Τόμας (Thomas), Σάπαρντ (Shapard) & Μέριλ (Merrill): Εἰσαγωγή στὸ Flash Fiction International


Εισαγωγή Flash Fiction 2015-Eikona-01


Τζέ­ιμς Τό­μας, Ρόμ­περτ Σά­παρντ & Κρί­στο­φερ Μέ­ριλ

(James Thomas, Robert Shapard & Christopher Merrill)


Εἰ­σα­γω­γή

[στὸ Flash Fiction International

Πο­λὺ μι­κρὲς ­στο­ρί­ες ­πὸ ­λον τὸν κό­σμο]


Ση­μεί­ω­μα τοῦ με­τα­φρα­στῆ

Τὸ 1992 ὁ Ρόμ­περτ Σά­παρντ καὶ ὁ Τζέ­ιμς Τό­μας βο­ή­θη­σαν ὁ­μο­λο­γου­μέ­νως πά­ρα πο­λὺ στὴν ἐ­ξά­πλω­ση, συ­στη­μα­το­ποί­η­ση, ἀλ­λὰ καὶ κα­τη­γο­ρι­ο­ποί­η­ση ἑ­νὸς εἴ­δους μὲ τὸ ὁ­ποῖ­ο σπο­ρα­δι­κὰ εἶ­χαν ἀ­σχο­λη­θεῖ πολ­λοὶ δι­ά­ση­μοι συγ­γρα­φεῖς τοῦ πα­ρελ­θόν­τος, ἀλ­λὰ μέ­χρι τό­τε δὲν εἶ­χε βγεῖ στὸ προ­σκή­νιο κα­νέ­νας συγ­γρα­φέ­ας ποὺ νὰ γρά­φει ἀ­πο­κλει­στι­κὰ δι­η­γή­μα­τα-ἀ­στρα­πὴ (Flash Fiction). Ἀ­πὸ τὴν ἔκ­δο­ση τῆς ἀν­θο­λο­γί­ας τους, Flash Fiction, κι ἔ­πει­τα, καὶ μὲ τὴν ταυ­τό­χρο­νη γι­γάν­τω­ση τοῦ δι­α­δι­κτύ­ου, πολ­λοὶ δι­η­γη­μα­το­γρά­φοι βρῆ­καν πε­δί­ο δό­ξης λαμ­πρὸ γιὰ νὰ ξε­δι­πλώ­σουν τὸ τα­λέν­το τους στὰ δι­η­γή­μα­τα τῶν λί­γων λέ­ξε­ων, ὅ­πως ὁ­ρί­ζον­ται τὰ δι­η­γή­μα­τα-ἀ­στρα­πή. Τώ­ρα, εἴ­κο­σι τρία χρό­νια με­τὰ τὴν ἔκ­δο­ση ἐ­κεί­νης τῆς ἀν­θο­λο­γί­ας, οἱ δύ­ο πα­ρα­πά­νω ἀν­θο­λό­γοι —μὲ τὴν προ­σθή­κη καὶ τοῦ κα­θη­γη­τῆ, ποι­η­τῆ καὶ συγ­γρα­φέ­α πο­λὺ μι­κρῶν δι­η­γη­μά­των, Κρί­στο­φερ Μέ­ριλ— ἐ­πα­νέρ­χον­ται μὲ μιὰ ἀν­θο­λο­γί­α ποὺ τι­τλο­φο­ρεῖ­ται Flash Fi­ction I­nter­na­tio­nal καὶ αὐ­τὴ τὴ φο­ρὰ πε­ρι­λαμ­βά­νει μι­κρὰ καὶ πο­λὺ μι­κρὰ δι­η­γή­μα­τα ἀ­πὸ ὅ­λο τὸν κό­σμο, προ­σπα­θών­τας νὰ χαρ­το­γρα­φή­σει τὴν πα­ρα­γω­γὴ δι­η­γη­μά­των-ἀ­στρα­πὴ σὲ ὅ­λα τὰ μή­κη καὶ τὰ πλά­τη τοῦ κό­σμου. Ἀ­πὸ τὸ Βι­ετ­νὰμ καὶ τὸ Μπαγ­κλαν­τὲς ἕ­ως τὴν Κού­βα, τὸ Με­ξι­κὸ καὶ τὶς χῶ­ρες τῆς Νό­τιας Ἀ­με­ρι­κῆς, μὲ ἐν­δι­ά­με­σες στά­σεις τὴ Μέ­ση Ἀ­να­το­λή, τὴν Εὐ­ρώ­πη καὶ τὴν Ἀ­φρι­κή, οἱ Σά­παρντ, Τό­μας καὶ Μέ­ριλ ἀ­να­κα­λύ­πτουν τὶς «ἀ­στρα­πι­αῖ­ες» σκέ­ψεις καὶ συ­ναι­σθή­μα­τα τῶν ἀν­θρώ­πων τῆς παγ­κό­σμιας κοι­νό­τη­τας καὶ μᾶς προ­σφέ­ρουν μιὰ νέ­α μα­τιὰ στὴν ἐ­ξέ­λι­ξη αὐ­τοῦ του λο­γο­τε­χνι­κοῦ ὑ­πο-εί­δους. Ἀ­νά­με­σά τους βρί­σκε­ται καὶ ἕ­να με­τα­φρα­σμέ­νο δι­ή­γη­μα τοῦ Ἕλ­λη­να δι­η­γη­μα­το­γρά­φου, Γιά­ννη Πα­λα­βοῦ, προσ­δί­δον­τας ἔ­τσι στὴν ἀν­θο­λο­γί­α καὶ ἑλ­λη­νι­κὸ ἐν­δι­α­φέ­ρον. Δέ­κα χι­λιά­δες ἱ­στο­ρί­ες εἶ­χαν στὴ δι­ά­θε­σή τους, ὅ­πως δη­λώ­νουν οἱ ἴ­διοι, ἀ­πὸ τὶς ὁ­ποῖ­ες, καὶ μὲ τὴ βο­ή­θεια μιᾶς ὁ­μά­δας ἀ­να­γνω­στῶν, ἐ­πέ­λε­ξαν τὶς ὀ­γδόν­τα ἕ­ξι κα­λύ­τε­ρες ποὺ βρῆ­καν τε­λι­κὰ τὸν δρό­μο τους γιὰ τὴν ἀν­θο­λο­γί­α. Τὸ γε­γο­νὸς καὶ μό­νο ὅ­τι εἶ­χαν τό­σα πολ­λὰ δι­η­γή­μα­τα γιὰ νὰ κά­νουν τὴν ἐ­πι­λο­γή τους, κι ἐν­δε­χο­μέ­νως πολ­λὰ πε­ρισ­σό­τε­ρα, μᾶς δεί­χνει πὼς πλέ­ον αὐ­τὸ τὸ ὑ­πο-εί­δος ἔ­χει κα­θι­ε­ρω­θεῖ τό­σο στὴ συ­νεί­δη­ση τῶν συγ­γρα­φέ­ων ὅ­σο καὶ τοῦ κοι­νοῦ καὶ ἀ­πο­τε­λεῖ ση­μαν­τι­κὸ κομ­μά­τι τῆς λο­γο­τε­χνί­ας τοῦ 21ου αἰ­ώ­να.

