Τένεσι Οὐίλιαμς (Tennessee Williams)
Πιτυοκάμπιες
(Tent Worms)
ΔΩ ΚΑΙ ΜΕΡΕΣ ὁ Μπίλυ Φόξγουορθ γκρίνιαζε γιὰ τὶς πιτυοκάμπιες ποὺ ἔχτιζαν μεγάλα, καμπυλωτά, βαριὰ κουκούλια διαφανοῦς γκρὶ ἱστοῦ ἀνάμεσα στὶς πυκνὲς μουριὲς ποὺ ἦταν φυτεμένες ὁλόγυρα στὸ ἐξοχικὸ σπίτι τους στὸ ἀκρωτήρι. Ἡ σύζυγός του, ἡ Κλάρα, εἶχε δικά της ὄνειρα καὶ ἀσχολίες, καὶ τὸν ἄκουγε χωρὶς νὰ δίνει προσοχὴ στὴν γκρίνια του. Κάπου-κάπου τὸν κοίταζε βαθιὰ καὶ σκεφτόταν, Ἂχ καὶ νά ‘ξερε! Ἔχει νὰ σκεφτεῖ περισσότερα ἀπ’ αὐτὲς τὶς πιτυοκάμπιες! «Πιτυοκάμπιες; Τί εἶναι πιτυοκάμπιες;» μουρμούρισε μιὰ φορὰ μισονυσταγμένα, ἀλλά, ὅσο ἐκεῖνος τῆς ἔδινε τὸν ὁρισμό, τὸ μυαλό της ταξίδεψε ἀλλοῦ. Μᾶλλον θὰ τῆς ἀπαντοῦσε γιὰ ἀρκετὴ ὥρα, ἀλλὰ τὸ μυαλό της διέγραψε μιὰ πλατιὰ τροχιὰ ἀνάμεσα στὶς προσωπικές της σκέψεις, πρὶν ἐκεῖνος ἐπαναφέρει προσωρινὰ τὴν προσοχή της κοπανώντας τὸ φλυτζάνι τοῦ καφὲ στὸ πιατάκι καὶ δηλώνοντας νευριασμένα, «Πάψε νὰ λὲς Ναί, Ναί, Ναί, ἐνῶ δὲν ἀκοῦς οὔτε μία ἀναθεματισμένη λέξη!»
«Σὲ ἄκουσα», διαμαρτυρήθηκε ἐκείνη θυμωμένα. «Παραληροῦσες γιὰ κάμπιες λὲς κι εἶσαι καμιὰ γριά! Τί θές; Νὰ εἶμαι σὰν κι ἐσένα, μὲ μάτια γουρλωμένα ἀπ’ τὸν ἐνθουσιασμό, ἐνῶ ἐσύ–»
«Ἐντάξει», εἶπε ἐκεῖνος. «Μὲ ρώτησες τί εἶναι, καὶ προσπαθοῦσα νὰ σοῦ πῶ.»
«Δὲ μὲ νοιάζει τί εἶναι», εἶπε ἐκείνη. «Μπορεῖ νὰ ἐνοχλοῦν ἐσένα, ἀλλὰ δὲν ἐνοχλοῦν ἐμένα.»
«Κόψε τὰ παιδιαρίσματα!», τσαντίστηκε ἐκεῖνος.
