Τζέιμς Στίλ (James Still): Ἡ μετακόμιση

 

Still,James-IMetakomisi-Eikona-02

 

Τζέ­ιμς Στὶλ (James Still)

 

Ἡ με­τα­κό­μι­ση

(The Moving)

 .

04-Sigma-Chronica_Polonorum_SΤΕΚΟΜΑΣΤΑΝ δί­πλα στὴ φορ­τω­μέ­νη ἅ­μα­ξα ἐ­νῶ ὁ πα­τέ­ρας κάρ­φω­νε τὰ πα­ρα­θυ­ρό­φυλ­λα καὶ ἔ­φτυ­νε μέ­σα στὶς κλει­δα­ρι­ὲς γιὰ νὰ τὶς κά­νει νὰ γυ­ρί­σουν. Πε­ρι­μέ­να­με, τὸ ἴ­διο ἀ­νυ­πό­μο­να μὲ τὴ φο­ρά­δα ποὺ ἦ­ταν ζε­μέ­νη στὴν ἅ­μα­ξα, ἀ­δη­μο­νών­τας νὰ ἀ­πο­μα­κρυν­θοῦ­με ἀ­πὸ τὰ ἐ­πί­μο­να βλέμ­μα­τα. Τὸ ὀ­ρυ­χεῖ­ο τοῦ Χάρ­ντστε­ϊ εἶ­χε κλεί­σει γιὰ πάν­τα καὶ δι­ά­φο­ροι ἀρ­γό­σχο­λοι ἄν­τρες εἶ­χαν μα­ζευ­τεῖ νὰ δοῦν ποὺ θὰ φεύ­γα­με. Κρέ­μον­ταν ἀ­πὸ τὸ φρά­κτη, στρι­μώ­χνον­ταν ἐ­κεῖ ποὺ οἱ μί­σχοι ἀ­πὸ τὶς ρε­τσι­νο­λα­δι­ὲς ἔ­πλε­καν γρο­θι­ὲς μὲ τὰ κα­φε­τιὰ φύλ­λα.

       Εἶ­δα τὰ ἀ­γό­ρια, μὲ τὶς τσέ­πες γε­μά­τες πέ­τρες, νὰ κοι­τά­ζουν κλε­φτὰ τὰ τζά­μια τῶν πα­ρα­θύ­ρων μας. Πε­ρι­ερ­γά­στη­κα τὰ πρό­σω­πά τους καὶ ἔ­νιω­σα νὰ γε­μί­ζω νο­σταλ­γί­α. Λα­χτα­ροῦ­σα μιὰ κου­βέν­τα, ἕ­ναν ἀ­πο­χαι­ρε­τι­σμό. Ὅ­μως, μό­νο ἕ­νας ἀ­γα­θού­λης λυ­πό­ταν ποὺ θά ’φευ­γα – ἕ­νας ἄν­τρας μὲ μυα­λὸ παι­διοῦ ποὺ τοῦ ἄ­ρε­σαν τὰ κορ­δό­νια καὶ τὰ τσιγ­κά­κια ἀ­πὸ τὰ πα­κέ­τα κα­πνοῦ, ἕ­να παι­δὶ μὲ με­γα­λί­στι­κα ροῦ­χα κα­τα­δι­κα­σμέ­νο νὰ λέ­ει πάν­τα τὰ πράγ­μα­τα ἀ­νά­πο­δα. Ὁ Χὶγκ Σό­μερς στε­κό­ταν μὲ τὰ μά­τια γουρ­λω­μέ­να καὶ οἱ ἄλ­λοι τὸν κο­ρό­ι­δευ­αν. Κά­ποι­ος γο­νά­τι­σε καὶ τοῦ ἔ­λυ­σε τὰ κορ­δό­νια τῶν πα­που­τσι­ῶν του.