Βα­σί­λης Μανουσάκης

03-PiΩΣ ΛΕΓΕΤΑΙ τὸ Flash Fiction σὲ ἄλ­λες χῶ­ρες; Στὴ Λα­τι­νι­κὴ Ἀ­με­ρι­κὴ μπο­ρεῖ νὰ λέ­γε­ται «μί­κρο», στὴ Δα­νί­α «kortprosa», στὴ Βουλ­γα­ρί­α «mikro razkaz». Με­ρι­κὲς ἱ­στο­ρί­ες εἶ­ναι σὲ μέ­γε­θος πα­ρα­γρά­φου, ἄλ­λες δύ­ο σε­λί­δες (ὅ­λες εἶ­ναι πο­λὺ μι­κρὲς ἱ­στο­ρί­ες καὶ κά­ποι­ες πά­ρα πο­λὺ μι­κρές), ἀλ­λὰ αὐ­τὲς οἱ με­τρή­σεις δὲν μᾶς λέ­νε πολ­λά. Προ­τι­μοῦ­με με­τα­φο­ρὲς ὅ­πως τῆς Λου­ί­ζα Βα­λεν­ζου­έ­λα:

       «Συ­νή­θως συγ­κρί­νω τὸ μυ­θι­στό­ρη­μα μὲ ἕ­να θη­λα­στι­κό, εἴ­τε ἄ­γριο σὰν τὴν τί­γρη εἴ­τε ἥ­με­ρο σὰν τὴν ἀ­γε­λά­δα, καὶ τὸ δι­ή­γη­μα μὲ ἕ­να που­λὶ ἢ ἕ­να ψά­ρι, ἐ­νῶ τὸ μι­κρὸ-δι­ή­γη­μα μὲ ἕ­να ἔν­το­μο (ἰ­ρι­δί­ζων στὴν κα­λύ­τε­ρη πε­ρί­πτω­ση).»

       Ἡ δη­μο­τι­κό­τη­τα αὐ­τῶν τῶν ἰ­ρι­δι­ζόν­των ἐν­τό­μων ἔ­χει ἀ­νε­βεῖ τὶς τε­λευ­ταῖ­ες δύ­ο δε­κα­ε­τί­ες πε­ρί­που. Στὶς Ἡ­νω­μέ­νες Πο­λι­τεῖ­ες, ἀν­θο­λο­γί­ες, συλ­λο­γὲς καὶ αὐ­το­εκ­δό­σεις ἔ­χουν που­λή­σει πε­ρί­που ἕ­να ἑ­κα­τομ­μύ­ριο ἀν­τί­τυ­πα. Ὄ­χι τό­σα ὅ­σα με­ρι­κὰ εὐ­πώ­λη­τα βι­βλί­α, ἀλ­λὰ ὁ ἀ­ριθ­μὸς εἶ­ναι ἀ­ξι­ο­ση­μεί­ω­τος πα­ρ’ ὅ­λα αὐ­τά. Ἐ­παγ­γελ­μα­τί­ες ἠ­θο­ποι­οὶ ἔ­χουν δι­α­βά­σει τέ­τοι­α δι­η­γή­μα­τα ζων­τα­νὰ στὸ Μπρόν­τγου­ε­ϊ, ἐ­νῶ ἡ ἀ­νά­γνω­σή τους ἔ­χει ἠ­χο­γρα­φη­θεῖ γιὰ νὰ με­τα­δο­θεῖ στὸ Ἐ­θνι­κὸ Δη­μό­σιο Ρα­δι­ό­φω­νο. Στὴν Ἐλ­βε­τί­α, τὴν Ἰ­σπα­νί­α καὶ στὴν Ἀρ­γεν­τι­νή, ἔ­χουν γί­νει παγ­κό­σμια συ­νέ­δρια minificcion. Στὴν Τα­ϊ­λάν­δη καὶ στὶς Φι­λιπ­πί­νες, ἔ­χουν δι­ε­ξα­χθεῖ δι­ε­θνῆ σε­μι­νά­ρια. Μιὰ Ἀ­κα­δη­μί­α Δι­η­γή­μα­τος-Ἀ­στρα­πὴ ἔ­χει ἱ­δρυ­θεῖ στὴν Κί­να. Ἐ­νῶ πρό­σφα­τα, Ἐ­θνι­κὲς Ἡ­μέ­ρες Δι­η­γή­μα­τος-Ἀ­στρα­πὴ ἔ­χουν κα­θι­ε­ρω­θεῖ στὴ Με­γά­λη Βρε­τα­νί­α καὶ στὴ Νέ­α Ζη­λαν­δί­α.

       Ἔ­χον­τας συμ­βάλ­λει στὴ δη­μο­φι­λί­α τοῦ δι­η­γή­μα­τος-ἀ­στρα­πὴ ἐ­μεῖς οἱ ἴ­διοι, μὲ τὴν ἔκ­δο­ση τῆς πρώ­της συλ­λο­γῆς, μὲ τί­τλο Flash Fiction τὸ 1992 καὶ τοῦ Flash Fiction Forward τὸ 2005, ἀ­νυ­πο­μο­νού­σα­με νὰ φέ­ρου­με στὸ κοι­νὸ ἕ­να ἀ­κό­μα βι­βλί­ο τῶν κα­λύ­τε­ρων πο­λὺ μι­κρῶν ἱ­στο­ρι­ῶν τοῦ κό­σμου. Πε­ρι­μέ­να­με ὅ­μως τὴν κα­τάλ­λη­λη εὐ­και­ρί­α. Λί­γα χρό­νια πρίν, συγ­κεν­τρώ­νον­τας λα­τι­νο­α­με­ρι­κα­νι­κὲς ἱ­στο­ρί­ες γιὰ τὸ Sudden Fiction Latino, πε­ρά­σα­με πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­πὸ ἕ­ναν χρό­νο ψά­χνον­τας σὲ βι­βλι­ο­θῆ­κες, βι­βλι­ο­πω­λεῖ­α καὶ στὸ δι­α­δί­κτυ­ο, ἀλ­λὰ αὐ­τὸ ἦ­ταν ἕ­να ἐγ­χεί­ρη­μα δι­α­φο­ρε­τι­κῆς κλί­μα­κας. Καὶ οἱ ἕ­ξι ἤ­πει­ροι μα­ζὶ ἔ­μοια­ζαν νὰ βρί­σκον­ται ἐ­κτὸς πρό­σβα­σης, ὥ­σπου ἕ­νω­σε τὶς δυ­νά­μεις του μα­ζί μας ὁ Κρί­στο­φερ Μέ­ριλ, δι­ευ­θυν­τὴς τοῦ Δι­ε­θνοῦς Προ­γράμ­μα­τος Δη­μι­ουρ­γι­κῆς Γρα­φῆς τοῦ πα­νε­πι­στη­μί­ου τῆς Ἀ­ϊ­ό­βα καὶ γνω­στὸς ποι­η­τὴς καὶ συγ­γρα­φέ­ας δι­η­γη­μά­των-ἀ­στρα­πὴ ὁ ἴ­διος.