Εἶχαν ἕνα λιακωτὸ στὴν πίσω πλευρὰ τοῦ ἐξοχικοῦ, ὅπου ὅλο το ἀπόγευμα ἡ Κλάρα ξάπλωνε σὲ μιὰ σεζλόνγκ, ἀπολαμβάνοντας τὶς ὁλοδικές της σκέψεις, ἐνῶ στὴ διπλανή, τὴν κλεισμένη μὲ σίτα βεράντα καθόταν ὁ Μπίλυ κι ἔγραφε στὴ γραφομηχανή. Ἐπὶ πέντε χρόνια ἡ Κλάρα δὲν εἶχε σκεφτεῖ σχετικὰ μὲ τὸ μέλλον. Τὸ σκεφτόταν τώρα. Γιὰ μία ἀκόμη φορὰ τὸ μέλλον εἶχε γίνει ἁπτό, λόγῳ τῆς πληροφορίας ποὺ γνώριζε, ἡ ὁποία ἦταν ἄγνωστη στὸν Μπίλυ, παρὰ τὸ γεγονὸς ὅτι ἀφοροῦσε τὸν Μπίλυ περισσότερο ἀπὸ τὴν ἴδια, γιατί ἀφοροῦσε ἐκεῖνο ποὺ συνέβαινε στὸν Μπίλυ, τὸ ὁποῖο ὁ Μπίλυ δὲν ἤξερε ἢ ὑποτίθεται ὅτι δὲν ἤξερε. Ὄχι, δὲν τὸ ἤξερε, ἦταν σχεδὸν σίγουρη, ἢ ἂν τὸ ἤξερε, τὸ ἤξερε ἀσυνείδητα, κρυφά – ὁ Μπίλυ δὲν ἤθελε νὰ τὸ δεχτεῖ ἢ ἴσως νὰ μὴν τολμοῦσε κὰν νὰ τὸ ὑποψιαστεῖ. Γι’ αὐτὸ εἶχε γίνει τόσο παιδαριώδης αὐτὸ τὸ καλοκαίρι, παραληρώντας σὰν βλάκας γιὰ κάμπιες, τὴ στιγμὴ ποὺ ἦταν Αὔγουστος καὶ σύντομα θὰ ἔφευγαν, θὰ ἐπέστρεφαν στὴ Νέα Ὑόρκη, καὶ σίγουρα ὁ Μπίλυ δὲν θὰ ξαναερχόταν ἐδῶ καὶ ἐκείνη, ἕνας Θεὸς ξέρει – δὲν τὴν ἔνοιαζε, κι ἂν οἱ κάμπιες τρώγανε ὁλόκληρο τὸ σπίτι, ἂν τρώγανε τὰ δέντρα καὶ τὴν παραλία καὶ τὸν ἴδιο τὸν ὠκεανό!
Γύρω στὶς τρεῖς τὸ μεσημέρι μύρισε καπνό. Ἔψαξε τριγύρω καὶ εἶδε τὸν Μπίλυ μὲ ἕνα δαδὶ ἀπὸ παλιὲς ἐφημερίδες, νὰ βάζει φωτιὰ στὰ γκρὶ κουκούλια ποὺ εἶχαν φτιάξει οἱ πυτιοκάμπιες. Νά τος! Φοράει τὴ χακὶ βερμούδα του καὶ κρατάει τὸ ἀναμμένο δαδὶ ἀπὸ ἐφημερίδες στὰ πάνω-πάνω κλαδιὰ τῶν μικρῶν κατσιασμένων δέντρων, ὅπου οἱ πυτιοκάμπιες εἶχαν κατασκευάσει τὰ σπίτια τους.
Τοὺς ἔβαζε φωτιά, παιδιάστικα, ἀνόητα, παρὰ τὸ γεγονὸς ὅτι ὑπῆρχαν χιλιάδες κουκούλια. Ναί, κοιτάζοντας ἀπὸ τὸ λιακωτὸ πάνω ἀπὸ τὰ δέντρα μποροῦσε νὰ δεῖ ὅτι οἱ πιτυοκάμπιες εἶχαν ἁπλώσει τὸ βασίλειό τους ἀπὸ δέντρο σὲ δέντρο μέχρι ποὺ τώρα, ἐπιτέλους, κοντὰ στὸ τέλος τοῦ καλοκαιριοῦ, δὲν ὑπῆρχε σχεδὸν κανένα δέντρο χωρὶς ἕνα ἢ παραπάνω γκρὶ κουκούλια μὲ κάμπιες νὰ τρῶνε τὰ φύλλα. Ὡστόσο ὁ Μπίλυ προσπαθοῦσε νὰ τὰ βάλει μαζί τους μοναχός του, κραδαίνοντας τὶς γελοῖες, χάρτινες δάδες του.
Ἡ Κλάρα σηκώθηκε καὶ ἔβγαλε μιὰ δυνατὴ χλευαστικὴ φωνή.
«Τί στὸ διάολο νομίζεις ὅτι κάνεις!»
«Καίω τὶς πιτυοκάμπιες», ἀπάντησε μὲ σοβαρότητα.
«Τρελάθηκες; Εἶναι ἑκατομμύρια!»
