Κλέ­μενς Ζέτς (Clemens Setz): Ἐ­ρω­τΑ­πο­κρί­σεις μὲ τὸν Κλέ­μενς Ζέτς



Κλέ­μενς Ζέτς (Clemens Setz)


Ἐ­ρω­τΑ­πο­κρί­σεις μὲ τὸν Κλέ­μενς Ζέτς


E: Ὑ­πάρ­χει κά­ποι­ο ἀ­πό­φθεγ­μα ποὺ σοῦ ἀ­ρέ­σει ἢ ποὺ θε­ω­ρεῖς ὅ­τι εἶ­ναι ἰ­δι­αί­τε­ρα ται­ρια­στὸ ἢ καὶ σχε­τι­κὸ μὲ τὴ μι­κρο­α­φή­γη­ση, ποὺ νὰ ἀ­νή­κει εἴ­τε σε κά­ποι­ον συγ­γρα­φέ­α εἴ­τε σὲ κά­ποι­ον ποὺ νὰ δρα­στη­ρι­ο­ποι­εῖ­ται σὲ πε­δία ἄλ­λα ἀ­πὸ τὴ λο­γο­τε­χνί­α, ὅ­πως λ.χ. ἄλ­λες τέ­χνες, οἱ ἐ­πι­στῆ­μες, ἡ φι­λο­σο­φί­α, ἡ θρη­σκεί­α ἢ ἀλ­λοῦ;

 

Α: «Μί­λα γιὰ τὸν ἑ­αυ­τό σου κι αἴ­νιγ­μα θά ‘ναι», λέ­ει ἡ Σφίγ­γα στὸ δεύ­τε­ρο μέ­ρος τοῦ Φά­ου­στ τοῦ Γκαῖ­τε.[1]

  

Ε: Ἔ­χεις κά­ποι­α ἀ­γα­πη­μέ­νη μι­κρο­α­φή­γη­ση ἢ συγ­γρα­φέ­α, ἢ ἀ­γα­πη­μέ­νο βι­βλί­ο μι­κρο­α­φη­γή­σε­ων;

 

Α: Ὁ Φε­λὶξ Φε­νε­όν, ἕ­νας Γάλ­λος συγ­γρα­φέ­ας καὶ δη­μο­σι­ο­γρά­φος. Ἔ­γρα­φε αὐ­τὸ ποὺ ὀ­νό­μα­ζε «Ἱ­στο­ρί­ες τῶν τρι­ῶν ἀ­ρά­δω­ν» γιὰ τὴ Φιγ­κα­ρό – μι­κρές, ἐν­δε­λε­χεῖς μα­τι­ὲς στὴν ἀ­νε­ξάν­τλη­τη πε­ρι­έρ­γεια τῶν ἀν­θρώ­πι­νων ἀλ­λη­λε­πι­δρά­σε­ων. Ἕ­να πα­ρά­δειγ­μα: «Τὴν Μαν­τὰμ Κουν­τέρκ, τοῦ Σαὶντ-Οὐ­έν, τὴν ἀ­πέ­τρε­παν δια­ρκῶς ἀ­π’ τὸ νὰ κρε­μα­στεῖ ἀ­πὸ τὸ μάν­τα­λο τοῦ πα­ρα­θύ­ρου της. Μό­λις ἐ­ξαν­τλή­θη­κε ἡ ὑ­πο­μο­νή της, πέ­τα­ξε πά­νω ἀ­π’ τὰ λι­βά­δια.»

 

Ε: Τί δι­α­βά­ζε­τε τώ­ρα;


Α: Τὸ Κρι­στὶν Λά­βραν­σντάτ­τερ τῆς Σίγ­κριντ Οὔν­τσετ – τὸ ἐν­τε­λῶς ἀν­τί­θε­το τῆς μι­κρο­α­φή­γη­σης.

