Ἄλισον Τάουνσεντ (Alison Townsend): Τὰ γενέθλια μὲ τὴν Μπάρμπι

 

 

Ἄλισον Τά­ουνσεντ (A­l­i­s­on T­o­w­n­s­e­nd)

 

Τὰ γενέθλια μὲ τὴ Μπάρμπι

(T­he B­a­r­b­ie B­i­r­t­h­d­ay)

 

Ο ΠΡΩΤΟ ΔΩΡΟ ποὺ ἔ­λα­βα ἀ­πὸ τὴ φι­λε­νά­δα τοῦ πα­τέ­ρα μου ἦ­ταν ἡ Μπάρ­μπι ποὺ τό­σο ἤ­θε­λα. Ὄ­χι ὅ­μως ἡ αὐ­θεν­τι­κὴ —ἡ ξαν­θιὰ Μπάρ­μπι μὲ τὴν ἀ­λο­γο­ου­ρά, τὸ ζεμ­πρὲ μα­γι­ὼ καὶ τὶς ἀ­σορ­τὶ σκι­ές— ἀλ­λὰ μιὰ κα­στα­νο­μάλ­λα μὲ φου­σκω­μέ­νο κον­τὸ μαλ­λὶ ποὺ τὸ κου­τὶ πε­ρι­έ­γρα­φε ὡς χρώ­μα­τος «Τι­τιάν», ἕ­να πορ­το­κα­λο­κα­φὲ ποὺ ἔ­κτο­τε δὲν ἔ­χω ξα­να­δεῖ. Ὅ­μως δὲν μὲ ἔ­νοια­ζε. Κι ἐ­γὼ ἤ­μουν κα­στα­νο­μάλ­λα. Καὶ ἡ Μπάρ­μπι ἦ­ταν πάν­τα ἡ Μπάρ­μπι, μὲ τὸ ἴ­διο ἀ­πί­θα­νο κορ­μὶ κά­θε φο­ρὰ ποὺ τὴν ἔ­γδυ­νες ἀ­πὸ τὸ κου­στού­μι της, τρα­βών­τας το πρὸς τὰ κά­τω ἀ­πο­κα­λύ­πτον­τας τὰ χω­ρὶς ρῶ­γες στή­θη της καὶ ξα­να­τρα­βών­τας το πρὸς τὰ πά­νω. Αὐ­τὸ ἄλ­λω­στε ἦ­ταν ὅ­λη ἡ ὑ­πό­θε­ση.

       Πρέ­πει νὰ ὑ­πῆρ­χε καὶ τούρ­τα. Καὶ δέ­κα κε­ρά­κια. Καὶ τρα­γού­δια. Τὸ μό­νο ποὺ θυ­μᾶ­μαι, ὅ­μως, εἶ­ναι ἡ μέλ­λου­σα μη­τριά μου νὰ βγαί­νει ἀ­πὸ τὸ αὐ­το­κί­νη­το καὶ νὰ μπαί­νει στὸ σπί­τι, μὲ τὶς χαλ­κο­κόκ­κι­νες μποῦ­κλες της νὰ χο­ρο­πη­δοῦν στὸ πρῶ­το μα­γι­ά­τι­κο φῶς καὶ τὸ φού­ξια μάλ­λι­νο τα­γι­έρ της, ἀν­θι­σμέ­νο σὰν ἐ­ξω­τι­κὸ λου­λού­δι. Μό­νο αὐ­τό – κι ἔ­πει­τα τὴν Μπάρ­μπι, μὲ τὴν ὁ­ποί­α ξε­γλύ­στρι­σα ἀρ­γό­τε­ρα, κλέ­βον­τάς την καὶ πη­γαί­νον­τας στὸ δεύ­τε­ρο πά­τω­μα, γιὰ νὰ παί­ξω μα­ζί της κά­τω ἀ­πὸ ἕ­να φω­τει­νὸ πα­ρά­θυ­ρο στὸ δω­μά­τιο ποὺ κά­πο­τε ἦ­ταν ἡ κρε­βα­το­κά­μα­ρα τῶν γο­νι­ῶν μου.