«Δὲν πειράζει. Πρὶν φύγουμε θὰ τὶς ἔχω κάψει ὅλες!»
Ἡ Κλάρα τὰ παράτησε. Γύρισε πίσω καὶ βυθίστηκε ξανὰ στὴ σεζλόνγκ της.
Ὅλο ἐκεῖνο τὸ ἀπόγευμα συνεχίστηκε τὸ κάψιμο. Δὲν εἶχε νόημα νὰ διαμαρτύρεται, παρόλο ποὺ ὁ καπνὸς καὶ ἡ μυρωδιὰ ἦταν μᾶλλον ἐκνευριστικά. Τὸ καλύτερο ποὺ μποροῦσε νὰ κάνει ἦταν νὰ πιεῖ, κι αὐτὸ ἔκανε. Ἑτοίμασε μιὰ κανάτα τζὶν μὲ λεμόνι, κι ἔπινε ὅλο το ἀπόγευμα ἐνῶ ὁ σύζυγός της ἔκανε ἐπίθεση στὰ ἔντομα μὲ τὰ χάρτινα δαδιά του. Κατὰ τὶς πέντε, ἡ Κλάρα Φόξγουορθ ἄρχισε νὰ νιώθει χαρούμενη καὶ ξέγνοιαστη. Τὰ ὄνειρά της χρωματίστηκαν μὲ πορτοκαλὶ αἰσιοδοξία. Φαντάστηκε τὸν ἑαυτό της τὸν ἐρχόμενο χειμώνα, καλυμμένο ἀπὸ πολυτελὲς πένθος, μὲ καλοραμμένα μαῦρα κοστούμια, μικρά, αὐστηρὰ κοσμήματα κι ἕνα μαῦρο γούνινο παλτό, καὶ φαντάστηκε διάφορους συνοδούς, τῶν ὁποίων τὰ χαρακτηριστικὰ δὲν ἦταν ἀκόμα ξεκάθαρα, σὲ λιμουζίνες ποὺ γουργούριζαν γεμάτες ἄνεση διασχίζοντας παγωμένους δρόμους ἀπὸ ἕνα ἑστιατόριο σὲ κάποιο θέατρο, μετὰ τὸ θέατρο σὲ κάποιο διαμέρισμα, ὄχι ἀκόμα σὲ νυχτερινὰ μπάρ, ὄχι τόσο σύντομα μετά τό–
Ἄ! Ἡ στάση της ἦταν ὑγιής, δὲν ἦταν ὑποκρίτρια νὰ προσποιεῖται ὅτι νιώθει κάτι ποὺ δὲν νιώθει. Οἶκτο; Ναί, λυπόταν γι’ αὐτόν, ἀλλὰ ἀφοῦ ἐδῶ καὶ πέντε-ἕξι χρόνια ἡ ἀγάπη εἶχε πάψει νὰ ὑπάρχει, γιατί νὰ προσπαθήσει νὰ πεισθεῖ πὼς θὰ πρόκειται γιὰ ἀπώλεια;
Εἶχε ἀρχίσει νὰ δύει ὁ ἥλιος ὅταν χτύπησε τὸ τηλέφωνο.
Χτυποῦσε πιὰ τόσο σπάνια ποὺ ὁ ἦχος του τὴν ἐξέπληξε. Ὄχι μονάχα αὐτὴ ἡ ἴδια, ἀλλὰ καὶ ὁ στενὸς κύκλος τῶν – φίλων; – εἶχε ἀπομακρυνθεῖ, γιὰ νὰ κλειστεῖ στὶς δικές του ἀνησυχίες, ὅπως οἱ ἠθοποιοὶ ποὺ διασκορπίζονται ὅταν ἡ αὐλαία κλείνει, καὶ ἐπιστρέφουν στὶς ἐκτὸς σκηνῆς ζωές τους, ἀπαλλαγμένοι ἀπὸ τὰ καθήκοντα τῆς παράστασης.
Ἄργησε νὰ ἀπαντήσει, ἔχοντας ἤδη ὑποθέσει ὅτι αὐτὸς ποὺ τηλεφωνοῦσε θὰ ἦταν ὁ γιατρός τους, καὶ πράγματι ἦταν.
Τὸ ἐπαγγελματικὸ δόσιμο κουράγιου δὲν δίνει κουράγιο.
