔρ­γα, τὰ ὁ­ποῖ­α ἔ­χουν παι­χτεῖ πολ­λὲς φο­ρὲς ἐ­πὶ σκη­νῆς, ἀλ­λὰ ἔ­χουν με­τα­φερ­θεῖ καὶ στὸν κι­νη­μα­το­γρά­φο.

 

Με­τά­φρα­ση ἀ­πὸ τὰ ἀγ­γλικά:

Μαί­ρη Ἀ­λε­ξο­πού­λου (Κα­λα­μά­τα). Σπού­δα­σε Πλη­ρο­φο­ρι­κὴ καὶ Ἀγ­γλι­κὴ Φι­λο­λο­γί­α. Ποι­ή­μα­τά της ἔ­χουν πα­ρου­σια­στεῖ στὸ Συμ­πό­σιο Ποί­η­σης τῆς Πά­τρας, στὸν χῶ­ρο τέ­χνης «Ash in Art», στὸ φι­λο­σο­φι­κὸ κα­φε­νεῖ­ο «da­sein» καὶ ἀλ­λοῦ, καὶ ἔ­χουν με­τα­φρα­στεῖ σὲ λο­γο­τε­χνι­κὰ πε­ρι­ο­δι­κὰ τῶν ΗΠΑ. Τὸ κα­λο­καί­ρι τοῦ 2009 συμ­με­τεῖ­χε στὸ Συμ­πό­σιο Ποί­η­σης τῆς Πά­ρου. Πρῶ­το βι­βλί­ο της: Ἐ­ρῶ­μαι (Ποι­ή­μα­τα, ἐκδ. Γα­βρι­η­λί­δης, Ἀ­θή­να, 2005).