       Ὁ Κρὶς μᾶς ἔ­πει­σε νὰ μὴ δοῦ­με μό­νο μέ­σα ἀ­πὸ τὰ μά­τια τῆς Ἀ­με­ρι­κῆς, ἀλ­λὰ νὰ δι­ευ­ρύ­νου­με τὴν ὀ­πτι­κή μας. Ὅ­ταν ξε­κι­νή­σα­με αὐ­τὸ ἐ­δῶ το ἐγ­χεί­ρη­μα, ἀλ­λη­λο­γρα­φών­τας μὲ ἑ­κα­τον­τά­δες συγ­γρα­φεῖς καὶ με­τα­φρα­στὲς σὲ ὅ­λο τὸν κό­σμο, τοὺς ζη­τή­σα­με νὰ μᾶς ποῦν τὶς ἰ­δέ­ες τους – τὶς ὁ­ποῖ­ες γεν­ναι­ό­δω­ρα μᾶς ἔ­στει­λαν.

       Ἄρ­χι­σαν νὰ μᾶς κα­τα­κλύ­ζουν δι­η­γή­μα­τα-ἀ­στρα­πή, πε­ρισ­σό­τε­ρα ἀ­να­γνω­ρί­σι­μα ὡς ἱ­στο­ρί­ες, ἂν καὶ με­ρι­κὰ ἀ­πὸ αὐ­τὰ ἦ­ταν πο­λὺ ἀ­συ­νή­θι­στα ἢ φαν­τα­στι­κά. Τὸ δι­ή­γη­μα-ἀ­στρα­πὴ ἦ­ταν πάν­τα μιὰ μορ­φὴ πει­ρα­μα­τι­σμοῦ, γε­μά­τη δυ­να­τό­τη­τες. Εἴ­χα­με στὰ χέ­ρια μας ἱ­στο­ρί­ες βα­σι­σμέ­νες σὲ μου­σι­κὲς ἢ μα­θη­μα­τι­κὲς φόρ­μες, ἕ­να μυ­θι­στό­ρη­μα σὲ μέ­γε­θος πα­ρα­γρά­φου, μιὰ ἐ­πι­στη­μο­νι­κὴ ἀ­να­φο­ρὰ γιὰ ἡ­φαι­στεια­κὲς πυ­γο­λαμ­πί­δες ποὺ πολ­λα­πλα­σι­ά­ζον­ται σὲ νυ­χτε­ρι­νὰ κλάμπ. Ἤ­μα­σταν ἀ­νοι­χτοὶ σὲ ὁ­τι­δή­πο­τε, συμ­πε­ρι­λαμ­βα­νο­μέ­νων ἱ­στο­ρι­ῶν ἀ­πὸ τοὺς Ἀ­βο­ρί­γι­νες τῆς Αὐ­στρα­λί­ας (ἦ­ταν ἀρ­κε­τὰ μι­κρές, ἀλ­λὰ ἔ­μοια­ζαν γραμ­μέ­νες γιὰ νὰ ψέλ­νον­ται – ἦ­ταν δι­η­γή­μα­τα-ἀ­στρα­πὴ ὅ­μως;) καὶ ἀρ­χαί­ων τε­λε­τουρ­γι­κῶν τῶν Μά­για (του­λά­χι­στον οἱ με­τα­φρά­σεις ἦ­ταν και­νού­ρι­ες). Καὶ οἱ πή­λι­νες πλα­κέ­τες ἀ­πὸ τὴ Σου­με­ρί­α, ποὺ ἔ­βρι­θαν γέ­λιου καὶ ζή­λειας καὶ ποί­η­σης τῆς οἰ­κο­γε­νεια­κῆς ζω­ῆς; Ἴ­σως κά­ποι­ο δι­α­δι­κτυα­κὸ πε­ρι­ο­δι­κὸ νὰ τὰ δε­χό­ταν ὡς δι­η­γή­μα­τα-ἀ­στρα­πὴ σή­με­ρα. Γιὰ ἐ­μᾶς δὲν ἦ­ταν ὅ­μως, ἀλ­λὰ μᾶς θύ­μι­σαν πὼς τὸ δι­ή­γη­μα-ἀ­στρα­πὴ δὲν γεν­νή­θη­κε στὸ δι­α­δί­κτυο.

