Τζέιμς Στὶλ (James Still)
Ἡ μετακόμιση
(The Moving)
.
ΤΕΚΟΜΑΣΤΑΝ δίπλα στὴ φορτωμένη ἅμαξα ἐνῶ ὁ πατέρας κάρφωνε τὰ παραθυρόφυλλα καὶ ἔφτυνε μέσα στὶς κλειδαριὲς γιὰ νὰ τὶς κάνει νὰ γυρίσουν. Περιμέναμε, τὸ ἴδιο ἀνυπόμονα μὲ τὴ φοράδα ποὺ ἦταν ζεμένη στὴν ἅμαξα, ἀδημονώντας νὰ ἀπομακρυνθοῦμε ἀπὸ τὰ ἐπίμονα βλέμματα. Τὸ ὀρυχεῖο τοῦ Χάρντστεϊ εἶχε κλείσει γιὰ πάντα καὶ διάφοροι ἀργόσχολοι ἄντρες εἶχαν μαζευτεῖ νὰ δοῦν ποὺ θὰ φεύγαμε. Κρέμονταν ἀπὸ τὸ φράκτη, στριμώχνονταν ἐκεῖ ποὺ οἱ μίσχοι ἀπὸ τὶς ρετσινολαδιὲς ἔπλεκαν γροθιὲς μὲ τὰ καφετιὰ φύλλα.
Εἶδα τὰ ἀγόρια, μὲ τὶς τσέπες γεμάτες πέτρες, νὰ κοιτάζουν κλεφτὰ τὰ τζάμια τῶν παραθύρων μας. Περιεργάστηκα τὰ πρόσωπά τους καὶ ἔνιωσα νὰ γεμίζω νοσταλγία. Λαχταροῦσα μιὰ κουβέντα, ἕναν ἀποχαιρετισμό. Ὅμως, μόνο ἕνας ἀγαθούλης λυπόταν ποὺ θά ’φευγα – ἕνας ἄντρας μὲ μυαλὸ παιδιοῦ ποὺ τοῦ ἄρεσαν τὰ κορδόνια καὶ τὰ τσιγκάκια ἀπὸ τὰ πακέτα καπνοῦ, ἕνα παιδὶ μὲ μεγαλίστικα ροῦχα καταδικασμένο νὰ λέει πάντα τὰ πράγματα ἀνάποδα. Ὁ Χὶγκ Σόμερς στεκόταν μὲ τὰ μάτια γουρλωμένα καὶ οἱ ἄλλοι τὸν κορόιδευαν. Κάποιος γονάτισε καὶ τοῦ ἔλυσε τὰ κορδόνια τῶν παπουτσιῶν του.
Ἂν καὶ εἶχαν βγεῖ καὶ γυναῖκες καὶ παρακολουθοῦσαν ἀπὸ τὶς βεράντες τους, μόνο μιὰ χήρα ἦρθε νὰ ἀποχαιρετίσει τὴ μητέρα. Ἡ Σούλα Μπάσαμ βάδισε πρὸς τὸ μέρος μας, ψηλὴ σὰν κυπαρίσσι, μὲ ἕνα κίτρινο σφαιρικὸ μενταγιὸν κρεμασμένο ἀπὸ τὸ λαιμό της νὰ κουνιέται σὰν βαρίδι ἀπὸ ἐκκρεμές.
Ὁ Λὸς Τρὰμπλ εἶπε μ’ ἕνα πλατὺ χαμόγελο: «Ἂν εἶχα ἐγὼ γυναίκα στὸ μπόι της, θὰ τῆς κρέμαγα κολοκύθες, νὰ κάνει τὴν ταΐστρα γιὰ τὰ πουλιά. Μὰ τὴν πίστη μου, σοῦ λέω.» Οἱ ἄλλοι γέλασαν πνιχτά. Ὁ Λὸς ἔκανε πίσω· ἤξερε ὅτι οἱ μῦς στὰ μπράτσα της δὲν εἶχαν νὰ ζηλέψουν τίποτα ἀπὸ τοὺς μῦς τῶν ἀντρῶν.