 

Ε: Τί προ­σφέ­ρει ἡ μι­κρο­α­φή­γη­ση στοὺς ἀ­να­γνῶ­στες, ποὺ δὲν προ­σφέ­ρει ἡ ἀρ­γὴ (κα­νο­νι­κὴ) ἀ­φή­γη­ση;

 

Α: Τὴν ἀ­πο­λαυ­στι­κὰ πα­ρά­δο­ξη αἴ­σθη­ση τῆς ἀ­νά­γνω­σης ποὺ δι­α­φαί­νε­ται στὰ λό­για τοῦ Ἄμ­λετ: «Ὦ, Θε­έ μου, κι ἂν ἤ­μουν πε­ρι­ο­ρι­σμέ­νος σὲ ἕ­να κα­ρυ­δό­τσου­φλο, θὰ μὲ λο­γά­ρια­ζα γιὰ βα­σι­λιὰ τοῦ ἀ­πεί­ρου.»

 

Ε: Ἔ­χει προ­κύ­ψει κά­ποι­ο ἀ­πὸ τὰ με­γά­λα σας ἀ­φη­γή­μα­τα μέ­σα ἀ­πὸ μιὰ μι­κρο­α­φή­γη­ση ἢ τὸ ἀ­νά­πο­δο;

 

Α: Ναί, συμ­βαί­νει πο­λὺ συ­χνά. Μιὰ ἱ­στο­ρί­α δι­α­μορ­φώ­νει προ­ο­δευ­τι­κὰ ἀ­πὸ μό­νη της τὴ φόρ­μα ποὺ τῆς χρει­ά­ζε­ται γιὰ νὰ ὑ­πάρ­ξει.


[1] Πρόκειται γιὰ τὸν στ. 7132 τοῦ Δευτέρου μέρους τοῦ Φάουστ (Sprich nur dich selbst aus, wird schon Rätsel sein). Ἡ μετάφραση προέρχεται ἀπὸ τὴν ἔκδοση: Goethe, Φάουστ, (εἰσ.-μτφρ.-σχόλ.: Π. Μάρκαρης), Ἀθήνα, Γαβριηλίδης, 2003).


Πη­γή: Cl. Setz (μτφρ.: Ρ. Constantine), «Τwo stories», World Li­te­ra­tu­re Today 86, 5 (Σε­πτέμ­βριος/Ὀ­κτώ­βριος 2012) 62.

Κλέ­μενς Ζέτς (Clemens Setz) (Γκρὰτς τῆς Αὐ­στρί­ας, 1982). Εἶ­ναι συγ­γρα­φέ­ας καὶ με­τα­φρα­στής. Ἡ πρώ­τη του ἐμ­φά­νι­ση στὰ γράμ­μα­τα ἔ­γι­νε τὸ 2007. Ἔ­χει προ­τα­θεῖ δύ­ο φο­ρὲς γιὰ τὸ Γερ­μα­νι­κὸ Βρα­βεῖ­ο βι­βλί­ου, ἐ­νῶ ἔ­χει κερ­δί­σει τὸ Βρα­βεῖ­ο Βι­βλί­ου τῆς Λει­ψί­ας (2011) καὶ τὸ Λο­γο­τε­χνι­κὸ Βρα­βεῖο Wil­helm Ra­a­be (2015). Θε­ω­ρεῖ­ται ἕ­νας ἀ­πὸ τοὺς πλέ­ον φε­ρέλ­πι­δες συγ­­γρα­φεῖς τῆς γερ­μα­νό­φω­νης λο­γο­τε­χνί­ας.