       Ὡ­στό­σο, δὲν μπο­ροῦ­με νὰ ἀρ­νη­θοῦ­με πὼς τὸ δι­ή­γη­μα-ἀ­στρα­πὴ ἔ­χει ἀν­θί­σει πο­λὺ πιὸ γρή­γο­ρα καὶ εὐ­ρέ­ως καὶ ἔ­χει γί­νει κομ­μά­τι τοῦ σύγ­χρο­νου κό­σμου μέ­σῳ τοῦ δι­α­δι­κτύ­ου. Ὅ­πως ἔ­χει ἐ­πι­ση­μά­νει ὁ ἐ­πι­με­λη­τὴς μιᾶς κι­νε­ζι­κῆς ἀν­θο­λο­γί­ας τέ­τοι­ων δι­η­γη­μά­των, τὰ δι­η­γή­μα­τα-ἀ­στρα­πὴ «ὑ­πάρ­χουν ἀ­νε­ξαρ­τή­τως συ­σκευ­ῆς καὶ εἶ­ναι συμ­βα­τὰ μὲ τὴ ση­με­ρι­νὴ τε­χνο­λο­γί­α» καὶ «ἀ­πο­λαμ­βά­νουν μιὰ ἐ­λευ­θε­ρί­α ἀ­πὸ τὴ λο­γο­κρι­σί­α ποὺ δὲν ἀ­παν­τᾶ­ται σὲ ἄλ­λα μέ­σα μα­ζι­κῆς ἐ­νη­μέ­ρω­σης». Πέ­ρα ἀ­πὸ τὶς Ἡ­νω­μέ­νες Πο­λι­τεῖ­ες, οἱ οἰ­κο­γε­νεια­κὲς ἢ πα­ρα­δο­σια­κὲς ἱ­στο­ρί­ες τοῦ χω­ριοῦ ἴ­σως πε­ρι­λαμ­βά­νουν τὴν εὐ­ρύ­τε­ρη οἰ­κο­γέ­νεια καὶ νὰ εἶ­ναι πε­ρισ­σό­τε­ρο σα­τι­ρι­κές, ἐ­νῶ οἱ προ­σω­πι­κὲς ἱ­στο­ρί­ες βρί­σκον­ται πιὸ κον­τὰ στὴ φι­λο­σο­φί­α ἢ στὸν κό­σμο τῶν ἰ­δε­ῶν. Ὅ­σο γιὰ τὴν ἴ­δια τὴν ἰ­δέ­α τοῦ δι­η­γή­μα­τος-ἀ­στρα­πή, στὸν ὑ­πό­λοι­πο κό­σμο φαί­νον­ται νὰ ἐν­δι­α­φέ­ρον­ται πε­ρισ­σό­τε­ρο γιὰ τὴ φύ­ση, τὸν σκο­πὸ καὶ τὸ νό­η­μά τους, ἐ­νῶ στὶς Ἡ­νω­μέ­νες Πο­λι­τεῖ­ες ἐ­πι­κεν­τρώ­νον­ται στὸ δη­μι­ουρ­γι­κὸ καὶ πρα­κτι­κὸ κομ­μά­τι, δη­λα­δὴ πῶς γρά­φον­ται.

       Για­τί, ὅ­μως, νὰ μι­λᾶ­με γιὰ δι­η­γή­μα­τα-ἀ­στρα­πή; Γιὰ τὸν ἴ­διο λό­γο ποὺ μι­λᾶ­με γιὰ κά­θε μορ­φὴ τέ­χνης —γιὰ νὰ ἀ­πο­λαύ­σου­με, νὰ μοι­ρα­στοῦ­με, νὰ κα­τα­νο­ή­σου­με τοὺς ἑ­αυ­τοὺς καὶ τὴν κουλ­τού­ρα μας— κι ἐ­πει­δὴ οἱ ἰ­δέ­ες ἔ­χουν δύ­να­μη. Ἀρ­χί­σα­με νὰ ρω­τᾶ­με συγ­γρα­φεῖς καὶ με­τα­φρα­στὲς γιὰ τὴν ἀ­γα­πη­μέ­νη τους φρά­ση σχε­τι­κὰ μὲ τὸ δι­ή­γη­μα-ἀ­στρα­πὴ καὶ λά­βα­με ἀ­παν­τή­σεις ἀ­π’ ὅ­λο τὸν κό­σμο. Πολ­λοὶ μᾶς ἔ­στει­λαν χω­ρί­α Ἀ­με­ρι­κα­νῶν συγ­γρα­φέ­ων καὶ στο­χα­στῶν – ἐ­νῶ δι­ά­βα­ζαν καὶ ἐ­μᾶς. Στὴν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, ἔ­χει ξε­κι­νή­σει μιὰ παγ­κό­σμια συ­ζή­τη­ση σχε­τι­κὰ μὲ τὰ δι­η­γή­μα­τα-ἀ­στρα­πή. Θὰ βρεῖ­τε ἕ­να μέ­ρος στὸ τέ­λος αὐ­τῆς τῆς ἀν­θο­λο­γί­ας ὑ­πὸ τὸν τί­τλο «Θε­ω­ρί­α Δι­η­γη­μά­των-Ἀ­στρα­πή» – με­γά­λες ἰ­δέ­ες σὲ μι­κρο­σκο­πι­κοὺς χώ­ρους, ἀ­κό­μα καὶ σὲ μέ­γε­θος μιᾶς σει­ρᾶς (εἴ­τε μὲ βα­θυ­στό­χα­στες, προ­κλη­τι­κές, χι­ου­μο­ρι­στι­κές, ἢ στὶς κα­λύ­τε­ρες πε­ρι­πτώ­σεις… ἰ­ρι­δί­ζου­σες).


Bonsai-03c-GiaIstologio-04


Πη­γή: Ἀ­πὸ τὸ Flash Fiction International, ἐ­πιμ. Ja­mes Tho­mas, Ro­bert Sha­pard καὶ Chri­sto­pher Mer­rill, W.W. Norton & Company, Νέ­α Ὑ­όρ­κη, Λον­δί­νο, 2015, σσ. 21-23. Πρώ­­τη δη­μο­σί­ευ­ση τῆς με­τά­φρα­σης στὸ Ἡ­ρὼ Νι­κο­πού­λου & Γιάν­νης Πα­τί­λης Ἱ­στο­ρί­ες Μπον­ζάι ’15. 61 Μι­κρὰ Δι­η­γή­μα­τα. Μιὰ ἀν­θο­λο­γία (ἐκδ. Γα­βρι­η­λί­δης, Ἀ­θή­να, 2015).

Τζέ­ιμς Τό­μας (Ja­mes Tho­mas). Ἱ­δρυ­τὴς τῆς ἐ­πι­θε­ω­ρή­σε­ως Quarterly West τοῦ πα­νε­πι­στη­μί­ου τῆς Γι­ού­τα καὶ συγ­γρα­φέ­ας τῆς συλ­λο­γῆς ἱ­στο­ρι­ῶν Pictures, Moving. Δι­δά­σκει δη­μι­ουρ­γι­κὴ γρα­φὴ (πε­ζο­γρα­φί­α) στὸ πα­νε­πι­στή­μιο τῆς Γι­ού­τα τῶν ΗΠΑ. Μὲ τὸν Robert Shapard ἐ­πι­με­λή­θη­καν σει­ρὰ ἀν­θο­λο­γι­ῶν μι­κροῦ δι­η­γή­μα­τος (Flash καὶ Sudden Fiction).