      Ἂν καὶ εἶ­χαν βγεῖ καὶ γυ­ναῖ­κες καὶ πα­ρα­κο­λου­θοῦ­σαν ἀ­πὸ τὶς βε­ράν­τες τους, μό­νο μιὰ χή­ρα ἦρ­θε νὰ ἀ­πο­χαι­ρε­τί­σει τὴ μη­τέ­ρα. Ἡ Σού­λα Μπά­σαμ βά­δι­σε πρὸς τὸ μέ­ρος μας, ψη­λὴ σὰν κυ­πα­ρίσ­σι, μὲ ἕ­να κί­τρι­νο σφαι­ρι­κὸ μεν­τα­γιὸν κρε­μα­σμέ­νο ἀ­πὸ τὸ λαι­μό της νὰ κου­νι­έ­ται σὰν βα­ρί­δι ἀ­πὸ ἐκ­κρε­μές.

      Ὁ Λὸς Τρὰμπλ εἶ­πε μ’ ἕ­να πλα­τὺ χα­μό­γε­λο: «Ἂν εἶ­χα ἐ­γὼ γυ­ναί­κα στὸ μπό­ι της, θὰ τῆς κρέ­μα­γα κο­λο­κύ­θες, νὰ κά­νει τὴν τα­ΐ­στρα γιὰ τὰ που­λιά. Μὰ τὴν πί­στη μου, σοῦ λέ­ω.» Οἱ ἄλ­λοι γέ­λα­σαν πνι­χτά. Ὁ Λὸς ἔ­κα­νε πί­σω· ἤ­ξε­ρε ὅ­τι οἱ μῦς στὰ μπρά­τσα της δὲν εἶ­χαν νὰ ζη­λέ­ψουν τί­πο­τα ἀ­πὸ τοὺς μῦς τῶν ἀν­τρῶν.

      Ἡ Σού­λα ἦ­ταν τε­ρά­στια δί­πλα στὴ μη­τέ­ρα. Τὸ μεν­τα­γιὸν κρε­μό­ταν σὰν ἀλ­φά­δι. Ἡ μη­τέ­ρα ἴ­σα ποὺ ἔ­φτα­νε τὸ ἑ­νά­μι­σι μέ­τρο καὶ ἀ­ναγ­κα­ζό­ταν νὰ κοι­τά­ζει πρὸς τὰ πά­νω, σὰν νὰ κοί­τα­ζε στὸν οὐ­ρα­νό. Καὶ τὰ μά­τια της στά­θη­καν στὸ μεν­τα­γιόν, μιὰ καὶ ἡ ἴ­δια δὲν εἶ­χε πο­τέ της μεν­τα­γιόν, δα­χτυ­λί­δι ἢ καρ­φί­τσα. Ἡ Σού­λα μί­λη­σε φω­να­χτὰ στὴ μη­τέ­ρα, ρί­χνον­τας στοὺς ἄν­τρες πε­ρι­φρο­νη­τι­κὲς μα­τι­ές: «Πρέ­πει νὰ νι­ώ­θεις πε­ρή­φα­νη ποὺ ὁ ἄν­τρας σου δὲν θέ­λει νὰ μεί­νει νὰ σα­πί­σει στὸ Χάρ­ντστε­ϊ, νὰ κο­προ­σκυ­λιά­ζει ὁ­λη­με­ρίς. Σύν­το­μα ὅ­λοι θὰ πρέ­πει νὰ φύ­γουν. Ἢ αὐ­τὸ ἢ θὰ ψο­φή­σουν τῆς πεί­νας. Δὲν πρό­κει­ται ν’ ἀ­νοί­ξει ξα­νὰ τὸ ὀ­ρυ­χεῖ­ο. Πά­ει, τά ’­φα­γε τὰ ψω­μιά του.»

