Τζ. Ντέιβιντ Στίβενς (J. David Stevens): Ὁ Θάνατος τοῦ Δι­η­γή­μα­τος

 

.

Stevens,J.David-OThanatosTouDiigimatos-Eikona-01

.

Τζ. Ντέ­ι­βιντ Στί­βενς (J. David Stevens)

 

Θάνατος τοῦ Διηγήματος

(The Death of the Short Story)

 

17-oΘΑΝΑΤΟΣ τοῦ Δι­η­γή­μα­τος μᾶς κα­τέ­λα­βε ἑ­ξα­πή­νης. Πα­ρα­κο­λου­θού­σα­με τό­σο στε­νὰ τὴν Ποί­η­ση ποὺ πα­ρα­βλέ­ψα­με τὰ προ­ει­δο­ποι­η­τι­κὰ ση­μά­δια. Τὴ μιὰ μέ­ρα τὸ Δι­ή­γη­μα ἦ­ταν ἐ­δῶ, ἔ­βλε­πε πο­δό­σφαι­ρο, πή­γαι­νε σὲ μπὰρ ἐρ­γέ­νη­δων, ἔ­φτια­χνε τάρ­τες. Τὴν ἄλ­λη μέ­ρα —ΠΑΦ!— δι­α­βά­σα­με γιὰ τὴν ἀ­πώ­λειά του στοὺς T­i­m­es, καὶ πα­ρα­τή­σα­με σύ­ξυ­λα τὰ ψω­μά­κια μας κι ἀ­φή­σα­με τοὺς κα­φέ­δες μὲ τὸ γά­λα νὰ σχη­μα­τί­ζουν λευ­κὰ ἀ­πο­τυ­πώ­μα­τα στὰ σκοῦ­ρα ξύ­λι­να τρα­πέ­ζια τῆς κου­ζί­νας μας.

       Φυ­σι­κά, αὐ­τὸ ξε­σή­κω­σε τὸ κοι­νὸ αἴ­σθη­μα. Στὴν τη­λε­ό­ρα­ση, βλέ­πα­με πλή­θη νὰ στοι­βά­ζουν λου­λού­δια καὶ τα­ρι­χευ­μέ­να ζῶ­α ἔ­ξω ἀ­πὸ βι­βλι­ο­θῆ­κες σὲ ὅ­λο τὸν κό­σμο. Σύν­το­μα οἱ τη­λε­ο­πτι­κὲς συ­ζη­τή­σεις ἔ­βρι­θαν ἀ­πὸ ὑ­πο­νο­ού­με­να. Ἕ­να λο­γο­τε­χνι­κὸ εἶ­δος ποὺ χά­θη­κε πά­νω στὸ ἄν­θος τῆς ἡ­λι­κί­ας του, ἔ­λε­γαν. Τὸ κοι­νὸ ἔ­μει­νε ἐμ­βρόν­τη­το ἀ­κού­γον­τας τὴ Βι­ο­γρα­φί­α νὰ πα­ρα­δέ­χε­ται πὼς εἶ­χε σχέ­ση μὲ τὸ Δι­ή­γη­μα στὴ διά­ρκεια τῆς φά­σης «ἀ­πω­θη­μέ­νης μνή­μης τῆς παι­δι­κῆς ἡ­λι­κί­ας». Τὰ μέ­σα ἐ­νη­μέ­ρω­σης ἔ­γι­ναν τό­σο φορ­τι­κὰ ποὺ ὁ­λό­κλη­ρη ἡ οἰ­κο­γέ­νεια Αὐ­το­βι­ο­γρα­φί­α ἔ­φυ­γε ἀ­πὸ τὴν πό­λη γιὰ ἕ­να μή­να προ­κει­μέ­νου νὰ ἐ­πι­λύ­σει τὰ θέ­μα­τά της κα­τ’ ἰ­δί­αν.