Ρόμ­περτ Σά­παρντ (Ro­bert Sha­pard). Δι­η­γη­μα­το­γρά­φος. Δι­ηύ­θυ­νε τὴν ἐ­πι­θε­ώ­ρη­ση Western Humanities τοῦ πα­νε­πι­στη­μί­ου τῆς Γι­ού­τα. Δι­δά­σκει λο­γο­τε­χνί­α καὶ δη­μι­ουρ­γι­κὴ γρα­φὴ (πε­ζο­γρα­φί­α) στὸ πα­νε­πι­στή­μιο τῆς Χα­βά­ης. Μὲ τὸν James Thomas ἐ­πι­με­λή­θη­καν σει­ρὰ ἀν­θο­λο­γι­ῶν μι­κροῦ δι­η­γή­μα­τος (Flash καὶ Sudden Fiction).

Κρί­στο­φερ Μέ­ριλ (Chri­sto­pher Mer­rill). Ποι­η­τής, δο­κι­μι­ο­γρά­φος, δη­μο­σι­ο­γρά­φος καὶ με­τα­φρα­στής. Δι­ευ­θύ­νει τὸ δι­ε­θνὲς πρό­γραμ­μα δη­μι­ουρ­γι­κῆς γρα­φῆς τοῦ πα­νε­πι­στη­μί­ου τῆς Ἀ­ϊ­ό­βα.

Με­τά­φρα­ση ἀπὸ τὰ ἀγγλικά:

Μα­νου­σά­κης, Βα­σί­λης (Ἀ­θή­να, 1972). Ποί­η­ση, δι­ή­γη­μα, με­τά­φρα­ση. Σπού­δα­σε Ἀγ­γλι­κὴ Φι­λο­λο­γία. Δι­δά­σκει με­τά­φρα­ση στην Ἑλ­λη­νο­α­με­ρι­κα­νι­κὴ Ἔ­νω­ση. Βι­βλί­α του: Μιᾶς στα­γό­νας χρό­νος (ποί­η­ση, 2009), Ἀν­θρώ­πων ὄ­νει­ρα (δι­η­γή­μα­τα, 2010), Εὔ­θραυ­στο ὅ­ριο (ποί­η­ση, 2014). Συμ­με­τεῖ­χε στὴν ἐ­πι­μέ­λεια τῶν τρι­ῶν ἀ­φι­ε­ρω­μά­των τοῦ πε­ρι­ο­δι­κοῦ Πλα­νό­διον γιὰ τὸ Ἑλ­λη­νι­κὸ καὶ το Ἀ­με­ρι­κα­νι­κὸ μι­κρο­δι­ή­γη­μα/μπον­ζά­ι.

J. Thomas & R. Shapard: [Τὰ ὑπερμικρὰ διηγήματα…]

 

 

Τζαίημς Τόμας (James Thomas) & Ρόμπερτ Σάπαρντ (Robert Sha­pard)

  

[Τὰ ὑ­περ­μι­κρὰ δι­η­γή­μα­τα βρί­σκον­ται παν­τοῦ τώ­ρα…]

 

ΤΑ ΥΠΕΡΜΙΚΡΑ δι­η­γή­μα­τα βρί­σκον­ται παν­τοῦ τώ­ρα – στὸ ρα­δι­ό­φω­νο, στὰ πε­ρι­ο­δι­κά, στὸ Δι­α­δί­κτυ­ο. Ὅ­ταν ξε­κι­νή­σα­με τὴν ἔ­ρευ­να γιὰ αὐ­τὸ τὸ βι­βλί­ο, ἀ­πο­φα­σι­σμέ­νοι νὰ σᾶς χα­ρί­σου­με τὰ κα­λύ­τε­ρα ὑ­περ­μι­κρὰ δι­η­γή­μα­τα ἀ­πὸ τὴν Ἀ­με­ρι­κὴ τοῦ εἰ­κο­στοῦ πρώ­του αἰ­ώ­να, γε­μί­σα­με χα­ρὰ βλέ­πον­τας τὴν αὔ­ξη­ση τοῦ ἐν­δι­α­φέ­ρον­τος ἀ­πὸ τοὺς συγ­γρα­φεῖς, τοὺς ἀ­να­γνῶ­στες, τοὺς φοι­τη­τὲς καὶ τοὺς κα­θη­γη­τὲς με­τὰ τὴν ἔκ­δο­ση τοῦ βι­βλί­ου Flash Fi­ction πρὶν ἀ­πὸ μιὰ δε­κα­ε­τί­α πε­ρί­που. Ἐν­τυ­πω­σι­α­στή­κα­με ὅ­ταν εἴ­δα­με σε­λί­δες ἐ­πὶ σε­λί­δων κα­τα­χω­ρη­μέ­νων στὴ μη­χα­νὴ ἀ­να­ζή­τη­σης G­o­o­g­le μὲ ἀν­τα­γω­νι­στι­κὲς ἀ­πο­δό­σεις τοῦ ὅ­ρου «f­l­a­sh», δι­α­γω­νι­σμούς, ἐρ­γα­στή­ρια καὶ συ­νέ­δρια. Ἦ­ταν τό­σο ποι­κί­λες οἱ ἀ­πό­ψεις ποὺ ἀρ­χί­σα­με νὰ ἀ­να­ρω­τι­ό­μα­στε πά­λι: Τί ἀ­κρι­βῶς εἶ­ναι τὸ ὑ­περ­μι­κρὸ δι­ή­γη­μα;

       Τὸ συμ­πέ­ρα­σμά μας, στὴν πρώ­τη ἀν­θο­λο­γί­α μὲ τίτ­λο Flash Fi­ction, ἦ­ταν πὼς ἁ­πλῶς ἐ­πρό­κει­το γιὰ πο­λὺ μι­κρὲς ἱ­στο­ρί­ες. Δε­δο­μέ­νου ὅ­τι μέ­ρος τῆς πλο­κῆς τους ἔ­μοια­ζε νὰ ὑ­πο­νο­εῖ­ται κα­τὰ κύ­ριο λό­γο. Ὅ,τι κι ἂν συ­νέ­βαι­νε —εἴ­τε δη­μι­ουρ­γοῦ­σαν μιὰ δι­ά­θε­ση εἴ­τε προ­κα­λοῦ­σαν τὴ λο­γι­κή, μᾶς εἰ­σή­γα­γαν ἀν­θρώ­πους τοὺς ὁ­ποί­ους ἐν­δι­α­φε­ρό­μα­σταν νὰ συ­ναν­τή­σου­με ἢ πε­ρι­έ­γρα­φαν γιὰ μᾶς κά­ποι­α ἀ­συ­νή­θι­στα, ἀλ­λὰ κα­τα­νο­η­τὰ φαι­νό­με­να— ἡ ἐ­πι­τυ­χί­α τους ἐ­ξαρ­τι­ό­ταν πε­ρισ­σό­τε­ρο ὄ­χι ἀ­πὸ τὴν ἔ­κτα­σή τους, ἀλ­λὰ ἀ­πὸ τὸ βά­θος, τὴν κα­θα­ρό­τη­τα τῆς ὀ­πτι­κῆς τους καὶ τὴ ση­μα­σί­α ποὺ τοὺς προ­σέ­δι­δαν οἱ ἀ­να­γνῶ­στες. Αὐ­τὸ ἦ­ταν ὅ,τι χρει­α­ζό­ταν νὰ ξέ­ρου­με. Ὡς ἐ­πι­με­λη­τὲς τῆς ἀν­θο­λο­γί­ας ἤ­μα­σταν ἀ­νοι­χτοὶ σὲ ὁ­τι­δή­πο­τε. Ὡ­στό­σο, αὐ­τὴ τὴ φο­ρὰ εἴ­χα­με καὶ δι­ά­φο­ρους ἀ­να­γνῶ­στες ἀ­πὸ ὅ­λη τὴ χώ­ρα ποὺ μᾶς βο­η­θοῦ­σαν καὶ πι­στεύ­α­με πὼς θέ­λα­με ἀ­κό­μα πε­ρισ­σό­τε­ρους —ἕ­να κλει­δί, κά­ποι­ο ζω­τι­κὸ στοι­χεῖ­ο σχε­τι­κὰ μὲ τὸ δι­ή­γη­μα-ἀ­στρα­πή— ὥ­στε νὰ τοὺς κα­θο­δη­γοῦ­με.