      Τὰ λό­για της φά­νη­κε νὰ ἀ­να­στα­τώ­νουν τοὺς ἄν­τρες. Ὁ Σὶλ Λά­βλοκ σή­κω­σε ψη­λὰ τὰ χέ­ρια του καὶ τὰ ἅ­πλω­σε ὅ­πως κά­νουν οἱ ἱ­ε­ρο­κή­ρυ­κες. «Δὲν πρό­κει­ται νὰ πᾶ­νε που­θε­νὰ αὐ­τοὶ οἱ ἄν­θρω­ποι», εἶ­πε. «Δὲν ὑ­πάρ­χουν κα­ταυ­λι­σμοὶ στὸν πο­τα­μὸ Κεν­τά­κι ποὺ νὰ ζη­τᾶ­νε ἐρ­γά­τες. Που­θε­νὰ δὲν ὑ­πάρ­χουν δου­λει­ές. Εἶ­ναι ἔγ­κλη­μα νὰ γυρ­νᾶς τοὺς δι­κούς σου ἐ­δῶ κι ἐ­κεῖ σὰν τοὺς γύ­φτους. Ὅ­σο ἔ­χεις μιὰ στέ­γη πά­νω ἀ­πὸ τὸ κε­φά­λι σου, ἐ­κεῖ εἶ­ναι καὶ τὸ σπί­τι σου, αὐ­τὸ λέ­ω ἐ­γώ.»

      Οἱ ἄν­τρες ἔ­βγα­λαν μουγ­κρη­τὰ ἐ­πι­δο­κι­μα­σί­ας καὶ κου­νοῦ­σαν τὸ κε­φά­λι τους, ἐ­νῶ τὰ παι­διὰ σή­κω­ναν τὶς τσέ­πες τους ποὺ ἦ­ταν γε­μά­τες πέ­τρες καὶ κον­το­σί­μω­ναν στὴν ἅ­μα­ξα. Ὁ Σέ­σι Γκοῦν­τλο ἅρ­πα­ξε τὸ κα­πέ­λο τοῦ Χὶγκ Σό­μερς καὶ τὸ φό­ρε­σε. Αὐ­τὸ στη­ρί­χτη­κε πά­νω στ’ ἀ­φτιά του. Τὰ ἀ­γό­ρια ἀ­κούμ­πα­γαν στὶς ρό­δες τῆς ἅ­μα­ξας, ἔ­πι­α­ναν τὰ χα­λι­νά­ρια τῆς φο­ρά­δας, σή­κω­ναν τὸ κα­πά­κι τοῦ κι­βώ­τιου μὲ τὰ ἐρ­γα­λεῖ­α γιὰ νὰ δοῦν τί ἔ­χει μέ­σα. Ὁ Σέ­σι σύρ­θη­κε κά­τω ἀ­πὸ τὸ ἁ­μά­ξι, ἀ­πὸ τὰ πί­σω πρὸς τὰ μπρός, καὶ κου­νοῦ­σε τὸν ζυ­γό. Πα­ρα­κο­λου­θοῦ­σα μὲ τὴν ἄ­κρη τοῦ μα­τιοῦ μου μή­πως κά­νει κα­μιὰ κα­σκα­ρί­κα.

      Ὁ πα­τέ­ρας ἦρ­θε στὴν αὐ­λὴ κρα­τών­τας τὸ κλει­δί – τὸ σπί­τι ἦ­ταν πιὰ κλει­στό, ἀ­πο­κλεί­ον­τας τὸ ἐν­δε­χό­με­νο νὰ ἐ­πι­στρέ­ψου­με. Κοί­τα­ξα τὸ ἄ­δει­ο κέ­λυ­φος ποὺ ἦ­ταν τὸ σπί­τι μας, κοί­τα­ξα με­τὰ τὴ χα­μέ­νη πό­λη, καὶ λα­χτα­ροῦ­σα νὰ μεί­νω στὸ μέ­ρος ὅ­που εἶ­χα γεν­νη­θεῖ, ἀ­νά­με­σα στοὺς ἀν­θρώ­πους ποὺ γνώ­ρι­ζα. Ὁ πα­τέ­ρας σή­κω­σε ψη­λά το κλει­δί, πε­ρα­σμέ­νο στὸ ἕ­να δά­χτυ­λο. «Θὰ ἤ­μουν ὑ­πό­χρε­ος», εἶ­πε, «ἂν κά­ποι­ος ἔ­δι­νε τὸ κλει­δὶ στὸν ἐ­πι­στά­τη».