      Στὴν κη­δεί­α, τὸ Πε­ζο­ποί­η­μα στὸ ἐγ­κώ­μιό του ἀ­να­φέρ­θη­κε, με­τα­ξὺ ἄλ­λων, στοὺς ἐκ­δό­τες ὡς «προ­α­γω­γοὺς τῆς ἀ­γο­ρᾶς» καὶ ἀ­πο­κά­λε­σε τοὺς ἀ­κα­δη­μα­ϊ­κοὺς «λο­γο­τε­χνι­κὰ ἁρ­πα­κτι­κὰ εὐ­χα­ρι­στη­μέ­να πλέ­ον μὲ τὴν ἀ­να­χώ­ρη­ση τοῦ Δι­η­γή­μα­τος». Ἀλ­λὰ στὴν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, ὅ­λοι φταί­γα­με. Στὸ ἐ­πι­κή­δει­ο δεῖ­πνο ποὺ ἀ­κο­λού­θη­σε, γυ­ρο­φέρ­να­με σα­στι­σμέ­νοι, ἀ­να­λο­γι­ζό­με­νοι τί θὰ μπο­ρού­σα­με ἄ­ρα­γε νὰ εἴ­χα­με κά­νει. Σὲ μιὰ γω­νί­α, ἡ ἄ­ξε­στη Νου­βέ­λα με­θοῦ­σε μὲ φθη­νὸ C­h­a­r­d­o­n­n­ay καὶ φλυ­α­ροῦ­σε, μι­λών­τας γιὰ τὶς κα­λὲς στιγ­μὲς ποὺ ἔ­ζη­σε μὲ τὸ Δι­ή­γη­μα. Πα­ρη­γο­ρή­θη­κε σφι­χταγ­κα­λι­ά­ζον­τας στὴν τύ­χη πε­ρα­στι­κοὺς καὶ φω­νά­ζον­τας «Σ’­ἀ­γα­πῶ!» τό­σο δυ­να­τὰ ποὺ ἔ­βα­λε σὲ ἀ­νη­συ­χί­α τοὺς ἐκ­δό­τες λο­γο­τε­χνι­κῶν πε­ρι­ο­δι­κῶν λί­γα μέ­τρα πιὸ πέ­ρα.

      Τὶς ἑ­βδο­μά­δες ποὺ ἀ­κο­λού­θη­σαν, ἄρ­χι­σαν νὰ κυ­κλο­φο­ροῦν φῆ­μες ὅ­τι ὁ ἐγ­κέ­φα­λος τοῦ Δι­η­γή­μα­τος εἶ­χε κρυ­ο­γε­νε­τι­κὰ ἀ­πο­θη­κευ­θεῖ σὲ ἕ­να κα­τα­φύ­γιο κον­τὰ στὴν Ὀ­μά­χα. Κά­ποι­ος κα­θη­γη­τὴς στὴ Γλα­σκώ­βη πρό­σφε­ρε χί­λι­ες λί­ρες σὲ ὅ­ποι­ον μπο­ροῦ­σε νὰ ἀ­να­πα­ρά­ξει ἕ­να δεῖγ­μα τοῦ DNA τοῦ Δι­η­γή­μα­τος, γιὰ λό­γους κλω­νο­ποί­η­σης. Ἐ­νῶ ἄλ­λοι ὑ­πο­στή­ρι­ζαν ὅ­τι τὸ Δι­ή­γη­μα δὲν εἶ­χε πε­θά­νει, ἀλ­λὰ προ­σποι­ή­θη­κε πὼς πέ­θα­νε κι ἀ­πο­σύρ­θη­κε σὲ κά­ποι­ο ἀ­πο­μο­νω­μέ­νο ὀ­ρει­νὸ κα­τα­φύ­γιο κά­που στὶς Ἄν­δεις ἢ τὰ Ἰ­μα­λά­ι­α.

      Ἡ τε­λευ­ταί­α σκέ­ψη μᾶς ἀ­να­κού­φι­σε κά­πως. Ἀρ­χί­σα­με νὰ ἐ­πι­νο­οῦ­με φαν­τα­στι­κὲς ἱ­στο­ρί­ες γιὰ τὸ Δι­ή­γη­μα, ἱ­στο­ρί­ες ποὺ ἔ­μοι­αζαν ἀ­λη­θο­φα­νεῖς με­τὰ ἀ­πὸ λί­γο. Φαν­τα­ζό­μα­σταν τὸ Δι­ή­γη­μα νὰ κά­θε­ται γύ­ρω ἀ­πὸ ἕ­να τζά­κι μὲ τὸν Τζὸν Λέ­νον, τὸν Ἰ­η­σοῦ καὶ τὴν Ἀ­μέ­λια Ἔρ­χαρτ, νὰ σι­γο­πί­νουν κο­νιὰκ ἑ­κα­τὸ ἐ­τῶν καὶ νὰ συ­ζη­τοῦν γιὰ τοὺς παῖ­κτες ποὺ θὰ κα­τέ­βα­ζαν στὶς φαν­τα­στι­κές τους ὁ­μά­δες μπέ­ιζ­μπολ. Τοὺς φαν­τα­ζό­μα­σταν νὰ φο­ροῦν τὶς κάλ­τσες ποὺ εἴ­χα­με χά­σει στὸ στε­γνω­τή­ριο πρὸ πολ­λοῦ καὶ νὰ παί­ζουν μὲ τὰ ψι­λὰ ποὺ μᾶς εἶ­χαν πα­ρα­πέ­σει ἀ­νά­με­σα στὰ μα­ξι­λα­ρά­κια τοῦ κα­να­πέ. Στὴν προ­ε­ξο­χὴ τοῦ τοί­χου, μέ­σα ἀ­πὸ τὸ ἕ­να καὶ μο­να­δι­κὸ με­γά­λο πα­ρά­θυ­ρο, μὲ θέ­α τὰ βου­νά, ἔ­βλε­παν, πά­νω ἀ­πὸ τὰ σύν­νε­φα, μιὰ στρο­βι­λι­ζό­με­νη δί­νη ἀ­πὸ δι­ά­φο­ρα χρώ­μα­τα. Τὰ χρώ­μα­τα φαν­τά­ζον­ταν πὼς ἦ­ταν τὰ ὄ­νει­ρά τους καὶ πε­ρί­με­ναν καρ­τε­ρι­κὰ τὶς στιγ­μὲς ἐ­κεῖ­νες ποὺ μιὰ λε­πτὴ γραμ­μὴ φω­τὸς θὰ ξέ­φευ­γε μέ­σα ἀ­πὸ τὸ στε­νὸ πλαί­σιο, σὰν ζω­η­ρὴ μου­σι­κὴ νό­τα ποὺ αἰ­ω­ρεῖ­ται γιὰ μιὰ στιγ­μὴ προ­τοῦ χα­θεῖ σὰν ἀ­στρα­πὴ στὴν πε­ρι­βάλ­λου­σα νύ­χτα.