«Πῶς πάει, γλυκιά μου;»
«Πῶς πάει τί;»
«Ἡ ἀπόδρασή σας ἀπὸ τὰ δηλητηριώδη νέφη τῆς μητροπόλεως.»
«Ἂν ρωτᾶτε σοβαρά, γιατρέ, θὰ σᾶς ἀπαντήσω σοβαρά. Ὁ ἀσθενής σας νοσταλγεῖ τὰ δηλητηριώδη νέφη κι ἔτσι τὰ δημιουργεῖ ἐδῶ.»
«Τί εἶπες;»
«Εἶναι κακὴ ἡ σύνδεση;»
«Ὄχι, ἁπλῶς ἀναρωτήθηκα τί ἐννοεῖς;»
«Εὐχαρίστως θὰ σᾶς διαφωτίσω. Ὁ Μπίλυ, ὁ ἀσθενής σας, μολύνει τὸν ἀέρα στὸ καλοκαιρινό μας καταφύγιο βάζοντας φωτιὰ σὲ κάτι ποὺ λέγεται πιτυοκάμπια. Ὁ καπνὸς προκαλεῖ ἀσφυξία, χειρότερη ἀπὸ τὸ μονοξείδιο τοῦ ἄνθρακα σὲ μποτιλιάρισμα μέσα σὲ τοῦνελ. Βήχω καὶ πνίγομαι κι ὡστόσο συνεχίζει νὰ βάζει φωτιά.»
«Τουλάχιστον δὲν βρίσκεται σὲ ἀδράνεια.»
«Ἄ, ναί. Δὲν εἶναι σὲ ἀδράνεια. Θέλετε νὰ τὸν φωνάξω στὸ τηλέφωνο;»
«Ὄχι, ἁπλῶς πές του ὅτι – ὄχι, μὴν τοῦ πεῖς ὅτι τηλεφώνησα· θ’ ἀναρωτηθεῖ γιατί.»
«Γιατί γαμῶτο δὲν τοῦ εἴπατε τί συμβαίνει ὥστε νὰ ξέρει καὶ νά– »
Δὲν ἤξερε πῶς νὰ ὁλοκληρώσει τὴ διαμαρτυρία της γι’ αὐτὸ καὶ φώναξε στὸ ἀκουστικό: «Δὲν ἀντέχω· εἶναι πιὸ πολὺ ἀπ’ ὅ,τι μπορῶ ν’ ἀντέξω. Τὸ μυαλό μου εἶναι γεμάτο ἀπὸ φρικτές, φρικτὲς σκέψεις, ὑποθέσεις σχετικὰ μὲ τὸ πόσο θὰ πρέπει νὰ τὸ ἀντέξω, πότε θὰ ἔχει τελειώσει.»
«Χαλάρωσε, γλυκιά μου.»
«Ἐσεῖς νὰ χαλαρώσετε, ὄχι ἐγώ. Καὶ μὴ μὲ λέτε γλυκιά μου. Δὲν εἶμαι γλυκιά, δὲν ἔχω τίποτε γλυκὸ μέσα μου. Ἔχω γίνει ἄγρια. Ἂν δὲν σταματήσει νὰ καίει τὶς κάμπιες, θὰ φύγω μόνη μου, πίσω στὴν πόλη. Τουλάχιστον ἐκεῖ δὲν ὑπάρχουν ἄρρωστα φυτὰ καὶ χάρτινα δαδιὰ κι αὐτὸς νὰ παραφυλάει ἔξω. Πρέπει νὰ κλείσω. Ἔρχεται πρὸς τὸ σπίτι.»
«Κλάρα, εἶναι δύσκολο νὰ εἶσαι ἄνθρωπος, ἀλλὰ γιὰ τ’ ὄνομα τοῦ Θεοῦ, προσπάθησε.»
«Μπορεῖτε νὰ μοῦ πεῖτε πῶς; Γράψτε μου μιὰ συνταγή, δῶστε μου φάρμακα γιὰ νὰ μπορέσω.»