      Ὁ Χὶγκ Σό­μερς πῆ­γε βα­ρι­ο­πα­τών­τας πρὸς τὸ μέ­ρος τοῦ πα­τέ­ρα, μὲ τὸ που­κά­μι­σο νὰ ἀ­νε­μί­ζει ἔ­ξω ἀ­πὸ τὸ παν­τε­λό­νι του. Κά­ποι­ος τὸ εἶ­χε τρα­βή­ξει καὶ τοῦ τό ’­χε βγά­λει. «Ἐ­γὼ θὰ τὸ φέ­ρω», φώ­να­ξε ὁ Χίγκ, καὶ σὰν μω­ρὸ ἅ­πλω­σε καὶ τὰ δυ­ὸ χέ­ρια νὰ πιά­σει τὸ κλει­δί.

      «Δὲν θέ­λω νὰ τὸ φέ­ρεις», εἶ­πε ὁ πα­τέ­ρας. Δὲν σκό­πευ­ε νὰ ἐμ­πι­στευ­τεῖ τὸ κλει­δὶ σὲ κά­ποι­ον ποὺ δὲν τὰ εἶ­χε τε­τρα­κό­σια. «Λά­θος κα­τά­λα­βες. Θέ­λω νὰ τὸ πά­ει κά­ποι­ος.»

      Ὁ Σὶλ Λά­βλοκ ἔ­κα­νε ἕ­να βῆ­μα μπρο­στά, ἀλ­λὰ δὲν προ­θυ­μο­ποι­ή­θη­κε νὰ πά­ει αὐ­τὸς τὸ κλει­δί. «Ἀ­κό­μα καὶ ἡ Βί­βλος λέ­ει νὰ μὴν πα­ρα­σύ­ρου­με τοὺς ἀ­θώ­ους», εἶ­πε σο­βα­ρά. «Μεῖ­νε ἐ­κεῖ ποὺ ἔ­χεις σα­νί­δια κά­τω ἀ­π’ τὰ πό­δια σου καὶ κε­ρα­μί­δια πά­νω ἀ­π’ τὸ κε­φά­λι σου.»

      Ὁ πα­τέ­ρας ἀ­πάν­τη­σε μὲ θυ­μό: «Θὰ ἔ­πρε­πε νὰ ὑ­πάρ­χει νό­μος ποὺ νὰ λέ­ει νὰ κοι­τᾶ­με τὴ δου­λειά μας. Προ­τι­μῶ νὰ πνι­γῶ στὸν ἱ­δρώ­τα ψά­χνον­τας νὰ βρῶ δου­λειὰ πα­ρὰ νὰ μὲ φά­ει τὸ σα­ρά­κι στὸ Χάρ­ντστε­ϊ.»

      Ὁ Λὸς Τρὰμπλ πλη­σί­α­σε τὸν πα­τέ­ρα, μὲ τὰ μά­τια του νὰ καῖ­νε καὶ τὶς γω­νι­ὲς τοῦ στό­μα­τός του νὰ συ­στρέ­φον­ται. Ἔ­γνε­ψε πρὸς τὸ μέ­ρος τῆς Σού­λα Μπά­σαμ. «Με­τὰ χα­ρᾶς νὰ πά­ω ἐ­γὼ τὸ κλει­δὶ ἂν πά­ρεις κι ἐ­σὺ μα­ζί σου τὴν ψη­λέγ­κω τὴ χή­ρα καὶ τὴν πᾶς κά­που νὰ βρεῖ ἄν­τρα. Ἀρ­κε­τὸ και­ρὸ φο­ρά­ει τὰ μαῦ­ρα.»