Ἡ Σούλα ἦταν τεράστια δίπλα στὴ μητέρα. Τὸ μενταγιὸν κρεμόταν σὰν ἀλφάδι. Ἡ μητέρα ἴσα ποὺ ἔφτανε τὸ ἑνάμισι μέτρο καὶ ἀναγκαζόταν νὰ κοιτάζει πρὸς τὰ πάνω, σὰν νὰ κοίταζε στὸν οὐρανό. Καὶ τὰ μάτια της στάθηκαν στὸ μενταγιόν, μιὰ καὶ ἡ ἴδια δὲν εἶχε ποτέ της μενταγιόν, δαχτυλίδι ἢ καρφίτσα. Ἡ Σούλα μίλησε φωναχτὰ στὴ μητέρα, ρίχνοντας στοὺς ἄντρες περιφρονητικὲς ματιές: «Πρέπει νὰ νιώθεις περήφανη ποὺ ὁ ἄντρας σου δὲν θέλει νὰ μείνει νὰ σαπίσει στὸ Χάρντστεϊ, νὰ κοπροσκυλιάζει ὁλημερίς. Σύντομα ὅλοι θὰ πρέπει νὰ φύγουν. Ἢ αὐτὸ ἢ θὰ ψοφήσουν τῆς πείνας. Δὲν πρόκειται ν’ ἀνοίξει ξανὰ τὸ ὀρυχεῖο. Πάει, τά ’φαγε τὰ ψωμιά του.»
Τὰ λόγια της φάνηκε νὰ ἀναστατώνουν τοὺς ἄντρες. Ὁ Σὶλ Λάβλοκ σήκωσε ψηλὰ τὰ χέρια του καὶ τὰ ἅπλωσε ὅπως κάνουν οἱ ἱεροκήρυκες. «Δὲν πρόκειται νὰ πᾶνε πουθενὰ αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι», εἶπε. «Δὲν ὑπάρχουν καταυλισμοὶ στὸν ποταμὸ Κεντάκι ποὺ νὰ ζητᾶνε ἐργάτες. Πουθενὰ δὲν ὑπάρχουν δουλειές. Εἶναι ἔγκλημα νὰ γυρνᾶς τοὺς δικούς σου ἐδῶ κι ἐκεῖ σὰν τοὺς γύφτους. Ὅσο ἔχεις μιὰ στέγη πάνω ἀπὸ τὸ κεφάλι σου, ἐκεῖ εἶναι καὶ τὸ σπίτι σου, αὐτὸ λέω ἐγώ.»
Οἱ ἄντρες ἔβγαλαν μουγκρητὰ ἐπιδοκιμασίας καὶ κουνοῦσαν τὸ κεφάλι τους, ἐνῶ τὰ παιδιὰ σήκωναν τὶς τσέπες τους ποὺ ἦταν γεμάτες πέτρες καὶ κοντοσίμωναν στὴν ἅμαξα. Ὁ Σέσι Γκοῦντλο ἅρπαξε τὸ καπέλο τοῦ Χὶγκ Σόμερς καὶ τὸ φόρεσε. Αὐτὸ στηρίχτηκε πάνω στ’ ἀφτιά του. Τὰ ἀγόρια ἀκούμπαγαν στὶς ρόδες τῆς ἅμαξας, ἔπιαναν τὰ χαλινάρια τῆς φοράδας, σήκωναν τὸ καπάκι τοῦ κιβώτιου μὲ τὰ ἐργαλεῖα γιὰ νὰ δοῦν τί ἔχει μέσα. Ὁ Σέσι σύρθηκε κάτω ἀπὸ τὸ ἁμάξι, ἀπὸ τὰ πίσω πρὸς τὰ μπρός, καὶ κουνοῦσε τὸν ζυγό. Παρακολουθοῦσα μὲ τὴν ἄκρη τοῦ ματιοῦ μου μήπως κάνει καμιὰ κασκαρίκα.