Ἔριξε μιὰ ματιὰ ἔξω ἀπ’ τὸ παράθυρο, ἀνάμεσα στὸ τηλέφωνο καὶ τὴν ἀργή, ἐξαντλημένη ἐπιστροφὴ τοῦ Μπίλυ πρὸς τὸ λιακωτό, τὸ ὁποῖο τώρα ἐγκατέλειπε ὁ ἥλιος.
«Κλάρα, ἡ ἀγάπη παίρνει διάφορες μορφές. Τὸ μυαλό σου εἶναι πιθανότατα γεμάτο φαντασιώσεις ποὺ μὲ ντροπὴ θὰ ἀπορρίψεις, ὅταν θὰ ἔχει τελειώσει αὐτὴ ἡ δοκιμασία.»
«Πέσατε διάνα. Εἶμαι γεμάτη φαντασιώσεις γιὰ ἕνα κομμάτι μέλλον.»
«Κάτι εἶπες γιὰ συνταγὴ φαρμάκων.»
«Ναί. Τί;»
«Σκέψου πῶς ἦταν πρίν.»
«Μοιάζει νὰ μὴν ὑπῆρξε ποτὲ τὸ πρίν.»
«Ναί, τώρα ἴσως νὰ εἶναι ἔτσι, ἀλλὰ προσπάθησε.»
«Εὐχαριστῶ. Θὰ προσπαθήσω νὰ ἀνασάνω. Τουλάχιστον νὰ φυσοῦσε ὁ θαλασσινὸς ἀέρας καὶ νά ’διωχνε τὸν καπνὸ μακριά...»
Ὅταν γύρισε στὸ λιακωτὸ ἐκεῖνος εἶχε ὁλοκληρώσει τὴν ἐξαντλημένη ἐπιστροφή του. Εἶχε ἡττημένο ὕφος, ἦταν καμμένος σὲ διάφορα σημεῖα κι ἔβαζε καταπλάσματα ὑγρῆς σόδας, ποὺ βρωμοῦσαν. Πῆρε τὴν ἄλλη σεζλὸνγκ καὶ τὴν ἔσυρε λίγο πιὸ μακριὰ ἀπὸ τὴ συζυγό του καὶ τὴν ἔστρεψε ὥστε ἐκείνη νὰ μὴν μπορεῖ νὰ δεῖ τὸ πρόσωπό του.
«Τὰ παράτησες;» μουρμούρισε ἐκείνη.
«Τέλειωσαν τὸ χαρτὶ καὶ τὰ σπίρτα», ἀπάντησε μισολιπόθυμος.
Δὲν εἶπαν τίποτε ἄλλο. Ἡ παλίρροια γυρνοῦσε πρὸς τὴν ἀκτή. Τὸ ἤρεμο νερὸ κυμάτιζε ἁπαλὰ κοντά τους.
Πιτυοκάμπιες, εἶπε μέσα της.
Καὶ μετὰ φωναχτά: «Πιτυοκάμπιες!»
«Γιατί φωνάζεις; Δὲν ὑπάρχει λόγος νὰ φωνάζεις. Ἕνα πλῆγμα στὰ φυτὰ εἶναι ὅπως ἕνα πλῆγμα στὸ σῶμα.»
«Αὐτὸ τὸ σπίτι τὸ νοικιάσαμε γιὰ τὸ καλοκαίρι καὶ δὲν θὰ ξανάρθουμε ἐδῶ.»
«Ἕνας νέος ἄντρας εἶναι σὰν αὐτὸ τὸ ἐξοχικὸ σπίτι», εἶπε μὲ τόσο μαλακή, κουρασμένη φωνὴ ποὺ ἐκείνη δὲν τὸν ἄκουσε.
«Τί εἶπες;»
Τὸ ἐπανέλαβε λίγο πιὸ δυνατά.
Τότε ἐκείνη ἤξερε ὅτι ἐκεῖνος ἤξερε. Οἱ καρέκλες τους παρέμειναν χώρια στὸ λιακωτὸ ὅσο ὁ ἥλιος ἐξαφανιζόταν.
Ὅταν πέφτει τὸ σκοτάδι, οἱ παλιοὶ σύντροφοι ἀνταποκρίνονται στὸ ἔνστικτο ποὺ τοὺς φέρνει πιὸ κοντά.