      Οἱ ἄλ­λοι βάλ­θη­καν νὰ γε­λοῦν, πνί­γον­ταν, ξε­φυ­σοῦ­σαν. Ἡ Σού­λα γύ­ρι­σε ἀ­πό­το­μα μὲ τὸ πρό­σω­πο νὰ τὸ φω­τί­ζει ὁ θυ­μός. «Ἂν εἶ­χα κα­τὰ νοῦ νὰ παν­τρευ­τῶ», εἶ­πε καὶ τὴν ἴ­δια στιγ­μὴ με­τά­νι­ω­νε γιὰ τὰ λό­για της, «σί­γου­ρα θὰ πή­γαι­να ἐ­κεῖ ποὺ θὰ ἔ­βρι­σκα κα­τάλ­λη­λο ἄν­τρα. Θὰ πή­γαι­να…»

      Ὁ Σὶλ Λά­βλοκ τὴ δι­έ­κο­ψε, ἀ­δι­α­φο­ρών­τας γιὰ τὰ λε­γό­με­νά της. Ρώ­τη­σε τὸν πα­τέ­ρα: «Τί θὰ τρῶ­τε γιὰ ψω­μὶ στὸ δρό­μο; Δὲν πέ­φτει πιὰ μάν­να ἀ­πὸ τὸν οὐ­ρα­νὸ στὶς μέ­ρες μας.»

      Ὁ πα­τέ­ρας χα­μο­γε­λοῦ­σε πα­ρα­τη­ρών­τας τὴ Σού­λα. Εἶ­δε ποὺ σφί­χτη­καν οἱ μῦς στὰ μπρά­τσα της καὶ ὁ Λὸς ὀ­πι­σθο­χώ­ρη­σε. Ὁ πα­τέ­ρας γύ­ρι­σε πρὸς τὸν Σὶλ καὶ τοῦ εἶ­πε κα­λο­δι­ά­θε­τα: «Μὰ τὸ πρω­ὶ ὑ­πάρ­χει τὸ δρο­σό­με­λι στὰ φύλ­λα. Μπο­ροῦ­με νὰ ξυ­πνοῦ­με νω­ρὶς καὶ νὰ τρῶ­με αὐ­τό.»

      «Ἄ­σ’ τους νὰ πᾶν στὸ δι­ά­ο­λο», εἶ­πε ἡ μη­τέ­ρα γιὰ νὰ ἠ­ρε­μή­σει τὴ Σού­λα. «Οἱ ἄν­τρες δὲν ἔ­χουν θε­ό. Ἄ­σ’ τους νὰ βουρ­λί­ζον­ται.» Πε­ρι­ερ­γα­ζό­ταν τὸ μεν­τα­γιόν, τὸ με­λε­τοῦ­σε γιὰ νὰ τὸ ἀ­πο­μνη­μο­νεύ­σει, νὰ πά­ρει μα­ζί της τὴ θύ­μη­σή του. Σκέ­φτη­κα τῆς μη­τέ­ρας τὰ ἀ­τρύ­πη­τα ἀ­φτιὰ ἀ­π’ ὅ­που πο­τὲ δὲν εἶ­χε κρε­μά­σει σκου­λα­ρί­κια, τὰ τα­λαι­πω­ρη­μέ­να της δά­χτυ­λα ποὺ δὲν τὰ εἶ­χε τυ­λί­ξει χρυ­σά­φι, τὸν ἀ­στό­λι­στο μποῦ­στο της ποὺ οὔ­τε μιὰ καρ­φί­τσα δὲν εἶ­χε φι­λο­ξε­νή­σει. Κοί­τα­ζε τὸ μεν­τα­γιὸν ὄ­χι μὲ ἐ­πι­θυ­μί­α ἀλ­λὰ μὲ ἀ­πο­ρί­α.