Μετάφραση ἀπὸ τὰ ἀγγλικά:

Θα­νά­σης Γα­λα­νά­κης (Ἀ­θή­να, 1993). Σπού­δα­σε Με­σαι­ω­νι­κὴ καὶ Νε­ο­ελ­λη­νι­κὴ Φι­λο­λο­γί­α στὸ Πα­νε­πι­στή­μιο Ἀ­θη­νῶν. Ἀ­σχο­λεῖ­ται μὲ τὴν Ἱ­στο­ρί­α καὶ τὴ Θε­ω­ρί­α τῆς Λο­γο­τε­χνί­ας, τὴ Με­τά­φρα­ση θε­ω­ρη­τι­κῶν καὶ λο­γο­τε­χνι­κῶν κει­μέ­νων καὶ τὴν Ποί­η­ση. Με­λέ­τες, με­τα­φρά­σεις καὶ ποι­ή­μα­τά του ἔ­χουν δη­μο­σι­ευ­τεῖ σὲ ἐ­πι­στη­μο­νι­κά, φι­λο­λο­γι­κὰ καὶ λο­γο­τε­χνι­κὰ πε­ρι­ο­δι­κὰ καὶ ἱ­στο­τό­πους. Ἀ­γα­πά­ει τὰ ζῶ­α καὶ εἰ­δι­κό­τε­ρα τὰ πτη­νά. Ζεῖ στὴν Ἀ­θή­να.

Κλέ­μενς Ζέτς (Clemens Setz): Μιὰ πο­λὺ σύν­το­μη ἱ­στο­ρί­α



Κλέ­μενς Ζέτς (Clemens Setz)


Μιὰ πο­λὺ σύν­το­μη ἱ­στο­ρί­α

(Eine sehr kurze Geschichte)


ΠΕΙΤΑ ἀ­πὸ μιὰ μα­κρὰ καὶ δύ­σκο­λη μέ­ρα στὸ γρα­φεῖ­ο, ἡ Λίλ­λυ συ­νει­δη­το­ποί­η­σε ὅ­τι στὶς ὠ­μο­πλά­τες της εἶ­χαν φυ­τρώ­σει δυ­ὸ μι­κρὰ φτε­ρά: ἦ­ταν δυ­ὸ ρόζ, βρώ­μι­κα κι εὐ­αί­σθη­τα κομ­μά­τια δέρ­μα­τος, τὰ ὁ­ποῖ­α τὴν ἔ­τρω­γαν σὰν τσίμ­πη­μα κου­νου­πιοῦ καὶ τῆς ἐ­πέ­τρε­παν νὰ πη­γαί­νει ἐ­δῶ κι ἐ­κεῖ κα­τα­βάλ­λον­τας μι­κρὴ προ­σπά­θεια. Ἀ­πὸ τὸ φό­βο της ἡ Λίλ­λυ ἔ­κο­ψε μ’ ἕ­να ψα­λί­δι τὰ φτε­ρά της καὶ πῆ­γε νὰ πλυ­θεῖ στὸ μπά­νιο. Σκε­φτό­ταν, ἂν πο­τὲ θὰ ξα­να­φυ­τρώ­να­νε, ἀλ­λὰ ἡ ἀ­νη­συ­χί­α της ἀ­πε­δεί­χθη ἀ­βά­σι­μος. Ἀ­νε­ξαρ­τή­τως τοῦ πό­σο μα­κρὰ καὶ δύ­σκο­λη ἦ­ταν ἡ μέ­ρα στὸ γρα­φεῖ­ο γιὰ τὴ Λίλ­λυ, τὰ φτε­ρὰ δὲν ξα­να­βγῆ­καν πο­τέ μέ­χρι τὸ τέ­λος τῆς σύν­το­μης ζω­ῆς της.



Πη­γή: Τὸ δι­ή­γη­μα «Μιὰ πο­λὺ σύν­το­μη ἱ­στο­ρί­α» («Ei­ne sehr kur­ze Ge­schi­chte») πε­ρι­λαμ­βά­νε­ται στὸ Clemens J. Setz, Die Lie­be zur Zeit des Mahl­städ­ter Kin­des, Βε­ρο­λί­νο, Suhrkamp Verlag, 2011.