Ὁ πατέρας ἦρθε στὴν αὐλὴ κρατώντας τὸ κλειδί – τὸ σπίτι ἦταν πιὰ κλειστό, ἀποκλείοντας τὸ ἐνδεχόμενο νὰ ἐπιστρέψουμε. Κοίταξα τὸ ἄδειο κέλυφος ποὺ ἦταν τὸ σπίτι μας, κοίταξα μετὰ τὴ χαμένη πόλη, καὶ λαχταροῦσα νὰ μείνω στὸ μέρος ὅπου εἶχα γεννηθεῖ, ἀνάμεσα στοὺς ἀνθρώπους ποὺ γνώριζα. Ὁ πατέρας σήκωσε ψηλά το κλειδί, περασμένο στὸ ἕνα δάχτυλο. «Θὰ ἤμουν ὑπόχρεος», εἶπε, «ἂν κάποιος ἔδινε τὸ κλειδὶ στὸν ἐπιστάτη».
Ὁ Χὶγκ Σόμερς πῆγε βαριοπατώντας πρὸς τὸ μέρος τοῦ πατέρα, μὲ τὸ πουκάμισο νὰ ἀνεμίζει ἔξω ἀπὸ τὸ παντελόνι του. Κάποιος τὸ εἶχε τραβήξει καὶ τοῦ τό ’χε βγάλει. «Ἐγὼ θὰ τὸ φέρω», φώναξε ὁ Χίγκ, καὶ σὰν μωρὸ ἅπλωσε καὶ τὰ δυὸ χέρια νὰ πιάσει τὸ κλειδί.
«Δὲν θέλω νὰ τὸ φέρεις», εἶπε ὁ πατέρας. Δὲν σκόπευε νὰ ἐμπιστευτεῖ τὸ κλειδὶ σὲ κάποιον ποὺ δὲν τὰ εἶχε τετρακόσια. «Λάθος κατάλαβες. Θέλω νὰ τὸ πάει κάποιος.»
Ὁ Σὶλ Λάβλοκ ἔκανε ἕνα βῆμα μπροστά, ἀλλὰ δὲν προθυμοποιήθηκε νὰ πάει αὐτὸς τὸ κλειδί. «Ἀκόμα καὶ ἡ Βίβλος λέει νὰ μὴν παρασύρουμε τοὺς ἀθώους», εἶπε σοβαρά. «Μεῖνε ἐκεῖ ποὺ ἔχεις σανίδια κάτω ἀπ’ τὰ πόδια σου καὶ κεραμίδια πάνω ἀπ’ τὸ κεφάλι σου.»
Ὁ πατέρας ἀπάντησε μὲ θυμό: «Θὰ ἔπρεπε νὰ ὑπάρχει νόμος ποὺ νὰ λέει νὰ κοιτᾶμε τὴ δουλειά μας. Προτιμῶ νὰ πνιγῶ στὸν ἱδρώτα ψάχνοντας νὰ βρῶ δουλειὰ παρὰ νὰ μὲ φάει τὸ σαράκι στὸ Χάρντστεϊ.»
Ὁ Λὸς Τρὰμπλ πλησίασε τὸν πατέρα, μὲ τὰ μάτια του νὰ καῖνε καὶ τὶς γωνιὲς τοῦ στόματός του νὰ συστρέφονται. Ἔγνεψε πρὸς τὸ μέρος τῆς Σούλα Μπάσαμ. «Μετὰ χαρᾶς νὰ πάω ἐγὼ τὸ κλειδὶ ἂν πάρεις κι ἐσὺ μαζί σου τὴν ψηλέγκω τὴ χήρα καὶ τὴν πᾶς κάπου νὰ βρεῖ ἄντρα. Ἀρκετὸ καιρὸ φοράει τὰ μαῦρα.»