      «Θὰ τὸ πά­ρω ἐ­γὼ τὸ κλει­δί», εἶ­πε ἡ Σού­λα, «ἀ­φοῦ δὲν εἶ­ναι ἄλ­λος πρό­θυ­μος νὰ κά­νει τὸν κα­λὸ γεί­το­να».

      Ὁ Λὸς ἄ­νοι­ξε τὰ χέ­ρια του, μὲ τὸ πρό­σω­πο σο­βα­ρε­μέ­νο, σὰν τοῦ Σὶλ Λά­βλοκ, κο­ρο­ϊ­δεύ­ον­τας. Μὲ τὸ ἕ­να χέ­ρι ἔ­δει­ξε τὴ Σού­λα, μὲ τὸ ἄλ­λο ἀ­πευ­θύν­θη­κε στὸ πλῆ­θος. «Πάν­τα συμ­πο­νοῦ­σα τὶς χῆ­ρες», εἶ­πε. Σή­κω­σε τὸ βλέμ­μα του στὸ ὕ­ψος τῆς Σού­λα. «Ἀ­νά­με­σα σὲ μᾶς ποὺ μα­ζευ­τή­κα­με ἐ­δῶ πρέ­πει νὰ ὑ­πάρ­χει ἕ­νας ἐ­λεύ­θε­ρος ἄν­τρας ποὺ νὰ θέ­λει νὰ παν­τρευ­τεῖ τὴν Τε­τρά­ψη­λη Γυ­ναί­κα.»

      Τὸ στό­μα τῆς Σού­λα σκλή­ρυ­νε. «Νὰ μοῦ λεί­πει ὁ οἶ­κτος σου», τοῦ φώ­να­ξε. Ἔ­κα­νε ἕ­να βῆ­μα πρὸς τὸ μέ­ρος του μὲ τὰ νεῦ­ρα τῶν χε­ρι­ῶν της νὰ τεν­τώ­νουν. Ὅ­ταν ὁ Λὸς πι­σω­πά­τη­σε, ἡ Σού­λα στρά­φη­κε πρὸς τὴ μη­τέ­ρα μου, ποὺ μό­λις εἶ­χε ἀ­νέ­βει πά­νω στὴν ἅ­μα­ξα. Τώ­ρα τὰ μά­τια τους ἦ­ταν στὸ ἴ­διο ὕ­ψος. «Ἐ­σὺ μὲ βο­ή­θη­σες ὅ­ταν πέ­θα­ναν οἱ δι­κοί μου», εἶ­πε ἡ Σού­λα. «Ἐ­σὺ μὲ πα­ρη­γό­ρη­σες ὅ­ταν ὁ ἄν­τρας μου κεί­τον­ταν στὸ φέ­ρε­τρό του. Δὲν τὰ ξε­χνῶ. Μα­κά­ρι νὰ εἶ­χα νὰ σοῦ δώ­σω κά­τι νὰ μὲ θυ­μᾶ­σαι, νὰ δεί­χνει ὅ­τι πάν­τα θὰ σὲ θυ­μᾶ­μαι.»

      «Θὰ εἶ­σαι στὴ σκέ­ψη μου», τὴ βε­βαί­ω­σε ἡ μη­τέ­ρα.

      «Θὰ εἶ­μαι πε­ρή­φα­νη γι’ αὐ­τό.»