 

Κλέ­μενς Ζέτς (Clemens Setz) (Γκρὰτς τῆς Αὐ­στρί­ας, 1982). Εἶ­ναι συγ­γρα­φέ­ας καὶ με­τα­φρα­στής. Ἡ πρώ­τη του ἐμ­φά­νι­ση στὰ γράμ­μα­τα ἔ­γι­νε τὸ 2007. Ἔ­χει προ­τα­θεῖ δύ­ο φο­ρὲς γιὰ τὸ Γερ­μα­νι­κὸ Βρα­βεῖ­ο βι­βλί­ου, ἐ­νῶ ἔ­χει κερ­δί­σει τὸ Βρα­βεῖ­ο Βι­βλί­ου τῆς Λει­ψί­ας (2011) καὶ τὸ Λο­γο­τε­χνι­κὸ Βρα­βεῖο Wil­helm Ra­a­be (2015). Θε­ω­ρεῖ­ται ἕ­νας ἀ­πὸ τοὺς πλέ­ον φε­ρέλ­πι­δες συγ­­γρα­φεῖς τῆς γερ­μα­νό­φω­νης λο­γο­τε­χνί­ας.

Μετάφραση ἀπὸ τὰ γερμανικά:

Θα­νά­σης Γα­λα­νά­κης (Ἀ­θή­να, 1993). Σπού­δα­σε Με­σαι­ω­νι­κὴ καὶ Νε­ο­ελ­λη­νι­κὴ Φι­λο­λο­γί­α στὸ Πα­νε­πι­στή­μιο Ἀ­θη­νῶν. Ἀ­σχο­λεῖ­ται μὲ τὴν Ἱ­στο­ρί­α καὶ τὴ Θε­ω­ρί­α τῆς Λο­γο­τε­χνί­ας, τὴ Με­τά­φρα­ση θε­ω­ρη­τι­κῶν καὶ λο­γο­τε­χνι­κῶν κει­μέ­νων καὶ τὴν Ποί­η­ση. Με­λέ­τες, με­τα­φρά­σεις καὶ ποι­ή­μα­τά του ἔ­χουν δη­μο­σι­ευ­τεῖ σὲ ἐ­πι­στη­μο­νι­κά, φι­λο­λο­γι­κὰ καὶ λο­γο­τε­χνι­κὰ πε­ρι­ο­δι­κὰ καὶ ἱ­στο­τό­πους. Ἀ­γα­πά­ει τὰ ζῶ­α καὶ εἰ­δι­κό­τε­ρα τὰ πτη­νά. Ζεῖ στὴν Ἀ­θή­να.

Κλέ­μενς Ζέτς (Clemens Setz): Πε­ρὶ τῆς ἀ­γω­γι­μό­τη­τας τῶν μο­να­χῶν



Κλέ­μενς Ζέτς (Clemens Setz)


Πε­ρὶ τῆς ἀ­γω­γι­μό­τη­τας τῶν μο­να­χῶν

(Die Leitfähigkeit von Mönchen)


ΤΑ 1746 ὁ ἀβ­βὰς Ζάν-Ἀν­του­ὰν Νολ­λὲ το­πο­θέ­τη­σε κυ­κλι­κὰ μέ­σα σ’ ἕ­να χω­ρά­φι ἐ­πτα­κό­σιους Καρ­θου­σια­νοὺς μο­να­χοὺς καὶ τοὺς ἕ­νω­σε ὅ­λους μ’ ἕ­να κα­λώ­διο. Τὸ κα­λώ­διο αὐ­τὸ ὁ­δη­γοῦ­σε σὲ μιὰ λου­γδου­νι­κὴ λά­γη­νο, ἕ­ναν ἁ­πλὸ πυ­κνω­τὴ ποὺ πα­ρή­γα­γε ἠ­λε­κτρι­σμό. Τὸ πεί­ρα­μα σκό­πευ­ε νὰ ἐ­λέγ­ξει ἂν ὅ­λοι οἱ μο­να­χοὶ θὰ οὐρ­λιά­ξουν ἀ­πὸ πό­νο τὴν ἴ­δια στιγ­μή. Ἡ δο­κι­μὴ πέ­τυ­χε, ὅ­πως ἄλ­λω­στε εἶ­χε ξα­να­συμ­βεῖ στὸ πα­ρελ­θὸν μὲ ἑ­κα­τὸν ὀ­γδόν­τα στρα­τι­ῶ­τες τῆς Ἐ­θνι­κῆς Φρου­ρᾶς. Ἔ­πει­τα ἀ­π’ αὐ­τό, ὁ Νολ­λὲ τι­μή­θη­κε ἀ­πὸ τὸν βα­σι­λιὰ καὶ ἔ­λα­βε τὴ θέ­ση τοῦ κα­θη­γη­τῆ πει­ρα­μα­τι­κῆς φυ­σι­κῆς στὸ Πα­ρί­σι.