Οἱ ἄλλοι βάλθηκαν νὰ γελοῦν, πνίγονταν, ξεφυσοῦσαν. Ἡ Σούλα γύρισε ἀπότομα μὲ τὸ πρόσωπο νὰ τὸ φωτίζει ὁ θυμός. «Ἂν εἶχα κατὰ νοῦ νὰ παντρευτῶ», εἶπε καὶ τὴν ἴδια στιγμὴ μετάνιωνε γιὰ τὰ λόγια της, «σίγουρα θὰ πήγαινα ἐκεῖ ποὺ θὰ ἔβρισκα κατάλληλο ἄντρα. Θὰ πήγαινα…»
Ὁ Σὶλ Λάβλοκ τὴ διέκοψε, ἀδιαφορώντας γιὰ τὰ λεγόμενά της. Ρώτησε τὸν πατέρα: «Τί θὰ τρῶτε γιὰ ψωμὶ στὸ δρόμο; Δὲν πέφτει πιὰ μάννα ἀπὸ τὸν οὐρανὸ στὶς μέρες μας.»
Ὁ πατέρας χαμογελοῦσε παρατηρώντας τὴ Σούλα. Εἶδε ποὺ σφίχτηκαν οἱ μῦς στὰ μπράτσα της καὶ ὁ Λὸς ὀπισθοχώρησε. Ὁ πατέρας γύρισε πρὸς τὸν Σὶλ καὶ τοῦ εἶπε καλοδιάθετα: «Μὰ τὸ πρωὶ ὑπάρχει τὸ δροσόμελι στὰ φύλλα. Μποροῦμε νὰ ξυπνοῦμε νωρὶς καὶ νὰ τρῶμε αὐτό.»
«Ἄσ’ τους νὰ πᾶν στὸ διάολο», εἶπε ἡ μητέρα γιὰ νὰ ἠρεμήσει τὴ Σούλα. «Οἱ ἄντρες δὲν ἔχουν θεό. Ἄσ’ τους νὰ βουρλίζονται.» Περιεργαζόταν τὸ μενταγιόν, τὸ μελετοῦσε γιὰ νὰ τὸ ἀπομνημονεύσει, νὰ πάρει μαζί της τὴ θύμησή του. Σκέφτηκα τῆς μητέρας τὰ ἀτρύπητα ἀφτιὰ ἀπ’ ὅπου ποτὲ δὲν εἶχε κρεμάσει σκουλαρίκια, τὰ ταλαιπωρημένα της δάχτυλα ποὺ δὲν τὰ εἶχε τυλίξει χρυσάφι, τὸν ἀστόλιστο μποῦστο της ποὺ οὔτε μιὰ καρφίτσα δὲν εἶχε φιλοξενήσει. Κοίταζε τὸ μενταγιὸν ὄχι μὲ ἐπιθυμία ἀλλὰ μὲ ἀπορία.
«Θὰ τὸ πάρω ἐγὼ τὸ κλειδί», εἶπε ἡ Σούλα, «ἀφοῦ δὲν εἶναι ἄλλος πρόθυμος νὰ κάνει τὸν καλὸ γείτονα».
Ὁ Λὸς ἄνοιξε τὰ χέρια του, μὲ τὸ πρόσωπο σοβαρεμένο, σὰν τοῦ Σὶλ Λάβλοκ, κοροϊδεύοντας. Μὲ τὸ ἕνα χέρι ἔδειξε τὴ Σούλα, μὲ τὸ ἄλλο ἀπευθύνθηκε στὸ πλῆθος. «Πάντα συμπονοῦσα τὶς χῆρες», εἶπε. Σήκωσε τὸ βλέμμα του στὸ ὕψος τῆς Σούλα. «Ἀνάμεσα σὲ μᾶς ποὺ μαζευτήκαμε ἐδῶ πρέπει νὰ ὑπάρχει ἕνας ἐλεύθερος ἄντρας ποὺ νὰ θέλει νὰ παντρευτεῖ τὴν Τετράψηλη Γυναίκα.»