 

Bonsai-03c-GiaIstologio-04 

Πηγή: Ἀ­πὸ τὴ συλ­λο­γὴ δι­η­γη­μά­των Tho­mas, Ja­mes and Ro­bert Sha­pard, eds., Flash Fi­ction For­ward, 80 ve­ry short sto­ries, New York, London: W.W. Norton & Company, 2006.

 

Τζ. Ντέ­ι­βιντ Στί­βενς (J. David Stevens). Δι­δά­σκει Δη­μι­ουρ­γι­κὴ Γρα­φὴ στὸ Πα­νε­πι­στή­μιο Σί­τον Χὸλ καὶ ζεῖ στὸ βό­ρει­ο Νιοὺ Τζέρ­σε­ϊ. Τὰ πιὸ πρό­σφα­τα δι­η­γή­μα­τά του δη­μο­σι­εύ­τη­καν στὰ Har­p­e­r­’s M­a­g­a­z­i­ne, T­he P­a­r­is R­e­v­i­ew, M­id-A­m­e­r­i­c­an R­e­v­i­ew καὶ N­o­t­re D­a­me R­e­v­i­ew, ἀ­νά­με­σά σε ἄλ­λα. Γρά­φει λο­γο­τε­χνι­κὲς κρι­τι­κὲς καὶ τὸ βι­βλί­ο του T­he W­o­rd R­i­d­es A­g­a­in: R­e­r­e­a­d­i­ng t­he Fron­t­i­er in A­m­e­r­i­c­an F­i­c­t­i­on δη­μο­σι­εύ­τη­κε ἀ­πὸ τὸ O­h­io U­n­i­v­e­r­s­i­ty P­r­e­ss. Ζεῖ στὸ Ρί­τσμοντ τῆς Βιρ­τζί­νια.

 

Με­τά­φρα­ση ἀ­πὸ τὰ ἀγ­γλικά:

Ἑ­λέ­νη [Νέλ­λη] Μπου­ραν­τά­νη (Πει­ραι­ᾶς, 1976). Ἐκ­παι­δευ­τι­κός, με­τα­φρά­στρια. Σπού­δα­σε Ἀγ­γλι­κὴ Φι­λο­λο­γί­α καὶ Λο­γο­τε­χνι­κὴ Με­τά­φρα­ση στὸ Ἐ­θνι­κὸ καὶ Κα­πο­δι­στρια­κὸ Πα­νε­πι­στή­μιο Ἀ­θη­νῶν. Ἐρ­γά­ζε­ται στὴ Δευ­τε­ρο­βάθ­μια Ἐκ­παί­δευ­ση καὶ ἀ­σχο­λεῖ­ται μὲ τὴ δη­μι­ουρ­γι­κὴ γρα­φὴ καὶ τὴ συγ­γρα­φή. Δη­μο­σί­ευ­σε (με­τα­ξὺ ἄλ­λων) τὸ δι­ή­γη­μα «Habari Rafiki!» στὸ συλ­λο­γι­κὸ ἔρ­γο: Φαν­τα­στεῖτε τὸ μέλ­λον σας σὲ μιὰ πό­λη ποὺ ἀλ­λά­ζει (Ἀ­θή­να: Ἐκ­δό­σεις Ἰ­α­νός, 2009).