Πη­γή: Τὸ δι­ή­γη­μα «Πε­ρὶ τῆς ἀ­γω­γι­μό­τη­τας τῶν μο­να­χῶν» («Die Leit­fä­hig­keit von Mönchen») πε­ρι­λαμ­βά­νε­ται στὸ Clemens J. Setz, Die Vo­gel­strauß­trom­pete. Ge­di­chte, Βε­ρο­λί­νο, Suhrkamp Verlag, 2014.

Κλέ­μενς Ζέτς (Clemens Setz) (Γκρὰτς τῆς Αὐ­στρί­ας, 1982). Εἶ­ναι συγ­γρα­φέ­ας καὶ με­τα­φρα­στής. Ἡ πρώ­τη του ἐμ­φά­νι­ση στὰ γράμ­μα­τα ἔ­γι­νε τὸ 2007. Ἔ­χει προ­τα­θεῖ δύ­ο φο­ρὲς γιὰ τὸ Γερ­μα­νι­κὸ Βρα­βεῖ­ο βι­βλί­ου, ἐ­νῶ ἔ­χει κερ­δί­σει τὸ Βρα­βεῖ­ο Βι­βλί­ου τῆς Λει­ψί­ας (2011) καὶ τὸ Λο­γο­τε­χνι­κὸ Βρα­βεῖο Wil­helm Ra­a­be (2015). Θε­ω­ρεῖ­ται ἕ­νας ἀ­πὸ τοὺς πλέ­ον φε­ρέλ­πι­δες συγ­­γρα­φεῖς τῆς γερ­μα­νό­φω­νης λο­γο­τε­χνί­ας.

Μετάφραση ἀπὸ τὰ γερμανικά:

Θα­νά­σης Γα­λα­νά­κης (Ἀ­θή­να, 1993). Σπού­δα­σε Με­σαι­ω­νι­κὴ καὶ Νε­ο­ελ­λη­νι­κὴ Φι­λο­λο­γί­α στὸ Πα­νε­πι­στή­μιο Ἀ­θη­νῶν. Ἀ­σχο­λεῖ­ται μὲ τὴν Ἱ­στο­ρί­α καὶ τὴ Θε­ω­ρί­α τῆς Λο­γο­τε­χνί­ας, τὴ Με­τά­φρα­ση θε­ω­ρη­τι­κῶν καὶ λο­γο­τε­χνι­κῶν κει­μέ­νων καὶ τὴν Ποί­η­ση. Με­λέ­τες, με­τα­φρά­σεις καὶ ποι­ή­μα­τά του ἔ­χουν δη­μο­σι­ευ­τεῖ σὲ ἐ­πι­στη­μο­νι­κά, φι­λο­λο­γι­κὰ καὶ λο­γο­τε­χνι­κὰ πε­ρι­ο­δι­κὰ καὶ ἱ­στο­τό­πους. Ἀ­γα­πά­ει τὰ ζῶ­α καὶ εἰ­δι­κό­τε­ρα τὰ πτη­νά. Ζεῖ στὴν Ἀ­θή­να.