Τὸ στόμα τῆς Σούλα σκλήρυνε. «Νὰ μοῦ λείπει ὁ οἶκτος σου», τοῦ φώναξε. Ἔκανε ἕνα βῆμα πρὸς τὸ μέρος του μὲ τὰ νεῦρα τῶν χεριῶν της νὰ τεντώνουν. Ὅταν ὁ Λὸς πισωπάτησε, ἡ Σούλα στράφηκε πρὸς τὴ μητέρα μου, ποὺ μόλις εἶχε ἀνέβει πάνω στὴν ἅμαξα. Τώρα τὰ μάτια τους ἦταν στὸ ἴδιο ὕψος. «Ἐσὺ μὲ βοήθησες ὅταν πέθαναν οἱ δικοί μου», εἶπε ἡ Σούλα. «Ἐσὺ μὲ παρηγόρησες ὅταν ὁ ἄντρας μου κείτονταν στὸ φέρετρό του. Δὲν τὰ ξεχνῶ. Μακάρι νὰ εἶχα νὰ σοῦ δώσω κάτι νὰ μὲ θυμᾶσαι, νὰ δείχνει ὅτι πάντα θὰ σὲ θυμᾶμαι.»
«Θὰ εἶσαι στὴ σκέψη μου», τὴ βεβαίωσε ἡ μητέρα.
«Θὰ εἶμαι περήφανη γι’ αὐτό.»
Ἤμασταν ἕτοιμοι νὰ φύγουμε. «Ἀνέβα πάνω, γιόκα μου», μοῦ φώναξε ὁ πατέρας. Πιάστηκα ἀπὸ τὴν πίσω πόρτα καὶ σκαρφάλωσα στὴν κορυφὴ τοῦ φορτίου. Πάνω ἀπὸ τὰ κεφάλια τῶν ἀντρῶν ἔβλεπα ὁλόκληρο τὸν καταυλισμό, μὲ τὰ πανομοιότυπα σπιτάκια στὸ ἴσωμα, μὲ τὸν καπνὸ νὰ βγαίνει ἀπὸ τοὺς σωροὺς τὰ σκουπίδια ποὺ ἔκαιγαν. Στὸ στῆθος μου ἔνιωσα νὰ ἀναβλύζει ὁ πόνος τοῦ ἀποχωρισμοῦ. Ὁ πατέρας πλατάγισε τὴ γλώσσα του καὶ ἡ φοράδα ξεκίνησε. Ξεκίνησε καὶ προχώρησε μόνη της, μακριὰ ἀπὸ τοὺς ρυμοὺς τῆς ἅμαξας. Οἱ ἁλυσίδες τοῦ ζυγοῦ ἔφυγαν ἀπὸ τὴ θέση τους καὶ οἱ ἄκρες των ρυμῶν ἀναπήδησαν στὸ ἔδαφος.
«Ἔι χό!» φώναξε ὁ πατέρας καὶ πήδηξε κάτω. Πίσω μας εἶχαν στήσει πανηγύρι. Ὁ Σέσι Γκοῦντλο εἶχε κάνει τὴν κασκαρίκα του καὶ εἶχε ξεζέψει τὴ φοράδα. Χαμογελώντας ὁ πατέρας ἔζεψε πάλι τὸ ζῶο —δὲν τὸν πείραζαν καθόλου τὰ ἔξυπνα πειράγματα— καὶ ξανανέβηκε στὴν ἅμαξα.
Ὁ Λὸς Τρὰμπλ ἔκανε χωνὶ τὰ χέρια του γιὰ νὰ φωνάξει: «Ἂν δὲν πάρεις μαζί σου τὴ χήρα, θὰ πρέπει νὰ βροῦμε κανέναν χαζὸ νὰ τὴν παντρέψουμε. Θὰ τὴν προξενέψουμε στὸν Χὶγκ Σόμερς.»