      Πρῶ­τα ἀ­σχο­λη­θή­κα­με μὲ τὴν ἔ­κτα­ση. Τὸ ἐ­λά­χι­στο ὅ­ριο λέ­ξε­ων ποὺ εἴ­χα­με θέ­σει πρὶν ἀ­πὸ μία δε­κα­ε­τί­α ἔ­μοια­ζε κα­τάλ­λη­λο. Ἐ­πει­δὴ δὲν θέ­λα­με νὰ φα­νοῦ­με πο­λὺ πε­ρι­ο­ρι­στι­κοί, βα­σί­σα­με τὴν ἔ­κτα­ση σὲ μιὰ ἐ­ρώ­τη­ση: Πό­σο σύν­το­μη μπο­ρεῖ νὰ εἶ­ναι μιὰ ἱ­στο­ρί­α, ἀλ­λὰ νὰ πα­ρα­μέ­νει ἱ­στο­ρί­α; Κά­ποι­οι θὰ ἔ­λε­γαν πὼς ἰ­δα­νι­κὰ θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ εἶ­ναι τό­σο σύν­το­μη ὅ­σο μιὰ πρό­τα­ση, ἀλ­λὰ συ­νει­δη­το­ποι­ή­σα­με στὴν πρά­ξη πὼς ὁ­τι­δή­πο­τε πιὸ μι­κρὸ ἀ­πὸ τὸ ἕ­να τρί­το τῆς σε­λί­δας εἶ­ναι πι­θα­νὸν νὰ ἀ­πο­τε­λεῖ μιὰ ἁ­πλὴ πε­ρί­λη­ψη, ἢ ἀ­κό­μα καὶ ἀ­νέκ­δο­το. (Στὸ βι­βλί­ο του C­r­e­a­t­i­ve N­o­n­f­i­c­t­i­on ὁ Φί­λιπ Τζέ­ραρντ, μι­λών­τας στοὺς μα­θη­τές του σχε­τι­κὰ μὲ κά­θε εἴ­δους συγ­γρα­φι­κὴ προ­σπά­θεια το­νί­ζει πὼς κά­θε σπου­δαῖ­ο βι­βλί­ο μπο­ρεῖ νὰ πε­ρι­γρα­φεῖ μὲ μιὰ σύν­το­μη πρό­τα­ση· ἐ­κεῖ­νοι θε­ω­ροῦν τὴ δι­α­τύ­πω­σή του αὐ­τὴ γε­λοί­α καὶ τὸν προ­κα­λοῦν μὲ τὴν ἑ­ξῆς ἐ­ρώ­τη­ση: «Καὶ τί ἔ­χε­τε νὰ πεῖ­τε γιὰ τὴν Ὀ­δύσ­σεια;» Καὶ ἐ­κεῖ­νος ἀ­παν­τᾶ: «Ἕ­νας τύ­πος ποὺ γυ­ρί­ζει σπί­τι ἀ­πὸ τὴ δου­λειά».) Ὡς μέ­γι­στο ὅ­ριο λέ­ξε­ων δι­α­τη­ρή­σα­με τὶς ἀρ­χι­κὲς 750 λέ­ξεις (ὅ­πως τὸ κλα­σι­κὸ πιὰ δι­ή­γη­μα τοῦ Χέ­μιν­γου­ε­ϊ, «Ἕ­να Πο­λὺ Σύν­το­μο Δι­ή­γη­μα»­), κά­τι ποὺ εἶ­χε καὶ πρα­κτι­κὴ βά­ση – γιὰ νὰ τε­λει­ώ­σει κά­ποι­ος τὴν ἀ­νά­γνω­ση ἑ­νὸς ὑ­περ­μι­κροῦ δι­η­γή­μα­τος δὲν θὰ ἔ­πρε­πε νὰ εἶ­ναι ἀ­ναγ­κα­σμέ­νος νὰ γυ­ρί­σει τὴ σε­λί­δα πά­νω ἀ­πὸ μιὰ φο­ρά. Σή­με­ρα ὅ­μως αὐ­τὸ μπο­ρεῖ νὰ ἀ­πο­δει­χθεῖ προ­βλη­μα­τι­κό. Τί γί­νε­ται μὲ τὸ ρα­δι­ό­φω­νο; Καὶ μὲ τὰ ἠ­λε­κτρο­νι­κὰ πε­ρι­ο­δι­κὰ ποὺ οἱ σε­λί­δες μπο­ροῦν νὰ κυ­λή­σουν ὄ­χι μό­νο κά­θε­τα, ἀλ­λὰ καὶ ὁ­ρι­ζόν­τια; Εὐ­τυ­χῶς γιὰ ἐ­μᾶς, με­ρι­κοὶ ἀ­πὸ τοὺς κα­λύ­τε­ρους συγ­γρα­φεῖς τῆς Ἀ­με­ρι­κῆς εἶ­χαν νὰ δη­λώ­σουν κά­τι, ὄ­χι σχε­τι­κὰ μὲ τὴν ἔ­κτα­ση ἀλ­λὰ σχε­τι­κὰ μὲ τὴ φύ­ση τῆς πο­λὺ σύν­το­μης ἀ­φή­γη­σης.