       Μὲ συμ­πα­θεῖ, μὲ συμ­πα­θεῖ πραγ­μα­τι­κά, σκέ­φτη­κα, ἀ­να­κα­λών­τας τὸ χα­μό­γε­λο τῆς Σίρ­λε­ϋ ὅ­ταν ἄ­νοι­γα τὸ πα­κέ­το. Ὅ­πως ἔ­βγα­ζα τὸ κα­πά­κι ἀ­πὸ τὸ στε­νό, ὅ­μοι­ο μὲ φέ­ρε­τρο, κου­τὶ τῆς Μπάρ­μπι, αὐ­τὴ μὲ κοί­τα­ξε ἔν­το­να μὲ τὰ ἀ­μυ­γδα­λω­τά, λο­ξὰ μά­τια της, τὰ βλέ­φα­ρα με­λα­νὰ ἀ­πὸ τὴ μπλὲ σκιά, τὶς βλε­φα­ρί­δες της κολ­λη­μέ­νες ἀ­πὸ τὴ μά­σκα­ρα καὶ τὰ χεί­λη της συ­νε­χῶς σου­φρω­μέ­να, σα­γη­νευ­τι­κὰ καὶ συ­νά­μα σκυ­θρω­πά. Μο­νά­χη, τὴ γυρ­νοῦ­σα συ­νε­χῶς μέ­σα στὰ χέ­ρια μου, θαυ­μά­ζον­τας τὸ ἄ­καμ­πτο, γυ­α­λι­στε­ρὸ σῶ­μα της, τὰ στή­θη τορ­πί­λες, τὴ μέ­ση δα­χτυ­λί­δι, τὰ πό­δια κα­λα­μά­κια ποὺ δὲν λυ­γί­ζουν, πα­τών­τας αἰ­ω­νί­ως στὶς μύ­τες, μὲ τὴν κα­μά­ρα σὲ κουν­τε­πι­ὲ γιὰ νὰ χω­ρᾶ­νε τὰ μιοὺλ πα­πού­τσια της μὲ τὰ ψη­λὰ καὶ μυ­τε­ρὰ τα­κού­νια, νὰ κορ­δώ­νε­ται πά­νω κά­τω στὸ περ­βά­ζι τοῦ πα­ρα­θύ­ρου.

       Τὸ μό­νο ποὺ χρει­α­ζό­ταν νὰ κά­νει ἡ Μπάρ­μπι, ἦ­ταν νὰ μοῦ ρί­ξει μιὰ μα­τιὰ κι ἐ­γὼ ἀ­κο­λού­θη­σα, δο­κι­μά­ζον­τας τὴν τύ­χη μου μα­ζὶ μὲ κά­θε κο­ρί­τσι, σὲ κά­θε γει­το­νιὰ τῆς Ἀ­με­ρι­κῆς, δη­λώ­νον­τας συμ­με­το­χὴ στὴ ζω­ή. Ἦ­ταν ὅ­λα ὅ­σα ἤ­θε­λα νὰ ἤ­μουν, ἂν καὶ δὲν μπο­ροῦ­σα νὰ τὸ πῶ αὐ­τὸ τό­τε, ὅ­πως δὲν μπο­ροῦ­σα νὰ πῶ ὅ­τι ἡ Μπάρ­μπι ἦ­ταν σὲξ χω­ρὶς σέξ. Δὲν νο­μί­ζω ὅ­τι ἡ μέλ­λου­σα μη­τριά μου τὸ ἤ­ξε­ρε αὐ­τό, ἁ­πλῶς ἤ­θε­λε νὰ μ’ εὐ­χα­ρι­στή­σει, ἐ­μέ­να, τὴ με­γα­λύ­τε­ρη κό­ρη ποὺ θυ­μό­ταν τό­σα πολ­λὰ καὶ ποὺ ἦ­ταν τό­σο ντρο­πα­λὴ γιὰ νὰ τὴ συ­ναν­τή­σει. Ἡ μη­τέ­ρα μου εἶ­χε πε­θά­νει ἐ­δῶ καὶ πέν­τε μῆ­νες, μὲ τοὺς δύ­ο μα­στούς της κομ­μέ­νους σὰν κρέ­ας στὴν κρε­α­τα­γο­ρά. Ἐ­γὼ ὅ­μως λα­χτα­ροῦ­σα τὴν κού­κλα ποὺ μοῦ εἶ­χε ἀ­πα­γο­ρεύ­σει, λὲς καὶ ἡ Μπάρ­μπι μπο­ροῦ­σε νὰ μοῦ δώ­σει ἀ­παν­τή­σεις γιὰ ὅ­λα – πῶς νὰ εἶ­μαι γυ­ναί­κα, ὅ­ταν ἤ­μουν ἕ­να κο­ρι­τσά­κι χω­ρὶς μη­τέ­ρα, πῶς νὰ ντυ­θῶ καὶ νὰ μι­λά­ω, πῶς νὰ εὐ­χα­ρι­στή­σω τὴ Σίρ­λε­ϋ γιὰ τὸ σκλη­ρὸ καὶ πλα­στι­κὸ σῶ­μα ποὺ ζε­σται­νό­ταν κά­θε φο­ρὰ ποὺ τὸ ἀ­κουμ­ποῦ­σα, ὁ­δη­γών­τάς με πί­σω στὸν κό­σμο.