Ἀπομακρυνόμασταν, μὲ τὶς ρόδες χωμένες στὴν τροχιὰ παλιῶν αὐλακιῶν, μὲ τὸ φορτίο νὰ σείεται πέρα-δῶθε. Ξεμακρύναμε μὲ τὴν τελευταία ἀπειλὴ τοῦ Σὶλ Λάβλοκ νὰ ἀντηχεῖ στ’ ἀφτιά μας: «Στὴν κόλαση στρώνετε νὰ κοιμηθεῖτε!» εἶχε φωνάξει. Καὶ τότε εἶδα τὸ χρυσὸ σφαιρικὸ μενταγιὸν νὰ κρέμεται ἀπὸ τὸ λαιμὸ τῆς μητέρας καὶ νὰ πάλλεται στὸ στῆθος της σὰν καρδιά.
Κοίταξα πίσω, εἶδα ποὺ ἄρχισαν νὰ πετᾶνε τὶς πρῶτες πέτρες, ἄκουσά τα παράθυρά μας νὰ σπᾶνε. Κοίταξα πίσω στὸν καταυλισμό, σὰν νὰ κοίταζα τὸ πρόσωπο ἑνὸς νεκροῦ. Εἶδα τὸ πλῆθος νὰ ὑποχωρεῖ μπροστὰ στὴ Σούλα Μπάσαμ, σκοντάφτοντας ὁ ἕνας πάνω στὸν ἄλλο. Εἶχε χτυπήσει τὸν Λὸς Τρὰμπλ μὲ τὴ γροθιά της κι αὐτὸς εἶχε πέσει στὰ γόνατα καὶ φοβόταν νὰ ξανασηκωθεῖ. Ἀπ’ ὅλους μόνο ὁ Χὶγκ Σόμερς μᾶς ἔβλεπε ποὺ φεύγαμε. Στεκόταν ἐκεῖ καὶ κρατοῦσε τὸ παντελόνι του νὰ μὴν τοῦ πέσει, γιατί κάποιος τοῦ εἶχε κόψει τὶς τιράντες. Σήκωσε τὸ ἕνα χέρι ψηλὰ καὶ μᾶς φώναξε: «Χαίρετε, χαίρετε!»
.
Πηγή: Ἀπὸ τὴ συλλογὴ διηγημάτων Shapard, Robert and James Thomas, eds. Sudden Fiction, American Short-Short Stories, Salt Lake City: Gibbs-Smith publisher, 1986.
Τζέιμς Στὶλ (James Still) (Κεντάκι, 1906-2001). Ἔγραψε πάμπολλα διηγήματα, μυθιστορήματα, καθὼς καὶ βιβλία γιὰ παιδιά, ἐνῶ δίδαξε γιὰ δέκα χρόνια στὸ Πανεπιστήμιο τοῦ Μόρχεντ.
Μετάφραση ἀπὸ τὰ ἀγγλικά:
Νίκος Λίγγρης (Ἡράκλειο Κρήτης, 1948). Λεξικογράφος, συγγραφέας ἐκπαιδευτικῶν βιβλίων καὶ μεταφραστής. Δίδαξε ἀγγλικά, δούλεψε στὴν ἑλληνικὴ ὑπηρεσία τοῦ BBC, ἔχει κάνει ὅλα σχεδὸν τὰ εἴδη τῆς μετάφρασης, καὶ τὰ τελευταῖα χρόνια βοηθᾶ μεταφραστὲς μέσῳ ἑνὸς μεταφραστικοῦ φόρουμ ποὺ ἔχει ἱδρύσει. Οἱ μεταφράσεις του ἔγιναν στὸ μονοτονικὸ καὶ πολυτονίστηκαν σύμφωνα μὲ τὶς ἀρχὲς τοῦ περιοδικοῦ.
Filed under: Αγγλικά,Αισθήματα-Πάθη,Λίγγρης Νίκος,Ρεαλισμός,Still James | Tagged: Αγγλόφωνο διήγημα,Νίκος Λίγγρης,James Still | Τὰ σχόλια στὸ Τζέιμς Στίλ (James Still): Ἡ μετακόμιση ἔχουν κλείσει