      Ὁ Ρί­τσαρτ Μπά­ους, πο­λὺ γνω­στὸς γιὰ τὶς με­γα­λύ­τε­ρης ἔ­κτα­σης ἱ­στο­ρί­ες του, πρό­σθε­σε μιὰ ἄλ­λη δι­ά­στα­ση ἀ­φό­του ἀ­πο­δέ­χτη­κε τὴν πρό­κλη­ση ἀ­πὸ τὸ πε­ρι­ο­δι­κὸ F­i­ve P­o­i­n­ts νὰ γρά­ψει ἕ­να ὑ­περ­μι­κρὸ δι­ή­γη­μα (ποὺ βρί­σκε­ται στὴν ἀν­θο­λο­γί­α ποὺ κρα­τᾶ­τε στὰ χέ­ρια σας) καὶ ἀ­να­κά­λυ­ψε πὼς «ὅ­ταν μιὰ ἱ­στο­ρί­α εἶ­ναι τό­σο συμ­πυ­κνω­μέ­νη, ἡ οὐ­σί­α της τεί­νει νὰ παίρ­νει με­γα­λύ­τε­ρες δι­α­στά­σεις· δη­λα­δὴ γιὰ νὰ λει­τουρ­γή­σει μιὰ τέ­τοι­α ἱ­στο­ρί­α σὲ τό­σο λί­γο χῶ­ρο τὸ πραγ­μα­τι­κὸ θέ­μα της πρέ­πει νὰ εἶ­ναι ἀ­να­λο­γι­κὰ με­γα­λύ­τε­ρο». Αὐ­τὸ ἔ­χει δύο ση­μαν­τι­κὲς προ­ε­κτά­σεις, πρῶ­τον ὅ­τι τὸ θέ­μα ἑ­νὸς ὑ­περ­μι­κροῦ δι­η­γή­μα­τος δὲν πρέ­πει νὰ εἶ­ναι πο­λὺ μι­κρό, ἢ ἀ­σή­μαν­το, ὅ­πως τὸ ἴ­διο ἰ­σχύ­ει καὶ σὲ ἕ­να ποί­η­μα, καὶ δεύ­τε­ρον ἡ οὐ­σί­α τῆς ἱ­στο­ρί­ας (συμ­πε­ρι­λαμ­βα­νο­μέ­νου καὶ τοῦ «πραγ­μα­τι­κοῦ θέ­μα­τός της») ὑ­πάρ­χει ὄ­χι μό­νο λό­γῳ τῆς πο­σό­τη­τας με­λά­νης στὴ σε­λί­δα —τῆς ἔ­κτα­σης— ἀλ­λὰ στὸ μυα­λὸ τοῦ συγ­γρα­φέ­α καὶ συ­νε­πῶς καὶ τοῦ ἀ­να­γνώ­στη. Ὁ Τσὰρλς Μπάξ­τερ υἱ­ο­θε­τεῖ αὐ­τὴ τὴν προ­σέγ­γι­ση ἀ­πὸ τὴ σκο­πιὰ τοῦ ἀ­να­γνώ­στη στὴν εἰ­σα­γω­γή του μὲ τίτ­λο S­u­d­d­en F­i­c­t­i­on I­n­t­e­r­n­a­t­i­o­n­al ὅ­ταν ἀν­τι­κρού­ει τὴ θε­ω­ρί­α ὅ­τι τὰ ὑ­περ­μι­κρὰ δι­η­γή­μα­τα ἔ­χουν γί­νει πο­λὺ δη­μο­φι­λῆ ἐ­πει­δὴ μᾶς ἔ­χει χα­ζέ­ψει ἡ τη­λε­ό­ρα­ση. Ἀν­τι­θέ­τως, λέ­ει, οἱ ἀ­να­γνῶ­στες ἐ­πε­ξερ­γά­ζον­ται τὶς πλη­ρο­φο­ρί­ες πο­λὺ πιὸ γρή­γο­ρα τώ­ρα (ἄλ­λω­στε ζοῦ­με στὴν Ἐ­πο­χὴ τῆς Πλη­ρο­φο­ρί­ας)· πολ­λοὶ ἔ­χουν ἀρ­χί­σει νὰ γί­νον­ται ἀ­νυ­πό­μο­νοι μὲ τὶς με­γα­λύ­τε­ρες ἀ­φη­γή­σεις, ἐ­πει­δὴ ἔ­χουν συ­νη­θί­σει νὰ γί­νον­ται ὅ­λα γρή­γο­ρα, σχε­δὸν μο­νο­μιᾶς. Τὸ ὑ­περ­μι­κρὸ δι­ή­γη­μα, μὲ ἄλ­λα λό­για, ἴ­σως σχε­τί­ζε­ται λι­γό­τε­ρο μὲ τὴν ἔ­κτα­σή του καὶ πε­ρισ­σό­τε­ρο μ’ ἐ­μᾶς. Ἡ Γκρέ­ις Πέ­ι­λι φαί­νε­ται νὰ συμ­φω­νεῖ μὲ τὰ πα­ρα­πά­νω, συν­δέ­ον­τας τοὺς ἀ­να­γνῶ­στες μὲ τὸ εἶ­δος ὅ­ταν λέ­ει: «Ἕ­να δι­ή­γη­μα βρί­σκε­ται πιὸ κον­τὰ στὸ ποί­η­μα πα­ρὰ σὲ ἕ­να μυ­θι­στό­ρη­μα (τὸ ἔ­χω πεῖ ἕ­να ἑ­κα­τομ­μύ­ριο φο­ρές) καὶ ὅ­ταν εἶ­ναι πά­ρα πο­λὺ σύν­το­μο —1,5, 2,5 σε­λί­δες— πρέ­πει νὰ δι­α­βά­ζε­ται σὰν ποί­η­μα. Δη­λα­δὴ ἀρ­γά. Οἱ ἀ­να­γνῶ­στες ποὺ τοὺς ἀ­ρέ­σει νὰ προ­σπερ­νοῦν πε­ρι­γρα­φὲς ἢ ἀ­φη­γή­σεις δὲν μπο­ροῦν νὰ τὸ κά­νουν σὲ μιὰ τρι­σέ­λι­δη ἱ­στο­ρί­α.»