Προσεκτικά, σχεδὸν τρεμάμενη, σηκώθηκε ἀπὸ τὴ σεζλόνγκ της καὶ τὴν τράβηξε πιὸ κοντὰ στὴ δική του. Τὸ καψαλισμένο χέρι του ξεκουραζόταν στὸ χερούλι τῆς καρέκλας. Μετὰ ἀπὸ λίγο, ἐνῶ τὸ εὐσυγκίνητο φεγγάρι ἀνέτειλε ἀπ’ τὸν ὁρίζοντα γιὰ ν’ ἀντικαταστήσει τὴν ἀγρύπνια τοῦ ἥλιου, ἀκούμπησε τὸ χέρι της πάνω στὸ δικό του.
Στὸ φεγγαροφώτιστο λιακωτὸ φύσηξε ὁ παγωμένος ἄνεμος τοῦ ἑνὸς κοινοῦ μυστικοῦ, μιᾶς κοινῆς γνώσης. Τὰ δάχτυλά τους πλέχτηκαν. Μαζί. Ἐκείνη σκέφτηκε τὸ πρῶτο τους πάθος καὶ πῶς ὁ χρόνος τὸ εἶχε κάνει στάχτη, ἀκριβῶς ὅπως ἐκεῖνος εἶχε προσπαθήσει νὰ κάνει στάχτη τὶς πιτυοκάμπιες, νὰ τὶς διώξει ἀπ’ τὸ καλοκαιρινό τους σπίτι, στὸ ὁποῖο, ὄχι, δὲν θὰ ἐπέστρεφαν ποτέ, χώρια ἢ μαζί.
Πηγή: Ἀπὸ τὴ συλλογὴ διηγημάτων Shapard, Robert and James Thomas, eds. Sudden Fiction, American Short-Short Stories, Salt Lake City: Gibbs-Smith publisher, 1986. Πρώτη δημοσίευση: στὸ Πλανόδιον ἀρ. 50 (Ἰούνιος, 2011) ποὺ κυκλοφορεῖ: βλ. ἐδῶ.
Τένεσι Οὐίλιαμς (Tennessee Williams) (Κολόμπους, Μισισίπι, 1911-Νιοὺ Γιὸρκ Σίτι, 1983). Ἀπὸ τοὺς σπουδαιότερους Ἀμερικανοὺς θεατρικοὺς συγγραφεῖς τοῦ 20οῦ αἰώνα. Ἔζησε τὴν περισσότερη ζωή του στὴ Νέα Ὀρλεάνη. Κέρδισε δύο βραβεῖα Πούλιτζερ καὶ πολλὰ ἀκόμα βραβεῖα γιὰ τὰ θεατρικά του ἔργα, τὰ ὁποῖα ἔχουν παιχτεῖ πολλὲς φορὲς ἐπὶ σκηνῆς, ἀλλὰ ἔχουν μεταφερθεῖ καὶ στὸν κινηματογράφο.
Μετάφραση ἀπὸ τὰ ἀγγλικά:
Μαίρη Ἀλεξοπούλου (Καλαμάτα). Σπούδασε Πληροφορικὴ καὶ Ἀγγλικὴ Φιλολογία. Ποιήματά της ἔχουν παρουσιαστεῖ στὸ Συμπόσιο Ποίησης τῆς Πάτρας, στὸν χῶρο τέχνης «Ash in Art», στὸ φιλοσοφικὸ καφενεῖο «dasein» καὶ ἀλλοῦ, καὶ ἔχουν μεταφραστεῖ σὲ λογοτεχνικὰ περιοδικὰ τῶν ΗΠΑ. Τὸ καλοκαίρι τοῦ 2009 συμμετεῖχε στὸ Συμπόσιο Ποίησης τῆς Πάρου. Πρῶτο βιβλίο της: Ἐρῶμαι (Ποιήματα, ἐκδ. Γαβριηλίδης, Ἀθήνα, 2005).
Filed under: Αγγλικά,Αλεξοπούλου Μαίρη,Ερωτας,Νοσήματα,Οικογένεια,Ρεαλισμός,Ψυχογραφία,Williams Tennessee | Tagged: Αμερικανικό διήγημα,Λογοτεχνία,Tennessee Williams | Τὰ σχόλια στὸ Τένεσι Οὐίλιαμς (Tennessee Williams): Πιτυοκάμπιες ἔχουν κλείσει