      Ἤ­μα­σταν ἕ­τοι­μοι νὰ φύ­γου­με. «Ἀ­νέ­βα πά­νω, γι­ό­κα μου», μοῦ φώ­να­ξε ὁ πα­τέ­ρας. Πι­ά­στη­κα ἀ­πὸ τὴν πί­σω πόρ­τα καὶ σκαρ­φά­λω­σα στὴν κο­ρυ­φὴ τοῦ φορ­τί­ου. Πά­νω ἀ­πὸ τὰ κε­φά­λια τῶν ἀν­τρῶν ἔ­βλε­πα ὁ­λό­κλη­ρο τὸν κα­ταυ­λι­σμό, μὲ τὰ πα­νο­μοι­ό­τυ­πα σπι­τά­κια στὸ ἴ­σω­μα, μὲ τὸν κα­πνὸ νὰ βγαί­νει ἀ­πὸ τοὺς σω­ροὺς τὰ σκου­πί­δια ποὺ ἔ­και­γαν. Στὸ στῆ­θος μου ἔ­νι­ω­σα νὰ ἀ­να­βλύ­ζει ὁ πό­νος τοῦ ἀ­πο­χω­ρι­σμοῦ. Ὁ πα­τέ­ρας πλα­τά­γι­σε τὴ γλώσ­σα του καὶ ἡ φο­ρά­δα ξε­κί­νη­σε. Ξε­κί­νη­σε καὶ προ­χώ­ρη­σε μό­νη της, μα­κριὰ ἀ­πὸ τοὺς ρυ­μοὺς τῆς ἅ­μα­ξας. Οἱ ἁ­λυ­σί­δες τοῦ ζυ­γοῦ ἔ­φυ­γαν ἀ­πὸ τὴ θέ­ση τους καὶ οἱ ἄ­κρες των ρυ­μῶν ἀ­να­πή­δη­σαν στὸ ἔ­δα­φος.

      «Ἔι χό!» φώ­να­ξε ὁ πα­τέ­ρας καὶ πή­δη­ξε κά­τω. Πί­σω μας εἶ­χαν στή­σει πα­νη­γύ­ρι. Ὁ Σέ­σι Γκοῦν­τλο εἶ­χε κά­νει τὴν κα­σκα­ρί­κα του καὶ εἶ­χε ξε­ζέ­ψει τὴ φο­ρά­δα. Χα­μο­γε­λών­τας ὁ πα­τέ­ρας ἔ­ζε­ψε πά­λι τὸ ζῶ­ο —δὲν τὸν πεί­ρα­ζαν κα­θό­λου τὰ ἔ­ξυ­πνα πει­ράγ­μα­τα— καὶ ξα­να­νέ­βη­κε στὴν ἅ­μα­ξα.

      Ὁ Λὸς Τρὰμπλ ἔ­κα­νε χω­νὶ τὰ χέ­ρια του γιὰ νὰ φω­νά­ξει: «Ἂν δὲν πά­ρεις μα­ζί σου τὴ χή­ρα, θὰ πρέ­πει νὰ βροῦ­με κα­νέ­ναν χα­ζὸ νὰ τὴν παν­τρέ­ψου­με. Θὰ τὴν προ­ξε­νέ­ψου­με στὸν Χὶγκ Σό­μερς.»

      Ἀ­πο­μα­κρυ­νό­μα­σταν, μὲ τὶς ρό­δες χω­μέ­νες στὴν τρο­χιὰ πα­λι­ῶν αὐ­λα­κι­ῶν, μὲ τὸ φορ­τί­ο νὰ σεί­ε­ται πέ­ρα-δῶ­θε. Ξε­μα­κρύ­να­με μὲ τὴν τε­λευ­ταί­α ἀ­πει­λὴ τοῦ Σὶλ Λά­βλοκ νὰ ἀν­τη­χεῖ στ’ ἀ­φτιά μας: «Στὴν κό­λα­ση στρώ­νε­τε νὰ κοι­μη­θεῖ­τε!» εἶ­χε φω­νά­ξει. Καὶ τό­τε εἶ­δα τὸ χρυ­σὸ σφαι­ρι­κὸ μεν­τα­γιὸν νὰ κρέ­με­ται ἀ­πὸ τὸ λαι­μὸ τῆς μη­τέ­ρας καὶ νὰ πάλ­λε­ται στὸ στῆ­θος της σὰν καρ­διά.