      Αὐ­τὸ μᾶς θυ­μί­ζει ἕ­να πεί­ρα­μα τῆς ψυ­χο­λο­γί­ας στὸ ὁ­ποῖ­ο χρη­σι­μο­ποι­ή­θη­καν δι­α­φο­ρε­τι­κὰ εἴ­δη λο­γο­τε­χνί­ας γιὰ νὰ δο­κι­μα­στοῦν οἱ δι­α­φο­ρε­τι­κοὶ τρό­ποι ποὺ θυ­μό­μα­στε τὰ πράγ­μα­τα. Ἀ­να­κα­λύ­φθη­κε πὼς οἱ ἀ­να­γνῶ­στες ἔ­τει­ναν νὰ θυ­μοῦν­ται λό­για ἀ­πὸ τὰ ποι­ή­μα­τα, εἴ­τε ἐ­πρό­κει­το γιὰ με­ρι­κὲς φρά­σεις εἴ­τε γιὰ ὁ­λό­κλη­ρους στί­χους. Φυ­σι­κά, αὐ­τὸ δὲν ἴ­σχυ­ε στὴν πρό­ζα, κα­θὼς προ­σπα­θοῦ­σαν νὰ θυ­μοῦν­ται κά­θε λέ­ξη κά­θε σε­λί­δας – ἀλ­λὰ ἦ­ταν πά­ρα πολ­λές. Ἀν­τι­θέ­τως, οἱ ἀ­να­γνῶ­στες συγ­κρά­τη­σαν πά­ρα πολ­λὲς λε­πτο­μέ­ρει­ες κα­τα­φεύ­γον­τας σὲ τε­χνι­κὲς ὀρ­γά­νω­σης τῆς μνή­μης, ποὺ σ’ ἐ­μᾶς εἶ­ναι γνω­στὲς μὲ τὰ πα­ρα­δο­σια­κά τους ὀ­νό­μα­τα, ὅ­πως χα­ρα­κτῆ­ρες καὶ πλο­κή. Ἑ­πο­μέ­νως μπο­ροῦ­με νὰ ξε­χά­σου­με μιὰ ὁ­λό­κλη­ρη σε­λί­δα σὲ ἕ­να μυ­θι­στό­ρη­μα, ἀλ­λὰ προ­σεγ­γί­ζου­με τὸ ὑ­περ­μι­κρὸ δι­ή­γη­μα σὰν νὰ μπο­ρεῖ νὰ μᾶς μεί­νει ὁ­λό­κλη­ρο ἀ­ξέ­χα­στο.

      Αὐ­τὸ ἦ­ταν τὸ κλει­δὶ ποὺ ψά­χνα­με, ὥ­στε νὰ κα­θο­δη­γη­θοῦν ὅ­σοι μᾶς βο­η­θοῦ­σαν νὰ συγ­κεν­τρώ­σου­με δι­η­γή­μα­τα γιὰ τὸν πα­ρόν­τα τό­μο – ἕ­να ὑ­περ­μι­κρὸ δι­ή­γη­μα πρέ­πει νὰ μέ­νει ἀ­ξέ­χα­στο. Ὑ­πῆρ­χαν ἀ­σφα­λῶς καὶ ἄλ­λα κρι­τή­ρια – ἕ­να κα­λὸ τέ­τοι­ο δι­ή­γη­μα πρέ­πει νὰ συγ­κι­νεῖ τὸν ἀ­να­γνώ­στη ἢ νὰ τὸν ἐ­ρε­θί­ζει δι­α­νο­η­τι­κά, θὰ πρέ­πει νὰ εἶ­ναι κα­λο­γραμ­μέ­νο – καὶ τὸ σπου­δαῖ­ο ἦ­ταν πὼς ὅ­λοι εἶ­χαν τὴ δι­κή τους ἄ­πο­ψη γιὰ τὸ τί προ­κα­λοῦ­σε ψυ­χι­κὴ ἀ­νά­τα­ση, τί ἀ­η­δί­α, τί ἦ­ταν ὑ­περ­βο­λι­κὰ ἀ­στεῖ­ο καὶ τί πε­ρί­τε­χνα γραμ­μέ­νο.­.. ἐλ­πί­ζου­με οἱ ἀ­να­γνῶ­στες αὐ­τοῦ τοῦ βι­βλί­ου νὰ βροῦν με­ρι­κὲς ἀ­πὸ αὐ­τὲς τὶς ἱ­στο­ρί­ες ἀ­ξέ­χα­στες καὶ νὰ ἀν­τλή­σουν τὴν ἴ­δια εὐ­χα­ρί­στη­ση στὴν ἀ­να­κά­λυ­ψή τους ποὺ εἴ­χα­με ἐ­μεῖς ὅ­ταν φτι­ά­χνα­με τὸ βι­βλί­ο.

 

 

Πηγή: Τὸ πα­ρα­πά­νω κεί­με­νο ἀ­πο­τε­λεῖ τὸ Ση­μεί­ω­μα τοῦ Ἐ­πι­με­λη­τῆ στὸν τό­μο F­l­a­sh F­i­c­t­i­on F­o­r­w­a­rd, σὲ ἐ­πι­μέ­λεια Τζαίημς Τό­μας (J­a­m­es T­h­o­m­as) καὶ Ρόμ­περτ Σά­παρντ (Ro­b­e­rt S­h­a­p­a­rd). W­.W. Norton & Company, Νέα Ὑόρκη καὶ Λονδίνο, 2006.

         

R­o­b­e­rt S­h­a­p­a­rd. Δι­δά­σκει λο­γο­τε­χνί­α καὶ δη­μι­ουρ­γι­κὴ γρα­φή στὸ Πα­νε­πι­στή­μιο τῆς Χα­βά­ης. Συ­νεκ­δό­της μὲ τὸν J­a­m­es T­h­o­m­as τοῦ τό­μου F­l­a­sh F­i­c­t­i­on F­o­r­w­a­rd (2006).

 

J­a­m­es T­h­o­m­as. Δι­δά­σκει λο­γο­τε­χνί­α καὶ δη­μι­ουρ­γι­κὴ γρα­φή στὸ Γέ­λο­ου Σπρίν­γκς τοῦ  Ὀ­χά­ι­ο. Συ­νεκ­δό­της μὲ τὸν J­a­m­es T­h­o­m­as τοῦ τό­μου F­l­a­sh F­i­c­t­i­on F­o­r­w­a­rd (2006).

 

Με­τά­φρα­ση ἀ­πὸ τὰ ἀγ­γλι­κά:

Βα­σί­λης Μα­νου­σά­κης (Ἀ­θή­να, 1972). Ποι­η­τής, δι­η­γη­μα­το­γρά­φος, με­τα­φρα­στής. Σπού­δα­σε Ἀγ­γλι­κὴ Φι­λο­λο­γί­α. Δι­δά­σκει στὸ Πα­νε­πι­στή­μιο Πε­λο­πον­νή­σου στὴν Κα­λα­μά­τα.

 

 Βλ. ἀκόμη ἐδῶ , Ἡμερολόγιο Καταστρώματος (ἐγγραφὴ 06-04-2010).