  

 

Πηγή: Ἀ­πὸ τὴ συλ­λο­γὴ δι­η­γη­μά­των Tho­mas, Ja­mes and Ro­bert Sha­pard, eds., Flash Fi­ction For­ward, 80 ve­ry short sto­ries, New York, London: W.W. Norton & Company, 2006. Προ­δη­μο­σί­ευ­ση ἀ­πὸ τὸ προ­σε­χὲς τεῦ­χος τοῦ Πλα­νό­διου τὸ ἀ­φι­ε­ρω­μέ­νο στὸ ἀ­με­ρι­κα­νι­κὸ μπον­ζά­ι.

 

­λι­σονΤά­ουν­σεντ (A­l­i­s­on T­o­w­n­s­e­nd). Ἔ­χει δη­μο­σι­εύ­σει δύ­ο ποι­η­τι­κὲς συλ­λο­γές, T­he B­l­ue Dress καὶ W­h­at t­he B­o­dy K­n­o­ws. Ποί­η­ση καὶ δη­μι­ουρ­γι­κὰ μὴ μυ­θο­πλα­στι­κὰ κεί­με­νά της ἔ­χουν ἐμ­φα­νι­στεῖ σὲ πάμ­πολ­λα λο­γο­τε­χνι­κὰ πε­ρι­ο­δι­κά. Ἔ­χει κερ­δί­σει πολ­λὰ βρα­βεῖ­α. Δι­δά­σκει Ἀγ­γλι­κὴ Φι­λο­λο­γί­α καὶ Δη­μι­ουρ­γι­κὴ Γρα­φὴ στὸ Πα­νε­πι­στή­μιο τοῦ Γου­ι­σκόν­σιν καὶ ζεῖ μὲ τὸν σύ­ζυ­γό της σὲ τέσ­σε­ρα ἑ­κτά­ρια πε­διά­δας γε­μά­της βε­λα­νι­δι­ὲς ἔ­ξω ἀ­πὸ τὸ Μάν­τι­σον.

 

Με­τά­φρα­ση ἀ­πὸ τὰ ἀγ­γλικά:

Μα­ρί­α Πα­γώ­νη. Σπού­δα­σε Ἀγ­γλι­κὴ Φι­λο­λο­γί­α στὸ Πα­νε­πι­στή­μιο τῆς Ἀ­θή­νας καὶ ἔ­κα­νε με­τα­πτυ­χια­κὰ στὶς Δι­ε­θνεῖς Σχέ­σεις στὸ L­o­n­d­on M­e­t­r­o­p­o­l­i­t­an U­n­i­v­e­r­s­i­ty τοῦ Ἡ­νω­μέ­νου Βα­σι­λεί­ου καὶ στὸ U­n­i­v­e­r­s­i­t­e de M­o­ns-H­a­i­n­a­ut τοῦ Βελ­γί­ου. Τὸ 2010 ἀ­πο­φοί­τη­σε ἀ­πὸ τὴν Ἐ­θνι­κὴ Σχο­λὴ Δη­μό­σιας Δι­οί­κη­σης καὶ ἐρ­γά­ζε­ται στὸ Ὑ­πουρ­γεῖ­ο Πο­λι­τι­σμοῦ καὶ Του­ρι­σμοῦ.