      Κοί­τα­ξα πί­σω, εἶ­δα ποὺ ἄρ­χι­σαν νὰ πε­τᾶ­νε τὶς πρῶ­τες πέ­τρες, ἄ­κου­σά τα πα­ρά­θυ­ρά μας νὰ σπᾶ­νε. Κοί­τα­ξα πί­σω στὸν κα­ταυ­λι­σμό, σὰν νὰ κοί­τα­ζα τὸ πρό­σω­πο ἑ­νὸς νε­κροῦ. Εἶ­δα τὸ πλῆ­θος νὰ ὑ­πο­χω­ρεῖ μπρο­στὰ στὴ Σού­λα Μπά­σαμ, σκον­τά­φτον­τας ὁ ἕ­νας πά­νω στὸν ἄλ­λο. Εἶ­χε χτυ­πή­σει τὸν Λὸς Τρὰμπλ μὲ τὴ γρο­θιά της κι αὐ­τὸς εἶ­χε πέ­σει στὰ γό­να­τα καὶ φο­βό­ταν νὰ ξα­να­ση­κω­θεῖ. Ἀ­π’ ὅ­λους μό­νο ὁ Χὶγκ Σό­μερς μᾶς ἔ­βλε­πε ποὺ φεύ­γα­με. Στε­κό­ταν ἐ­κεῖ καὶ κρα­τοῦ­σε τὸ παν­τε­λό­νι του νὰ μὴν τοῦ πέ­σει, για­τί κά­ποι­ος τοῦ εἶ­χε κό­ψει τὶς τι­ράν­τες. Σή­κω­σε τὸ ἕ­να χέ­ρι ψη­λὰ καὶ μᾶς φώ­να­ξε: «Χαί­ρε­τε, χαί­ρε­τε!»

  .Bonsai-03c-GiaIstologio-04

 .

Πηγή: Ἀ­πὸ τὴ συλ­λο­γὴ δι­η­γη­μά­των Sha­pard, Ro­bert and Ja­mes Tho­mas, eds. Sud­den Fi­ction, A­me­ri­can Short-Short Sto­ri­es, Salt La­ke Ci­ty: Gibbs-Smith pu­bli­sher, 1986.

Τζέ­ιμς Στὶλ (James Still) (Κεν­τά­κι, 1906-2001). Ἔ­γρα­ψε πάμ­πολ­λα δι­η­γή­μα­τα, μυ­θι­στο­ρή­μα­τα, κα­θὼς καὶ βι­βλί­α γιὰ παι­διά, ἐ­νῶ δί­δα­ξε γιὰ δέ­κα χρό­νια στὸ Πα­νε­πι­στή­μιο τοῦ Μόρ­χεντ.

Με­τά­φρα­ση ἀ­πὸ τὰ ἀγ­γλικά:

Νί­κος Λίγ­γρης (Ἡ­ρά­κλει­ο Κρή­της, 1948). Λε­ξι­κο­γρά­φος, συγ­γρα­φέ­ας ἐκ­παι­δευ­τι­κῶν βι­βλί­ων καὶ με­τα­φρα­στής. Δί­δα­ξε ἀγ­γλι­κά, δού­λε­ψε στὴν ἑλ­λη­νι­κὴ ὑ­πη­ρε­σί­α τοῦ B­BC, ἔ­χει κά­νει ὅ­λα σχε­δὸν τὰ εἴ­δη τῆς με­τά­φρα­σης, καὶ τὰ τε­λευ­ταῖ­α χρό­νια βο­η­θᾶ με­τα­φρα­στὲς μέ­σῳ ἑ­νὸς με­τα­φρα­στι­κοῦ φό­ρουμ ποὺ ἔ­χει ἱ­δρύ­σει. Οἱ με­τα­φρά­σεις του ἔ­γι­ναν στὸ μο­νο­το­νι­κὸ καὶ πο­λυ­το­νί­στη­καν σύμ­φω­να μὲ τὶς ἀρ­χὲς τοῦ πε­ρι­ο­δι­κοῦ.